Συνέχεια από Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023
3. Εγώ όμως νομίζω ότι και η γνώση, την οποία λέγεις ότι μόνον αυτοί ονομάζουν νοητό φωτισμό, γι’ αυτό καλείται φως, επειδή χορηγείται από το φως εκείνο, όπως λέγει ο μέγας Παύλος· «ο Θεός, που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε στις καρδιές μας προς φωτισμό της γνώσεως της δόξης του Θεού». Συμφωνώντας μ’ αυτόν και ο μέγας Διονύσιος λέγει· «η παρουσία του νοητού φωτός είναι ενωτική των φωτιζομένων, και οδηγεί σε μία και αληθή γνώση». Βλέπεις ότι το φως της γνώσεως χορηγείται από την παρουσία του φωτός της χάριτος και απαλλάσσει από τη διαιρετική άγνοια; Αυτός λοιπόν το ονόμασε νοητό, ο μέγας όμως Μακάριος, καταντροπιάζοντας φανερά εκείνους πού θεωρούν γνώση το φως της χάριτος, το ονόμασε νοερό· γιατί λέγει, «από τα ενεργήματα θα γνωρίσεις το νοερό φως που έλαμψε στην ψυχή σου, αν είναι του Θεού ή του σατανά». Αλλού πάλι, αφού ονόμασε αθανασία τη λάμψη που σημειώθηκε στο πρόσωπο του Μωυσή, αν και βέβαια αυτή περιάστραψε τότε γύρω από το θνητό πρόσωπο, και αφού έδειξε πόσο αρμονικά εμφανίζεται στις ψυχές εκείνων που αγάπησαν αληθινά τον Θεό, λέγει· «όπως οι οφθαλμοί της αισθητής οράσεως βλέπουν τον αισθητό ήλιο, έτσι εκείνοι με τους οφθαλμούς τής ψυχής βλέπουν το νοερό φως, το όποιο κατά τον καιρό τής αναστάσεως, αφού φανερωθεί και χυθεί πάνω στα σώματα, θα δείξει και αυτά ωραϊσμένα (κεκοσμημένα) με το αιώνιο φως». Δεν θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ποτέ νοερό το φως της γνώσεως, ενώ το φως εκείνο και ως νοερό ενεργεί πολλές φορές, και ως νοητό οράται από το νου με τη νοερή αίσθηση, και εγχυνόμενο στις λογικές ψυχές τις απαλλάσσει από την κατά διάθεσιν άγνοια, επαναφέροντας αυτές από τις πολυειδείς δοξασίες σε μονοειδή γνώση. Γι’ αυτό ο υμνωδός εκείνος των θείων ονομάτων, επιχειρώντας να εξυμνήσει την φωτωνυμική επωνυμία του αγαθού, «πρέπει να λεχθεί», λέγει, ότι «ο αγαθός λέγεται φως νοητό, επειδή και γεμίζει με νοητό φως κάθε επουράνιο νου, και απομακρύνει κάθε άγνοια και πλάνη από όλες τις ψυχές στις οποίες θα εμφανισθεί». Επομένως άλλο είναι η γνώση, η οποία επέρχεται όταν απομακρύνεται η άγνοια, και άλλο το νοητό φως που την παρέχει. Γι’ αυτό το νοητό βέβαια φως εμφανίζεται φανερά στον υπερουράνιο νου, δηλαδή σε εκείνον πού υπερέβη τον εαυτό του. Πώς δηλαδή θα μπορούσε να κληθεί γνώση, αν όχι μεταφορικά, το υπερουράνιο και πάνω από το νου εκείνο φως; Η αποκάθαρση όμως της κατά διάθεσιν (εσωτερικής) άγνοιας, την οποία ο μέγας αυτός ονόμασε άγνοια και πλάνη, τελείται συνήθως μόνο στη λογική ψυχή.
4. Υπεραναβαίνει τον εαυτό του όχι μόνο των αγγέλων, αλλά και o ανθρώπινος νους, αφού γίνει με την απάθεια αγγελόμορφος· έτσι λοιπόν και το φως εκείνο θα επιτύχει, και θεοφάνεια υπερφυσική θα αξιωθεί, μην βλέποντας βέβαια την ουσία του Θεού, αλλά βλέποντας τον Θεό με μια θεοπρεπή εκφαντορία ανάλογη προς τον εαυτό του. Και αυτό συμβαίνει όχι κατά απόφασιν (γιατί ορά κάτι), αλλά κατά τρόπο ανώτερο του αποφατικού (κατά απόφασιν), καθόσον ο Θεός δεν βρίσκεται μόνο πάνω από τη γνώση, αλλ’ είναι και υπεράγνωστος και έχει κρυφή και την φανέρωση ακόμη, πράγμα που είναι το πιο θείο και πιο παράδοξο (καινότατον) από όλα, επειδή και οι θεοειδείς οράσεις, ακόμη και όταν είναι συμβολικές, έχουν υπεροχικώς το άγνωστο· γιατί οι οράσεις αυτές διαφαίνονται με άλλο θεσμό (νόμο), και όχι όπως στη φύση, τόσο τη θεία, όσο και την ανθρώπινη, και, όπως θα λέγαμε, σύμφωνα με τις δικές μας δυνατότητες και πάνω από εμάς, ώστε να μην υπάρχει ούτε όνομα (ονομασία) που να δηλώνει κυριολεκτικά αυτές. Και αυτό έδειξε εκείνος που είπε στον Μανωέ, όταν αυτός ρώτησε, ποιο είναι το όνομά σου, ότι και αυτό είναι θαυμαστό, επειδή και η όραση δεν ήταν λιγότερο θαυμαστή, και μαζί με το ακατάληπτο είχε και το ανώνυμο.
5. Αλλ’ όμως, αν και ή όραση είναι ανώτερη τής κατά απόφασιν (αφαίρεσης, άρνησης), αλλά ο λόγος που ερμηνεύει αυτήν υστερεί τής κατά απόφασιν ανόδου, προχωρώντας παραδειγματικά ή κατά αναλογία, γι’ αυτό έχει κατά το πλείστον συναρτημένο με τα ονόματα και το όνομα που φέρει ομοιωματική σημασία, εφόσον η όραση είναι άρρητη και υπερώνυμη (πάνω από κάθε όνομα). Όταν οι ιεροί άνδρες βλέπουν στον εαυτός τους (εν εαυτοίς) το θεοπρεπές εκείνο φως, βλέπουν, όταν επιτύχουν την θεουργό κοινωνία τού πνεύματος κατά την απόρρητη επιφοίτηση των τελεσιουργών ελλάμψεων, το ένδυμα της θεώσεώς τους, και ο νους γεμίζει από λαμπρότητα και η πάνω από κάθε κάλλος αυτή λαμπρότητα γεμίζει από τη χάρη του Λόγου, έτσι όπως λαμπρύνθηκε με θεοπρεπές φως από τη θεότητα του Λόγου πάνω στο όρος το ενωμένο με αυτόν σώμα. Γιατί τη δόξα που έδωσε σ’ αυτόν ο Πατήρ την έδωσε αυτός στους υπηκόους του, σύμφωνα με τον λόγο στα ευαγγέλια, και θέλησε να είναι αυτοί ένα μαζί με αυτόν και να βλέπουν τη δόξα του. Και αυτό πως θα ήταν δυνατόν να γίνει σωματικά, αφού αυτός μετά την ανάληψη στους ουρανούς δεν παρίστατο πλέον σωματικά; Τελείται λοιπόν κατά πάσα ανάγκη νοερώς, όταν ο νους, αφού γίνει επουράνιος και καταστεί κατά κάποιο τρόπο ακόλουθος εκείνου που υπερανέβη για χάρη μας τους ουρανούς, ενωθεί εκεί εμφανώς και απορρήτως με τον Θεό και επιτύχει υπερφυσικά και ανείπωτα θεάματα, γεμίζοντας από φως υψηλότερο από κάθε άϋλη γνώση, όχι ως θεατής αισθητών ιερών συμβόλων, ούτε ως γνώστης ιερογραφικής ποικιλίας, αλλ’ ως καλλωπιζόμενος με το καλοποιό και αρχοντικό κάλλος και λαμπρυνόμενος με τη λαμπρότητα του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι ανώτατες τάξεις των υπερκοσμίων νόων, σύμφωνα με τον ουρανοφάντορα υποφήτη της ιεραρχίας αυτών, κατ’ αναλογία προς τη θέση τους πληρούνται όχι μόνο από πρωτόδοτη γνώση και επιστήμη, αλλά και από πρώτο φώς, ιεραρχούμενες από την ανώτατη τριαδική τελεταρχία, και γίνονται μέτοχοι και θεατές όχι μόνο της τριαδικής δόξας, αλλά και της φωτοφάνειας του Ιησού, η οποία φανερώθηκε και στους μαθητές πάνω στο Θαβώρ. Γιατί όταν καταξιώνονται μιας τέτοιας θεωρίας, μυούνται και αυτόν καθώς είναι θεουργό φώς, γιατί πλησιάζουν αυτόν αληθώς και πετυχαίνουν άμεση (πρώτη) μετουσία των θεουργικών αυτού φώτων. Γι’ αυτό και ο φερώνυμος Μακάριος ονομάζει το φως αυτό βρώση των επουράνιων. Άλλος πάλι θεολόγος λέγει· «αυτή την τροφή απολαμβάνοντας κατά τρόπο άυλο όλη η νοητή διακόσμηση των υπερκοσμίων, προβάλλει ολοκάθαρη απόδειξη της φιλανθρωπίας του Λόγου προς εμάς». Έτσι και ο μέγας Παύλος, μέλλοντας να συναντήσει τα αόρατα και επουράνια μέσα στο φως αυτό θεάματα, αφού αρπάχθηκε έγινε υπερουράνιος, όχι γιατί ο νους χρειαζόταν να υπερανεβεί τοπικά τους ουρανούς, αν και η αρπαγή δηλώνει κάποιο άλλο μυστήριο, γνωστό μόνο σε εκείνους που δοκίμασαν αυτό, για το οποίο δεν είναι αναγκαίο να πούμε τώρα όσα έχουμε ακούσει από εκείνους τους πατέρες που έχουν πείρα αυτών, μη τυχόν προσφέρουμε και αυτά προς κακοποίηση. Ότι όμως υπάρχει νοερός φωτισμός που γίνεται θεατός από εκείνους που έχουν καθαρή την καρδιά τους, τελείως διαφορετικός από τη γνώση, ο οποίος και παρέχει αυτήν, θα το δείξουμε με ευκολία σε εκείνους που δεν πείθονται από τα όσα λέχθηκαν μέχρι τώρα.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο Κείμενο
3. Ἐγώ δέ καί τήν γνῶσιν ἥν φῄς φωτισμόν μόνον λέγειν νοητόν αὐτούς, διά τοῦτ᾿ οἴομαι φῶς αὐτήν καλεῖσθαι, διότι τῷ φωτί ἐκείνῳ χορηγεῖται, καθά καί ὁ μέγας λέγει Παῦλος˙ «ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Συνῳδά δέ τούτῳ καί ὁ μέγας Διονύσιος, «ἡ τοῦ νοητοῦ», φησί, «φωτός παρουσία ἑνωτική τῶν φωτιζομένων ἐστίν εἰς μίαν καί ἀληθῆ συνάγουσα γνῶσιν». Ὁρᾷς τό τῆς γνώσεως φῶς ὑπό τῆς παρουσίας τοῦ φωτός τῆς χάριτος χορηγούμενον καί τῆς διαιρετικῆς ἀγνοίας ἀπαλλάττον; Οὗτος μέν οὖν νοητόν αὐτό προεῖπεν, ὁ δέ μέγας Μακάριος, ἐντρέπων ἀριδήλως τούς γνῶσιν οἰομένους τό τῆς χάριτος φῶς, νοερόν προσηγόρευσεν αὐτό˙ «εἴσῃ» γάρ, φησίν «ἐκ τῶν ἐνεργημάτων τό ἐλλαμφθέν ἐν τῇ ψυχῇ σου νοερόν φῶς, εἴτε τοῦ Θεοῦ, εἴτε τοῦ σατανᾶ πέφυκεν ὄν». Ἀλλαχοῦ δέ τήν ἐπί τοῦ προσώπου Μωϋσέως δόξαν ἀθανασίαν προσειπών, εἰ καί τῷ θνητῷ περιήστραψε προσώπῳ τότε, καί δεικνύς ὅπως ταῖς ψυχαῖς ἀρτίως ἐμφανίζεται τῶν ἐν ἀληθείᾳ τόν Θεόν ἠγαπηκότων, «ὡς οἱ τῆς αἰσθητῆς», φησίν, «ὄψεως ὀφθαλμοί ὁρῶσι τόν αἰσθητόν ἥλιον οὕτως ἐκεῖνοι διά τῶν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμῶν τό νοερόν ὁρῶσι φῶς, ὅ κατά τόν καιρόν τῆς ἀναστάσεως προκύψαν καί ἐπιχυθέν τοῖς σώμασιν ὡραϊσμένα καί ταῦτα δείξει τῷ αἰνίῳ φωτί». Τό γοῦν φῶς τῆς γνώσεως νοερόν οὐδέποτ᾿ ἄν τις φαίη, τό δέ φῶς ἐκεῖνο καί ὡς νοερόν ἔστιν ὅτε ἐνεργεῖ καί ὡς νοητόν διά νοερᾶς αἰσθήσεως ὐπό τοῦ νοῦ ὁρᾶται καί ταῖς λογικαῖς ἐγγινόμενον ψυχαῖς τῆς κατά διάθεσιν ἀγνοίας ἀπαλλάττει ταύτας, εἰς μονοειδῆ γνῶσιν ἀπό τῶν πολλῶν ἐπιστρέφον δοξασμάτων. Διό καί ὁ τῶν θείων ὀνομάτων ὑμνῳδός ἐκεῖνος, τήν τοῦ ἀγαθοῦ φωτωνυμικήν ἐπωνυμίαν ἐπιβαλλόμενος ὑμνεῖν, ρητέον, φησίν, ὅτι «φῶς νοητόν ὁ ἀγαθός λέγεται διά τό πάντα μέν ὑπερουράνιον νοῦν ἐμπιπλάναι νοητοῦ φωτός, πᾶσαν δέ ἀγνοίαν καί πλάνην ἐλαύνειν ἐκ πασῶν αἷς ἄν ἐγγένηται ψυχαῖς». Οὐκοῦν ἄλλο μέν ἡ γνῶσις, ἡ καί τῆς ἀγνοίας ἀπελαυνομένης ἐπιγινομένη, ἄλλο δέ τό νοητόν φῶς, ὅ παρεκτικόν ἐστιν αὐτῆς. Διό καί τό μέν νοητόν φῶς τῷ ὑπερουρανίῳ νῷ ἐμφανῶς ἐγγίνεται τουτέστι τῷ ὑπεραναβάντι ἑαυτόν. Πῶς δ᾿ ἄν κληθείη γνῶσις, εἰ μή μεταφορικῶς, τό ὑπερουράνιον καί ὑπέρ νοῦν ἐκεῖνο φῶς; Ἡ δέ τῆς κατά διάθεσιν ἀγνοίας ἀποκάθαρσις, ἥν ἄγνοιαν καί πλάνην ὠνόμασεν ὁ μέγας οὗτος, ἐπί μόνης τῆς λογικῆς ψυχῆς τελεῖσθαι πέφυκεν.
4. Ὑπεραναβαίνει δέ ἑαυτόν οὐκ ἀγγέλων μόνον, ἀλλά καί ἀνθρώπινος νοῦς, ἀγγελοειδής δι᾿ ἀπαθείας γεγονώς˙ οὐκοῦν καί τοῦ φωτός ἐκείνου τεύξεται καί θεοφανείας ὑπερφυοῦς ἀξιωθήσετγαι, τήν μέν τοῦ Θεοῦ οὐσίαν οὐχ ὁρῶν, Θεόν δέ ὁρῶν διά θεοπρεποῦς ἐκφαντορίας ἀναλόγου ἑαυτῷ˙ κατά ἀπόφασιν μέν, οὐ (ὁρᾷ γάρ τι) κρεῖττον δ᾿ ἤ κατά ἀπόφασιν, τοῦ Θεοῦ μή μόνον ὑπέρ γνῶσιν ἀλλά καί ὑπεραγνώστου ὄντος καί ὡς ἀληθῶς κρύφιον καί τήν ἔκφανσιν ἔχοντος, τό θειότατον καί πάντων καινότατον, ἐπεί καί αἱ θεοειδεῖς ὄψεις, κἄν συμβολικαί ὦσιν, ὑπεροχικῶς ἔχουσι τό ἄγνωστον˙ ἑτέρῳ γάρ παρά τήν φύσιν τήν τε θείαν καί ἀνθρωπίνην θεσμῷ διαφαίνονται καί, ὡς εἰπεῖν, καθ᾿ ἡμᾶς ὑπέρ ἡμᾶς, ὡς μηδέ ὄνομα δηλωτικόν αὐτῶν κυρίως εἶναι. Καί τοῦτ᾿ ἔδειξεν ὁ τῷ Μανωέ πυθομένῳ τί τό ὄνομά σου; Φάμενος ὅτι καί αὐτό θαυμαστόν, ὡς καί τῆς ὀράσεως οὐχ ἧττον οὔσης θαυμαστῆς καί πρός τῷ ἀλήπτῳ καί τό ἀνώνυμον ἐχούσης.
5. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί ἡ ὅρασις κρεῖττον ἤ κατά ἀπόφασιν, ἀλλ᾿ ὁ ἑρμηνεύς ἐκείνης λόγος ἀποδεῖ τῆς κατά ἀπόφασιν ἀνόδου, παραδειγματικῶς ἤ κατά ἀναλογίαν προαγόμενος, διό καί τό ὡς, ὁμοιωματικήν φέρον σημασίαν, συνηρμένον ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔχει τοῖς ὀνόμασιν, ὡς ἀρρήτου καί ὑπερωνύμου τῆς ὁράσεως οὔσης. Ὅταν δ᾿ ἐν ἑαυτοῖς οἱ ἱεροί ἄνδρες τό θεοπρεπές ἐκεῖνο θεωρῶσι φῶς, ὁρῶσι δ᾿ ἡνίκα τύχωσι τῆς θεουργοῦ κοινωνίας τοῦ πνεύματος κατά τήν ἀπόρρητον τῶν τελεσιουργῶν ἐλλάμψεων ἐπιφοίτησιν, τό τῆς θέσεως αὑτῶν ὁρῶσιν ἔνδυμα, τοῦ νοῦ δοξαζομένου καί τῆς ὑπερκάλου πληρουμένου ἀγλαΐας ὑπό τῆς τοῦ λόγου χάριτος, καθάπερ ὑπό τῆς τοῦ λόγου θεότητος θεοπρεπεῖ φωτί τό συνημμένον ἐπί τοῦ ὄρους ἐδοξάσθη σῶμα. Τήν γάρ δόξαν ἥν ὁ πατήρ ἔδωκεν αὐτῷ δέδωκεν αὐτός τοῖς ὑπηκόοις, κατά τόν ἐν εὐαγγελίοις λόγον, καί ἠθέλησεν ἵνα ὦσιν οὗτοι μετ᾿ αὐτοῦ καί θεωρῶσι τήν δόξαν αὐτοῦ. Τοῦτο δέ πῶς ἄν γίγνοιτο σωματικῶς, μηκέτι σωματικῶς αὐτοῦ παρόντος μετά τήν εἰς οὐρανούς ἀνάληψιν; Τελεῖται τοίνυν κατά πᾶσαν ἀνάγκην νοερῶς, ὁπηνίκα γεγονώς ὁ νοῦς ἐπουράνιος καί οἷον ὀπαδός χρηματίσας τοῦ ὑπεραναβεβηκότος δι᾿ ἡμᾶς τούς οὐρανούς, ἐμφανῶς καί ἀπορρήτως ἑνωθείη τῷ Θεῷ ἐκεῖ καί τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἐπιτυγχάνοι θεαμάτων, πάσης ἀΰλου γνώσεως ὑψηλοτέρου φωτός ἀναπιμπλάμενος, οὐχ ὡς αἰσθητῶν συμβόλων ἱερῶν θεωρός, οὐδ᾿ ὡς ἱερογραφικῆς ποικιλίας ἐπιγνώμων, ἀλλ᾿ ὡς τῷ καλοποιῷ καί ἀρχικῷ καλλωπιζόμενος κάλλει καί τῇ τοῦ Θεοῦ λαμπρυνόμενος λαμπρότητι. Τόν αὐτόν γάρ τρόπον καί αἱ ἀνωτάτω τάξεις τῶν ὑπερκοσμίων νόων ἀναλόγως ἑαυταῖς, κατά τόν οὐρανοφάντορα καί ὑποφήτην τῆς κατ᾿ αὐτάς Ἱεραρχίας, οὐ μόνον πρωτοδότου γνώσεως καίἐπικστήμης, ἀλλά καί πρώτου φωτός, πρός τῆς ἀνωτάτω τριαδικῆς τελεταρχίας ἱεραρχούμεναι πληροῦνται καί οὐχί τῆς τριαδικῆς μόνης δόξης μέτοχοι γίνονται καί θεωροί, ἀλλά καί τῆς Ἰησοῦ φωτοφανείας, ἤ καί τοῖς μαθηταῖς ἐν Θαβώρ ἀπεκαλύφθη. Μυοῦνται γάρ τῆς θεωρίας κατηξιωμέναι ταύτης, θεωργόν φῶς ὄντα καί αὐτόν, ὡς ἀληθῶς αὐτῷ πλησιάζουσαι καί τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων ἐν πρώτῃ μετουσίᾳ γινόμεναι. Διό καί ὁ φερώνυμος Μακάριος βρῶμα τῶν ἐπουρανίων τουτί καλεῖ τό φῶς. Ἕτερος δέ τις τῶν θεολόγων, «τοῦτο», φησί, «πᾶσα τῶν ὑπερκοσμίων ἡ νοητή διακόσμησις ἀΰλως ἑστιωμένη τεκμήριον ἐναργέστατον τίθεται τῆς περί ἡμᾶς τοῦ λόγου φιλανθρωπίας». Ταῦτ᾿ ἄρα καί ὁ μέγας Παῦλος, τοῖς ἀοράτοις καί ἐπουρανίοις ἐν αὐτῷ θεάμασι μέλλων ἐντυγχάνειν, ἁρπαγείς γέγονεν ὑπερουράνιος, οὐχ ὡς τοπικῶς ὑπεραναβῆναι δεομένου τοῦ νοῦ τούς οὐρανούς, εἰ καί μυστήριον ἄλλο τι ἡ ἁρπαγή δηλοῖ, μόνοις τοῖς παθοῦσιν ἐγνωσμένον, περί οὗ νῦν λέγειν οὐκ ἐπάναγκες, ἅ παρά τῶν πεπειραμένων πατέρων ἐσμέν ἀκηκοότες, μή καί ταῦτα προθώμεθα πρός κακουργίαν. Ὡς δ᾿ ἔστι φωτισμός νοερός τοῖς κεκαθαρμένοις τήν καρδίαν ἐνορώμενος, ἄλλος παντάπασι παρά τήν γνῶσιν, ὅς καί παρεκτικός ἐστιν αὐτῆς καί ἀπ᾿ αὐτῶν τῶν εἰρημένων τοῖς μή πειθομένοις εὐχερέστατά γε δείξομεν.
Eno esy grafeis kai kala kaneis gia tous alithina ekklisiastikous antres o Elpidoforos leitourgise se mia ekklisia pou ligo meta sikothike i simaia to lavaro ton LGBT. To Fanari akolouthei tin palaia fanariotiki paradosi tou patros Pagratiou pou dieprepse en tis imeres enos masonou Mitropoliti Thessalonikis kai mou fainetai kai stis imeres tou diadoxou tou gia ton opoio legotan oti itan kai aytos sto anekdoto Orfeas Morfeas pantos naftis einai. Oi palaioi Salonikioi xeroun peri tou diavoitou Pagratiou. Palaia Fanariotiki paradosi. I LGBT koinotita tis USA einai gatakia brosta tis. AM Ysterografo. Diavaste ligo Ilia Petropoulo den vlaptei. Polla exigountai.
ΑπάντησηΔιαγραφή" itan kai aytos sto anekdoto Orfeas Morfeas pantos naftis einai" .
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπα χα χα! Τι πήγε και θυμηθηκε ο ΑΜ. Κλαίμεεε!
;-))
Είναι γνωστά αυτά φίλε. Αλλά δέν ανήκουν στήν Εκκλησία, ούτε κάν στόν περίβολο. Η σημερινή προώθηση τής ομοφιλοφιλίας ανήκει στήν τρέχουσα ιδεολογία. Μόνο οι ιδεολογίες έχουν συνδέσμους συνέχειας καί διαιώνισης. Υπάρχει κάποια σκοπιμότητα.Τό δόγμα τής εκκλησίας είναι πρός σωτηρίαν μόνο πού σήμερα έχει εγκαταλειφθεί μαζί μέ τόν φόβο τής Κρίσεως.
ΑπάντησηΔιαγραφή