Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ - Jean Pépin (5)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ

Jean Pépin

Η «ἀσύγχυτος Ενωσις» στη σύνοδο της Εφέσου (431)

Στα τέλη του 428, ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάποιος Νεστόριος, στρέφεται εναντίον της προσωνυμίας Θεοτόκος, που δίνεται στη μητέρα του Ιησού, τη Μαρία. Αρχίζει τότε μια δογματική έριδα γύρω από τη γένεση του ενσαρκωμένου Λόγου, ανάμεσα σ' αυτόν, στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλο και στον επίσκοπο Ρώμης Κελεστίνο. Προσπαθώντας να τη λύσει, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ συγκαλεί οικουμενική σύνοδο (την τρίτη της ιστορίας) στην Έφεσο κατά την Πεντηκοστή του 431. Ο Νεστόριος καταδικάζεται και καθαιρείται την 22α Ιουνίου. Τον Αύγουστο, η σύνοδος υιοθετεί μιαν επιστολή των Ανατολικών προς τον Θεοδόσιο και την κάνει άρθρο πίστης. Με το κείμενο αυτό συμφώνησαν στη συνέχεια (την άνοιξη του 433), σε μιαν ανταλλαγή επιστολών που το αντιγράφουν, ο εκπρόσωπος των Ανατολικών Ιωάννης Αντιοχείας και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας· σ' αυτήν την περίσταση οφείλει το κείμενο του 431 την ονομασία «Σύμβολο ενότητας», που του δίνουν καμιά φορά. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, τέλος, το φθινόπωρο του 451, το γράμμα αυτό του Κύριλλου στον Ιωάννη Αντιοχείας θα ενταχθεί στα πρακτικά της συνόδου της Χαλκηδόνας, της τέταρτης οικουμενικής συνόδου.

Τιμημένο με πολλές διαδοχικές καθιερώσεις, το κείμενο αυτό περιβάλλεται με τέτοιο κύρος, όσο λίγοι άλλοι δογματικοί ορισμοί. Να η αρχή του:

«Αναγνωρίζουμε λοιπόν πως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, αποτελούμενος από μιαν έλλογη ψυχή και ένα σώμα· πως γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα ως προς τη θεία φύση του, και πως τις έσχατες ημέρες, για μας και για τη σωτηρία μας, γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, ως προς την ανθρώπινη φύση του· πως είναι ομοούσιος με τον Πατέρα ως προς τη θεία φύση του και ομοούσιος με εμάς ως προς την ανθρώπινη φύση του· γιατί έγινε ένωση δύο φύσεων· άρα αναγνωρίζουμε ένα μόνο Χριστό, ένα μόνο γιό, ένα μόνο Κύριο υπό αυτήν την τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν, αναγνωρίζουμε πως η Αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, αφού ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε και ενανθρωπίστηκε και, από τη στιγμή της σύλληψής του, ενώθηκε μαζί του ο ναός που πήρε απ’ αυτήν».

Σήμερα θα κρατήσουμε απ' αυτό το χωρίο μόνο τη θέση, σύμφωνα με την οποία η ένωση, μέσα στο πρόσωπο του Χριστού, της θείας φύσης και της ανθρώπινης φύσης συλλαμβάνεται ως «άσύγχυτος ἔνωσις». Το επίθετο «ἀσύγχυτος» δείχνει τη μακρινή καταγωγή της διατύπωσης αυτής. Οι Έλληνες φιλόσοφοι, κυρίως ο Αριστοτέλης και ορισμένοι από τους σχολιαστές του και επίσης οι στωικοί, είχαν ενδιαφερθεί για το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα σώματα αναμιγνύονται· από το μίγμα οι στωικοί διέστελλαν τις δύο επιφάσεις του, την επάλληλη παράθεση και τη σύγχυση: σε ίση απόσταση απ' αυτά, το αληθινό μίγμα ήταν κατά τη γνώμη τους ομοιογενές, ενώ ταυτόχρονα σεβόταν τη σταθερότητα των συστατικών του· την επίφαση αυτή, που κατά καποιον τρόπο είναι επέκεινα του μίγματος, την ονόμαζαν σύγχυσιν. Αν και δεν φαίνεται να το έκαναν, θα μπορούσαν να είχαν ονομάσει το αυθεντικό μίγμα ἀσύγχυτον ἕνωσιν. Αυτό δείχνει πως, αντικειμενικά, δηλαδή ίσως χωρίς να το ξέρουν, οι Πατέρες της συνόδου της Εφέσου αντιλαμβάνονταν την ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό με βάση το φυσικό μοντέλο του μίγματος δύο σωμάτων.
 
Για να πούμε την αλήθεια, η προσφυγή στο ίδιο μοντέλο για την ίδια χρήση δεν ήταν τελείως πρωτάκουστη. Ήδη από τις αρχές του Γ΄ αιώνα, ο Τερτυλλιανός είχε ξεκινήσει μιαν εκστρατεία εναντίον ενός οπαδού τού «πατροπασχιτικού μοναρχιανισμού», του Πραξέα, ο οποίος, φοβούμενος μήπως καταργηθεί ο μονοθεϊσμός, δίδασκε πως εκείνος που ενσαρκώθηκε ήταν ο Πατέρας· ο Τερτυλλιανός λοιπόν καταλόγιζε στον αντίπαλό του πως έκανε τον ενσαρκωμένο Ιησού ένα «μίγμα», mixtura quaedam, όπως το ήλεκτρο είναι μίγμα χρυσαφιού και ασημιού, ένα tertium quid, μέσα στο οποίο είχαν καταλήξει να «συγχέονται», ex confusione, οι δύο υποστάσεις (αργότερα θα πουν: οι δύο φύσεις) του Χριστού: στη θέση αυτής της «σύγχυσης», ο Τερτυλλιανός βάζει τη «σύζευξη» (non confusum, sed coniunctum) Θεού και ανθρώπου μέσα στο μοναδικό πρόσωπο του Ιησού. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον η (αναμφισβήτητη, όπως δείχνει το παράδειγμα του ήλεκτρου) προσφυγή στην αναλογία του φυσικού μίγματος οφείλεται σε πρωτοβουλία του Τερτυλλιανού ή κιόλας του Πραξέα, και άλλωστε εδώ δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Πρέπει να πηδήξουμε δύο αιώνες για να συναντήσουμε και πάλι το ίδιο μοντέλο στην ίδια χρήση. Στα 415-420, ένας μοναχός της Ναρβωννησίας, ο Λεπόριος, πείθεται από τον Αυγουστίνο ότι σφάλλει σχετικά με τη Σάρκωση, και υπογράφει την αναίρεση που εκείνος συντάσσει, και που έχει διασωθεί με τον τίτλο Libellus emendationis. Ο Θεός, παραδέχεται ο Λεπόριος, αναμίχθηκε (mixtus, immixtus) με την ανθρώπινη φύση μέσα στη Σάρκωση, όχι όμως και η ανθρώπινη φύση με τη θεία φύση· άρα δεν υπήρξε αμοιβαία μίξη (commixtum), που θα σήμαινε «σύγχυση» σάρκας και Λόγου, δηλαδή φθορά των δύο μερών (commixtio partis utriusque corruptio est ). Κι εδώ πάλι, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η παρομοίωση και το τεχνικό της λεξιλόγιο οφείλονται στον Αυγουστίνο ή στον Προβηγκιανό καλόγερο. Το σίγουρο είναι πως τα δύο αυτά παραδείγματα είναι πεντακάθαρα, πράγμα που μας κάνει να υποθέσουμε πως μια ενδελεχέστερη έρευνα θα ανακάλυπτε κι άλλα και θα επέτρεπε ίσως να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να υπήρχε μια λατινική παράδοση αυτής της πρακτικής. Ωστόσο, ακόμη κι αν είναι έτσι, δεν είναι πολύ πιθανόν οι θεολόγοι της Εφέσου να αποφάσισαν ν' ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο εξαιτίας μιας επιρροής φερμένης από τη Δύση.

Ώστε δηλαδή τον δρόμο αυτόν τον χάραξαν για δικό τους λογαριασμό και ξανακόπιασαν για να επεξεργαστούν απ' την αρχή την αναλογία της φυσικής μίξης; Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να υποθέσουμε μια τόσο βαριά λύση. Διότι ένας συγγραφέας, που εύκολα μπορούσαν να τον γνωρίζουν, είχε ήδη εφαρμόσει το ίδιο μοντέλο σ' ένα πρόβλημα, αν όχι θεολογικό, τουλάχιστον πνευματικό. Να πώς εκφραζόταν ο μαθητής και βιογράφος του Πλωτίνου Πορφύριος, σ' ένα απόσπασμα των “Συμμίκτων Ζητημάτων” του, που μας τα διέσωσε ο Νεμέσιος, επίσκοπος Εμέσου στη Συρία:
«Ασφαλώς η ψυχή είναι ενωμένη με το σώμα και είναι ενωμένη ασύγχυτα μαζί του [ἀσύγχυτος ἐνῶται ]. Το ότι είναι ενωμένη μαζί του, το δείχνει η συμπάθεια· γιατί αυτό που ζει είναι ολόκληρο σε συμπάθεια με τον εαυτό του, στο βαθμό που είναι ένα. Ότι από την άλλη παραμένει και ασύγχυτος, συνάγεται από το γεγονός πως η ψυχή κατά κάποιον τρόπο χωρίζεται από το σώμα την ώρα του ύπνου και το αφήνει να κείτεται σαν πτώμα, αρκούμενη στο να του διατηρεί την υγρή πνοή που είναι αναγκαία για τη ζωή, ώστε να μην αφανιστεί τελείως, ενώ η ίδια δρα μόνη της στα όνειρα, προφητεύοντας τα μελλούμενα και προσεγγίζοντας τα νοητά».

Ο Νεμέσιος, που έγραψε μια πραγματεία Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου φύσεως στα τέλη του Δ΄ αιώνα, εκφράζει, λίγο μετά το παράθεμα του κειμένου του Πορφύριου, τις σκέψεις που του δημιουργεί: «Μα αυτή η περιγραφή θα ταίριαζε σαφέστερα και στον υψηλότερο βαθμό στην ένωση που συνετέλεσε με τον άνθρωπο ο Λόγος του Θεού, όπου η ένωση αυτού του είδους δεν την εμπόδισε να παραμείνει ἀσύγχυτος».
 
Η αντίδραση αυτή του χριστιανού Νεμέσιου είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη: δείχνει ότι, κατ' αυτόν, οι θέσεις που ο Πορφύριος, άσπονδος εχθρός των χριστιανών (όπως θυμίζει ο Νεμέσιος λίγο παρακάτω), είχε επεξεργαστεί για την ένωση της ψυχής με το σώμα, όχι μόνο μπορούσαν να μεταφερθούν στις χριστολογικές αναλύσεις, μα θα έβρισκαν κιόλας εκεί ένα καλύτερο πεδίο εφαρμογής, από εκείνο που είχε σταθεί στην αρχή η αιτία της διατύπωσής τους. Ο Πορφύριος έγραφε έναν αιώνα περίπου πριν από τον Νεμέσιο· εξαίρετος γνώστης της προγενέστερης ελληνικής φιλοσοφίας, ήξερε προφανώς πως οι αρχαίοι στωικοί είχαν στοχαστεί πάνω στις διάφορες μορφές της ανάμιξης των σωμάτων και είχαν διαλέξει μιαν απ' αυτές, για να ορίσουν τις σχέσεις του σώματος με την ψυχή (που γι' αυτούς είναι σώμα). Ο ίδιος δεν προσχωρεί με κανέναν τρόπο στον στωικό υλισμό· το βρίσκει όμως βολικό, για τη διατύπωση της δικής του γνώμης για τα πράγματα, να υιοθετήσει με ορισμένες προϋποθέσεις το μοντέλο της ανάμιξης: αυτή είναι η γένεση της «ασυγχύτου ἑνώσεως». Εννοείται ότι ποτέ δεν του είχε περάσει η ιδέα, πως τις αναλύσεις του θα μπορούσε να τις «οικειοποιηθεί» η χριστολογία· να πού βρίσκεται το εξαιρετικό ενδιαφέρον της αναπάντεχης εκτίμησης του Νεμέσιου.

Η στιγμή που έγραφε ο Νεμέσιος βρίσκεται πολλές δεκαετίες πρίν από τις νεστοριανές έριδες· πολύς χρόνος, σε μιαν εποχή που το θεολογικό τοπίο άλλαζε γρήγορα· η μόνη χριστολογική αίρεση που μνημονεύει είναι του Ευνομίου, που μας ανάγει στα μετά τη σύνοδο της Νικαίας (325) και στους Καππαδόκες Πατέρες. Και ωστόσο, οι υπηρεσίες της πολύτιμης πορφυριανής έννοιας της «ασυγχύτου ἑνώσεως» δεν είχαν εξαντληθεί: γιατί αυτήν επιστράτευσαν και πάλι οι θεολόγοι της Εφέσου (που ο επιφανέστερος τους, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ήταν επιμελέστατος αναγνώστης του Πορφύριου, του οποίου έχει σώσει από το ναυάγιο πολλά κείμενα), για να καταβάλουν τον Νεστόριο.

Βλέπουμε πως αυτή η ευτυχής διατύπωση είχε, κατά παράδοξο τρόπο, υπηρετήσει επάξια τη χριστιανική ορθοδοξία. Χωρίς αυτήν, η όψη του κόσμου δεν θα ήταν βέβαια διαφορετική, όμως ένα ουσιώδες δόγμα, διατηρώντας βέβαια τη γνησιότητα και το μυστήριό του, θα είχε εννοηθεί και εκφραστεί με διαφορετικό τρόπο. Αυτό είναι το τρίτο παράδειγμα που διαλέξαμε να αναπτύξουμε σ' αυτήν την έρευνα. Βλέπουμε σε τι διαφέρει από τα δύο προηγούμενα και σε τι τα προεκτείνει. Και στις τρεις περιπτώσεις το ζητούμενο είναι η διατύπωση μιας δοξασίας με όρους που να εξασφαλίζουν την επικοινωνία. Όμως οι επιδιωκόμενοι παραλήπτες του δεν είναι οι ίδιοι. Οι ορισμοί και τα αναθέματα που διατυπώθηκαν στη σύνοδο Εφέσου ήταν για εσωτερική χρήση· από την εποχή της θέσπισης της χριστιανικής αυτοκρατορίας στις αρχές του Δ΄ αιώνα, η ειδωλολατρία εξακολουθούσε βέβαια ν' αποτελεί έναν κόσμο που έπρεπε να κατακτηθεί πληρέστερα, όμως αληθινοί αντίπαλοι του χριστιανισμού είχαν γίνει οι ίδιοι οι χριστιανοί, οι ετερόδοξοι χριστιανοί. Παλιότερα δεν ήταν έτσι· οι αντίπαλοι του Παύλου ήταν επικούρειοι και στωικοί φιλόσοφοι ή Ρωμαίοι έπαρχοι· το κοινό που ήθελε να κερδίσει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς απαρτιζόταν από πιστούς της Δήμητρας ή του Διονύσου. Η διαφορά όμως αυτή δεν αλλοίωνε κατά βάθος την ταυτότητα της στρατηγικής: σε όλες τις περιπτώσεις, το πρόβλημα ήταν να δανειστούν από το συνομιλητή τους τα πλαίσια της σκέψης και της γλώσσας του και να τα καταστήσουν όχημα ενός νέου περιεχομένου. Η φιλοσοφία των Ελλήνων, η λογική τους, η ανθρωπολογία τους, οι λατρείες τους, όλα επιστρατεύονταν για να χρησιμεύσουν σαν διαβατήρια για τη νέα θρησκεία· μ' αυτήν την έννοια μπορούμε να πούμε πως, χωρίς τους αρχαίους Έλληνες, ο χριστιανισμός δεν θα ήταν αυτός που είναι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου