Άρθρο του Francesco Lamendola
Μετάφραση: Ελευθέριος Αναστασιάδης
Η λογοτεχνία της κρίσης: τι πομπώδης έκφραση! Και πως προφέρεται με στόμφο, με σεβασμό, με θαυμασμό, σαν να πρόκειται για το καλύτερο που παρήγαγε η λογοτεχνική ιστορία της Δύσης τα τελευταία χίλια χρόνια. Όταν μετά αναφέρονται τα ονόματα -Προυστ, Σβέβο, Πιραντέλλο, Κάφκα, Μούζιλ, Τόμας Μαν, Τζόυς, Γουλφ- υπάρχουν κάποιοι που φθάνουν να νοιώσουν, θα είμαστε έτοιμοι να στοιχηματίσουμε, μυστικές ανατριχίλες ευχαρίστησης, κάτι παρόμοιο με τον οργασμό. Ναι, εκείνοι ήταν συγγραφείς! Έβγαλαν τη μάσκα των αστικών προσωπείων, έδειξαν την ανουσιότητα και τη σήψη της ζωής, τη διάλυση της κοινωνίας, την αποσύνθεση όλων των αξιών. Τι μεγάλοι άνδρες!
Ασφαλώς, υπήρξαν μεγάλοι καταστροφείς. Όμως, γνώριζαν επίσης να οικοδομούν, να υποδείξουν ένα δρόμο, μία δυνατή διέξοδο, κάποια μορφή λύτρωσης; Μα τι χαζές ερωτήσεις είναι αυτές! Από πότε ένας συγγραφέας πρέπει να γίνει και δάσκαλος της ηθικής; Ποιος θα μπορούσε να απαιτήσει από αυτόν να γίνει δάσκαλος της σοφίας, να αποκτήσει τα στοιχεία ενός ιερέα ή ενός θεολόγου ή ενός μεταφυσικού· λειτουργήματα ήδη απαξιωμένα, ακόμη και στο ίδιο τους το πεδίο, πόσο μάλλον σε εκείνο της λογοτεχνίας. Όχι, αγαπητοί κύριοι: Έκαστος εφ' ω ετάχθη. Να μη δημιουργούμε σύγχυση. Ο συγγραφέας έχει ήδη την ευγενή αποστολή του: εκείνη να περιγράφει τα πράγματα όπως έχουν. Δεν είναι ίσως αρκετό; Θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε από αυτόν κάτι άλλο; Για τα υπόλοιπα θα σκεφθεί ο πολιτικός ή ο οικονομολόγος ή ο κοινωνιολόγος να βρουν λύσεις. Και εάν θέλουμε να πάμε πολύ βαθιά, ε, τότε είναι έτοιμο το κρεβάτι του ψυχαναλυτή. Εξάλλου, δεν είναι ίσως αλήθεια ότι όλοι αυτοί -οι Κάφκα, οι Προυστ, οι Τζόυς, οι Σβέβο- βγαίνουν από το κρεβάτι του Φρόυντ, έτσι όπως οι μεγάλοι Ρώσοι μυθιστοριογράφοι του 19ου αιώνα βγαίνουν από το ‘παλτό’ του Γκόγκολ;
Εν ολίγοις: ένας συγγραφέας δεν είναι μεγάλος, μάλλον δεν είναι καν ένας αληθινός συγγραφέας- και το ίδιο ισχύει για τους φιλοσόφους, τους θεολόγους, τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς, ακόμη και τους επιστήμονες- εάν δεν δείχνει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η ζωή είναι κάτι το φρικτό, το απεχθές, το μισητό. Ότι ο κόσμος είναι προϊόν της τύχης, εάν όχι ενός κακού και περιπαικτικού θεού. Ότι η ύπαρξη μας είναι απλά στερημένη νοήματος και ότι το τίποτα είναι ο τελικός προορισμός. Να αποφανθείς με διαφορετικό τρόπο ή ακόμα και απλά να ανοίξεις μία αμυδρή προοπτική ελπίδας, είναι ανάξιο για έναν λογικό και υπεύθυνο άνθρωπο, είναι ανάξιο, ιδιαίτερα, για έναν αληθινό διανοούμενο. Ο αληθινός συγγραφέας είναι αυτός που εκφράζει την δυστυχία της ζωής, που μιλά για την ανία,την πλήξη, το υπαρξιακό κενό. Που εκδηλώνει ναυτία και αηδία για το φαινόμενο της ζωής, καχυποψία και ενόχληση έναντι των συνανθρώπων του («η κόλαση είναι οι άλλοι», προειδοποιεί ο Σαρτρ, ο γκουρού του Υπαρξισμού).
Όμως ας πάρουμε τον Κάφκα, που η σημερινή κυρίαρχη κουλτούρα τον παρουσιάζει ως μεγάλο δάσκαλο, για κάποιον που ήξερε να βλέπει μακριά, σχίζοντας τα πέπλα της υποκρισίας. Κάθε τόσο ακόμη και οι κριτικοί πολιτικά ορθοί αφήνουν να βγει από την πένα τους ο σωστός ορισμός: 'ακροβάτη του τίποτα', τον αποκαλεί ο Pietro Citati, που επισημαίνει πόσο έντονη είναι, στον εβραίο συγγραφέα της Πράγας, η αηδία για την ζωή. Πως αυτή είναι, μάλιστα, η κυρίαρχη νότα όλου του συγγραφικού έργου του και όλης της αντίληψης του για την πραγματικότητα.
Αλλά ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος ο P. Citati :
«Δεν είχε βάσεις ούτε ρίζες, δεν είχε έδαφος πάνω στο οποίο να τεθεί. Ούτε εκείνη τη λίγη γη πάνω στην οποία οι άλλοι θέτουν τα πόδια και θάβονται. Δεν είχε πατρίδα, ούτε οικογένεια, ούτε καρδιά, ούτε συναισθήματα. Και εάν προσπαθούσε να σκεφθεί, όλες οι ιδέες δεν του έρχονταν από τη ρίζα τους, αλλά από κάποιο σημείο προς την μέση. Ο Εργένης, ο Ξένος, που ήταν στον Κάφκα, είχε αηδία για τη ζωή: ακριβώς η ύπαρξη της κάθε ημέρας, εκείνη που φαίνεται πιο συγκινητική και ανυπεράσπιστη, διέγειρε σε αυτόν το τρομερό μίσος του γνωστικού: δεν μπορούσε να υποφέρει την θερινή κατοικία των δικών του, όπου οι πιτζάμες, τα ρούχα και τα πουκάμισα συσσωρεύονταν πάνω στα ξέστρωτα κρεβάτια, όπου ο γαμπρός του αποκαλούσε στοργικά την σύζυγό του “θησαυρέ μου”, όπου ο πατέρας φώναζε, τραγουδούσε και κτυπούσε τα χέρια του για να διασκεδάσει τον μικρό ανιψιό του... “Βαριέμαι να κάνω συζητήσεις”, έλεγε ο Κάφκα “Βαριέμαι να κάνω επισκέψεις, οι χαρές και οι λύπες των συγγενών μου δημιουργούν πλήξη μέχρι το βάθος της ψυχής”».
Πρόκειται για ένα πορτρέτο ουσιαστικά ακριβές και, όπως φαίνεται, δεν είναι το πορτραίτο ενός δασκάλου, δεν είναι ούτε καν το πορτραίτο ενός ώριμου ανθρώπου, που έφθασε στην ισορροπία του και σε μία ελάχιστη σοφία. Η βάση της σοφίας είναι η συμπόνια και συμπόνια, σε αυτόν τον θλιβερό εντομολόγο της ανθρώπινης ψυχής, δεν διακρίνεται. Φαίνεται, γίνεται αντιληπτή η ενόχληση, η ανία, καμία τρυφερότητα, καμία ανθρώπινη ευσπλαχνία και κατά βάθος καμία ανθρώπινη περιέργεια. Οι άνθρωποι τον ενδιαφέρουν εξωτερικά, τους παρατηρεί με ένα μίγμα περιέργειας και αποστροφής. Έίναι ένας συλλέκτης πτωμάτων και όχι ένας πραγματικός παρατηρητής της ζωής. Ωστόσο. δεν είναι ένας νεκρόφιλος, υπό την έννοια ότι δεν νοιώθει καμία ευχαρίστηση ανατέμνοντας τα πτώματά του, τις σαπισμένες του ψυχές, δεν νοιώθει καμία ευχαρίστηση γιατί δεν νοιώθει άλλη ευχαρίστηση παρά εκείνη να παρατηρεί τον εαυτό του, να ενατενίζει τον εαυτό του, να βλέπει παντού την αντανάκλαση του εαυτού του. Ο κόσμος, για τον Κάφκα είναι ένα τεράστιο παιχνίδι καθρεπτών, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και να κοιτάξει δεν βλέπει παρά την εικόνα του. Εξάλλου, τίποτα άλλο δεν τον ενδιαφέρει. Είναι ιδιοσυγκρασιακά ανίκανος να βγει από τον εαυτό του, για να το κάνει θα ήταν αναγκαία μία ελάχιστη ανθρώπινη συμπάθεια, μία ελάχιστη ανοχή και συμπόνια και τέτοιες δεν διαθέτει. Οι ανθρώπινες υπάρξεις του προκαλούν αηδία, η ζωή γι’ αυτόν είναι ένας εφιάλτης με ανοιχτά τα μάτια, ένα αηδιαστικό και ακατανόητο ατύχημα.
Εντούτοις, αυτός ο ιερέας του τίποτα δεν μένει ψυχρός και απαθής εμπρός από τόση φρίκη, αντιλαμβάνεται την τραγικότητα της κατάστασης και ως καλός εβραίος που δεν πιστεύει πια στον θεό των πατέρων του, αλλά μεταφέρει την εικόνα του πάνω σε όλα εκείνα που του τον θυμίζουν, νοιώθει μία τρομερή, αδυσώπητη, βασανιστική αίσθηση ενοχής. Αισθάνεται ότι είναι ένοχος αλλά δεν ξέρει για πιο πράγμα. Αισθάνεται ότι πρέπει να εξιλεωθεί, αισθάνεται ότι από τη θυσία του θα μπορούσε να εξαρτάται, ίσως, η σωτηρία όλων. Αν και λίγο ή και καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους, αυτοί μπορούν τουλάχιστον να του προσφέρουν την υπηρεσία να γίνει απαραίτητος για τον κόσμο, μέσω της ίδιας της θυσίας του.
Αλλά ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος ο P. Citati :
«Δεν είχε βάσεις ούτε ρίζες, δεν είχε έδαφος πάνω στο οποίο να τεθεί. Ούτε εκείνη τη λίγη γη πάνω στην οποία οι άλλοι θέτουν τα πόδια και θάβονται. Δεν είχε πατρίδα, ούτε οικογένεια, ούτε καρδιά, ούτε συναισθήματα. Και εάν προσπαθούσε να σκεφθεί, όλες οι ιδέες δεν του έρχονταν από τη ρίζα τους, αλλά από κάποιο σημείο προς την μέση. Ο Εργένης, ο Ξένος, που ήταν στον Κάφκα, είχε αηδία για τη ζωή: ακριβώς η ύπαρξη της κάθε ημέρας, εκείνη που φαίνεται πιο συγκινητική και ανυπεράσπιστη, διέγειρε σε αυτόν το τρομερό μίσος του γνωστικού: δεν μπορούσε να υποφέρει την θερινή κατοικία των δικών του, όπου οι πιτζάμες, τα ρούχα και τα πουκάμισα συσσωρεύονταν πάνω στα ξέστρωτα κρεβάτια, όπου ο γαμπρός του αποκαλούσε στοργικά την σύζυγό του “θησαυρέ μου”, όπου ο πατέρας φώναζε, τραγουδούσε και κτυπούσε τα χέρια του για να διασκεδάσει τον μικρό ανιψιό του... “Βαριέμαι να κάνω συζητήσεις”, έλεγε ο Κάφκα “Βαριέμαι να κάνω επισκέψεις, οι χαρές και οι λύπες των συγγενών μου δημιουργούν πλήξη μέχρι το βάθος της ψυχής”».
Πρόκειται για ένα πορτρέτο ουσιαστικά ακριβές και, όπως φαίνεται, δεν είναι το πορτραίτο ενός δασκάλου, δεν είναι ούτε καν το πορτραίτο ενός ώριμου ανθρώπου, που έφθασε στην ισορροπία του και σε μία ελάχιστη σοφία. Η βάση της σοφίας είναι η συμπόνια και συμπόνια, σε αυτόν τον θλιβερό εντομολόγο της ανθρώπινης ψυχής, δεν διακρίνεται. Φαίνεται, γίνεται αντιληπτή η ενόχληση, η ανία, καμία τρυφερότητα, καμία ανθρώπινη ευσπλαχνία και κατά βάθος καμία ανθρώπινη περιέργεια. Οι άνθρωποι τον ενδιαφέρουν εξωτερικά, τους παρατηρεί με ένα μίγμα περιέργειας και αποστροφής. Έίναι ένας συλλέκτης πτωμάτων και όχι ένας πραγματικός παρατηρητής της ζωής. Ωστόσο. δεν είναι ένας νεκρόφιλος, υπό την έννοια ότι δεν νοιώθει καμία ευχαρίστηση ανατέμνοντας τα πτώματά του, τις σαπισμένες του ψυχές, δεν νοιώθει καμία ευχαρίστηση γιατί δεν νοιώθει άλλη ευχαρίστηση παρά εκείνη να παρατηρεί τον εαυτό του, να ενατενίζει τον εαυτό του, να βλέπει παντού την αντανάκλαση του εαυτού του. Ο κόσμος, για τον Κάφκα είναι ένα τεράστιο παιχνίδι καθρεπτών, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και να κοιτάξει δεν βλέπει παρά την εικόνα του. Εξάλλου, τίποτα άλλο δεν τον ενδιαφέρει. Είναι ιδιοσυγκρασιακά ανίκανος να βγει από τον εαυτό του, για να το κάνει θα ήταν αναγκαία μία ελάχιστη ανθρώπινη συμπάθεια, μία ελάχιστη ανοχή και συμπόνια και τέτοιες δεν διαθέτει. Οι ανθρώπινες υπάρξεις του προκαλούν αηδία, η ζωή γι’ αυτόν είναι ένας εφιάλτης με ανοιχτά τα μάτια, ένα αηδιαστικό και ακατανόητο ατύχημα.
Εντούτοις, αυτός ο ιερέας του τίποτα δεν μένει ψυχρός και απαθής εμπρός από τόση φρίκη, αντιλαμβάνεται την τραγικότητα της κατάστασης και ως καλός εβραίος που δεν πιστεύει πια στον θεό των πατέρων του, αλλά μεταφέρει την εικόνα του πάνω σε όλα εκείνα που του τον θυμίζουν, νοιώθει μία τρομερή, αδυσώπητη, βασανιστική αίσθηση ενοχής. Αισθάνεται ότι είναι ένοχος αλλά δεν ξέρει για πιο πράγμα. Αισθάνεται ότι πρέπει να εξιλεωθεί, αισθάνεται ότι από τη θυσία του θα μπορούσε να εξαρτάται, ίσως, η σωτηρία όλων. Αν και λίγο ή και καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους, αυτοί μπορούν τουλάχιστον να του προσφέρουν την υπηρεσία να γίνει απαραίτητος για τον κόσμο, μέσω της ίδιας της θυσίας του.
Επίσης εδώ, ο Citati πηγαίνει στην καρδιά του πράγματος: ο Κάφκα είναι εκείνος που θα ήθελε να προσφερθεί σε θυσία για τη σωτηρία των άλλων. Όπως ο Gregor Samsa, ο πρωταγωνιστής της Μεταμόρφωσης, που, έχοντας γίνει μία άσχημη κατσαρίδα, η οποία απορρίφθηκε και αφέθηκε να πεθάνει από την πεινά από τους δικούς του, κάνει το μεταθανάτιο θαύμα να επανενώσει την οικογένεια του, να τη σώσει από τις απειλητικές σκιές του Τίποτα. Όμως, μετά δεν βγάζει το άθροισμα, δεν κάνει δύο συν δύο: πολύ εκλεπτυσμένος κριτικός, πολύ καλλιεργημένος, πολύ οξυδερκής, βλέπει ακόμη και τα μικρά φύλα, αλλά του ξεφεύγει το δάσος με τους αιωνόβιους κορμούς. Σε αυτή την επιθυμία εξιλέωσης που δεν γεννιέται από μία διαυγή συνείδηση της ενοχής, αλλά μόνον από μία σκοτεινή αίσθηση ενοχής, υπάρχει όλος ο Κάφκα και όλο το δράμα της σύγχρονης κουλτούρας. Επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα εξιλέωσης χωρίς μία πραγματική επιθυμία για εξιλέωση και η επιθυμία για εξιλέωση προϋποθέτει τη συνείδηση ότι δεν ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα, ότι απέφυγα το πεπρωμένο μου. Αλλά για όποιον δεν πιστεύει ούτε στο κάλεσμα ούτε στο πεπρωμένο, για όποιον πιστεύει μόνο στο χάος, δεν μπορεί να ωριμάσει καμία επιθυμία να εξιλεωθεί, εξάλλου τι να εξιλεώσει;
Ο Κάφκα είναι ένας συγγραφέας που είδε την άβυσσο, πάνω στο χείλος της οποίας κινείται ο σύγχρονος πολιτισμός και έμεινε υπνωτισμένος. Δεν είδε άλλο, δεν κατάλαβε άλλο. Δεν είναι ένας άνθρωπος των υψών, αλλά των ιλίγγων. Να μην τον κάνουμε ένα δάσκαλο. Ούτε αυτόν, ούτε εκείνους όπως αυτόν. Είδαν την κρίση, την περιέγραψαν με τα εργαλεία που το απέραντο Εγώ τους τους διέθεσε, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν περισσότερο, είδαν μόνο την ίδια την εικόνα τους να αντανακλάται σε εκατό καθρέφτες.
Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι ο Κάφκα. Το πρόβλημα είναι ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα διακήρυξε για συγγραφείς όπως τον Κάφκα την ιδιότητα των διδασκάλων: ως τυφλοί που αφήνονται να οδηγηθούν από άλλους τυφλούς…
Ο Κάφκα είναι ένας συγγραφέας που είδε την άβυσσο, πάνω στο χείλος της οποίας κινείται ο σύγχρονος πολιτισμός και έμεινε υπνωτισμένος. Δεν είδε άλλο, δεν κατάλαβε άλλο. Δεν είναι ένας άνθρωπος των υψών, αλλά των ιλίγγων. Να μην τον κάνουμε ένα δάσκαλο. Ούτε αυτόν, ούτε εκείνους όπως αυτόν. Είδαν την κρίση, την περιέγραψαν με τα εργαλεία που το απέραντο Εγώ τους τους διέθεσε, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν περισσότερο, είδαν μόνο την ίδια την εικόνα τους να αντανακλάται σε εκατό καθρέφτες.
Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι ο Κάφκα. Το πρόβλημα είναι ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα διακήρυξε για συγγραφείς όπως τον Κάφκα την ιδιότητα των διδασκάλων: ως τυφλοί που αφήνονται να οδηγηθούν από άλλους τυφλούς…
Τέλειο, τέλειο!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή