Συνέχεια από Παρασκευή, 24 Μαρτίου 2023
PAUL FRIEDLȀNDERΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
25. ΦΑΙΔΡΟΣ (7η συνέχεια)
Φτάσαμε έτσι αρκετά «μακριά», ώστε να μπορούμε να επιστρέψουμε στην πρώτη– πρώτη ερώτηση για τη σχέση λόγου και γραφής, που παρέμεινε τότε στην κατώτερη βαθμίδα τής περί ρητορικής συζήτησης. Που θα ανέλθη κι αυτή ωστόσο στο «ύψος» τής σωκρατικής τελικά προβληματικής. Ο αιγυπτιακός μύθος τού εφευρέτη τής γραφής Θεύθ, και του καλού βασιλιά Άμμωνα, που βλέπει το ακροσφαλές και επικίνδυνο στην καινούργια εφεύρεση, είναι μια αρχή και θέτει ήδη τις βάσεις για μιαν απάντηση. Αναδεικνύονται οι κίνδυνοι και τα ελαττώματα του γραπτού λόγου – στους οποίους αναφέρονται επί λέξει δυό διάσημα σημεία τών πλατωνικών Επιστολών (ΙΙ 314 C. VII 341 B κ.ε.) -, για να αντιπαρατεθή στο γραπτό κείμενο ο προφορικός λόγος, που εγγράφεται στην ψυχή τού μαθητευόμενου, ο ζωντανός δηλ. και έμψυχος λόγος, τον οποίον απλώς απεικονίζει ένα βιβλίο. Όλα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως για το έργο τής φιλοσοφίας, συνδέονται τώρα αναμεταξύ τους, για να προσδιορίσουν τον ζωντανό φιλοσοφικό διάλογο, που παιδαγωγεί και γεννά περαιτέρω, ως την υψίστη μορφή τού ανθρώπινου λόγου.
Οι τελευταίες φράσεις τού διαλόγου λένε, πως προέχει τώρα, ο μεν Φαίδρος να μεταφέρη στον αγαπημένο του Λυσία, ο δε Σωκράτης στον δικό του αγαπημένο Ισοκράτη όσα ειπώθηκαν εδώ και να τους καλέσουν σε συμμετοχή. Για να γίνη εδώ σαφές το πώς ο φιλοσοφικός αυτός διάλογος «διαδίδεται», αγαπητικός και ολοζώντανος, ανεξάρτητα από κάθε δεδομένη πραγματικότητα, στον ιδεατό και ιδανικό «χώρο». Πρόκειται πράγματι για τη ρητορική, στην οποίαν η φιλοσοφία θέλει να «δείξη» τον δρόμο και την οδό προς το δικό της, φιλοσοφικό ύψος. Αυτό είναι που προσπάθησε να επιτύχη, σ’ ολόκληρο τον διάλογο, ο Πλάτων. Και η «ειρωνία» τού Σωκράτη δεν απετέλεσε έτσι παρά ένα ένδυμα, που μπορούσε να αφαιρεθή οποιαδήποτε στιγμή, όπως π.χ. τώρα που προέκυψε η σκέψη να αποτανθούν εντελώς στα σοβαρά στους δυό φημισμένους αυτούς δασκάλους τής ρητορικής. Ακόμα κι αν (όμως) ο Πλάτων «αναγνωρίζη» - διαφορετικά απ’ ό,τι για τον Λυσία – μια «συγκεκριμένη φιλοσοφική επιδίωξη» στο πνεύμα τού Ισοκράτη και στη διάσημη σχολή του, στο διδακτικό του δηλαδή, έστω και δεύτερης «σειράς», σύστημα, δεν ήταν απ’ την άλλη δυνατό να αμφισβητηθή ούτε για μια στιγμή, ότι ούτε ο Λυσίας ούτε ο Ισοκράτης ανταποκρίνονται στη φήμη που προέρχεται εδώ απ’ τα ίδια και μόνο τα ονόματά τους.
Η προσευχή που απευθύνει στο τέλος τόσο στον Πάνα όσο και στους άλλους τοπικούς θεούς, ο Σωκράτης, επαναφέρει τη «φυσικήν εγγύτητα», ύστερα από τόσες μακρές συζητήσεις, του πρώτου διαλογικού μέρους. Ο δε «άσχημος» εξωτερικά Σωκράτης παρακαλεί τον Πάνα, που οι εικόνες του θεωρεί πως του μοιάζουν, για εσωτερικήν ωραιότητα. Γιατί αν μοιάζη στους Σατύρους και τους Σειληνούς (Συμπ. 215 ΑΒ), τότε δεν μπορεί παρά να μοιάζη και στον Πάνα. Ενώ μπορούμε επίσης να θυμηθούμε ότι μέσα στο ετυμολογικό «βουητό» τού «Κρατύλου» (408 D), το όνομα «Παν» εξηγείται ως «αυτός που δείχνει τα πάντα», όντας εκεί, ως γυιός τού Ερμή, «είτε Λόγος είτε αδελφός τού Λόγου». Η δε παράκληση για ωραιότητα (ο-μορφιά) εκπληρούται με τη φιλοσοφικήν έννοια, όπως την ακούμε να εκφέρεται και να επαναλαμβάνεται στον δεύτερον εδώ σωκρατικό λόγο: πρόκειται για την αθανασία τής ψυχής· για την ιδιαίτερη σημασία που έχει το «είδος» τής ωραιότητας για τον άνθρωπο· και για την «αναφορά» τής ψυχής σ’ αυτό το «είδος», την οποία και ονομάζουμε «έρωτα». Η παράκληση για «συμφιλίωση» («φιλία») μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού (ανθρώπου) ζητά να μετατραπή σε «ευεξία» ο αγώνας που απεικονίζεται στον μύθο για τα δυό άλογα της ψυχής, μιαν «ευεξία» που πρέπει να αποκτά συνεχώς εκ νέου και ο ίδιος ο Πλάτων, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πως δεν αποτελεί παρά ένα δώρο χαρισμένο απ’ τους ίδιους τους θεούς. Για να παρουσιαστή στο τέλος και η τόσο φυσική παράκληση-δέηση για πλούτο – αφού την είχε ήδη εξευγενίσει στην ελεγεία τους προς τις Μούσες ο Σόλων -, όχι τόσο ως «δικαίωμα», αλλά ως «ιδιοκτησία»: αυτό που ανήκει σε κάποιον άνθρωπο, υποτάσσεται στον ίδιον τον άνθρωπο (Αλκιβ. 131 Α κ.ε.), αποκτώντας αξία και όρια με τη σοφία και το εσωτερικό μέτρο. «Να τα παρακαλέσης και για μένα όλα αυτά», λέει στο τέλος ο Φαίδρος, «γιατί είναι κοινά αυτά που ανήκουν στους φίλους». Η προσευχή, η φιλοσοφία, ο έρως: ανήκουν όλα, με μιαν ιδιαιτέρως διακεκριμένη έννοια, σε κείνο το ενδιάμεσο βασίλειο, προς το οποίο «ανοίγει» τη ματιά μας η Διοτίμα.
Υπάρχει ήδη απ’ την αρχαιότητα μια διαφιλονικία, για το ποιο είναι άραγες πραγματικά το θέμα τού διαλόγου «Φαίδρος». Στο σχόλιο του νεοπλατωνικού Ερμεία λέγεται το εξής: μερικοί προσδιορίζουν ως σκοπό τού διαλόγου τον έρωτα, άλλοι τη ρητορική, κι άλλοι πάλι το αγαθό ή το ύψιστο ωραίο. Ενώ και στα νεώτερα χρόνια γράφει (το 1834) ο Grillparzer: «Υπήρξε πολλαπλώς διαφιλονικούμενο, το ποιο είναι το πραγματικό βασικό θέμα τού πλατωνικού Φαίδρου. Οι μεν το επιγράφουν: για το Ωραίο· οι δε: για τη ρητορική τέχνη· για να ισχυριστή τελικά ο Schleiermacher, πως πρόκειται προπάντων για τη διαλεκτική. Βλέπει ωστόσο ο καθένας, το πόσο εξαναγκαστικοί είναι αυτοί οι προσδιορισμοί…». Κανένας άλλος πλατωνικός διάλογος δεν πρέπει να έχη περιπέσει σε τόσο διαφορετικές ερμηνείες, και κανένας επίσης σε μια «κρίση», που αντηχεί σαν μια παραίτηση από τη λύση αυτού τού «κόμβου»: ο «Φαίδρος» απέτυχε ως προς τη σύνθεσή του (Norden). Ποιος; Ακριβώς ο «Φαίδρος»!
Η ρητορική δεν είναι βέβαια το κυρίως, αλλά το προφαινόμενο ασφαλώς θέμα τού «Φαίδρου». Καθώς ο Πλάτων παραθέτει μεν ρητορικά «εκλεκτά μέρη» στο πρώτο μέρος τού διαλόγου, για να τα εξετάση κατόπιν εν σχέσει προς τη ρητορική θεωρία στο δεύτερο μέρος, την οποία θεωρία θα αναπτύξη κατόπιν εν σχέσει προς τα ίδια τα «μέρη». Ο Σωκράτης τα χαρακτηρίζει μάλιστα ως «μεγάλα παραδείγματα» (262 CD. 264 E) – κάτι που θα αρκούσε και από μόνο του για να μην τον πιστέψουμε, ακόμα κι αν δεν είχε προσθέσει την εξαιρετικά ειρωνική παρατήρηση, ότι τα είχε εντελώς «τυχαία» μπροστά του (265 C 9). Είναι πρότυπα και μεγάλα παραδείγματα της ρητορικής τέχνης, αλλά καθίστανται ταυτόχρονα και κάτι εντελώς άλλο, τη στιγμή που το βλέμμα μας ελευθερώνεται σ’ ένα εκστατικό, στο μέσον τού τρίτου λόγου, άλμα προς την αληθινή ουσία τού Έρωτα, προς τον Κόσμο, προς τις αιώνιες μορφές και την κοσμική μοίρα τής ψυχής. Απ’ τη θεωρητική συζήτηση περί ρητορικής τέχνης γεννάται τότε, στο δεύτερο διαλογικό μέρος, το αίτημα μιας φιλοσοφικής διαλεκτικής και μιας φιλοσοφικής διδασκαλίας περί ψυχής, και ο φιλοσοφικός διάλογος αποδεικνύεται ως η υψίστη μορφή ανθρωπίνου λόγου. Κάτι το οποίο όχι μόνον απαιτείται, αλλά και πραγματοποιείται στον παρόντα Διάλογο. Για να αναγνωρίσουμε έτσι το πώς «περιλαμβάνεται», στην αγαπητική συνύπαρξη Σωκράτη και Φαίδρου – από προσωπικής πλευράς – και στο εκστατικό άλμα και τη διδακτική άνοδο προς το Είδος – από αντικειμενικής – η συνενωμένη διπλή φύση τού Όλου, η ενότητα δηλ. των τόσο απομακρυσμένων «πόλων»: του έρωτα και του λόγου. Γιατί η φιλο-σοφία είναι ταυτόχρονα η υψίστη μορφή τόσο τού έρωτα όσο και του λόγου! Και δεν θα «σκοτιζόμαστε» μάταια κατόπιν αυτού με το ερώτημα, πώς είναι άραγες δυνατόν να πραγματοποιείται κατ’ αρχάς μέσα στο «παραλήρημα της μανίας» και κατόπιν στο αυστηρό σχολείο τής διαλεκτικής η κίνηση προς το Είδος. Πρόκειται για τις δυό «οδούς» που τις γνωρίζει, εμπειρικά, ο Πλάτων, που τις πορεύτηκε, «αναγκαστικά», και τις δύο. Και το ότι συνυπάρχουν εδώ σχεδόν ταυτόχρονα και με την ίδιαν ενέργεια και οι δύο, αυτό είναι που δημιουργεί (εξάλλου) και την ιδιαίτερη «ένταση» και την ιδιαίτερη σημασία αυτού τού εκπληκτικού έργου.
( Τέλος τών αναρτήσεων γα τον «Φαίδρο» - Ακολουθούν οι αναρτήσεις για τον διάλογο «Σοφιστής» )
Οι τελευταίες φράσεις τού διαλόγου λένε, πως προέχει τώρα, ο μεν Φαίδρος να μεταφέρη στον αγαπημένο του Λυσία, ο δε Σωκράτης στον δικό του αγαπημένο Ισοκράτη όσα ειπώθηκαν εδώ και να τους καλέσουν σε συμμετοχή. Για να γίνη εδώ σαφές το πώς ο φιλοσοφικός αυτός διάλογος «διαδίδεται», αγαπητικός και ολοζώντανος, ανεξάρτητα από κάθε δεδομένη πραγματικότητα, στον ιδεατό και ιδανικό «χώρο». Πρόκειται πράγματι για τη ρητορική, στην οποίαν η φιλοσοφία θέλει να «δείξη» τον δρόμο και την οδό προς το δικό της, φιλοσοφικό ύψος. Αυτό είναι που προσπάθησε να επιτύχη, σ’ ολόκληρο τον διάλογο, ο Πλάτων. Και η «ειρωνία» τού Σωκράτη δεν απετέλεσε έτσι παρά ένα ένδυμα, που μπορούσε να αφαιρεθή οποιαδήποτε στιγμή, όπως π.χ. τώρα που προέκυψε η σκέψη να αποτανθούν εντελώς στα σοβαρά στους δυό φημισμένους αυτούς δασκάλους τής ρητορικής. Ακόμα κι αν (όμως) ο Πλάτων «αναγνωρίζη» - διαφορετικά απ’ ό,τι για τον Λυσία – μια «συγκεκριμένη φιλοσοφική επιδίωξη» στο πνεύμα τού Ισοκράτη και στη διάσημη σχολή του, στο διδακτικό του δηλαδή, έστω και δεύτερης «σειράς», σύστημα, δεν ήταν απ’ την άλλη δυνατό να αμφισβητηθή ούτε για μια στιγμή, ότι ούτε ο Λυσίας ούτε ο Ισοκράτης ανταποκρίνονται στη φήμη που προέρχεται εδώ απ’ τα ίδια και μόνο τα ονόματά τους.
Η προσευχή που απευθύνει στο τέλος τόσο στον Πάνα όσο και στους άλλους τοπικούς θεούς, ο Σωκράτης, επαναφέρει τη «φυσικήν εγγύτητα», ύστερα από τόσες μακρές συζητήσεις, του πρώτου διαλογικού μέρους. Ο δε «άσχημος» εξωτερικά Σωκράτης παρακαλεί τον Πάνα, που οι εικόνες του θεωρεί πως του μοιάζουν, για εσωτερικήν ωραιότητα. Γιατί αν μοιάζη στους Σατύρους και τους Σειληνούς (Συμπ. 215 ΑΒ), τότε δεν μπορεί παρά να μοιάζη και στον Πάνα. Ενώ μπορούμε επίσης να θυμηθούμε ότι μέσα στο ετυμολογικό «βουητό» τού «Κρατύλου» (408 D), το όνομα «Παν» εξηγείται ως «αυτός που δείχνει τα πάντα», όντας εκεί, ως γυιός τού Ερμή, «είτε Λόγος είτε αδελφός τού Λόγου». Η δε παράκληση για ωραιότητα (ο-μορφιά) εκπληρούται με τη φιλοσοφικήν έννοια, όπως την ακούμε να εκφέρεται και να επαναλαμβάνεται στον δεύτερον εδώ σωκρατικό λόγο: πρόκειται για την αθανασία τής ψυχής· για την ιδιαίτερη σημασία που έχει το «είδος» τής ωραιότητας για τον άνθρωπο· και για την «αναφορά» τής ψυχής σ’ αυτό το «είδος», την οποία και ονομάζουμε «έρωτα». Η παράκληση για «συμφιλίωση» («φιλία») μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού (ανθρώπου) ζητά να μετατραπή σε «ευεξία» ο αγώνας που απεικονίζεται στον μύθο για τα δυό άλογα της ψυχής, μιαν «ευεξία» που πρέπει να αποκτά συνεχώς εκ νέου και ο ίδιος ο Πλάτων, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πως δεν αποτελεί παρά ένα δώρο χαρισμένο απ’ τους ίδιους τους θεούς. Για να παρουσιαστή στο τέλος και η τόσο φυσική παράκληση-δέηση για πλούτο – αφού την είχε ήδη εξευγενίσει στην ελεγεία τους προς τις Μούσες ο Σόλων -, όχι τόσο ως «δικαίωμα», αλλά ως «ιδιοκτησία»: αυτό που ανήκει σε κάποιον άνθρωπο, υποτάσσεται στον ίδιον τον άνθρωπο (Αλκιβ. 131 Α κ.ε.), αποκτώντας αξία και όρια με τη σοφία και το εσωτερικό μέτρο. «Να τα παρακαλέσης και για μένα όλα αυτά», λέει στο τέλος ο Φαίδρος, «γιατί είναι κοινά αυτά που ανήκουν στους φίλους». Η προσευχή, η φιλοσοφία, ο έρως: ανήκουν όλα, με μιαν ιδιαιτέρως διακεκριμένη έννοια, σε κείνο το ενδιάμεσο βασίλειο, προς το οποίο «ανοίγει» τη ματιά μας η Διοτίμα.
Υπάρχει ήδη απ’ την αρχαιότητα μια διαφιλονικία, για το ποιο είναι άραγες πραγματικά το θέμα τού διαλόγου «Φαίδρος». Στο σχόλιο του νεοπλατωνικού Ερμεία λέγεται το εξής: μερικοί προσδιορίζουν ως σκοπό τού διαλόγου τον έρωτα, άλλοι τη ρητορική, κι άλλοι πάλι το αγαθό ή το ύψιστο ωραίο. Ενώ και στα νεώτερα χρόνια γράφει (το 1834) ο Grillparzer: «Υπήρξε πολλαπλώς διαφιλονικούμενο, το ποιο είναι το πραγματικό βασικό θέμα τού πλατωνικού Φαίδρου. Οι μεν το επιγράφουν: για το Ωραίο· οι δε: για τη ρητορική τέχνη· για να ισχυριστή τελικά ο Schleiermacher, πως πρόκειται προπάντων για τη διαλεκτική. Βλέπει ωστόσο ο καθένας, το πόσο εξαναγκαστικοί είναι αυτοί οι προσδιορισμοί…». Κανένας άλλος πλατωνικός διάλογος δεν πρέπει να έχη περιπέσει σε τόσο διαφορετικές ερμηνείες, και κανένας επίσης σε μια «κρίση», που αντηχεί σαν μια παραίτηση από τη λύση αυτού τού «κόμβου»: ο «Φαίδρος» απέτυχε ως προς τη σύνθεσή του (Norden). Ποιος; Ακριβώς ο «Φαίδρος»!
Η ρητορική δεν είναι βέβαια το κυρίως, αλλά το προφαινόμενο ασφαλώς θέμα τού «Φαίδρου». Καθώς ο Πλάτων παραθέτει μεν ρητορικά «εκλεκτά μέρη» στο πρώτο μέρος τού διαλόγου, για να τα εξετάση κατόπιν εν σχέσει προς τη ρητορική θεωρία στο δεύτερο μέρος, την οποία θεωρία θα αναπτύξη κατόπιν εν σχέσει προς τα ίδια τα «μέρη». Ο Σωκράτης τα χαρακτηρίζει μάλιστα ως «μεγάλα παραδείγματα» (262 CD. 264 E) – κάτι που θα αρκούσε και από μόνο του για να μην τον πιστέψουμε, ακόμα κι αν δεν είχε προσθέσει την εξαιρετικά ειρωνική παρατήρηση, ότι τα είχε εντελώς «τυχαία» μπροστά του (265 C 9). Είναι πρότυπα και μεγάλα παραδείγματα της ρητορικής τέχνης, αλλά καθίστανται ταυτόχρονα και κάτι εντελώς άλλο, τη στιγμή που το βλέμμα μας ελευθερώνεται σ’ ένα εκστατικό, στο μέσον τού τρίτου λόγου, άλμα προς την αληθινή ουσία τού Έρωτα, προς τον Κόσμο, προς τις αιώνιες μορφές και την κοσμική μοίρα τής ψυχής. Απ’ τη θεωρητική συζήτηση περί ρητορικής τέχνης γεννάται τότε, στο δεύτερο διαλογικό μέρος, το αίτημα μιας φιλοσοφικής διαλεκτικής και μιας φιλοσοφικής διδασκαλίας περί ψυχής, και ο φιλοσοφικός διάλογος αποδεικνύεται ως η υψίστη μορφή ανθρωπίνου λόγου. Κάτι το οποίο όχι μόνον απαιτείται, αλλά και πραγματοποιείται στον παρόντα Διάλογο. Για να αναγνωρίσουμε έτσι το πώς «περιλαμβάνεται», στην αγαπητική συνύπαρξη Σωκράτη και Φαίδρου – από προσωπικής πλευράς – και στο εκστατικό άλμα και τη διδακτική άνοδο προς το Είδος – από αντικειμενικής – η συνενωμένη διπλή φύση τού Όλου, η ενότητα δηλ. των τόσο απομακρυσμένων «πόλων»: του έρωτα και του λόγου. Γιατί η φιλο-σοφία είναι ταυτόχρονα η υψίστη μορφή τόσο τού έρωτα όσο και του λόγου! Και δεν θα «σκοτιζόμαστε» μάταια κατόπιν αυτού με το ερώτημα, πώς είναι άραγες δυνατόν να πραγματοποιείται κατ’ αρχάς μέσα στο «παραλήρημα της μανίας» και κατόπιν στο αυστηρό σχολείο τής διαλεκτικής η κίνηση προς το Είδος. Πρόκειται για τις δυό «οδούς» που τις γνωρίζει, εμπειρικά, ο Πλάτων, που τις πορεύτηκε, «αναγκαστικά», και τις δύο. Και το ότι συνυπάρχουν εδώ σχεδόν ταυτόχρονα και με την ίδιαν ενέργεια και οι δύο, αυτό είναι που δημιουργεί (εξάλλου) και την ιδιαίτερη «ένταση» και την ιδιαίτερη σημασία αυτού τού εκπληκτικού έργου.
( Τέλος τών αναρτήσεων γα τον «Φαίδρο» - Ακολουθούν οι αναρτήσεις για τον διάλογο «Σοφιστής» )
Πολύ ωραία κείμενα... Εδώ πάντως φαίνεται καθαρά η αγάπη των Ελλήνων για την αληθινή και "ερωτική" (πώς αλλιώς;) φιλο-σοφία... Το πρώτο ίσως αντίδοτο στο ψέμμα και την υποκρισία που απειλεί πάντα να κατακλύση τον κόσμο... Ακολουθεί η πίστη στον αληθινό Κύριο...
ΑπάντησηΔιαγραφή