Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (22)

 Συνέχεια από Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

17. Πώς όμως, εγκωμιάζοντας την πνευματική δύναμη που εμφυτεύτηκε στους οφθαλμούς αυτών (που έχουν νου Χριστού), να μη τη θεωρήσει άξια των προσωνυμιών της θεολογίας του Άσματος (Ασμάτων), λέγοντας προς αυτούς (τους αγίους), «να, είσαι καλή (όμορφη), συ η πλησίον μου· οι οφθαλμοί σου είναι σαν περιστέρια»; Με τους χαρακτηρισμούς αυτούς και αυτοί, αντιλαμβανόμενοι την ωραιότητα του νοητού νυμφίου, ανταποδίδουν πλούσιο τον λόγο των εγκωμίων. Δεν είναι άρα άγνωστο στους μυημένους, ποιά είναι αυτή η περιστερά, την οποία η νύμφη θέτοντάς την μπροστά στα μάτια της, ατενίζει και η ίδια με καθαρότητα (με διαυγή τρόπο) πρώτη φορά τότε το κάλλος του νυμφίου Θεού και ενώ την ακούν οι παραβρισκόμενοι εκεί με πίστη, διηγείται με λεπτομέρεια εκείνη την καλοποιό ευπρέπεια. Όπως δηλαδή η λάμψη στους οφθαλμούς, αφού ενωθεί με τις ηλιακές λάμψεις, γίνεται κυριολεκτικά φως και έτσι βλέπει τα αισθητά, κατά τον ίδιο τρόπο και ο νους, αφού γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, τότε βλέπει με διαυγή τρόπο τα πνευματικά. Μένει όμως και εκεί αόρατος ο δεσπότης κατ’ άλλον τρόπο, υψηλότερο, και όχι σύμφωνα με τους χαμερπείς λογισμούς εκείνων που επιχειρούν να προβάλλουν αντιρρήσεις στους πνευματικούς άνδρες· γιατί δεν είδε κανένας ποτέ το σύνολο της καλλονής εκείνης, γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης «κανένας οφθαλμός δεν το είδε αυτό, αν και πάντοτε βλέπει»· καθόσον δεν βλέπει τόσο, όσο είναι εκείνο, αλλά όσο κατέστησε τον εαυτό του δεκτικό της δυνάμεως του θείου Πνεύματος, τόσο και βλέπει. Μαζί με την ακαταληψία όμως αυτή, και την κατάληψη που έχουν, την έχουν κατά τρόπο ακατανόητο (ακαταλήπτως), πράγμα που είναι το θειότατο και θαυμαστότατο (καινότατο) όλων. Γιατί εκείνοι που βλέπουν, δεν γνωρίζουν αυτά έτσι που τα βλέπουν, ούτε έτσι όπως ακούνε και μυούνται είτε τη γνώση εκείνων που ακόμη δεν έγιναν ή την επιστήμη των πάντοτε όντων, λόγω του ακατάληπτου του Πνεύματος με το οποίο βλέπουν· γιατί, όπως λέγει ο μέγας Διονύσιος, «η ένωση αυτή των εκθεουμένων προς το υπεράνω φως γίνεται κατά παύση κάθε νοερής ενέργειας»και υπάρχει όχι κατά αιτία ή κατά αναλογία, επειδή αυτά είναι κατ’ ενέργεια του νου, αλλά υπάρχει κατ’ αφαίρεση, χωρίς να είναι ακριβώς αφαίρεση· γιατί, αν ήταν αφαίρεση μόνο, θα εξαρτιόταν από εμάς – αλλ’ αυτό είναι δόγμα των Μασσαλιανών –, όταν θελήσει κανείς να ανέλθει στα απόρρητα μυστήρια του Θεού, όπως λέγει γι’ αυτά και ο άγιος Ισαάκ. Δεν είναι λοιπόν μόνον αφαίρεση και απόφαση (αποφατισμός) η θεωρία, αλλ’ ένωση και εκθέωση, που πραγματοποιείται κατά τρόπο μυστικό και απόρρητο με τη χάρη του Θεού μετά την αφαίρεση όλων εκείνων που προσδένουν κάτω το νου, ή καλύτερα μετά την παύση, η οποία είναι ανώτερη από την αφαίρεση, αφού η αφαίρεση είναι απεικόνισμα της καταπαύσεως εκείνης. Γι’ αυτό και ο χωρισμός του Θεού από όλα τα κτίσματα ανήκει σε κάθε πιστό, η παύση όμως από κάθε νοερή ενέργεια και η μετά από αυτήν ένωση προς το υπεράνω φως, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο πάθος και τέλος θεουργό, είναι γνώρισμα μόνο εκείνων των κεκαθαρμένων (που έχουν καθαρθεί) και κεχαριτωμένων την καρδίαν. Και γιατί λέγω την ένωση, όταν και η σύντομη εκείνη θέα χρειαζόταν τότε τους διακεκριμένους μαθητές, και μάλιστα αφού αυτοί έφθασαν πάνω από κάθε αισθητή και νοερή αντίληψη και με το να μη βλέπουν καθόλου πετυχαίνοντας να βλέπουν πραγματικά, και με το να πάσχουν κατά τρόπο ακατανόητο (άγνωστο), δεχόμενοι την αίσθηση των πάνω από τη φύση; Αλλ’ ότι αυτοί είδαν, και μάλιστα είδαν όχι αισθητά, αλλά κυρίως με τον νου, θα το δείξουμε με τη βοήθεια του Θεού στη συνέχεια του λόγου.

18. Άραγε αντιλαμβάνεσαι τώρα ότι αντί για νου και μάτια και αυτιά έχουν το ακατάληπτο Πνεύμα, με το oποίο βλέπουν και ακούουν και κατανοούν; Και πράγματι, όταν σταματήσει κάθε νοερή ενέργεια, με τί βλέπουν οι άγγελοι και οι ισάγγελοι άνθρωποι τον Θεό, αν όχι με τη δύναμη του Πνεύματος; Γι’ αυτό και η όραση αυτή δεν είναι βέβαια γι’ αυτούς αίσθηση, γιατί δεν αντιλαμβάνονται με τα αισθητήρια αυτής, δεν είναι νόηση, επειδή δεν βρίσκουν αυτή με λογισμούς ή με τη γνώση μέσω αυτών, αλλά με την κατάπαυση κάθε νοερής ενέργειας· δεν είναι λοιπόν ούτε φαντασία, ούτε διάνοια, ούτε γνώμη, ούτε οποιοδήποτε συμπέρασμα συλλογισμών, ούτε και με μόνη την αποφατική άνοδο πετυχαίνει ο νους αυτήν. Κάθε βέβαια θεία εντολή και κάθε ιερός νόμος φθάνει μέχρι την καθαρότητα της καρδιάς, σύμφωνα με τον λόγο των πατέρων, και κάθε τρόπος και κάθε είδος προσευχής τελειώνει μέχρι την καθαρή προσευχή, και κάθε λόγος ανεβαίνοντας από κάτω προς εκείνο που έχει την έδρα του πάνω από όλα και μακριά από κάθε τι σταματά στην αφαίρεση όλων των όντων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετά τις θείες εντολές δεν υπάρχει τίποτε άλλο έκτος από την καθαρότητα της καρδίας, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα· ο αρραβώνας κατά τον παρόντα αιώνα για τα όσα μας υποσχέθηκε ό Θεός, και τα αγαθά του μελλοντικού αιώνα που γίνονται ορατά και απολαμβάνονται μέσω αυτής. Έτσι και μετά την προσευχή υπάρχει ανεκλάλητη θέα και έκσταση κατά τη θέα και απόρρητα μυστήρια. Κατά τον ίδιο τρόπο και μετά την αφαίρεση των όντων, ή καλύτερα μετά την κατάπαυση, η οποία σε εμάς δεν τελείται μόνο με λόγους, αλλά και με έργα, και μετά από αυτήν λοιπόν, και αν υπάρχει αγνωσία, αυτή είναι πάνω από τη γνώση, και αν υπάρχει γνόφος, αυτός είναι υπέρλαμπρος, και μέσα στον υπέρλαμπρο εκείνον γνόφο δίνονται, κατά τον μέγα Διονύσιο, τα θεία στους αγίους. Ώστε δεν είναι απλώς αφαίρεση η τελειότατη θεωρία περί Θεού και των θείων, αλλ’ είναι η μετά την αφαίρεση μέθεξη των θείων και δόση και λήψη μάλλον, παρά αφαίρεση. Και όλα εκείνα που δίνονται και λαμβάνονται είναι άρρητα (ανέκφραστα), γι’ αυτό και αν μιλούν γι’ αυτά, μιλούν παραδειγματικά και κατ’ αναλογία, όχι έτσι σαν να βλέπονται αυτά από εκείνους, αλλά σαν να μη είναι δυνατόν κατά τρόπο φυσικό να δειχθούν σε εκείνους τα ορώμενα. Όσοι λοιπόν δεν κατανοούν με ευλάβεια αυτά που λέγονται με τον παραδειγματικό αυτό τρόπο σαν άρρητα (ανέκφραστα) που είναι, θεωρούν μωρία την υπέρσοφη γνώση και καταπατούντες τα νοητά μαργαριτάρια με τον διασυρμό, εξεγείρονται με τη λογομαχία εναντίον εκείνων που τους τα προδήλωσαν κατά το δυνατόν.

Αρχαίο κείμενο



17. Πῶς δ᾿ οὐκ ἄν τῶν τῆς ἀσματικῆς θεολογίας ἀξιώσαι προσρημάτων, ἐγκωμιάζων τήν ἐγγεγενημένην πνευματικήν δύναμιν τοῖς ὄμμασιν αὐτῶν, «ἰδού εἰ καλή», λέγων πρός αὐτούς, «ἡ πλησίον μου˙ ὀφθαλμοί σου περιστεραί»; δι᾿ ὧν καί αὐτοί, τῆς ὡραιότητος αἰσθόμενοι τοῦ νοητοῦ νυμφίου, δαψιλῆ τόν τῶν ἐγκωμίων ἀντιδιδόασι λόγον. Οὐκ ἄδηλον δ᾿ ἄρα τοῖς μεμυημένοις τίς αὕτη ἡ περιστερά ἥν ἡ νύμφη σχοῦσα ἐν τοῖς ὄμμασι καί αὐτή τῷ τοῦ νυμφίου Θεοῦ τότε πρῶτον τρανῶς ἐνατενίζει κάλλει καί εἰς ἐπήκοον τῶν πιστῶς περιεστώτων ἀφηγεῖται διεξοδικώτερον τήν καλοποιόν εὐπρέπειαν ἐκείνην. Ὡς γάρ ἡ ἐν ὀφθαλμοῖς αὐγή, ἑνωθεῖσα ταῖς ἡλιακαῖς αὐγαῖς, φῶς ἐντελεχείᾳ γίνεται καί οὕτως ὁρᾷ τά αἰσθητά, τόν αὐτόν τρόπον καί ὁ νοῦς, ἕν Πνεῦμα μετά τοῦ Κυρίου γεγονώς, οὕτω τά πενυματικά τρανῶς ὁρᾷ. Μένει δ᾿ ὅμως καί ἐκεῖ τρόπον ἕτερον, ὑψηλότερον ἤ κατά τούς χαμερπεῖς λογισμούς τῶν τοῖς πνευματικοῖς ἀνδράσιν ἀντιλέγειν ἐγχειρούντων, ἀόρατος ὁ δεσπότης˙ οὐ γάρ ἑώρακέ ποτέ τις τό πᾶν τῆς καλλονῆς ἐκείνης, διό καί κατά τόν Νύσσης Γρηγόριον «ὀφθαλμός τοῦθ᾿ ἑώρακεν οὐδείς, εἰ καί ἀεί βλέπει»˙ οὐδέ γάρ ὅσον ἐστίν ἐκεῖνο, ἀλλά καθόσον ἑαυτόν ἐποίησε δεκτικόν τῆς τοῦ θείου Πνεύματος δυνάμεως, κατά τοσοῦτον βλέπει. Πρός δέ τῇ ἀκαταληψίᾳ ταύτῃ, καί ἥν ἔχουσι κατάληψιν ἀκαταλήπτως ἔχουσι, τό θειότατον ἁπάντων καί καινότατον˙ οὐ γάρ ᾧ ταῦτα βλέπουσι τοῦτ᾿ ἴσασιν οἱ βλέποντες, οὐδ᾿ᾧ ἀκούουσί τε καί μυοῦνται, ἤ τήν τῶν μήπω γεγονότων γνῶσιν ἤ τήν τῶν ἀεί ὄντων ἐπιστήμην, διά τό ἀκατάληπτον τοῦ Πνεύματος, δι᾿ οὗ ὁρῶσι˙ «κατά γάρ ἀπόπαυσιν πάσης νοερᾶς ἐνεργείας ἡ τοιάδε γίνεται τῶν ἐκθεουμένων πρός τό ὕπερθεν φῶς ἕνωσις», ὡς ὁ μέγας λέγει Διονύσιος, κατ᾿ αἰτίαν μέν οὐκ οὖσα ἤ κατά ἀναλογίαν, ἐπεί ταῦτα κατ᾿ ἐνέργειάν ἐστι τοῦ νοῦ, κατά δέ ἀφαίρεσιν οὖσα, ἀλλ᾿ οὐκ αὐτό τοῦτο οὖσα ἀφαίρεσις˙ εἰ γάρ ἀφαίρεσις ἦν μόνον, ἐφ᾿ ἡμῖν ἄν ἦν - ἀλλά τοῦτο τῶν Μασσαλιανῶν ἐστι τό δόγμα - , ἡνίκ᾿ ἄν τις ἐθελήσῃ ἀνέρχεσθαι εἰς τά τοῦ Θεοῦ ἀπόρρητα μυστήρια, καθάπερ καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ περί αὐτῶν φησιν. Οὔκουν ἀφαίρεσις καί ἀπόφασις μόνη ἐστίν ἡ θεωρία, ἀλλ᾿ ἕνωσις καί ἐκθέωσις, μετά τήν ἀφαίρεσιν πάντων τῶν κάτωθεν τυπούντων τόν νοῦν, μυστικῶς καί ἀπορρήτως χάριτι γινομένη τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δέ μετά τήν ἀπόπαυσιν ἥ μεῖζόν ἐστι τῆς ἀφαιρέσεως˙ ἀπεικόνισμα γάρ ἐστιν ἡ ἀφαίρεσις τῆς ἀποπαύσεως ἐκείνης. Διό καί τό χωρίζειν πάντων τῶν κτισμάτων τόν Θεόν παντός ἐστι πιστοῦ˙ ἡ δέ νοερᾶς ἐνεργείας ἀπόπαυσις καί ἡ μετ᾿ αὐτήν πρός τό ὕπερθεν φῶς ἕνωσις, οἷόν τε πάθος οὖσα καί τέλος θεουργόν, μόνων ἐστί τῶν κεκαθαρμένων καί κεχαριτωμένων τήν καρδίαν. Καί τί λέγω τήν ἕνωσιν, ὅτε καί ἡ πρός βραχύ θέα τῶν ἐκκρίτων τέως ἐδεῖτο μαθητῶν, καί τούτων κατ᾿ ἔκστασιν γεγονότων πάσης αἰσθητῆς καί νοερᾶς ἀντιλήψεως καί τῷ μηδόλως ὁρᾶν τό ὄντως ὁρᾶν εἰσδεδεγμένων καί τῷ πάσχειν ἀγνώστως τῶν ὑπέρ φύσιν τήν αἴσθησιν προσιεμένων; Ἀλλ᾿ ὅτι μέν οὗτοι καί εἶδον καί οὐχί κατ᾿ αἴσθησιν ἤ νοῦν κυρίως εἶδον, σύν Θεῷ προϊόντος τοῦ λόγου δείξομεν.

18. Νῦν δ᾿ ἆρα συνορᾷς ὅτι τό ἀκατάληπτον ἀντί νοῦ καί ὀφθαλμοῦ καί ὤτων εὐμοιροῦσι πνεῦμα, δι᾿ οὗ ὁρῶσι καί ἀκούουσι καί συνιᾶσι; Νοερᾶς γάρ πάσης καταπαυσαμένης ἐνεργείας, τίνι ὁρῶσιν ἄγγελοί τε καί ἄνθρωποι ἰσάγγελοι Θεόν, εἰ μή τῇ τοῦ Πνεύματος δυνάμει; Διό καί ἡ ὅρασις αὐτοῖς αὕτη αἴσθησις μέν οὐκ ἔστιν, ἐπεί μή διά τῶν αἰσθητηρίων αὐτῆς ἀντιλαμβάνονται, νόησις δέ οὐκ ἔστιν, ἐπεί μή διά λογισμῶν ἤ τῆς δι᾿ αὐτῶν γνώσεως, ἀλλά κατά ἀπόπαυσιν πάσης νοερᾶς ἐνεργείας εὑρίσκουσιν αὐτήν˙ οὔκουν, οὐδέ φαντασία ἐστίν, οὐδέ διάνοια, οὐδέ δόξα, οὔθ᾿ οἷον συμπέρασμα συλλογισμῶν˙ οὐδέ διά τῆς κατά ἀπόφασιν ἀνόδου μόνης ὁ νοῦς ἐπιτυγχάνει ταύτης. Πᾶσα μέν γάρ θεία ἐντολή καί πᾶς νόμος ἱερός μέχρι τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας ὁρίζεται, κατά τόν λόγον τῶν πατέρων, καί πᾶς τρόπος καί πᾶν εἶδος προσευχῆς μέχρι τῆς καθαρᾶς λήγει προσευχῆς, καί πᾶς λόγος κάτωθεν ἀνιών εἰς τόν ὑπερανιδρυμένον καί ἀπολελυμένον τοῦ παντός μέχρι τῆς ἀφαιρέσεως τῶν ὄτων πάντων ἵσταται. Οὐ μή διά τοῦτο μετά τάς θείας ἐντολάς οὐδέν ἐστιν ἄλλο πλήν ἡ τῆς καρδίας καθαρότης, ἀλλ᾿ εἰσί καί πλεῖστά εἰσιν˙ ὁ κατά τόν νοῦν νῦν αἰῶνα τῶν ἐπηγγελμένων ἀρραβών καί τά τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀγαθά δι᾿ αὐτῆς ὁρώμενά τε καί τρυφώμενα˙ οὕτω καί μετά τήν προσευχήν, θέα ἀνεκλάλητος καί ἔκστασις ἐν τῇ θέᾳ καί ἀπόρρητα μυστήρια˙ τόν αὐτόν τρόπον καί μετά τήν ἀφαίρεσιν τῶν ὄντων, μᾶλλον δέ καί μετά τήν ἀπόπαυσιν, οὐ λόγος μόνον, ἀλλά καί ἔργοις τελουμένην ἐν ἡμῖν, καί μετά ταύτην τοίνυν, εἰ καί ἀγνωσία ἐστίν, ἀλλ᾿ ὑπέρ γνῶσιν, καί εἰ γνόφος ἐστίν, ἀλλ᾿ ὑπερφαής˙ καί ἐν τῷ ὑπερφαεῖ ἐκείνῳ γνόφῳ δοτά γίνεται, κατά τόν μέγαν Διονύσιον, τά θεῖα τοῖς ἁγίοις. Ὥστε οὐκ ἀφαίρεσίς ἐστιν ἁπλῶς ἡ περί Θεοῦ καί τῶν θείων τελεωτάτη θεωρία, ἀλλ᾿ ἡ μετά τήν ἀφαίρεσιν μέθεξις τῶν θείων καί δόσις τε καί λῆψις μᾶλλον ἤ ἀφαίρεσις. Ἄρρητα δέ ἐστι τά λήμματα καί τά δόματα ἐκεῖνα, διό κἄν λέγωσι περί αὐτῶν, ἀλλά παραδειγματικῶς καί κατά ἀναλογίαν, οὐχ ὡς ὁρωμένων ἐκείνοις τούτων οὕτως, ἀλλ᾿ ὡς μή πεφυκότων ἄλλως δειχθῆναι τῶν ἐκείνοις ὁρωμένων. Οἱ τοίνυν τῶν παραδειγματικῶς οὕτω τούτων λεγομένων μή μετ᾿ εὐλαβείας ὡς ἀρρήτων ἐπαΐοντες μωρίαν ἡγοῦνται τήν ὑπέρσοφον γνῶσιν καί τούς νοητούς τῷ διασύρειν καταπατοῦντες μαργαρίτας, τούς ὡς ἔνεστι προδείξαντας αὐτούς τῇ λογομαχίᾳ διαρρήσουσιν.

1 σχόλιο: