Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (20)

 Συνέχεια από Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

11. Γι’ αυτό λέγει ο μέγας Μακάριος, έχοντας τον Συμεών τον Μεταφραστή, τον πιο ευχάριστο στο να τον ακούει κανείς μεταξύ των ερμηνευτών, να δίνει πρόσθετη μαρτυρία και να συμφωνεί με τα λεγόμενά του· «ο θείος απόστολος Παύλος έχει δηλώσει σε κάθε ψυχή ακριβέστερα και λαμπρότερα το τέλειο μυστήριο του Χριστιανισμού, το οποίο είναι η έλλαμψη του επουράνιου φωτός με την αποκάλυψη και δύναμη του Πνεύματος, για να μη νομίσει κανείς, ότι υπάρχει μόνον ο φωτισμός του Πνεύματος μέσω της γνώσεως νοημάτων, και κινδυνεύσει από άγνοια και ραθυμία να μη επιτύχει το τέλειο μυστήριο της χάριτος. Γι’ αυτό και το υπόδειγμα της λαμπρότητας (δόξης) του Πνεύματος που περιέβαλε το πρόσωπο του Μωυσή το παρουσίασε ως ομολογημένη μεγαλοπρέπεια (γιατί λέγει· ‘αν αυτό που καταργείται είναι τόσο λαμπρό, πολύ περισσότερο λαμπρό είναι αυτό που παραμένει’) χαρακτηρίζοντας αυτό ως καταργούμενο, επειδή η λαμπρότητα (δόξα) περιέβαλε το θνητό σώμα του Μωυσή· έδειξε όμως την αθάνατη εκείνη λαμπρότητα (δόξα) του Πνεύματος που λάμπει τώρα μέσω αποκαλύψεως στο αθάνατο πρόσωπο του έσω ανθρώπου των άξιων και που δεν καταργείται ποτέ. Γιατί λέγει· ‘όλοι όμως εμείς, δηλαδή εμείς που γεννηθήκαμε από το Πνεύμα σύμφωνα με την τέλεια πίστη μας, αντανακλώντας με ακάλυπτο πρόσωπο τη λαμπρότητα (δόξα) Κυρίου, μεταμορφωνόμαστε σε όμοιους με αυτόν από λαμπρότητα σε λαμπρότατοι (από δόξης εις δόξαν), πράγμα που προέρχεται από τον Κύριο, το Πνεύμα’· λέγοντας ‘με ακάλυπτο πρόσωπο’, εννοεί το πρόσωπο της ψυχής, γιατί, όταν επιστρέψει κανείς στον Κύριο, ‘αφαιρείται το κάλυμμά του’, λέγει, ‘και ο Κύριος είναι το Πνεύμα’. Φανερά λοιπόν έδειξε με αυτά, ότι επάνω στην ψυχή έχει τεθεί κάλυμμα σκότους, το οποίο από την παράβαση του Αδάμ βρήκε την ευκαιρία να εισχωρήσει στην ανθρωπότητα, τώρα όμως με την έλλαμψη του Πνεύματος αφαιρείται το κάλυμμα αυτό από τις πιστές και πράγματι άξιες ψυχές, και αυτή είναι η αιτία που πραγματοποιήθηκε και η έλευση του Χρίστου».

12. Βλέπεις, αδελφέ, πως οι αισθητοί εκείνοι κατά την παλαιά εποχή φωτισμοί προϋπέγραψαν τον φωτισμό του Πνεύματος στις ψυχές εκείνων που πιστεύουν στον Χριστό έργω και αληθεία (έμπρακτα και αληθινά); Αυτοί λοιπόν που λέγουν αισθητούς και συμβολικούς εκείνους (τους φωτισμούς), έπρεπε με εκείνους να οδηγηθούν στην πίστη και αναζήτηση αυτού. Αυτοί όμως σπεύδουν με κάθε τρόπο να παρασύρουν σέ απιστία και αυτούς που πιστεύουν, ή καλύτερα αν είναι δυνατόν και αυτούς που απόλαυσαν εμφανώς τη χάρη και απέκτησαν αλησμόνητη γνώση γι’ αυτήν, προσπαθώντας να μεταδιδάξουν τολμηρώς και ανοήτως αυτούς που έχουν διδαχθεί από τον Θεό και τη μυστική παρουσία και ενέργεια αυτού τα απόρρητα. Δεν ντρέπονται ούτε τον μέγα Παύλο, ο οποίος λέγει ότι «ο πνευματικός ανακρίνει τα πάντα, αυτός όμως δεν ανακρίνεται από κανένα, γιατί έχει νου Χριστού· και ποιος γνώρισε το νου του Κυρίου, ώστε να τον κρίνει δίκαια», δηλαδή να κάνει πιστευτά τα του Πνεύματος, εξετάζοντάς τα με λογισμούς; Γιατί ούτε καν να γνωρίσει ή να πιστέψει μπορεί τα του πνευματικού ανθρώπου εκείνος που πιστεύει στους δικούς του λογισμούς και στις έρευνες μέσω αυτών, νομίζοντας ότι κάθε αλήθεια βρίσκεται με διαιρέσεις και συλλογισμούς και αναλύσεις. Γι’ αυτό ο άνθρωπος αυτός είναι ψυχικός, και «ο ψυχικός», λέγει, «δεν δέχεται τα του Πνεύματος, ούτε και μπορεί». Εκείνος λοιπόν που δεν γνωρίζει, και δεν πιστεύει, πώς θα μπορέσει να τα μεταδώσει στους άλλους και να τα κάνει γνωστά και πιστευτά; Γι’ αυτό όποιος περί νήψεως διδάσκει χωρίς ησυχία και νήψη του νου και πείρα όλων εκείνων που τελούνται μέσα σ’ αυτήν κατά τρόπο πνευματικό και απόρρητο, ακολουθώντας τους διαλογισμούς του και επιδιώκοντας ν’ αποδείξει με το λόγο το πάνω από το λόγο αγαθό, είναι φανερό ότι έφθασε στο έσχατο σημείο της μανίας και πραγματικά μωράνθηκε ως προς τη σοφία, γιατί αφρόνως έλπισε ότι θα κατοπτεύσει με φυσική γνώση τα πάνω από τη φύση και ότι θα ερευνήσει και θα αποδείξει με φυσική σκέψη (διάνοια) και σαρκική φιλοσοφία τα βάθη του Θεού, τα οποία είναι γνωστά μόνο στο Πνεύμα, και τα χαρίσματα του Πνεύματος, τα οποία είναι γνωστά μόνο στους πνευματικούς και εκείνους που έχουν νου Χριστού· μαζί με την αφροσύνη θα βρεθεί και θεομάχος, αποδίδοντας εσφαλμένα την ενέργεια και χάρη του αγαθού Πνεύματος, ώ της συμφοράς, στην ενέργεια τού Βελίαρ, και αντιτασσόμενος σε εκείνους που έχουν λάβει το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουν μέσω αυτού τα όσα χαρίσθηκαν από τον Θεό σε εμάς· αλλά και θα είναι κληρονόμος του «αλλοίμονο» λόγω της βλάβης που προκαλεί σε όσους τον ακούνε· γιατί λέγει ο προφήτης (Αββακούμ)· «αλλοίμονο σε εκείνον που ποτίζει τον αδελφό του με μεθυστικό ποτό (για να θολώσει το νου του)».

13. Ενώ λοιπόν πρέπει σε εκείνους που μπορούν να ανακρίνουν τα πάντα, δηλαδή στους πνευματικούς (γιατί κατά τον απόστολο, «ο πνευματικός όλα τα ανακρίνει»), ενώ λοιπόν πρέπει σ’ αυτούς να υποτάσσουν τους εαυτούς τους, εκείνοι που δεν έχουν το χάρισμα αυτό, ώστε με την ανάκριση αυτών να γνωρίσουν με ασφάλεια τα σχετικά με τους εαυτούς τους, αυτοί επιχειρούν να κρίνουν και να διορθώνουν αυτούς που δεν ανακρίνονται από κανένα (γιατί κατά τον ίδιο απόστολο, «ο πνευματικός δεν ανακρίνεται από κανένα») προς καταστροφή των εαυτών τους και εκείνων που πιστεύουν σ’ αυτούς. Γιατί λέγουν, ότι κανένας δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει τελειότητα και αγιότητα, αν δεν έχει βρει το αληθινό νόημα των όντων, και ότι είναι αδύνατο να το βρει χωρίς διαίρεση και συλλογισμό και ανάλυση. Επομένως θεωρούν αναγκαιότατο, εκείνος που επιθυμεί να επιτύχει την τελειότητα και αγιότητα, να διδαχθεί τις διαιρετικές και συλλογιστικές και αναλυτικές μεθόδους από την έξω παιδεία και να επιδοθεί σ’ αυτές και με τους λόγους αυτού του είδους επιχειρούν να δείξουν πάλι ενεργό τη σοφία πού καταργήθηκε. Εάν όμως ήθελαν να προσέλθουν με ταπείνωση για να μάθουν την αλήθεια από εκείνους που μπορούν να ανακρίνουν τα πάντα, θα άκουαν ότι η δοξασία αυτή είναι προϊόν ελληνικού φρονήματος, αίρεση Στωικών και Πυθαγορείων, οι οποίοι θεωρούν την επιστήμη σκοπό (τέλος) της θεωρίας, και που αποκτάται με την επιστημονική γνώση των μαθημάτων. Εμείς όμως αληθινό νόημα δεν θεωρούμε τη γνώση που βρίσκεται με λόγους και συλλογισμούς, αλλ’ εκείνη που αποδεικνύεται με έργα και τον τρόπο της του βίου, η οποία δεν είναι μόνον αληθινή, αλλά και ασφαλής και αμετάτρεπτη. Γιατί λέγει, «κάθε λόγος αντιμάχεται προς άλλο λόγο», προς τον ορθό τρόπο βίου όμως ποιος αντιμάχεται; Και μάλιστα πιστεύουμε ότι ούτε τον εαυτό του μπορεί να γνωρίσει κανείς με διαιρετικές και συλλογιστικές και αναλυτικές μεθόδους, αν δεν καταστήσει το νουν του άτυφον και απόνηρον (απαλλαγμένο από την αλαζονεία και άκακο)με επίπονη μετάνοια και έντονη άσκηση. Γιατί, εκείνος που δεν κατέστησε τον νου του τέτοιον και με τον τρόπο αυτό, ούτε τη δική του πτωχεία ως προς τη γνώση θα γνωρίσει, πράγμα που είναι ωφέλιμη αρχή στο να γνωρίσει τον εαυτό του.

14. Αλλά ούτε κάθε αγνωσία θα μπορούσε να κατηγορήσει ως έγκλημα κάποιος με φρόνηση, ούτε κάθε γνώση τη θεωρούμε μακαριστή (αξιέπαινη). Πώς λοιπόν θα πράξουμε τα πάντα προσβλέποντας προ αυτήν (την γνώση) ως προς σκοπό (τέλος) μας; Και ο μέγας Βασίλειος διπλό λέγει το είδος της αλήθειας, από τα οποία το ένα είναι αναγκαιότατο να το έχουμε και να το παρέχουμε, γιατί μας βοηθάει στη σωτηρία μας· περί της γης όμως και της θάλασσας, του ουρανού και τα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, εάν δεν γνωρίζουμε την αλήθεια σχετικά μ’ αυτά, τίποτε δεν θα μας εμποδίσει για τη μακαριότητα που μας υποσχέθηκε (ο Κύριος). Και ο επιδιωκόμενος σκοπός (προκείμενο τέλος) από εμάς είναι οι υποσχέσεις του Θεού για τα μελλοντικά αγαθά, η υιοθεσία, η εκ-θέωση, η αποκάλυψη και απόκτηση και απόλαυση των ουράνιων θησαυρών· αντίθετα η γνώση που αποκτάται από την έξω παιδεία γνωρίζουμε ότι συμπορεύεται με τον κόσμο αυτόν. Γιατί, αν τα πράγματα στον μέλλοντα αιώνα τα παριστάνουν αισθητοί λόγοι, οι σοφοί του κόσμου αυτού θα γίνονταν κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών· «εάν όμως βλέπει η καθαρότητα της ψυχής (της καρδίας), οι σοφοί θα μείνουν μακριά από τη γνώση του Θεού», σύμφωνα με τον αληθή φιλόσοφο Μάξιμο. Τί μας χρειάζεται λοιπόν η γνώση η οποία δεν εγγίζει προς τον Θεό; Και πώς δεν είναι δυνατόν χωρίς αυτήν ν’ αποκτήσομε τελειότητα και αγιότητα;

Αρχαίο κείμενο


12. Βλέπεις, ἀδελφέ, πῶς τόν ἐν ταῖς ψυχαῖς τῶν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ πιστευόντων εἰς Χριστόν φωτισμόν τοῦ Πνεύματος οἱ ἐν τῷ παλαιῷ προϋπέγραψαν αἰσθητοί ἐκεῖνοι φωτισμοί; Τούς οὖν αἰσθητούς καί συμβολικούς ἐκείνους λέγοντας ἐχρῆν δι᾿ ἐκείνων πρός τήν τούτου πίστιν τε καί ζήτησιν ἐνάγεσθαι. Οὗτοι δέ καί τούς πιστεύοντας, μᾶλλον δέ εἰ δυνατόν καί τούς τῆς χάριτος ἐμφανῶς εὐμοιρηκότας καί ἄληστον τήν ἐπί ταύτῃ γνῶσιν ἐσχηκότας, πρός ἀπιστίαν ἐκκαλέσασθαι πάντα τρόπον σπεύδουσι, μεταδιδάσκειν τολμηρῶς καί ἀνοήτως ἐγχειροῦντες τούς ὑπό τοῦ Θεοῦ καί τῆς αὐτοῦ μυστικῆς ἐμφανείας τε καί ἐνεργείας τά ἀπόρρητα δεδιδαγμένους, οὐδ᾿ ὑπό τοῦ μεγάλου Παύλου ἐντρεπόμενοι, ὅς φησιν ὅτι «ὁ μέν πνευματικός ἀνακρίνει πάντα, αὐτός δέ ὑπ᾿ οὐδενός ἀνακρίνεται, νοῦν γάρ ἔχει Χριστοῦ˙ τίς δέ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὅς συμβιβάσει αὐτόν» τουτέστι πιστά ποιήσει, λογισμοῖς ἀνακρίνων, τά τοῦ Πνεύματος; Καί γάρ οὐδέ γνῶναι ὅλως ἤ πιστεῦσαι δύναται τά τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ὁ τοῖς οἰκείοις λογισμοῖς καί ταῖς δι᾿ αὐτῶν συζητήσεσι πιστεύων, διαιρέσεσί τε καί συλλογισμοῖς καί ἀναλύσεσι πᾶσαν ἀλήθειαν εὑρίσκεσθαι οἰόμενος˙ ψυχικός γάρ ἐστιν ὁ τοιοῦτος, «ὁ δέ ψυχικός», φησίν, «οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος», οὐδέ δύναται˙ ὁ γοῦν μή γινώσκων μηδέ πιστεύων, πῶς τοῖς ἄλλοις συμβιβάσας γνωστά τε καί πιστά ποιήσειε; Διά τοῦτο εἴ τις ἄνευ ἡσυχίας τε καί νήψεως τῆς κατά νοῦν καί τῆς ἐν αὐτῇ πνευματικῶς καί ἀπορρήτως τελουμένων πείρας περί νήψεως διδάσκει, στοιχῶν τοῖς οἰκείοις διαλογισμοῖς καί διά λόγου δεῖξαι ζητῶν τό ὑπέρ λόγον ἀγαθόν, εἰς ἔσχατον ἀπονοίας δῆλός ἐστι κατενεχθείς καί τήν σοφίαν ὄντως μωρανθείς, ὅτι ἀφρόνως ὑπενόησε φυσικῇ γνώσει τά ὑπέρ φύσιν κατοπτεῦσαι καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ, ἅ γνωστά μόνῳ τῷ Πνεύματι, καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἅ γνωστά μόνοις τοῖς πνευματικοῖς καί νῦν ἔχουσι Χριστοῦ, φυσικῇ διανοίᾳ καί σαρκικῇ φιλοσοφίᾳ ἐρευνῆσαί τε καί δεῖξαι˙ πρός δέ τῇ ἀφροσύνῃ, καί θεομάχος εὑρεθήσεται, παραγνωρίζων εἰς τήν τοῦ Βελίαρ, ὤ τῆς συμφορᾶς, τήν τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν καί χάριν καί ἀντιταττόμενος τοῖς λαβοῦσι τό ἐκ Θεοῦ Πνεῦμα, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ εἰδῶσι τά ἐκ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, ἀλλά καί τοῦ «οὐαί» ἔσται κληρονόμος διά τήν τῶν ἀκουόντων βλάβην˙ «οὐαί» γάρ, φησίν ὁ προφήτης, «τῷ ποτίζοντι τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἀνατροπήν θολεράν».

13. Δέον οὖν τοῖς πάντα ἀνακρίνειν δυναμένοις, δηλονότι τοῖς πνευματικοῖς («ὁ γάρ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει» κατά τόν ἀπόστολον), δέον οὖν τούτοις τούς μή τοιούτους φέροντας ὑποτάσσειν ἑαυτούς, ὡς τῇ τούτων ἀνακρίσει καί τά καθ᾿ ἑαυτούς εἰσομένους ἀσφαλῶς, αὐτοί τούς ὑπ᾿ οὐδενός τούτους ἀνακρινομένους («ὁ γάρ πνευματικός» κατά τόν αὐτόν ἀπόστολον «ὑπ᾿ οὐδενός ἀνακρίνεται») κρίνειν καί διορθοῦν ἐπιχειροῦσι πρός καταστροφήν ἑαυτῶν τε καί τῶν τούτοις πειθομένων. Φασί γάρ μηδένα δυνατόν εἶναι τελειότητός τε καί ἁγιότητος μετέχειν τήν ἀληθῆ περί τῶν ὄντων οὐχ εὑρηκότα δόξαν, εὑρηκέναι δέ αὐτήν ἄνευ διαρέσεως καί συλλογισμοῦ καί ἀναλύσεως ἀδύνατον ὑπάρχειν. Οὐκοῦν τόν ἐπειλῆφθαι τελειότητος καί ἁγιότητος ἐπιθυμοῦντα τάς διαιρετικάς καί συλλογιστικάς καί ἀναλυτικάς μεθόδους ἀναγκαιότατον παρά τῆς ἔξω παιδείας διδαχθῆναί τε καί μετιέναι συμπεραίνειν οἴονται καί διά τοιούτων λόγων τήν καταργηθεῖσαν πάλιν ἐνεργόν αὐτοί δεῖξαι σπεύδουσι σοφίαν. Εἰ δέ παρά τῶν πάντα ἀνακρίνειν δυναμένων ἐν ταπεινώσει προσελθόντες ἠθέλησαν τήν ἀλήθειαν μαθεῖν, ἤκουσαν ἄν ὡς τοῦτο τό δόγμα φρονήματός ἐστιν ἑλληνικοῦ. Στωικῶν τε καί Πυθαγορείων αἵρεσις, οἵ τήν ἐπιστήμην τέλος λέγουσι τῆς θεωρίας προσγινομένην διά τῆς τῶν μαθημάτων ἀναλήψεως. Ἡμεῖς δέ οὐ τήν διά λόγων καί συλλογισμῶν εὑρισκομένην γνῶσιν δόξαν ἀληθῆ νομίζομεν, ἀλλά τήν δι᾿ ἔργων τε καί βίου ἀποδεικνυμένη ἤ καί μή μόνον ἀληθής, ἀλλά καί ἀσφαλής ἐστι καί ἀπερίτρεπτος. «Λόγῳ» γάρ, φησί, «παλαίει πᾶς λόγος», βίῳ δέ τίς; Καί μήν οὐδέ ἑαυτόν γνῶναι δυνηθῆναί τινα οἰόμεθα διαιρετικαῖς καί συλλογιστικαῖς καί ἀναλυτικαῖς μεθόδοις, ἄν μή δι᾿ ἐπιπόνου μετανοίας καί ἀσκήσεως συντόνου, ἄτυφον καί ἀπόνηρον ποιήσῃ τόν οἰκεῖον νοῦν. Ὁ γάρ μή τοιοῦτον καί οὕτω τόν ἑαυτοῦ κατασκεύσας νοῦν, οὐδέ τήν οἰκείαν κατά γνῶσιν εἴσεται πενίαν, ὅ τοῦ γνῶναί τινα ἑαυτόν ἐστιν ἀρχή λυσιτελής.

14. Ἀλλ᾿ οὐδέ πᾶσαν ἀγνωσίαν ὑπ᾿ ἔγκλημα θοῖτ᾿ ἄν τις εὖ φρονῶν, οὐδέ πᾶσαν γνῶσιν οἰόμεθα μακαριστόν. Πῶς οὖν πρός αὐτήν ὡς πρός τέλος ἀφορῶντες πάντα πράξομεν; Διπλοῦν δέ φησι καί ὁ μέγας Βασίλειος τό εἶδος τῆς ἀληθείας, ὧν τό μέν ἔχειν τε καί παρέχειν ἀναγκαιότατον, ὡς συνεργόν τῆς σωτηρίας ὑπάρχον˙ περί δέ γῆς καί θαλάσσης, οὐρανοῦ τε καί τῶν κατ᾿ οὐρανόν, ἐάν μή εἰδῶμεν τήν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀλήθειαν, οὐδέν ἡμῖν ἐμποδίσει πρός τήν ἐν ἐπαγγελίαις μακαριότητα. Καί τέλος δέ τό προκείμενον ἡμῖν, αἱ παρά τοῦ Θεοῦ ἐπαγγελίαι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἡ υἱοθεσία, ἡ ἐκθέωσις, ἡ τῶν οὐρανίων θησαυρῶν ἀποκάλυψις καί κτῆσις καί ἀπόλαυσις˙ τήν δ᾿ ἐκ τῆς ἔξω παιδείας γνῶσιν τῷ αἰῶνι τούτῳ συναπαρτιζομένην ἴσμεν. Εἰ γάρ αἰσθητοί λόγοι ἐν τῷ μέλλοντι παριστῶσι τά πράγματα, οἱ σοφοί τοῦ αἰῶνος τούτου γένοιτ᾿ ἄν κληρονόμοι τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας˙ «εἰ δέ καθαρότης ψυχῆς ὁρᾷ, μακράν οἱ σοφοί γενήσονται τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ», κατά τόν ἀληθῆ φιλόσοφον Μάξιμον. Τίς οὖν ἡμῖν χρεία γνώσεως τῆς μή ἐγγιζούσης Θεῷ; Πῶς δέ χωρίς αὐτῆς τελειότητος καί ἁγιότητος μεταλαχεῖν οὐκ ἔνι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου