Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΊΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (2)

 Συνέχεια από Κυριακή 2 Ιουλίου 2023       

Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

«Ιδού ο Πλάτων κοπιώδης και ταραχώδης. Καυχάται ο καθένας ερμηνεύοντας τον όπως του ταιριάζει· τον περιφέρουν και του αποδίδουν κάθε καινούργια γνώμη που δέχεται ο κόσμος, και πάλι την μεταλλάσουν ανάλογα με τις τρέχουσες εξελίξεις». Αυτά δηλώνει ο Montaigne. Η ειρωνική αυτή κριτική που ασκεί ο συγγραφέας των Δοκιμίων στους ερμηνευτές τού Πλάτωνα, όχι μόνο δεν έπαυσε να είναι επίκαιρη, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμωστεί και στους σύγχρονους, λαμβάνοντας υπόψη την οξύτητα τής αντιπαράθεσης που αναδύθηκε στον αιώνα μας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα τού προφορικού πλατωνισμού, και στον ορίζοντα της οποίας διαγράφεται η εξηγητική μέθοδος που συνέλαβε ο προτεστάντης θεολόγος F. Schleiermacher.

I. Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ F. SCHLEIERMACHER


1. Η αρχή της αυτάρκειας του έργου
Μυημένος στην τέχνη της φιλοσοφίας από τον F. Schlegel, στον οποίο οφείλει επίσης την ιδέα της μετάφρασης του Πλάτωνα, ο F. Schleiermacher, κατόρθωσε να παγώσει την εικόνα του πλατωνισμού, εφαρμόζοντας στα πλατωνικά κείμενα την αρχή της αυτάρκειας του έργου (sola scriptura). Η απελευθέρωση από τον ζυγό της νέο-πλατωνικής και αλληγορικής ερμηνείας, που επεδίωξε ο προτεσταντισμός είχε οδηγήσει ήδη από τον 17ο αιώνα στον διαχωρισμό του «αρχαίου» από τον «νέο πλατωνισμό». Επομένως ο δρόμος είχε ήδη ανοιχτεί για τον F. Schleiermacher, όταν προδιέγραψε την ερμηνεία των Διαλόγων, στην βάση μόνο των ίδιων των κειμένων τους.
2. Η διαλογική μορφή
Αλλά ο f. Schleiermacher εμπλούτισε και ενίσχυσε την καθιερωμένη από τον προτεσταντισμό αρχή επεξεργαζόμενος την θεωρία της «διαλογικής μορφής». Έτσι για τον F. Schleiermacher ο Πλάτωνας είναι ένας καλλιτέχνης-φιλόσοφος. Σκοπός τής ερμηνείας είναι η ενότητα ανάμεσα στον χαρακτήρα του φιλοσοφικού στοχασμού τού Πλάτωνα και την καλλιτεχνική μορφή τού έργου του. Επιπλέον η φιλοσοφία στον Πλάτωνα συγχέεται με την ζωή και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την συνομιλία. Η επιλογή τής διαλογικής μορφής εξηγείται επομένως από την πρόθεση τού συγγραφέα: προσπαθώντας να μιμηθεί την ζωντανή ομιλία, ο Πλάτων αναγκάστηκε να «καταστήσει την μετάδοση τής γνώσης δια μέσου τού γραπτού έργου κατά το δυνατόν παρόμοια με την προφορική παράδοση του αληθούς». Η αίσθηση ότι μπορεί να «μη βρήκε και να μη κατάλαβε τίποτε» οφείλεται στο ότι ο αναγνώστης αυτός δεν μπόρεσε να αρθεί στο ύψος ενός πραγματικού ακροατή.
3. Η ρομαντική αντίληψη ενός «οργανογράμματος»
Όχι μόνο η μορφή και το περιεχόμενου του κάθε Διαλόγου αποτελούν μια οργανική ενότητα, αλλά επίσης και το σύνολο των Διαλόγων συνιστά έναν ζωντανό ιστό. Έτσι, σύμφωνα με αυτή την αυστηρή ενότητα τής πλατωνικής σκέψης, κάθε Διάλογος οφείλει να συνεχίζει κάτι το προϋπάρχον, να προετοιμάσει κάτι επόμενο και να συνεισφέρει στα διαφορετικά μέρη τής φιλοσοφίας. Είναι επομένως λάθος να πιστεύουμε ότι οι Διάλογοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον με τρόπο αυθαίρετο, ή ότι αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη τής πλατωνικής σκέψης. Η δημιουργία τών Διαλόγων ακολουθεί ένα απόλυτο τυπικό: τα γραπτά του Πλάτωνα διασυνδέονται, σύμφωνα με ένα εντελώς συγκεκριμένο διδακτικό πρότυπο. Επομένως, αφού η μέθοδος προηγείται κατ’ απόλυτη αναγκαιότητα τού περιεχομένου, ο Φαίδρος είναι ο πρώτος Διάλογος του Πλάτωνα: ο Διάλογος αυτός περικλείει πράγματι το πρόγραμμα που οι ακολουθούντες Διάλογοι (Πρωταγόρας και Παρμενίδης) υλοποιούν. Έτσι, στην «εξωτερική» μορφή, της οποίας ρόλος είναι να μιμηθεί τον ζωντανό λόγο, προστίθεται η «εσωτερική» μορφή, που έχει στόχο της να αναζωογονήσει την ψυχή του αναγνώστη, προκειμένου να τον οδηγήσει στην έκφραση των προσωπικών του ιδεών: «Ο διάλογος αποβλέπει στην διαπαιδαγώγηση μάλλον, παρά στην πληροφόρηση». Το συμπέρασμα είναι ότι, τόσο ως προς τη μέθοδο, όσο και ως προς το περιεχόμενο, ο Διάλογος συμπίπτει με την ίδια την ολοκλήρωση της φιλοσοφίας.
4. Οι προϋποθέσεις τής ερμηνευτικής του F.D.Schleiermacher
Είναι σαφές ότι η θεωρία αυτή προϋπέθετε την απαξίωση τής έμμεσης μετάδοσης της διδασκαλίας του Πλάτωνα, και οπωσδήποτε την ριζική απόρριψη τής ερμηνευτικής που συνεπάγεται. Στην ουσία, ο F.D. Schleiermacher φθάνει στο σημείο να αγνοεί την ύπαρξη μιας παράλληλης προς την γραπτή παράδοσης, διότι, κατ’ αυτόν, όλες οι αριστοτελικές θεωρίες περί της φιλοσοφίας του Πλάτωνα αναφέρονται στους Διαλόγους, και «ακόμη και αν σε κάποια σημεία ο Αριστοτέλης παραπέμπει σε άλλες διδασκαλίες που είτε έχουν απολεσθεί, είτε παραδόθηκαν προφορικά, οι διδασκαλίες αυτές δεν περιλαμβάνουν τίποτε που να μην περιέχουν οι Διάλογοι, ή που να είναι ριζικά διαφορετικό».
5. Οι λόγοι της επιτυχίας της θεωρίας του F.D. Schleiermacher
Παρά την άποψη του K.F. Hermann, που υποστήριξε την συνύπαρξη μιας μη-γραπτής πλατωνικής θεωρίας περί των ύψιστων αρχών και την τρίτη φιλολογική περίοδο του Πλάτωνα, η ετυμηγορία του F. Schleiermacher υπερίσχυσε. Σύμφωνα με τον H.J. Krämer, την επιτυχία αυτή τής θεωρίας του ευνόησαν μια σειρά από πάγιες προδιαγραφές και προκαταλήψεις των σύγχρονων σχολιαστών. Έτσι η γενετική (εξελικτική) ερμηνευτική τού έργου του Πλάτωνα τον 19ο αιώνα συμπορεύτηκε με το αρνητικό συναίσθημα που ανέπτυξαν οι πρώτοι ρομαντικοί στοχαστές (F. Schlegel), απέναντι στην έννοια του συστήματος, και επεκτάθηκε, πέρα από τον Kierkegaard και τον F. Nietzsche, μέχρι την υπαρξιακή φιλοσοφία του 20ου αιώνα. Εξ’ άλλου, το γεγονός ότι η θεολογική σχολή του Τίμπινγκεν (F. Ch. Bauer, D.F.Strauss) αρνήθηκε οποιαδήποτε αξία στις προφορικές παραδόσεις, επέδρασε άμεσα στην λαϊκή αντίληψη, με αποτέλεσμα να αποθαρρυνθούν όλοι όσοι είχαν την πρόθεση να αναγνωρίσουν αυθεντικά πλατωνικές τις μαρτυρίες για την προφορική διδασκαλία. Συνέπεια ήταν, η ερμηνευτική που βασίστηκε αποκλειστικά στα πρωτότυπα κείμενα, άλλοτε να εκφράζεται με δυσαρέσκεια και άλλοτε να αγνοεί μια συμπληρωματική παράδοση, με περιορισμένο δοξογραφικό περιεχόμενο. Τέλος, η κριτική που διατύπωσε ο E. Kant κατά του «ελιτίστικου εσωτερισμού» τής 7η Επιστολής του Πλάτωνα, προερχόμενη κατ’ αρχήν από τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, αλλά με έντονο πολιτικό προσανατολισμό, επέδρασε ασφαλώς σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Αυτοί είναι συνοψίζοντας οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους διαπρεπείς λόγιοι όπως οι E. Zeller, G. Teichmüler, P. Shorey, Natorp, U. Wilamowitz και C. Ritter απεμπόλησαν δια παντός «το φάντασμα του πλατωνικού εσωτερισμού».

ΙΙ. ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΜΕΣΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Εν τούτοις, εκτός από την ρητή παραπομπή ενός αποσπάσματος των Φυσικών σε «μη γραπτές θεωρίες» (άγραφα δόγματα) του Πλάτωνα, ορισμένα κείμενα των Μεταφυσικών αναφέρονται σε θεωρίες που αποδίδονται στον Πλάτωνα, και των οποίων δεν υπάρχει κανένα δείγμα στους Διαλόγους. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε αρκετούς ερευνητές στην διατύπωση της υπόθεσης ότι ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να αναφέρεται σε απόψεις που υποστήριξε ο Πλάτων στην Ακαδημία, διαθέτοντας δεδομένα που αγνοούμε. Μια εργασία ανασυγκρότησης κρίθηκε επομένως αναγκαία.
1. Οι εργασίες του L. Robin
Στο έργο του με τίτλο Η κατά τον Αριστοτέλη πλατωνική θεωρία των Ιδεών και των Αριθμών, ο L. Robin, υπήρξε ο πρώτος που πραγματοποίησε μια σημαντική προκαταρτική έρευνα, συγκεντρώνοντας και σχολιάζοντας απόψεις που σχετίζονταν άμεσα με την θεωρία των Ιδεών και την ταυτοποίησή τους με τους Αριθμούς, αλλά δεν περιέχονταν στους Διαλόγους. Περατώνοντας την ανάλυσή του ο L.Robin παρατηρεί ότι η προσέγγιση του πλατωνισμού μέσα από την ερμηνεία του Αριστοτέλη «φαίνεται να μας οδηγεί σε έναν νέο-πλατωνικό Πλάτωνα». Σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο ο L.Robin συνέκρινε τα αποτελέσματα της προκαταρτικής εργασίας του, με τα ίδια τα κείμενα του Πλάτωνα και στη συνέχεια «ανέδειξε την άμεση ερμηνευτική τής διδασκαλίας που εφάρμοσαν οι ελληνικές σχολές». Ο συγγραφέας περιέλαβε τα συμπεράσματά του στο έργο του με τίτλο Πλάτων. Καταλήγει ότι ο Πλάτων, με τον Παρμενίδη, αναπτύσσει μια νέα οντολογία. Οι θεωρίες που αναφέρονται στον Σοφιστή, τον Πολιτικό και τον Φίληβο, είναι σε απόλυτη αρμονία τόσο μεταξύ τους όσο και με την μαρτυρία του Αριστοτέλη. Διδάσκουν ότι όλα όσα υπάρχουν αποτελούν, σε διαφορετικά επίπεδα σαφήνειας και ακρίβειας, συνδυασμούς των ίδιων αρχών: το Όν και το Μη-Όν, το Όριο και το Απεριόριστο, το Εν και το Άπειρο, το Ίδιο και Έτερο. Η ύπαρξη του Μη-Όντος είναι όντως απαραίτητη για την απόδειξη της πολλαπλότητας των πραγμάτων και της ποικιλίας των όντων: διαφορετικά όλα τα όντα θα ήταν ένα μοναδικό Όν, όπως διατείνεται Παρμενίδης, και δεν θα υπήρχε ούτε φαινομενικότητα, ούτε διαφοροποίηση. Αλλά ο Πλάτων έπρεπε να παραμείνει πιστός στην Ελεατική παράδοση, διατηρώντας τις αρχές του Ηράκλειτου. Και τούτο θα ήταν δυνατό μόνο απαλλάσσοντας τήν πολλαπλότητα και το γίγνεσθαι από τον πρωτόγονο ανορθολογισμό, και την ένταξή τους, μέσα από μια ορθολογική μορφή, στην σφαίρα του νοητού. Έτσι θα έπαυε η διάκριση ανάμεσα σε έναν κόσμο των φαινομένων και έναν κόσμο της πραγματικότητας· δεν θα υπήρχε παρά μόνο μια πραγματικότητα και ένας κόσμος, αλλά με διαφορετικά επίπεδα τάξης και αταξίας, διαύγειας και αδιαφάνειας, στον βαθμό που η νόηση, δια του μαθηματικού μέτρου στην αρχή, και στην συνέχεια δια της υπέρβασής του, θα κατακτούσε πληρέστερα τον έλεγχο.
2. Η υπερίσχυση της γενετικής ερμηνείας
Όπως ο L. Robin, οι J. Stenzel, W.D. Ross, Ö. Töplitz, F.M. Cornford, Ph. Merlan, P. Wilpert και C.J.de Vogel χρησιμοποίησαν το «εξελικτικό» σχήμα. Η προφορική πλατωνική θεωρία, τοποθετούμενη στο ίδιο επίπεδο με τον γραπτό έργο, πήρε τη θέση της μετά από τα γραπτά κείμενα που γνώρισαν τη δημοσιότητα, αντιπροσωπεύοντας την «τελευταία περίοδο» της σκέψης του Πλάτωνα: το υπερβολικό γήρας ή ο θάνατός του θα ήταν οι μοναδικές αιτίες που τον εμπόδισαν να αποτυπώσει στους Διαλόγους του το περιεχόμενο των προφορικών διδασκαλιών του.
3. Η εφαρμογή των όρων εσωτερισμός και εξωτερισμός στην πλατωνική φιλοσοφία
Ορισμένοι ερμηνευτές υιοθέτησαν μια ακόμη πιο θαρραλέα άποψη, εφαρμόζοντας στην πλατωνική φιλοσοφία τις έννοιες του εσωτερισμού και του εξωτερισμού. Έτσι για παράδειγμα ο W. Jaeger ήταν της άποψης ότι «ελλείψει άλλων πηγών σχετικά με την θεωρία των Ιδεών ή των Αριθμών τού Πλάτωνα, θα μπορούσαμε τουλάχιστον να καταφύγουμε στο τέχνασμα τής αναζήτησης πληροφοριών στους Διαλόγους». Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τον W. Jaeger, ο οποίος έδωσε στις αριστοτελικές πραγματείες την ονομασία παραδόσεις της Σχολής (εσωτερικές), διακρίνοντάς τες από τους δημοσιευμένους φιλολογικούς (εξωτερικούς) Διαλόγους (εξωτερικούς), η γνώση των μη γραπτών θεωριών του Πλάτωνα, θα συνεισέφερε στην κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην πλατωνική και την αριστοτελική φιλοσοφία, ακριβώς επειδή τα προφορικά μαθήματα ήταν επιδεκτικά άμεσης σύγκρισης κατά το περιεχόμενο και την μορφή με τα διασωθέντα κείμενα του Αριστοτέλη.
Οι J. Burnet και A. Taylor υιοθέτησαν αυτή την υπόθεση της διάκρισης ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική θεωρία του Πλάτωνα. Υποστήριξαν δε ότι ο Πλάτων δεν αναφέρει πουθενά στους Διαλόγους του την θεωρία των Ιδεών-Αριθμών, διότι απλώς δεν είχε την πρόθεση να εκθέσει γραπτά την φιλοσοφία του. Επομένως η γνώση μας του Πλάτωνα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την αριστοτελική μαρτυρία.
Αλλά απέναντι στην «εξελικτική» θεωρία, οι θέσεις αυτών των τριών ερευνητών έτυχαν περιορισμένης αποδοχής, , και έτσι η αξιοποίηση τής έμμεσης μετάδοσης που αφορούσε στον προφορικό πλατωνισμό, επιχειρήθηκε αποκλειστικά στα πλαίσια τής γενετικής ερμηνευτικής
.

(συνεχίζεται) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου