Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (22+23)

 Συνέχεια από, Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

17. Πώς όμως, εγκωμιάζοντας την πνευματική δύναμη που εμφυτεύτηκε στους οφθαλμούς αυτών (που έχουν νου Χριστού), να μη τη θεωρήσει άξια των προσωνυμιών της θεολογίας του Άσματος (Ασμάτων), λέγοντας προς αυτούς (τους αγίους), «να, είσαι καλή (όμορφη), συ η πλησίον μου· οι οφθαλμοί σου είναι σαν περιστέρια»; Με τους χαρακτηρισμούς αυτούς και αυτοί, αντιλαμβανόμενοι την ωραιότητα του νοητού νυμφίου, ανταποδίδουν πλούσιο τον λόγο των εγκωμίων. Δεν είναι άρα άγνωστο στους μυημένους, ποιά είναι αυτή η περιστερά, την οποία η νύμφη θέτοντάς την μπροστά στα μάτια της, ατενίζει και η ίδια με καθαρότητα (με διαυγή τρόπο) πρώτη φορά τότε το κάλλος του νυμφίου Θεού και ενώ την ακούν οι παραβρισκόμενοι εκεί με πίστη, διηγείται με λεπτομέρεια εκείνη την καλοποιό ευπρέπεια. Όπως δηλαδή η λάμψη στους οφθαλμούς, αφού ενωθεί με τις ηλιακές λάμψεις, γίνεται κυριολεκτικά φως και έτσι βλέπει τα αισθητά, κατά τον ίδιο τρόπο και ο νους, αφού γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, τότε βλέπει με διαυγή τρόπο τα πνευματικά. Μένει όμως και εκεί αόρατος ο δεσπότης κατ’ άλλον τρόπο, υψηλότερο, και όχι σύμφωνα με τους χαμερπείς λογισμούς εκείνων που επιχειρούν να προβάλλουν αντιρρήσεις στους πνευματικούς άνδρες· γιατί δεν είδε κανένας ποτέ το σύνολο της καλλονής εκείνης, γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης «κανένας οφθαλμός δεν το είδε αυτό, αν και πάντοτε βλέπει»· καθόσον δεν βλέπει τόσο, όσο είναι εκείνο, αλλά όσο κατέστησε τον εαυτό του δεκτικό της δυνάμεως του θείου Πνεύματος, τόσο και βλέπει. Μαζί με την ακαταληψία όμως αυτή, και την κατάληψη που έχουν, την έχουν κατά τρόπο ακατανόητο (ακαταλήπτως), πράγμα που είναι το θειότατο και θαυμαστότατο (καινότατο) όλων. Γιατί εκείνοι που βλέπουν, δεν γνωρίζουν αυτά έτσι που τα βλέπουν, ούτε έτσι όπως ακούνε και μυούνται είτε τη γνώση εκείνων που ακόμη δεν έγιναν ή την επιστήμη των πάντοτε όντων, λόγω του ακατάληπτου του Πνεύματος με το οποίο βλέπουν· γιατί, όπως λέγει ο μέγας Διονύσιος, «η ένωση αυτή των εκθεουμένων προς το υπεράνω φως γίνεται κατά παύση κάθε νοερής ενέργειας»και υπάρχει όχι κατά αιτία ή κατά αναλογία, επειδή αυτά είναι κατ’ ενέργεια του νου, αλλά υπάρχει κατ’ αφαίρεση, χωρίς να είναι ακριβώς αφαίρεση· γιατί, αν ήταν αφαίρεση μόνο, θα εξαρτιόταν από εμάς – αλλ’ αυτό είναι δόγμα των Μασσαλιανών –, όταν θελήσει κανείς να ανέλθει στα απόρρητα μυστήρια του Θεού, όπως λέγει γι’ αυτά και ο άγιος Ισαάκ. Δεν είναι λοιπόν μόνον αφαίρεση και απόφαση (αποφατισμός) η θεωρία, αλλ’ ένωση και εκθέωση, που πραγματοποιείται κατά τρόπο μυστικό και απόρρητο με τη χάρη του Θεού μετά την αφαίρεση όλων εκείνων που προσδένουν κάτω το νου, ή καλύτερα μετά την παύση, η οποία είναι ανώτερη από την αφαίρεση, αφού η αφαίρεση είναι απεικόνισμα της καταπαύσεως εκείνης. Γι’ αυτό και ο χωρισμός του Θεού από όλα τα κτίσματα ανήκει σε κάθε πιστό, η παύση όμως από κάθε νοερή ενέργεια και η μετά από αυτήν ένωση προς το υπεράνω φως, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο πάθος και τέλος θεουργό, είναι γνώρισμα μόνο εκείνων των κεκαθαρμένων (που έχουν καθαρθεί) και κεχαριτωμένων την καρδίαν. Και γιατί λέγω την ένωση, όταν και η σύντομη εκείνη θέα χρειαζόταν τότε τους διακεκριμένους μαθητές, και μάλιστα αφού αυτοί έφθασαν πάνω από κάθε αισθητή και νοερή αντίληψη και με το να μη βλέπουν καθόλου πετυχαίνοντας να βλέπουν πραγματικά, και με το να πάσχουν κατά τρόπο ακατανόητο (άγνωστο), δεχόμενοι την αίσθηση των πάνω από τη φύση; Αλλ’ ότι αυτοί είδαν, και μάλιστα είδαν όχι αισθητά, αλλά κυρίως με τον νου, θα το δείξουμε με τη βοήθεια του Θεού στη συνέχεια του λόγου.

18. Άραγε αντιλαμβάνεσαι τώρα ότι αντί για νου και μάτια και αυτιά έχουν το ακατάληπτο Πνεύμα, με το oποίο βλέπουν και ακούουν και κατανοούν; Και πράγματι, όταν σταματήσει κάθε νοερή ενέργεια, με τί βλέπουν οι άγγελοι και οι ισάγγελοι άνθρωποι τον Θεό, αν όχι με τη δύναμη του Πνεύματος; Γι’ αυτό και η όραση αυτή δεν είναι βέβαια γι’ αυτούς αίσθηση, γιατί δεν αντιλαμβάνονται με τα αισθητήρια αυτής, δεν είναι νόηση, επειδή δεν βρίσκουν αυτή με λογισμούς ή με τη γνώση μέσω αυτών, αλλά με την κατάπαυση κάθε νοερής ενέργειας· δεν είναι λοιπόν ούτε φαντασία, ούτε διάνοια, ούτε γνώμη, ούτε οποιοδήποτε συμπέρασμα συλλογισμών, ούτε και με μόνη την αποφατική άνοδο πετυχαίνει ο νους αυτήν. Κάθε βέβαια θεία εντολή και κάθε ιερός νόμος φθάνει μέχρι την καθαρότητα της καρδιάς, σύμφωνα με τον λόγο των πατέρων, και κάθε τρόπος και κάθε είδος προσευχής τελειώνει μέχρι την καθαρή προσευχή, και κάθε λόγος ανεβαίνοντας από κάτω προς εκείνο που έχει την έδρα του πάνω από όλα και μακριά από κάθε τι σταματά στην αφαίρεση όλων των όντων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετά τις θείες εντολές δεν υπάρχει τίποτε άλλο έκτος από την καθαρότητα της καρδίας, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα· ο αρραβώνας κατά τον παρόντα αιώνα για τα όσα μας υποσχέθηκε ό Θεός, και τα αγαθά του μελλοντικού αιώνα που γίνονται ορατά και απολαμβάνονται μέσω αυτής. Έτσι και μετά την προσευχή υπάρχει ανεκλάλητη θέα και έκσταση κατά τη θέα και απόρρητα μυστήρια. Κατά τον ίδιο τρόπο και μετά την αφαίρεση των όντων, ή καλύτερα μετά την κατάπαυση, η οποία σε εμάς δεν τελείται μόνο με λόγους, αλλά και με έργα, και μετά από αυτήν λοιπόν, και αν υπάρχει αγνωσία, αυτή είναι πάνω από τη γνώση, και αν υπάρχει γνόφος, αυτός είναι υπέρλαμπρος, και μέσα στον υπέρλαμπρο εκείνον γνόφο δίνονται, κατά τον μέγα Διονύσιο, τα θεία στους αγίους. Ώστε δεν είναι απλώς αφαίρεση η τελειότατη θεωρία περί Θεού και των θείων, αλλ’ είναι η μετά την αφαίρεση μέθεξη των θείων και δόση και λήψη μάλλον, παρά αφαίρεση. Και όλα εκείνα που δίνονται και λαμβάνονται είναι άρρητα (ανέκφραστα), γι’ αυτό και αν μιλούν γι’ αυτά, μιλούν παραδειγματικά και κατ’ αναλογία, όχι έτσι σαν να βλέπονται αυτά από εκείνους, αλλά σαν να μη είναι δυνατόν κατά τρόπο φυσικό να δειχθούν σε εκείνους τα ορώμενα. Όσοι λοιπόν δεν κατανοούν με ευλάβεια αυτά που λέγονται με τον παραδειγματικό αυτό τρόπο σαν άρρητα (ανέκφραστα) που είναι, θεωρούν μωρία την υπέρσοφη γνώση και καταπατούντες τα νοητά μαργαριτάρια με τον διασυρμό, εξεγείρονται με τη λογομαχία εναντίον εκείνων που τους τα προδήλωσαν κατά το δυνατόν.

19. Εκείνοι όμως (οι άγιοι) από φιλανθρωπία κατά το δυνατόν, όπως είπα, μιλούν για τα άρρητα, αφαιρώντας την πλάνη εκείνων, οι οποίοι μετά την αφαίρεση των όντων, σαν αμύητοι που είναι, νομίζουν ότι είναι τελείως αργία, αλλ’ όχι αργία πάνω από κάθε ενέργεια. Αλλ’ εκείνα παραμένουν πάλι άρρητα ως προ τη φύση τους. Γι’ αυτό ο μέγας Διονύσιος λέγει, ότι μετά την αφαίρεση των όντων δεν υπάρχει λόγος, αλλά αλογία, και μετά την όλη άνοδο θα ενωθούμε, λέγει, με το άφθεγκτο. Επειδή όμως είναι ανέκφραστα, αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο με απόφαση (αφαίρεση) πετυχαίνει ο νους τα πάνω από το νου· γιατί και η άνοδος αυτή είναι μια κάποια νόηση εκείνων που δεν αρμόζουν στον Θεό, και φέρει βέβαια εικόνα εκείνης της χωρίς μορφή θεωρίας και της κατά νουν θεωρητικής αποπληρώσεως, αλλά δεν είναι αυτή η ίδια. Με αυτή την αφαίρεση όλων υμνούν εκείνο το φως όσοι ενώθηκαν με αυτό κατά τρόπο αγγελομίμητο, μυημένοι από τη μυστική ένωση προς αυτό, γιατί βρίσκεται πάνω από όλα υπερουσίως εξηρημένο (κατά τρόπο απρόσιτο στη γνώση). Και όσοι από αυτούς αξιωθούν να δεχθούν το μυστήριο με πίστη και ευγνώμονα ακοή, μπορούν βέβαια και αυτοί να υμνούν το θείο και ακατανόητο εκείνο φως που προκύπτει από την αφαίρεση των πάντων, δεν μπορούν όμως να ενωθούν με αυτό και να το βλέπουν, αν δεν δεχθούν την υπερ-φυσική δύναμη της θεωρίας, αφού καθαρίσουν τον εαυτό τους με τη φύλαξη των εντολών και απασχολήσουν το νου τους με τη γνήσια και άυλη προσευχή.

20. Πώς λοιπόν θα ονομάσουμε εμείς αυτήν, η οποία δεν είναι ούτε αίσθηση ούτε νόηση καθόλου; Οπωσδήποτε όχι αλλιώς, παρά έτσι όπως την ονομάζει ο πάνω από όλους τους προγενέστερούς του σοφούς Σολομών, δηλαδή αίσθηση νοερή και θεία. Γιατί με τη συζυγία των δύο πείθει τον ακροατή να μη τη θεωρήσει τίποτε από τα δύο, ούτε αίσθηση ούτε νόηση· καθόσον ούτε η νόηση θα ήταν ποτέ αίσθηση ούτε η αίσθηση νόηση· επομένως η νοερή αίσθηση είναι διάφορη από το καθένα από αυτά. Η λοιπόν θα την ονομάσομε έτσι ή, όπως ο μέγας Διονύσιος, ένωση, αλλ’ όχι γνώση. Γιατί λέγει· «Πρέπει να γνωρίζομε, ότι ο νους μας μεν έχει τη δύναμη για να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά, και την ένωση δε που υπερβαίνει τη φύση του νου, με την οποία συνάπτεται προς τα επέκεινα εαυτού». Και πάλι· «περιττές είναι, μαζί με τις αισθήσεις και οι νοερές δυνάμεις, όταν η ψυχή, αφού γίνει θεοειδής με άγνωστη ένωση, φέρεται με τις ακτίνες του απρόσιτου φωτός, τις αόρατες επιβολές (φωτοβολίες)». Κατά την ένωση αυτή, σύμφωνα και με τον πολύ στα θεία Μάξιμο, «το φως της αφανούς και υπεραρρήτου δόξης εποπτεύοντες οι άγιοι, γίνονται και αυτοί μαζί με τις άνω δυνάμεις δεκτικοί της μακάριας καθαρότητας».

Αρχαίο κείμενο
19. Ἐκεῖνοι δ᾿ ὅμως ὑπό φιλανθρωπίας κατά τό ἐγχωροῦν, ὡς ἔφην, λέγουσι τά ἄρρητα, τήν πλάνην ἀφαιροῦντες τῶν μετά τήν ἀφαίρεσιν τῶν ὄντων ἀργίαν εἶναι τελείαν ἀμυήτως οἰομένων, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέρ ἐνέργειαν ἀργίαν. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνα πάλιν ἄρρητα τῇ ἑαυτῶν φύσει διαμένει. Διά τοῦτο ὁ μέγας Διονύσιος μετά τήν ἀφαίρεσιν τῶν ὄντων οὐκ εἶναί φησι λόγον ἀλλά ἀλογίαν καί μετά πᾶσαν ἄνοδον ἑνωθησόμεθα, φησί, τῷ ἀφθέγκτῳ. Ἀλλ᾿ οὐχ, ὅτι ἄφθεγκτα, δι᾿ ἀποφάσεως μόνης ἐπιτεύξεται ὁ νοῦς τῶν ὑπέρ νοῦν˙ καί ἡ τοιαύτη γάρ ἄνοδος νόησίς τίς ἐστι τῶν ἀπεμφαινόντων τῷ Θεῷ καί εἰκόνα μέν φέρει τῆς ἀνειδέου ἐκείνης θεωρίας καί τῆς κατά νοῦν θεωρητικῆς ἀποπληρώσεως, ἀλλ᾿ οὐκ αὐτή ἐστιν ἐκείνη. Δι᾿ αὐτῆς δέ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως ὑμνοῦσιν ἐκεῖνο τό φῶς οἱ τούτῳ ἀγγελομιμήτως ἑνωθέντες, ἀπό τῆς πρός αὐτό μυστικῆς ἑνώσεως μεμυημένοι, ὅτι πάντων ἐστίν ὑπερουσίως ἐξῃρημένον. Καί ὅσοι περ ἄν ἀπό τῶν τοιούτων δι᾿ ἀκοῆς πιστῆς καί εὐγνώμονος παραδέξασθαι καταξιωθῶσι τό μυστήριον, δύνανται μέν καί οὗτοι ἐκ τῆς τῶν πάντων ἀφαιρέσεως ὑμνεῖν τό θεῖον καί ἀπερινόητον ἐκεῖνο φῶς˙ ἑνοῦσθαι δέ αὐτῷ καί ὁρᾶν οὐ δύνανται, ἄν μή, διά τῆς τῶν ἐντολῶν φυλακῆς ἑαυτούς καθάραντες, τῇ ἀπειλικρινημένῃ καί ἀΰλῳ προσευχῇ τόν νοῦν ἀπασχολήσαντες, τήν ὑπερφυᾶ δύναμιν τῆς θεωρίας δέξωνται.

20. Πῶς οὖν ταύτην, ἥ μήτ᾿ αἴσθησίς ἐστι μηδ᾿ ὅλως νόησις, ἡμεῖς καλέσομεν; Πάντως οὐκ ἄλλως ἤ ὡς ὁ ὑπέρ πάντας τούς πρό αὐτού σεσοφισμένος Σολομών, αἴσθησιν δηλονότι νοεράν καί θείαν. Τῇ γάρ ἀμφοτέρων συζυγίᾳ πείθει τόν ἀκούοντα μηδέτερον νομίσαι ταύτην, μήτ᾿ αἴσθησιν, μήτε νόησιν˙ οὔτε γάρ ἡ νόησις αἴσθησίς ποτε, οὔθ᾿ ἡ αἴσθησις νόησις˙ οὐκοῦν ἡ νοερά αἴσθησις ἄλλο παρ᾿ ἑκάτερον ἀυτῶν. Ἤ οὖν οὕτω προσρητέον ταύτην, ἤ, ὡς ὁ μέγας Διονύσιος, ἕνωσιν ἀλλ᾿ οὐχί γνῶσιν. «Δέον» γάρ, φησίν, «εἰδέναι τόν καθ᾿ ἡμᾶς νοῦν, τήν μέν ἔχειν δύναμιν εἰς τό νοεῖν, δι᾿ ἧς τά νοητά βλέπει, τήν δέ ἕνωσιν ὑπεραίρουσαν τήν τοῦ νοῦ φύσιν, δι᾿ ἧς συνάπτεται πρός τά ἐπέκεινα ἑαυτοῦ»˙ καί πάλιν, «περιτταί μετά τῶν αἰσθήσεων καί αἱ νοεραί δυνάμεις, ὅταν ἡ ψυχή θεοειδής γενομένη δι᾿ ἑνώσεως ἀγνώστου ταῖς τοῦ ἀπροσίτου φωτός ἀκτῖσιν ἐπιβάλλῃ ταῖς ἀνομμάτοις ἐπιβολαῖς», καθ᾿ ἥν καί, κατά τόν πολύν τά θεῖα Μάξιμον, «τό φῶς τῆς ἀφανοῦς καί ὑπεραρρήτου δόξης οἱ ἅγιοι ἐποπτεύοντες, τῆς μακαρίας μετά τῶν ἄνω δυνάμεων καί αὐτοί δεκτικοί γίνονται καθαρότητος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου