Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Βίβλος των ηθικών (1)

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «Βίβλος των ηθικών»

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

ΛΟΓΟΣ Α'

Πρόλογος

1. Όσα λοιπόν έπρεπε ν’ απολογηθούμε και να πούμε προς εκείνους που αντιτίθενται σ’ εμάς και προς τις πικρές φλυαρίες τους, με τις οποίες παρασύρεται κάθε τι που θα προσπέσει σ’ αυτές, έστω κι αν είναι κάτι από τα πολυτιμότερα, είναι αρκετά και σύμφωνα με την ευόδωση που ο Λόγος πρόσφερε στον λόγο, ώστε η ευδρομία του λόγου και των ευστόχων βολίδων του να μη προέρχεται από εμάς, άλλα άνωθεν και από το σύμμαχο Πνεύμα, από το όποιο ευοδώνονται τα επιτεύγματα όλων.

Τώρα χρειάζεται, σταματώντας την διαφωνία μ’ εκείνους, να ιδούμε, να εξετάσουμε και να σκεφθούμε ποια είναι αυτά που μας εχάρισε ο θεός, υπακούοντας στον θείο Παύλο, ποιος είναι ο πλούτος της αγαθότητός του προς εμάς, που μας εχάρισε από την αρχή της κτίσεως, ποια η πλάση μας και πώς παρεβήκαμε την εντολή που μας εδόθηκε άνωθεν και εξεπέσαμε από εκείνα τα αθάνατα αγαθά· ποιος είναι ο σημερινός βίος και ποιος είναι ο κόσμος αυτός, κάτω από τον οποίο και μετά τον οποίο το παν βλέπεται κινούμενο, και ποια είναι εκείνα που θα δεχθούν έπειτα εμάς τους προσκυνητές της Τριάδος.

2. Θ’ αρχίσω από εδώ, θέτοντας ως αρχή του λόγου τον Θεό.

α. Μερική φυσιολογία για την κτίση του κόσμου και την πλάση του Αδάμ.

1. Ο Θεός δεν έδωσε μόνο τον παράδεισο, όπως θα ενόμιζαν μερικοί, στους πρωτοπλάστους ευθύς εξ αρχής, ούτε εδημιούργησε άφθαρτον μόνον εκείνον, αλλά πολύ περισσότερο παρήγαγε πριν από εκείνον όλη την γη, αυτήν που κατοικούμε εμείς, και όλα όσα ευρίσκονται σ’ αυτήν, και όχι μόνον αυτά, αλλά και τον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν σε πέντε ημέρες· κατά την έκτη ημέρα έπλασε τον Αδάμ και τον κατέστησε κύριο και βασιλέα όλης της ορατής κτίσεως.

Και ούτε η Εύα είχε πλασθεί τότε ούτε βέβαια ο παράδεισος, αλλ᾽ αυτός ο κόσμος έγινε από τον Θεό σαν ένας παράδεισος, άφθαρτος βέβαια, υλικός όμως και αισθητός· αυτόν, όπως είπαμε, τον έδωσε στον Αδάμ και στους απογόνους του για απόλαυση. Αλλά μη σου φανεί αυτό παράδοξο, περίμενε τον λόγο και θα σου το αποδείξει σαφέστατα από την ίδια την θεία Γραφή. Διότι έχει γραφεί, «στην αρχή ο Θεός εδημιούργησε τον ουρανό και την γη· η δε γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη».

Εξηγώντας ακριβώς στην συνέχεια όλα τα υπόλοιπα έργα της δημιουργίας του Θεού, μετά τον λόγο, «και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, ημέρα πέμπτη», πρόσθεσε: «και είπε ο Θεός ας πλάσουμε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα μας και καθ᾽ ομοίωσιν και θα κυβερνήσουν τους ιχθύς της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και όλη την γη και όλα τα ερπετά που έρπουν στην γη. Κι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο· τον έπλασε κατ᾽ εικόνα Θεού και τους έκαμε άνδρα και γυναίκα». Και λέγει «άνδρα και γυναίκα» χωρίς ακόμη η Εύα να έχει γεννηθεί, αλλά για τον λόγο ότι ευρίσκεται στην πλευρά του Αδάμ και συνυπάρχει μαζί του· και αυτό θα το γνωρίσετε σαφέστερα μετά από αυτά. 

«Και ευλόγησε αυτούς ο Θεός λέγοντας αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γη και κατακυριεύσατε αυτήν και εξουσιάσατε τους ιχθύς της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού και όλα τα κτήνη και όλη την γη και όλα τα ερπετά που έρπουν στη γην».

2. Βλέπεις πως ο Θεός έδωσε εξ αρχής όλον τον κόσμο, σαν ένα παράδεισο, στον άνθρωπο; Διότι ποια άλλη γη εννοεί, παρά αυτήν που και τώρα, όπως ελέχθηκε, κατοικούμε, και καμμία άλλη; Γι αυτό και συνεχίζει λέγοντας· «και είπε ο Θεός, να, σας έδωσα κάθε σπόριμο χόρτο, το οποίο θα δώσει σπέρμα που ευρίσκεται επάνω στη γη· και κάθε ξύλο που έχει μέσα του καρπό σπορίμου σπέρματος θα χρησιμεύσει για τροφή δική σας, για όλα τα θηρία της γης, για όλα τα πτηνά του ουρανού και για κάθε ερπετό που έρπει στη γη».

Είδες πως όλα τα ορατά, όσα ευρίσκονται στη γη και στη θάλασσα, τα έδωσε στον Αδάμ και σ’ εμάς, όπως κι αργότερα ο ίδιος είπε διά του ζώντος Λόγου του προς τους αποστόλους «αυτά που λέγω σ’ εσάς τα λέγω για όλους», επειδή εγνώριζε ότι το γένος μας επρόκειτο να πληθυνθεί σε άπειρα και αναρίθμητα πλήθη επάνω στη γη. Διότι, αν εγίναμε τόσοι πολλοί οι άνθρωποι, παρ᾽ όλο που παραβήκαμε την εντολή του και καταδικασθήκαμε να ζούμε και να πεθαίνομε, σκέψου, παρακαλώ, πόσοι επρόκειτο να ήταν οι γεννημένοι από κτίσεως κόσμου, εάν δεν επέθαιναν· σκέψου πώς θα εζούσαν και θα διαβίωναν σε άφθαρτο κόσμο, διατηρούμενοι άφθαρτοι και αθάνατοι ζωή βέβαια αναμάρτητη και άλυπη, αμέριμνη και άμοχθη. Με την προκοπή της διαφυλάξεως των εντολών του Θεού και της εργασίας των αγαθών εννοιών θα ανάγονταν με τον καιρό σε τελειότερη δόξα και αλλοίωση, θα επλησίαζαν στον Θεό και στις πηγάζουσες αυγές της θεότητας: η ψυχή του καθενός θα γινόταν λαμπρότερη, και το αισθητό και υλικό σώμα θα μεταποιούνταν και θα μεταβαλλόταν υπέρ αίσθηση σε άυλο και πνευματικό. Πόση δε θα γινόταν η ευφροσύνη και η αγαλλίαση σ’ εμάς από την μεταξύ μας διαγωγή; Πράγματι ανέκφραστη οπωσδήποτε και υπεράνω λογισμών.

3. Αλλ’ ας επανέλθουμε στο θέμα μας. Για να ειπώ λοιπόν πάλι τα ίδια, ο Θεός εχάρισε στον Αδάμ, όπως ελέχθηκε, όλον τον κόσμο, σαν μία χώρα ή έναν αγρό. Αυτά τα έφερε σε πέρας ο Θεός σε έξι ημέρες· και άκουσε θεία Γραφή που το δηλώνει σαφέστατα. Πράγματι, μετά τον λόγο, «και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, κατ’ εικόνα Θεού τον έπλασε, εποίησε αυτούς άνδρα και γυναίκα και τους ευλόγησε» και τα υπόλοιπα, έπειτα πρόσθεσε τα εξής· «και είδε ο Θεός όλα όσα εδημιούργησε και ήταν πολύ καλά: και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, η έκτη ημέρα και αποτελείωσε ο Θεός την έκτη ημέρα τα έργα του που κατασκεύασε, και έπαυσε ο Θεός κατά την εβδόμη ημέρα από όλα τα έργα του που άρχισε να δημιουργεί».

Έπειτα, θέλοντας να μας διδάξει πως ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο και από πού, ανακεφαλαιώνοντας τον λόγο, έτσι κάπως «Αυτή είναι η βίβλος της γενέσεως του ουρανού και της γης, όταν έγιναν»!» και έπειτα από λίγο, «και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο χώμα από την γη», πράγμα που πρέπει να το κατανοήσομε έτσι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο παίρνοντας χώμα από την γη· «και εμφύσησε στο πρόσωπό του πνοή ζωής και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα»!

4. Αφού λοιπόν μας εφανέρωσε τον τρόπο της δημιουργίας, έπειτα έκαμε ο,τι κάνει κάποιος άνθρωπος βασιλέας η άρχοντας και πλούσιος· δεν περιτείχισε ολόκληρη την χώρα και την γη που δεσπόζει για να την κάμει μία μόνο πόλη, ούτε την περιέφραξε όλη για να την κάμει έναν μόνον οίκο· αλλά την εχώρισε σε πολλά μέρη, αλλού άφησε να είναι χέρσα, και σ' ένα μέρος και τόπο τερπνό και περικαλλή κατασκεύασε τις κατασκηνώσεις· εκεί οικοδομεί παλάτια, κατασκευάζει οικίες, κτίζει λουτρά, φυτεύει παραδείσους, επινοεί γι' αυτό το μέρος κάθε είδους απολαύσεις, περιβάλλει έξω από όλα αυτά φράχτη, και κατασκευάζει κλειδιά και πύλες που ανοίγουν και κλείνουν και όχι μόνον αυτά, αλλά τοποθετεί και φύλακες, αν και δεν φοβάται κανέναν, για να γίνει η κατοικία του με αυτά περιφανέστατη και πολυποίκιλη, και για να γίνει άβατη βέβαια στους αγνώμονες και πονηρούς φίλους και σ' αυτούς που αποκρούουν τους υποχειρίους και δούλους, εάν ποτέ φανούν μερικοί τέτοιοι, ενώ στους γνησίους και πιστούς φίλους και σ' αυτούς τους ευγνώμονες δούλους θα ευρίσκεται ελεύθερη η προς αυτήν είσοδος και έξοδος. Το ίδιο ακριβώς έκαμε κι ο Θεός με τον πρωτόπλαστο. Διότι μετά την κτίση των όλων εκ των μη όντων και την δημιουργία του ανθρώπου και την παύση κατά την εβδόμη ημέρα από όλα τα έργα του που άρχισε να κάνει, τότε εφύτευσε τον παράδεισο ανατολικά της Εδέμ· και τον εφύτευσε σ' ένα μέρος του κόσμου, όπως γίνεται με μερικά βασίλεια, και ετοποθέτησε εκεί τον άνθρωπο τον οποίο έπλασε.

5. Γιατί όμως δεν εδημιούργησε κατά την εβδόμη ημέρα τον παράδεισο που επρόκειτο να γίνει, αλλά τον εφύτευσε ανατολικά μετά την παραγωγή όλης εντελώς της κτίσεως; Επειδή ο Θεός, ο οποίος προγνώριζε τα πάντα, εδημιούργησε την κτίση με τάξη και εύκοσμη σειρά· τις επτά ημέρες τις έταξε στον τύπο των επτά αιώνων που επρόκειτο να έλθουν ύστερα, ενώ τον παράδεισο τον εφύτευσε μετά από αυτά, ως σημείο του μέλλοντος αιώνος. Για ποιόν λόγο όμως την ημέρα, η οποία είναι η ογδόη, δεν την συνήψε το άγιο Πνεύμα με τις προηγούμενες επτά; Επειδή ακριβώς δεν άρμοζε να την συναριθμήσει στον κύκλο αυτών των ημερών, όπου η πρώτη, η δευτέρα και οι υπόλοιπες έως τις επτά, ανακυκλώνουν τις εβδομάδες και σχηματίζουν σ' αυτόν τις πρώτες και τις τόσες πολλές έβδομες ημέρες, αλλ' εκείνη έπρεπε να είναι έξω από αυτές, επειδή δεν έχει αρχή η τέλος. Και ούτε τώρα υπάρχει, αλλά ούτε πρόκειται να γίνει και να λάβει αρχή· αλλά και ήταν προ των αιώνων, και τώρα είναι και θα είναι στους αιώνες των αιώνων, λέγεται δε ότι θα λάβει αρχή, όταν θα έλθει πάντως και θ' αποκαλυφθεί εσχάτως σ' εμάς γινόμενη μία ανέσπερη ημέρα και ατελείωτη για μας.

6 Και πρόσεχε, ότι δεν έχει γραφεί, "ο Θεός εδημιούργησε τον παράδεισο", ούτε ότι είπε να γίνει, και έγινε, αλλ' ότι «τον εφύτευσε και έκανε ο Θεός ν' αναφθεί ακόμη από την γη κάθε δένδρο ωραίο για την όραση και καλό για τροφή»· να έχει κάθε είδους και ποικιλίας καρπούς που ούτε να φθείρονται, ούτε να εκλείπουν τελείως, αλλά να μένουν πάντοτε καινούργιοι, να προσφέρουν περισσότερη γλυκύτητα και να προκαλούν στους πρωτόπλαστους ανέκφραστη ευχαρίστηση και απόλαυση. Διότι έπρεπε στα άφθαρτα σώματά τους να χορηγεί και άφθαρτη τροφή· έτσι η διαβίωσή τους ήταν άμοχθη και η ζωή ακούραστη στο μέσον του παραδείσου, τον οποίο ο δημιουργός του τον περιτείχισε κατά κάποιον τρόπο και ετοποθέτησε είσοδο γι' αυτούς από την οποία εισέρχονταν και εξέρχονταν.

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2022/03/agios-simeon-o-theos-edose-ex-archis-olon-ton-kosmo-san-ena-paradiso-ston-anthropo/

Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου «Βίβλος των ηθικών», Λόγοι Α-Στ’, σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση της Θεολόγου Αικατερίνας Γκόλτσου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο, το «Βυζάντιον», «Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1988.

Πρωτότυπο κείμενο


Πρόλογος

1. Ἅ μέν οὖν ἀπολογήσασθαι καί εἰπεῖν ἔδει πρός τούς ἀντιδιατιθεμένους ἡμῖν καί τάς πικράς γλωσσαλγίας αὐτῶν αἷς τό προσπεσόν ἅπαν ὁμοῦ κατασύρεται, κἄν εἴ τι τῶν τιμιωτέρων ἐστίν, ἱκανῶς ἔχει καί ὡς ὁ Λόγος τόν λόγον εὐώδωσεν, ἵνα μή ἐξ ἡμῶν ᾗ τά τῆς εὐδρομίας τοῦ λόγου καί τῶν εὐστόχων βολίδων αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἤ ἄνωθεν καί ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος συμμαχίας, παρ᾿ οὗ πᾶσιν εὐοδοῦται τό κατορθούμενον. Χρεών δέ ἄρτι τῆς πρός ἐκείνους λήξαντας στάσεως ἰδεῖν καί κατασκοπῆσαι καί σκέψασθαι τίνα τά ὑπό Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, Παύλῳ τῷ θείῳ πειθομένους, τίς ὁ πλοῦτος τῆς πρός ἡμᾶς αὐτοῦ ἀγαθότητος, ὅν ἡμῖν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐχαρίσατο κτίσεως, τίς ἡ πλάσις ἡμῶν καί πῶς παρέβημεν τήν δοθεῖσαν ἄνωθεν ἐντολήν καί τῶν ἀθανάτων ἐκείνων ἀγαθῶν ἐξεπέσομεν, τίς δέ ὁ νῦν βίος καί τίς ὁ κόσμος οὗτος ὑφ᾿ ὅν καί μεθ᾿ ὅν τό πᾶν ὁρᾶται κινούμενον, καί τίνα τά μετά ταῦτα διαδεξόμενα τούς προσκυνητάς τῆς Τριάδος ἡμᾶς. 

2. Ἄρξομαι δέ ἐντεῦθεν, ἀρχήν τοῦ λόγου ποιούμενος τόν Θεόν.

α΄. Μερική τις φυσιολογία περί τῆς τοῦ κόσμου κτίσεως καί τῆς πλάσεως τοῦ Ἀδάμ.

1. Ὁ Θεός οὐχί τόν παράδεισον μόνον, ὡς ἄν τινες οἴονται, τοῖς πρωτοπλάστοις δέδωκεν ἐξ αὐτῆς ἀρχῆς, οὔτε ἄφθαρτον μόνον ἐκεῖνον ἐδημιούργησεν, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον πρό ἐκείνου τήν ἅπασαν γῆν, ταύτην δή ἥν ἡμεῖς κατοικοῦμεν, καί τά ἐν τῇ γῇ ἅπαντα, οὐ μήν ἀλλά καί τόν οὐρανόν καί τά ἐν αὐτῷ ἐν πέντε ἡμέραις παραγαγών, τῇ ἕκτῃ ἡμέρα ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί πάσης τῆς ὁρωμένης κτίσεως κύριον αὐτόν καί βασιλέα κατέστησε. 

Καί οὔτε ἡ Εὔα παραχθεῖσα ἦν τότε οὔτε μήν ὁ παράδεισος, ἀλλ᾿ οὕτος ὁ κόσμος ὥσπερ τις παράδεισος ὑπό τοῦ Θεοῦ γέγονεν εἷς, ἄφθαροτος μέν, ὑλικός δέ καί αἰσθητός παραχθείς· τοῦτον, ὡς εἴρηται, τῷ Ἀδάμ καί τοῖς ἐξ αὐτοῦ εἰς ἀπόλαυσιν δέδωκεν. Ἀλλά μή φανῇ σοι τοῦτο παράδοξον, ἀνάμεινον δέ τόν λόγον καί ἐξ αὐτῆς τῆς θείας Γραφῆς ἀποδείξει τοῦτο σαφέστατα. Γέγραπται γάρ· “Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν· ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος”. 

Καθεξῆς δέ τά λοιπά ἅπαντα ἔργα τῆς τοῦ Θεοῦ δημιουργίας ἀκριβῶς ἐξηγούμενος, μετά τό εἰπεῖν· “Καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη”, ἐπήγαγε· “Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν καί ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς. Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτους”. Ἄρσεν δέ καί θῆλυ λέγει οὐχ ὡς τῆς Εὔας ἤδη γενομένης, ἀλλ᾿ ὡς ἐν τῇ τοῦ Ἀδάμ πλευρᾷ οὔσης καί αὐτῷ συνούσης· καί τοῦτο μετά ταῦτα σαφέστερον γνώσεσθε. 

“Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς”.

2. Ὁρᾷς πῶς τοῦτον ὅλον τόν κόσμον, ὡς ἕνα παράδεισον, τῷ ἀνθρώπῳ ἐξ ἀρχῆς δέδωκεν ὁ Θεός; Ποίαν γάρ ἄλλην γῆν λέγει, εἰ μή ταύτην ἐν ᾗ καί νῦν, ὡς εἴρηται κατοικοῦμεν ἡμεῖς, ἑτέραν δέ οὐδαμῶς; Διό καί ἐπιφέρων φησί· “Καί εἶπεν ὁ Θεός· Ἰδού δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω τῆς γῆς· καί πᾶν ξύλον ὅ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπόν σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν καί πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καί πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καί παντί ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπι τῆς γῆς”. 

Εἶδες πῶς τά ὁρώμενα ἅπαντα, τά τε ἐν τῇ καί τά ἐν τῇ θαλάσσῃ, τῷ Ἀδάμ καί ἡμῖν τοῖς ἐξ αὐτοῦ δέδωκεν εἰς ἀπόλαυσιν καί οὐχί τόν παράδεισον μόνον αὐτῷ ἐχαρίσατο; Ὅσα γάρ τῷ Ἀδάμ εἶπεν, ὡς πρός πάντας ἡμᾶς ταῦτα ἔλεγε, καθώς καί πρός τούς ἀποστόλους ὕστερον ὁ αὐτός διά τοῦ ζῶντος Λόγου ἔφη· “Ἅ δέ λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω”, ὡς εἰδώς ὅτι εἰς ἄπειρα πλήθη καί ἀναρίθμητα ἔμελλε τό γένος ἡμῖν πληθυνθῆναι ἐπί τῆς γῆς. Εἰ γάρ καί παραβάντες τήν ἐντολήν αὐτοῦ καί βιοῦν καί ἀποθνῄσκειν κατακριθέντες εἰς τοσοῦτον πλῆθος οἱ ἄνθρωποι ἐγενόμεθα, ἐννόει μοι ὅσοι ἔμελλον εἶναι οἱ ἀπό κτίσεως κόσμου γεννηθέντες, εἰ μή ἀπέθανον, ὁποίαν δέ ζωήν καί διαγωγήν ἔχειν ἐν ἀφθάρτῳ κόσμῳ ἄφθαρτοι διατηρούμενοι καί ἀθάνατοι, ἀναμάρτητον δηλονότι καί ἄλυπον, ἀμέριμνόν τε καί ἄμοχθον διανύοντες βίον, ὅπως τε κατά προκοπήν τῆς φυλακῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐργασίας τῶν ἀγαθῶν ἐννοιῶν εἰς τελειοτέραν ἔμελλον ἀνάγεσθαι κατά καιρόν δόξαν τε καί ἀλλοίωσιν, πλησιάζοντες τῷ Θεῷ καί τάς πηγαζούσαις αὐγαῖς τῆς θεότητος, τήν μέν ψυχήν λαμπροτέραν ἑκάστου γίνεσθαι, τό δέ αἰσθητόν καί ὑλῶδς σῶμα εἰς ἄυλον καί πνευματικόν ὑπέρ αἴσθησιν πᾶσαν μεταποιεῖσθαί τε καί μεταβάλλεσθαι· ὁπόση δέ καί ἡ ἐκ τῆς μετ᾿ ἀλλήλων διαγωγῆς εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασις ἡμῖν προσγίνεσθαι ἔμελλεν, ἄρρητος πάντως τῷ ὄντι καί λογισμοῖς ἀνεπίβατος.

3. Ἀλλ᾿ ἐπί τό προκείμενον ἐπανέλθωμεν. Ὥσπερ οὖν χώραν μίαν ἤ ἀγρόν ἕνα, ἵνα τά αὐτά πάλιν εἴπω, οὕτω τόν κόσμον ἅπαντα τῷ Ἀδάμ, ὡς εἴρηται, ἐχαρίσατο. Ταῦτα δέ ἐν ταῖς ἕξ ἡμέραις συνετέλεσεν ὁ Θεός· καί ἄκουε τῆς θείας Γραφῆς τοῦτο δηλούσης σαφέστατα. Μετά γάρ τό εἰπεῖν· “Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν· ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς καί εὐλόγησεν αὐτούς” καί τά λοιπά καθεξῆς, τότε ἐπήγαγεν οὕτως εἰπών· “Καί εἶδεν ὁ Θεός πάντα ὅσα ἐποίησεν καί ἰδού καλά λίαν· καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη· καί συνετέλεσεν ὁ Θεός ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τά ἔργα αὐτοῦ ἅ ἐποίησε, καί κατέπαυσεν ὁ Θεός ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἤρξατο ὁ Θεός ποιῆσαι”. 

Εἶτα βουλόμενος διδάξαι ἡμᾶς ὅπως ἐποίησε τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός καί πόθεν, ἀνακεφαλαιωσάμενος τόν λόγον, οὕτω πως πάλιν φησίν· “Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ τε καί γῆς, ὅτε ἐγένετο”· καί μετ᾿ ὀλίγα· “Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς”, ὅπερ χρή ἐννοεῖν οὕτως· ἐποίησε δέ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς, “καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν”.

4. Τόν οὖν τρόπον τῆς δημιουργίας δῆλον ποιήσας ἡμῖν, τότε καθάπερ ἄνθρωπός τις βασιλεύς ἤ ἄρχων καί πλούσιος τήν ὑπ᾿ αὐτοῦ δεσποζομένην χώραν καί γῆν οὔτε πόλιν πᾶσαν περιτειχίσας μόνον ποιεῖ, οὔτε οἶκον ἕνα περιφράξας ὅλην ἀποτελεῖ, ἀλλά εἰς πολλά τήν μίαν διαχωρίσας, τήν μέν σπόριμην εἶναι ἐᾷ, τήν δέ εἰς ἀμπελῶνα ἀφορίζει, ἑτέραν χέρσον εἶναι ἀφίησιν, ἐν ἑνί δέ μέρει καί τόπῳ (54) τερπνῷ τε καί περικαλλεῖ τάς κατασκηνώσεις ποιεῖται, ἔνθα καί παλάτια οἰκοδομεῖ καί οἴκους κατασκευάζει, λουτρά τε κτίζει καί παραδείσους φυτεύει καί παντοίας ἐκεῖσε ἀπολαύσεις ἐπινοεῖ καί φραγμόν ἔξωθεν τούτων ἁπάντων περιτιθεῖ, κλεῖς τε καί πύλας ἀνοιγομένας καί κλειομένας ποιεῖ· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί φύλακας, εἰ καί μηδένα πτοεῖται, ἀποκαθιστᾷ, ὡς ἄν τό αὐτοῦ οἰκητήριον περιφανέστατον καί ἐνηλλαγμένον ᾖ διά πάντων καί ἵνα τοῖς μέν ἀγνώμοσι φίλοις καί πονηροῖς καί αὐτοῖς τοῖς προσκεκρουκόσι τῶν ὑπό χεῖρα καί δούλων, εἴ ποτέ τινες τοιοῦτοι φανῶσιν, ἄβατος ἔσται, τοῖς δέ γνησίοις καί πιστοῖς φίλοις καί αὐτοῖς τοῖς εὐγνώμοσι δούλοις ἀκώλυτος ἡ πρός αὐτόν ὑπάρχῃ εἴσοδός τε καί ἔξοδος· οὕτω δή καί ὁ Θεός τῷ πρωτοπλάστῳ ἐποίησε. Μετά γάρ τό κτίσαι πάντα ἐξ οὐκ ὄντων καί αὐτόν πλάσαι τόν ἄνθρωπον καί καταπαῦσαι αὐτόν τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἤρξατο ποιεῖν, τότε ἐφύτευσε τόν παράδεισον ἐν Ἐδέμ κατά ἀνατολάς, ὥσπερ τινά βασίλεια ἐν ἑνί μέρει τοῦ κόσμου τοῦτον φυτεύσας, καί ἔθετο ἐκεῖ τόν ἄνθρωπον ὅν ἐποίησε.

5. Διατί οὖν ἐν τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ οὐκ ἐποίησε τόν παράδεισον μέλλοντα γενέσθαι, ἀλλά μετά τήν παραγωγήν πάσης ἅμα τῆς κτίσεως κατά ἀνατολάς τοῦτον ἐφύτευσεν; Ἐπειδή ὁ Θεός, ὡς προειδώς τά πάντα, τάξει καί καταστάσει εὐκόσμῳ τήν κτίσιν ἐδημιούργησε καί τάς μέν ἑπτά ἡμέρας εἰς τύπον τῶν ἑπτά αἰώνων τῶν ὕστερον μελλόντων διελθεῖν ἔταξε, τόν δέ παράδεισον ἐφύτευσε μετά ταῦτα, ὡς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ὄντα σημαντικόν. Τίνος οὖν ἕνεκεν τήν ἡμέραν, ἥτις ἐστίν ἡ ὀγδόη, ταῖς προλαβούσαις ἑπτά οὐ συνῆψε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον; Ἐπειδήπερ τῷ κύκλῳ τούτων τῶν ἡμερῶν συναριθμεῖσθαι ταύτων οὐχ ἥρμοζεν, ἐν ᾧ πρώτη καί δευτέρα καθεξῆς (55) αἱ ἑπτά ἀνακυκλοῦσαι τάς ἑβδομάδας ἀποτελοῦσι, πολλάς ἐν τούτῳ τάς πρώτας καί τοσαύτας τάς ἑβδόμους ἀπεργαζομένας ἡμέρας, ἀλλ᾿ ἔξωθεν τούτων ἐκείνην εἶναι ἐχρῆν ὡς ἀρχήν ἤ τέλος μή ἔχουσαν. Οὐδέ γάρ νῦν μέν οὐκ ἔστι, μέλλει δέ γενέσθαι καί ἀρχήν λήψεσθαι· ἀλλά καί ἦν πρό τῶν αἰώνων καί ἔστι νῦν καί ἔσται εἰς αἰῶνας αἰώνων, ἀρχήν δέ λαβεῖν λέγεται, ὅτε πάντως ἐλεύσεται καί ἡμῖν ἐσχάτως ἀποκαλυφθῇ ἀνέσπερος μία ἡμέρα καί ἀτελεύτητος ἐν τῷ καθ᾿ἡμᾶς γινομένη.

6. Ὅρα δέ ὅτι οὐδέ γέγραπται· “Ἐποίησεν ὁ Θεός τόν παράδεισον”, οὐδέ ὅτι “Εἶπε· Γενηθήτω, καί ἐγένετο”, ἀλλ᾿ ὅτι “ἐφύτευσεν αὐτόν καί ἐξανέτειλεν ἔτι ἐκ τῆς γῆς ὁ Θεός πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καί καλόν εἰς βρῶσιν”, καρπούς παντοδαπεῖς καί ποικίλους ἔχον μήτε φθειρομένους κἄν ὅλως μήτε ἐκλείποντας, ἀλλά νεαρούς ἀεί καί μάλα δή τό ἡδῦνον ἔχοντα καί ἄφραστον τήν ἡδονήν τοῖς πρωτοπλάστοις καί τήν τρυφήν ἐμποιοῦντας. Ἔπρεπε καί γάρ τοῖς ἀφθάρτοις αὐτῶν σώμασιν ἄφθαρτον καί τήν τροφήν ἐπιχορηγεῖσθαι· ὅθεν καί ἄμοχθος ἦν αὐτῶν ἡ διαγωγή καί ἀκάματος ἡ ζωή, ἐν μέσῳ δηλονότι τοῦ παραδείσου, ὅν περιτειχίσας οἱονεί πως ὁ τούτου δημιουργός εἴσοδον ἔθετο αὐτοῖς δι᾿ ἧς εἰσῄσεσαν καί ἐξῄεσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου