Abelard, le premier home moderne
AΒΕΛΑΡΔΟΣ, ο πρώτος μοντέρνος άνθρωπος.
Υπάρχει ένας κοινός τόπος πού θέλει νά θεωρεί τόν Αβελάρδο έναν διαλεκτικό καί μ’αυτόν τόν τίτλο τόν δημιουργό τής σχολαστικής μεθόδου. Όμως μ’αυτόν τόν τρόπο περιορίζουμε τό εκπληκτικό ταλέντο αυτού τού ανθρώπου σέ ένα ειδικό μέρος, αφήνοντας κατά μέρος τόν εκπληκτικό του ανθρωπισμό καί τήν ατελείωτη ενέργεια τής πίστεώς του. Αρκεί νά δούμε τήν αλληλογραφία του γιά νά τό καταλάβουμε. Πραγματικά , μέσα στά κοσμογονικά γεγονότα τών ετών 1120-1160, η ανακάλυψη τού υποκειμένου υπήρξε, μέσω αυτού καί σ’αυτόν, παταγώδης, ένα από τά επίκεντρα τής δημιουργίας ενός νέου ανθρώπου.
Η ηθική τής προθέσεως προκάλεσε ένα ανατρεπτικό σόκ βοηθούμενης καί από τήν υπερβολή του (αναφερόμαστε στό βιβλίο τού Αβελάρδου : Γνώθι σ’αυτόν ή Ηθική) ηθική τής προθέσεως, κατά τήν οποίαν η αξία τών πράξεών μας καί η κρίση πού απαιτούν, μπρός στόν θεό καί μπροστά στούς ανθρώπους, δέν ρυθμίζονται ριζικά πάνω στά αντικείμενα, καθεαυτά καλά ή κακά, τά οποία αποκτώνται μέσω αυτών τών πράξεων— μιά κλοπή, ένα έγκλημα, μιά σαρκική πράξη—αλλά στήν εσωτερική συγκατάθεση (consensus/intentio) πού δίνουμε σ’αυτές. Δέν είναι τό γεγονός τού φόνου καθ’εαυτό αμαρτία, αλλά η άδικη συγκατάθεση η οποία προηγείται τού φόνου. Είναι η θέληση νά πράξουμε κάτι απαγορευμένο πού συγκροτεί τό κακό, ακόμη καί άν αυτή η θέληση εμποδίζεται νά τό διαπράξει.
Το αντικειμενικό περιεχόμενο τής πράξεώς μου έχει χωρίς άλλο τό ειδικό του βάρος : μιά φυσική απόλαυση δέν είναι αμαρτωλή εάν δέν φέρνει αταξία. Αλλά στήν πράξη πού έχει ορισθεί σάν καλή, όπως καί σέ εκείνη πού ορίζεται σάν κακή, η συμφωνία είναι τό κριτήριο τής ηθικότητος καί όχι η ίδια η πράξη, τό αντικειμενικό περιεχόμενο. Ούτε τό αποτέλεσμα τής υλικότητός του. Τό αποτέλεσμα μιάς καλής προθέσεως δέν μπορεί νά είναι κακό. Η αμαρτία είναι πέρα από τήν επιθυμία, από τήν βούληση, καθότι κίνηση ανελεύθερης προδιαθέσεως. Η ίδια η πράξη τής αμαρτίας δέν προσθέτει τίποτε στήν ενοχή τού αμαρτωλού, ούτε στήν καταδίκη του από τήν θεία δικαιοσύνη (ΑΓΑΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΘΕΣ).
Μπορούμε νά πούμε σχετικά μ’αυτή τήν ανάλυση λοιπόν πώς κάθε ανθρώπινο σχέδιο αξίζει γιά τό νόημά του, γιά τήν σημασία πού λαμβάνει. Τό αντικείμενο καί η έννοια πού τό εκφράζει επικαλούνται συνεχώς ένα υποκειμενο πού πρέπει νά είναι ένας φορέας ελεύθερος, διότι ο άνθρωπος είναι ένα όν πού παραμένει αμείωτο, πού επιθυμεί τόν εαυτό του στό άνοιγμά του στόν κόσμο καί βρίσκει σ’αυτό τό άνοιγμα τό μέτρο του, τόν νόμο του. (Από εδώ γεννιέται ο διάλογος τών εκκλησιών, η ανάγκη ανοίγματος γιά ΄την σωτηρία τού κόσμου).
Στήν αρχή τής Ηθικής, ο Αβελάρδος πολλαπλασιάζει τά παραδείγματα γιά νά δείξει τήν διάκριση ανάμεσα στό Πάθος – διάθεση εγγεγραμμένη στήν ψυχή ή στό σώμα, ακόμη καί όταν απουσιάζει κάθε πράξη, έτσι όπως ο κουτσός είναι κουτσός ακόμη κάι όταν δέν περπατά—καί στήν Αμαρτία, η οποία αντιθέτως είναι μιά πράξη (οperatio) πού μάς κάνει ενόχους, σέ μιά σιωπηρή περιφρόνηση τού θεού. «Ο θεός γιά νά δώσει τό βραβείο του, κοιτάζει καί ζυγίζει τήν ψυχή παρά την πράξη, καί η πράξη δέν προσθέτει τίποτε στήν αξία, είτε προέρχεται από μία καλή θέληση είτε από μία κακή».
Μερικά παραδείγματα : Η υπόθεση ενός πού σκοτώνει γιά νά υπερασπιστεί τή ζωή του ενάντια σ’αυτόν πού τού επιτίθεται, ή τού πατέρα ο οποίος αντικαθίσταται από τόν γιό, στή φυλακή, χωρίς να θέλη τήν φυλάκιση τού γιού του. Αλλά το πιό προκλητικό παράδειγμα, αυτό πού σκανδάλισε καί τόν άγιο Βερνάρδο, είναι εκείνο τών σφαγέων στρατιωτών οι οποίοι δέν γνωρίζουν τί κάνουν, αλλά υπακούουν στίς διαταγές πού έλαβαν, καί οι οποίοι είναι αθώοι γιά τό αίμα πού έχυσαν. Έτσι εμείς αμαρτάνουμε ακριβώς γι' αυτό! Διότι συμφωνούμε μέ τήν αμαρτωλή πράξη, έτοιμοι νά τήν διαπράξουμε μόλις βρούμε τήν ευκαιρία.
Μέ τόν ίδιο τρόπο καί αναλόγως, η αγαθότης μιάς πράξεως μετριέται από την πρόθεσή της, από τήν αγνότητα τής προθέσεώς της. Δέν μπορούμε νά εκφράσουμε καλύτερα τήν υπέρτατη αξία τής προθέσεως , στήν συμπεριφορά τού πνεύματος καί τής καρδιάς, παρά ανακαλώντας τό πάθος τής Ελοΐζας, τής πιστής μαθήτριας τού Αβελάρδου καί σχεδόν ζωντανή απόδειξη τού δόγματός του. Η Ελοΐζα υπερασπίζεται καί ομολογεί μέ μεγαλοψυχία τήν αλήθεια καί την αγιότητα τής αγάπης της «γιά μένα δέν κράτησα τίποτε». Τό είχε αποδείξει, ακολουθώντας χωρίς νά επαναστατήσει τόν μοναχικό βίο πού είχε επιλέξει ο άντρας της καί φανερώνοντας μ’αυτόν τόν τρόπο πώς αυτός ήταν ο Κύριος τής καρδιάς της καί τού σώματός της. Ο Ζιλσόν σ’αυτό τό σημείο σχολίασε: «Η Ελοΐζα κατορθώνει εδώ, εις βάρος τού Αβελάρδου, τόν πιό πλήρη θρίαμβο. Στό τέλος δέ κατορθώνει νά τόν διδάξει κάτι σημαντικό : θέλετε νά αγαπήσετε τόν θεό; λέει ο Αβελάρδος : νά μήν τόν αγαπήσετε όπως εγώ αγαπούσα τήν Ελοΐζα, αλλά όπως η Ελοΐζα αγάπησε εμένα».
Χωρίς νά παρακολουθήσουμε από κοντά τίς αναλύσεις τού Αβελάρδου, θά παρατηρήσουμε τίς ψυχολογικές καί θρησκευτικές αιτίες τού αντιδραστικού σόκ πού ξεκίνησε από τότε, καί χτύπησε τίς νοοτροπίες, τίς νοητικές συμπεριφορές καί τούς θεσμούς η νέα Ηθική. Διότι οι θέσεις τού Αβελάρδου σήμαιναν τήν διάλυση από τή βάση του, τού ηθικού καί νομικού συστήματος πού ίσχυε μέχρι τότε, όπως είχε ορισθεί σέ συμφωνία μέ τόν αντικειμενικό νόμο καί τίς απαιτήσεις τής συνήθειας.
Οι χριστιανοί, τόσο στόν λαό όσο καί στούς ποιμένες, παρά τις πολύτιμες εμπνεύσεις τών πατέρων, τίς λεπτές διδασκαλίες τών ιδρυτών τών Μοναστικών Ταγμάτων, καί παρά τό εσωτερικό νόημα τού Ευαγγελίου, περιορίζοντο συνήθως σέ συμπεριφορές μιάς γλυκειάς καί παθητικής αδράνειας. Θά έπρεπε σ’αυτό τό σημείο νά κάνουμε την διαδρομή όλης τή ποιμαντικής λογοτεχνίας, πού στηρίζεται στό ακαταμάχητο βάρος τών πράξεων, πέρα από τίς αρχές οι οποίες εμφανίζονται εδώ κι εκεί.
Άς δούμε μερικά παραδείγματα.
Τά πιό άμεσα φανερώνονται στό μυστήριο τής εξομολογήσεως : ένα Μυστήριο γεμάτο νόημα γιά τήν εκκλησία, διότι αφορά τήν συνείδηση τών πράξεων πού πραγματοποιήθηκαν καί τήν μετάνοια.
Η ηθική τής προθέσεως προκάλεσε ένα ανατρεπτικό σόκ βοηθούμενης καί από τήν υπερβολή του (αναφερόμαστε στό βιβλίο τού Αβελάρδου : Γνώθι σ’αυτόν ή Ηθική) ηθική τής προθέσεως, κατά τήν οποίαν η αξία τών πράξεών μας καί η κρίση πού απαιτούν, μπρός στόν θεό καί μπροστά στούς ανθρώπους, δέν ρυθμίζονται ριζικά πάνω στά αντικείμενα, καθεαυτά καλά ή κακά, τά οποία αποκτώνται μέσω αυτών τών πράξεων— μιά κλοπή, ένα έγκλημα, μιά σαρκική πράξη—αλλά στήν εσωτερική συγκατάθεση (consensus/intentio) πού δίνουμε σ’αυτές. Δέν είναι τό γεγονός τού φόνου καθ’εαυτό αμαρτία, αλλά η άδικη συγκατάθεση η οποία προηγείται τού φόνου. Είναι η θέληση νά πράξουμε κάτι απαγορευμένο πού συγκροτεί τό κακό, ακόμη καί άν αυτή η θέληση εμποδίζεται νά τό διαπράξει.
Το αντικειμενικό περιεχόμενο τής πράξεώς μου έχει χωρίς άλλο τό ειδικό του βάρος : μιά φυσική απόλαυση δέν είναι αμαρτωλή εάν δέν φέρνει αταξία. Αλλά στήν πράξη πού έχει ορισθεί σάν καλή, όπως καί σέ εκείνη πού ορίζεται σάν κακή, η συμφωνία είναι τό κριτήριο τής ηθικότητος καί όχι η ίδια η πράξη, τό αντικειμενικό περιεχόμενο. Ούτε τό αποτέλεσμα τής υλικότητός του. Τό αποτέλεσμα μιάς καλής προθέσεως δέν μπορεί νά είναι κακό. Η αμαρτία είναι πέρα από τήν επιθυμία, από τήν βούληση, καθότι κίνηση ανελεύθερης προδιαθέσεως. Η ίδια η πράξη τής αμαρτίας δέν προσθέτει τίποτε στήν ενοχή τού αμαρτωλού, ούτε στήν καταδίκη του από τήν θεία δικαιοσύνη (ΑΓΑΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΘΕΣ).
Μπορούμε νά πούμε σχετικά μ’αυτή τήν ανάλυση λοιπόν πώς κάθε ανθρώπινο σχέδιο αξίζει γιά τό νόημά του, γιά τήν σημασία πού λαμβάνει. Τό αντικείμενο καί η έννοια πού τό εκφράζει επικαλούνται συνεχώς ένα υποκειμενο πού πρέπει νά είναι ένας φορέας ελεύθερος, διότι ο άνθρωπος είναι ένα όν πού παραμένει αμείωτο, πού επιθυμεί τόν εαυτό του στό άνοιγμά του στόν κόσμο καί βρίσκει σ’αυτό τό άνοιγμα τό μέτρο του, τόν νόμο του. (Από εδώ γεννιέται ο διάλογος τών εκκλησιών, η ανάγκη ανοίγματος γιά ΄την σωτηρία τού κόσμου).
Στήν αρχή τής Ηθικής, ο Αβελάρδος πολλαπλασιάζει τά παραδείγματα γιά νά δείξει τήν διάκριση ανάμεσα στό Πάθος – διάθεση εγγεγραμμένη στήν ψυχή ή στό σώμα, ακόμη καί όταν απουσιάζει κάθε πράξη, έτσι όπως ο κουτσός είναι κουτσός ακόμη κάι όταν δέν περπατά—καί στήν Αμαρτία, η οποία αντιθέτως είναι μιά πράξη (οperatio) πού μάς κάνει ενόχους, σέ μιά σιωπηρή περιφρόνηση τού θεού. «Ο θεός γιά νά δώσει τό βραβείο του, κοιτάζει καί ζυγίζει τήν ψυχή παρά την πράξη, καί η πράξη δέν προσθέτει τίποτε στήν αξία, είτε προέρχεται από μία καλή θέληση είτε από μία κακή».
Μερικά παραδείγματα : Η υπόθεση ενός πού σκοτώνει γιά νά υπερασπιστεί τή ζωή του ενάντια σ’αυτόν πού τού επιτίθεται, ή τού πατέρα ο οποίος αντικαθίσταται από τόν γιό, στή φυλακή, χωρίς να θέλη τήν φυλάκιση τού γιού του. Αλλά το πιό προκλητικό παράδειγμα, αυτό πού σκανδάλισε καί τόν άγιο Βερνάρδο, είναι εκείνο τών σφαγέων στρατιωτών οι οποίοι δέν γνωρίζουν τί κάνουν, αλλά υπακούουν στίς διαταγές πού έλαβαν, καί οι οποίοι είναι αθώοι γιά τό αίμα πού έχυσαν. Έτσι εμείς αμαρτάνουμε ακριβώς γι' αυτό! Διότι συμφωνούμε μέ τήν αμαρτωλή πράξη, έτοιμοι νά τήν διαπράξουμε μόλις βρούμε τήν ευκαιρία.
Μέ τόν ίδιο τρόπο καί αναλόγως, η αγαθότης μιάς πράξεως μετριέται από την πρόθεσή της, από τήν αγνότητα τής προθέσεώς της. Δέν μπορούμε νά εκφράσουμε καλύτερα τήν υπέρτατη αξία τής προθέσεως , στήν συμπεριφορά τού πνεύματος καί τής καρδιάς, παρά ανακαλώντας τό πάθος τής Ελοΐζας, τής πιστής μαθήτριας τού Αβελάρδου καί σχεδόν ζωντανή απόδειξη τού δόγματός του. Η Ελοΐζα υπερασπίζεται καί ομολογεί μέ μεγαλοψυχία τήν αλήθεια καί την αγιότητα τής αγάπης της «γιά μένα δέν κράτησα τίποτε». Τό είχε αποδείξει, ακολουθώντας χωρίς νά επαναστατήσει τόν μοναχικό βίο πού είχε επιλέξει ο άντρας της καί φανερώνοντας μ’αυτόν τόν τρόπο πώς αυτός ήταν ο Κύριος τής καρδιάς της καί τού σώματός της. Ο Ζιλσόν σ’αυτό τό σημείο σχολίασε: «Η Ελοΐζα κατορθώνει εδώ, εις βάρος τού Αβελάρδου, τόν πιό πλήρη θρίαμβο. Στό τέλος δέ κατορθώνει νά τόν διδάξει κάτι σημαντικό : θέλετε νά αγαπήσετε τόν θεό; λέει ο Αβελάρδος : νά μήν τόν αγαπήσετε όπως εγώ αγαπούσα τήν Ελοΐζα, αλλά όπως η Ελοΐζα αγάπησε εμένα».
Χωρίς νά παρακολουθήσουμε από κοντά τίς αναλύσεις τού Αβελάρδου, θά παρατηρήσουμε τίς ψυχολογικές καί θρησκευτικές αιτίες τού αντιδραστικού σόκ πού ξεκίνησε από τότε, καί χτύπησε τίς νοοτροπίες, τίς νοητικές συμπεριφορές καί τούς θεσμούς η νέα Ηθική. Διότι οι θέσεις τού Αβελάρδου σήμαιναν τήν διάλυση από τή βάση του, τού ηθικού καί νομικού συστήματος πού ίσχυε μέχρι τότε, όπως είχε ορισθεί σέ συμφωνία μέ τόν αντικειμενικό νόμο καί τίς απαιτήσεις τής συνήθειας.
Οι χριστιανοί, τόσο στόν λαό όσο καί στούς ποιμένες, παρά τις πολύτιμες εμπνεύσεις τών πατέρων, τίς λεπτές διδασκαλίες τών ιδρυτών τών Μοναστικών Ταγμάτων, καί παρά τό εσωτερικό νόημα τού Ευαγγελίου, περιορίζοντο συνήθως σέ συμπεριφορές μιάς γλυκειάς καί παθητικής αδράνειας. Θά έπρεπε σ’αυτό τό σημείο νά κάνουμε την διαδρομή όλης τή ποιμαντικής λογοτεχνίας, πού στηρίζεται στό ακαταμάχητο βάρος τών πράξεων, πέρα από τίς αρχές οι οποίες εμφανίζονται εδώ κι εκεί.
Άς δούμε μερικά παραδείγματα.
Τά πιό άμεσα φανερώνονται στό μυστήριο τής εξομολογήσεως : ένα Μυστήριο γεμάτο νόημα γιά τήν εκκλησία, διότι αφορά τήν συνείδηση τών πράξεων πού πραγματοποιήθηκαν καί τήν μετάνοια.
ΜΙΑ ΔΙΠΛΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ.
Η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση δέν είχε εξαλείψει εις βάθος τίς πρακτικές, τούς κανόνες, καί τήν νοοτροπία πού είχαν δημιουργήσει πάνω στήν ήπειρο τά Κέλτικα εξομολογητάρια καί η διάδοσή τους. Τό περιεχόμενο αυτών τών εξομολογηταρίων έκανε τήν εμφάνισή του ακόμη καί στό εξομολογητάριο τού Θεοδώρου (στά μέσα τού 8ου αιώνος).
Χωρίς νά έχει εγκαταλειφθεί πλήρως η πνευματική παραίτηση καί η μετάνοια τής καρδιάς, τό καθεστώς τών κανόνων αντικειμενοποιούσε σκληρά, ιδίως στά ποσά πού μοίραζε, τούς κανόνες μετανοίας, καθώς ταίριαζαν εξ’άλλου εκείνη τήν εποχή στήν βαρβαρότητα τών ηθών καί στον πρωτογονισμό τών αμαρτωλών. Αυτό το καθεστώς συνέχιζε νά εξουσιάζει τήν εκκλησία παρότι νέες ευαισθησίες διέλυαν τήν αξιοπιστία τους. Μέσα στίς σύνθετες πράξεις τού Μυστηρίου τής Ευχαριστίας, τό κοινωνικό δίκτυο τής Εκκλησιαστικής εξουσίας καί ο δικανικός χαρακτήρας τών υποχρεώσεων πού επιδίδοντο γιά την μετάνοια εμπόδιζαν τήν χειραφέτηση τών συνειδήσεων καί τήν προσωπική κρίση.
Γιά νά μιλήσουμε με τήν λαϊκή γλώσσα, οι πράξεις αποκατάστασης (satisfactio), ένας παράγων αντικειμενικός καί εκκλησιαστικός, υπερτερούσαν στήν μετάνοια καθ’εαυτή, στόν υποκειμενικό παράγοντα.
Στήν γραμμή όμως τού Αβελάρδου, η μετάνοια θά γίνει τό κέντρο τής πρακτικής τής μετανοίας : Έτσι η μετάνοια ελευθέρωνε αμέσως από τήν αμαρτία, ελαχιστοποιώντας τό ρόλο τής λυτρώσεως, η οποία καταλήγει συνήθως σέ απλή ομολογία, καί έφτασε νά απειλήσει ακόμη καί την εξουσία τών ΚΛΕΙΔΙΩΝ, δηλ. τήν άφεση τών αμαρτιών η οποία ήταν στηριγμένη στήν εξουσία τού κλήρου, η οποία ήταν ένα κοινοτικό αντικειμενικό γεγονός.
Ο άγιος Βερνάρδος, στήν Σύνοδο τής Sens (1140) θά καταγγείλει αυτή τή θέση σάν μία από τίς αιρέσεις τού Αβελάρδου.
Συνεχίζεται.
Ο MARIE DOMINIQUE CHENU, είναι ένας μεγάλος ιστορικός τής Μεσαιωνικής Θεολογίας. Γεννιέται στίς 7 Ιανουαρίου τού 1895 στό Soisy-sur-Seine. Eισήλθε στίς τάξεις τών Δομηνικανών καί δίδαξε στήν διάσημη θεολογική σχολή τών ιδίων «La Saulchoir» από τό 1932 έως τό 1942. Βρέθηκε νά διδάσκει στή Σορβόννη από τό 1946 έως το 1952. Τά πιό γνωστά βιβλία του είναι: Η θεολογία τού 12ου αιώνος καί Η θεολογία σάν επιστήμη στόν 13ο αιώνα.
ΣΧΟΛΙΟ : Ακολουθώντας τήν διδασκαλία τής νέας Ηθικής τού Αβελάρδου, ο κ.Γιανναράς, όταν προειδοποιήθηκε, ότι στό βιβλίο του Ενάντια στή θρησκεία, υβρίζει τήν Θεοτόκο, απάντησε: ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΠΡΟΘΕΣΙΣ ΜΟΥ.
Αμέθυστος
Η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση δέν είχε εξαλείψει εις βάθος τίς πρακτικές, τούς κανόνες, καί τήν νοοτροπία πού είχαν δημιουργήσει πάνω στήν ήπειρο τά Κέλτικα εξομολογητάρια καί η διάδοσή τους. Τό περιεχόμενο αυτών τών εξομολογηταρίων έκανε τήν εμφάνισή του ακόμη καί στό εξομολογητάριο τού Θεοδώρου (στά μέσα τού 8ου αιώνος).
Χωρίς νά έχει εγκαταλειφθεί πλήρως η πνευματική παραίτηση καί η μετάνοια τής καρδιάς, τό καθεστώς τών κανόνων αντικειμενοποιούσε σκληρά, ιδίως στά ποσά πού μοίραζε, τούς κανόνες μετανοίας, καθώς ταίριαζαν εξ’άλλου εκείνη τήν εποχή στήν βαρβαρότητα τών ηθών καί στον πρωτογονισμό τών αμαρτωλών. Αυτό το καθεστώς συνέχιζε νά εξουσιάζει τήν εκκλησία παρότι νέες ευαισθησίες διέλυαν τήν αξιοπιστία τους. Μέσα στίς σύνθετες πράξεις τού Μυστηρίου τής Ευχαριστίας, τό κοινωνικό δίκτυο τής Εκκλησιαστικής εξουσίας καί ο δικανικός χαρακτήρας τών υποχρεώσεων πού επιδίδοντο γιά την μετάνοια εμπόδιζαν τήν χειραφέτηση τών συνειδήσεων καί τήν προσωπική κρίση.
Γιά νά μιλήσουμε με τήν λαϊκή γλώσσα, οι πράξεις αποκατάστασης (satisfactio), ένας παράγων αντικειμενικός καί εκκλησιαστικός, υπερτερούσαν στήν μετάνοια καθ’εαυτή, στόν υποκειμενικό παράγοντα.
Στήν γραμμή όμως τού Αβελάρδου, η μετάνοια θά γίνει τό κέντρο τής πρακτικής τής μετανοίας : Έτσι η μετάνοια ελευθέρωνε αμέσως από τήν αμαρτία, ελαχιστοποιώντας τό ρόλο τής λυτρώσεως, η οποία καταλήγει συνήθως σέ απλή ομολογία, καί έφτασε νά απειλήσει ακόμη καί την εξουσία τών ΚΛΕΙΔΙΩΝ, δηλ. τήν άφεση τών αμαρτιών η οποία ήταν στηριγμένη στήν εξουσία τού κλήρου, η οποία ήταν ένα κοινοτικό αντικειμενικό γεγονός.
Ο άγιος Βερνάρδος, στήν Σύνοδο τής Sens (1140) θά καταγγείλει αυτή τή θέση σάν μία από τίς αιρέσεις τού Αβελάρδου.
Συνεχίζεται.
Ο MARIE DOMINIQUE CHENU, είναι ένας μεγάλος ιστορικός τής Μεσαιωνικής Θεολογίας. Γεννιέται στίς 7 Ιανουαρίου τού 1895 στό Soisy-sur-Seine. Eισήλθε στίς τάξεις τών Δομηνικανών καί δίδαξε στήν διάσημη θεολογική σχολή τών ιδίων «La Saulchoir» από τό 1932 έως τό 1942. Βρέθηκε νά διδάσκει στή Σορβόννη από τό 1946 έως το 1952. Τά πιό γνωστά βιβλία του είναι: Η θεολογία τού 12ου αιώνος καί Η θεολογία σάν επιστήμη στόν 13ο αιώνα.
ΣΧΟΛΙΟ : Ακολουθώντας τήν διδασκαλία τής νέας Ηθικής τού Αβελάρδου, ο κ.Γιανναράς, όταν προειδοποιήθηκε, ότι στό βιβλίο του Ενάντια στή θρησκεία, υβρίζει τήν Θεοτόκο, απάντησε: ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΠΡΟΘΕΣΙΣ ΜΟΥ.
Αμέθυστος
Συγνώμη που θα ρωτήσω, μια γιαγιά Αβελάρδα που ξέραμε από παλιά, με αυτόν τον Αβελάρδο είχε σχέση;
ΑπάντησηΔιαγραφήΨάξτο ώς εξής. ΑΝ ΕΊΧΕ ΣΧΈΣΗ ΠΟΙΆ ΣΧΈΣΗ ΘΆ ΕΊΧΕ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που απαντάτε στην ΕΡΩΤΗΣΗ με ΕΡΩΤΗΣΗ με βραχυκυκλώνει, χαχα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοούσαμε ότι η σχέση ήταν κατ' όνομα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκανε ζέστη και σήμερα, πράγματι...ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΠΩΣ ΘΕΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφή