Υπάρχουν επτά μέρη της νύχτας: εσπερινός, λυκόφως, conticinium(σιωπητήριο), intempest(άκαιρο), gallicinium(λυκαυγές), matins(αυγερινός) και diluculus(αυγή).
Ισίδωρος, Ετυμολογίες
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Υπάρχουν επτά μέρη της νύχτας: Vespro, Crepuscolo, conticinium, intempest, gallicinium, matins και diluculus (Ισίδωρος, Ετυμολογίες)Υπάρχουν επτά μέρη της νύχτας: ο εσπερινός, το λυκόφως, το σιωπητήριο, το άκαιρο, το λυκαυγές, ο αυγερινός και η αυγή.
«Εσπερινός λέγεται έτσι από το δυτικό αστέρι, το οποίο ακολουθεί αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα και προηγείται του σκοταδιού που ακολουθεί».».
Ο Εσπερινός είναι το ηλιοβασίλεμα της Δύσης, που αναγγέλλεται για περισσότερο από έναν αιώνα και ως εκ τούτου έχει πλέον οριστικά ολοκληρωθεί. Είμαστε λοιπόν στο σκοτάδι που ακολουθεί το ηλιοβασίλεμα, του οποίου το λυκόφως είναι η πρώτη εικόνα. Είναι μοναδικό ότι από τότε που ο Σπένγκλερ συνέταξε την αδιάψευστη διάγνωσή του, κανένας από τους πιο ευφυείς αναγνώστες δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητά της. Το ότι η Δύση ήταν ώριμη για παρακμή ήταν τότε όπως και τώρα μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση, ακόμα κι αν, τότε όπως και τώρα, προσποιούνταν ότι όλα συνεχίζονται όπως πριν. Το να σκεφτόμαστε το τέλος, ακόμη και να μπορούμε απλώς να το αναπαραστήσουμε, είναι στην πραγματικότητα ένα επίπονο έργο, για το οποίο μας λείπουν οι κατάλληλοι όροι. Οι αρχαίοι και οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων, που περίμεναν το τέλος του κόσμου ως επικείμενο, έστω και ανυπολόγιστο, φαντάζονταν μια πρωτόγνωρη καταστροφή, μετά την οποία θα άρχιζε – ένας νέος κόσμος – ένας νέος ουρανός και μια νέα γη. Γεγονός είναι ότι το να σκεφτόμαστε το τέλος ως ένα ακριβές γεγονός, μετά από το οποίο όλα -ακόμα και ο χρόνος- θα σταματούσαν, προσφέρει τόσο λίγα για σκέψη, που προτιμούμε να φανταστούμε χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε ένα είδος επιπλέον χρόνου, στον οποίο - παρόλο που τον αναπαριστούμε - δεν είμαστε (απουσιάζουμε). Ο Spengler, από την πλευρά του, σκέφτηκε μια μορφολογία της ιστορίας, στην οποία οι πολιτισμοί γεννιούνται και πέφτουν και, στην υποδειγματική περίπτωση, η Δύση, της οποίας η παρακμή θα συμπίπτει «με μια φάση της ιστορίας που θα αγκαλιάσει αρκετούς αιώνες και την οποία εμείς αυτή τη στιγμή ζουμε στην αρχή». Η υπόθεση που θα ήθελα να προτείνω είναι ότι η Δύση περιλαμβάνει το ηλιοβασίλεμα όχι μόνο στο όνομά της, αλλά και στην ίδια τη δομή της – δηλαδή ότι είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος, ένας βραδινός πολιτισμός, ένας πολιτισμός του τέλους.
«Το λυκόφως είναι αμφίβολο φως. Creperum στην πραγματικότητα σημαίνει να είσαι σε αμφιβολία, δηλαδή μεταξύ φωτός και σκότους».
Ο Ισίδωρος αντιγράφει ένα απόσπασμα από την πραγματεία του Βάρρωνα (Varro) για τη λατινική γλώσσα, όπου διαβάζουμε ότι «τα πράγματα που ονομάζονται creperae είναι αμφίβολα, όπως το σούρουπο δεν ξέρει κανείς αν είναι ακόμα μέρα ή ήδη νύχτα». Βρισκόμαστε στο λυκόφως εδώ και καιρό, έχουμε γίνει προ πολλού ανίκανοι να ξεχωρίσουμε το φως από το σκοτάδι - δηλαδή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Γιατί όσοι δεν ξέρουν πια πού στέκονται, αυτοί που αμφιβάλλουν μεταξύ ημέρας και νύχτας, δεν ξέρουν πια τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα και αυτή την αμφιβολία θέλουν να διασκεδάσουν με κάθε κόστος στην ψυχή και στο μυαλό τους. Υπό αυτή την έννοια, το λυκόφως έχει γίνει ένα παράδειγμα διακυβέρνησης, ίσως το πιο αποτελεσματικό, που κινητοποιεί τον μηχανισμό των μέσων ενημέρωσης και της πολιτιστικής βιομηχανίας στην υπηρεσία του. Έτσι μια ολόκληρη κοινωνία ζει στο λυκόφως, με αμφιβολία για το φως και το σκοτάδι, για την αλήθεια και το ψέμα - μέχρις ότου η ίδια η αμφιβολία καταναλωθεί και εξαφανιστεί· και ένα ψέμα που επαναλαμβάνεται σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί πλέον να διακριθεί από την αλήθεια καθιερώνει την απελπισμένη κυριαρχία σε κάθε περιοχή και σε κάθε τάξη. Αλλά μια ζωή που σκοτεινιάζει στα ψέματα και λέει συνεχώς ψέματα στον εαυτό της καταστρέφει τις ίδιες τις συνθήκες επιβίωσής της, δεν είναι πλέον ικανή να αντιληφθεί το φως, ούτε καν την «απαλή λάμψη» ενός σπίρτου που καίγεται μέσα στη νύχτα. Ακόμη και εκείνοι που πίστευαν ότι κυβερνούσαν το λυκόφως δεν ξέρουν πλέον τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, πού είναι το σκοτάδι και πού το φως· και ακόμη κι αν κάποιος επιμείνει να μαρτυρήσει για το φως, για εκείνο το φως που είναι η ίδια η ζωή των ανθρώπων, δεν μπορούν να τον ακούσουν. Και αν ένα ψέμα που έχει γίνει απόλυτο είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία η ελπίδα δεν είναι πια δυνατή, το βράδυ και το λυκόφως μας είναι από κάθε άποψη απελπισμένο.
III. Σιωπητήριο (Conticinio)
Γιατί ήσουν σιωπηλός; Ότι οι καιροί ήταν σκοτεινοί, ότι το λυκόφως βασίλευε παντού δεν θα είναι αρκετό για να σε δικαιώσει/δικαιολογήσει. Γιατί ήσουν σιωπηλός; Ακόμα κι αν δεν μπορούσες πια να ξεχωρίσεις το φως από το σκοτάδι, τουλάχιστον θα έπρεπε να το είχες πει αυτό, θα έπρεπε τουλάχιστον να φωνάξεις στο λυκόφως, στην αβέβαιη ώρα μεταξύ σκύλου και λύκου. Δική σου δεν ήταν η σιωπή εκείνων που ξέρουν ότι δεν ακούγονται, εκείνων που στο καθολικό ψέμα έχουν κάτι να πουν και για αυτό βγαίνουν μπροστά και σιωπούν. Η δική σου ήταν η συγκαταβατική/συνέχοχη σιωπή εκείνων που μένουν σιωπηλοί τη νύχτα επειδή όλοι οι άλλοι το κάνουν. «Είναι αλήθεια –θα πείτε– ήταν άδικο, αλλά σιώπησα, γιατί όλοι σιωπούσαν». Ωστόσο, το ψέμα μίλησε και εσύ το άκουσες. Και η σιωπή σου σκέπασε και τη φωνή εκείνων που παρ' όλα αυτά προσπάθησαν να μιλήσουν, να σπάσουν το τρίτο μέρος της νύχτας από τη σιωπή τους.
IV. Intempest (άκαιρο)
«Intempest είναι μια ώρα της νύχτας που βρίσκεται στη μέση και είναι ανενεργή, όταν καμία ενέργεια δεν είναι δυνατή και όλα τα πράγματα ησυχάζουν στον ύπνο/λήθαργο. Ο χρόνος, στην πραγματικότητα, δεν είναι κατανοητός από μόνος του, αλλά μόνο μέσω των πράξεων των ανθρώπων. Τα μεσάνυχτα στερούνται δράσης. Άκαιρη είναι η ανενεργή νύχτα, σχεδόν άχρονη, δηλαδή χωρίς τη δράση μέσω της οποίας είναι γνωστός ο χρόνος. Γι' αυτό λέγεται: ήρθες άκαιρα».
Ο χρόνος που μετράμε τόσο προσεκτικά δεν υπάρχει από μόνος του, γίνεται γνωστός, γίνεται κάτι που μπορούμε να έχουμε μόνο με τις πράξεις μας. Αν κάθε ενέργεια ανασταλεί, αν δεν γίνει τίποτα πια, τότε δεν έχουμε πια χρόνο, παραδομένο στην ψεύτικη ησυχία μιας υπνηλίας χωρίς όνειρα ή χειρονομίες. Δεν έχουμε πια χρόνο, γιατί στη νύχτα που βυθιζόμαστε, ο χρόνος μάς έχει γίνει άγνωστος και οι δυνάμεις του κόσμου μάς κρατούν με κάθε μέσο σε αυτή τη άκαιρη νύχτα, «σχεδόν χωρίς χρόνο, δηλαδή χωρίς τη δράση μέσω μέσω τής οποίας ο χρόνος είναι γνωστός». «Σχεδόν» άχρονη, γιατί ο αφηρημένος γραμμικός χρόνος – χρονολογικός χρόνος που καταβροχθίζει τον εαυτό του – είναι στην πραγματικότητα παρών, αλλά εξ ορισμού δεν μπορούμε να τον έχουμε. Γι' αυτό πρέπει να χτίσουμε μουσεία στα οποία θα βάλουμε το παρελθόν και, όπως συμβαίνει όλο και πιο συχνά σήμερα, ακόμη και το παρόν.
Αυτό που λείπει είναι ο καιρός, τον οποίο οι αρχαίοι απεικόνιζαν ως φτερωτό νεαρό να τρέχει ισορροπημένος σε μια σφαίρα, με φαλακρό αυχένα που δεν αφήνει κανένα κράτημα (καμία λαβή) σε όποιον προσπαθεί να τον αρπάξει καθώς περνάει. Έχει μια χοντρή τούφα στο μέτωπό του και κρατάει ένα ξυράφι στο χέρι. Η αρπαγή της στιγμής είναι δυνατή μόνο για όσους ξαφνικά στέκονται μπροστά της, με μια αποφασιστική χειρονομία την παίρνουν από το μπροστινό μέρος και σταματούν την εξωπραγματική κούρσα της. Αυτή η χειρονομία είναι σκέψη, σκοπός της οποίας είναι να συλλάβει τον χρόνο που λείπει, χάνεται στη νύχτα. Η χειρονομία της είναι άκαιρη, γιατί σταματά και διακόπτει κάθε φορά τη ροή του χρόνου. Εξ ου και το απροσδόκητο συμπέρασμα: «ήρθατε άκαιρα (intempestivum venisti)». Στρέφοντας την άκαιρη κατά του εαυτού της, η Σκέψη σταματά και εκπλήσσει τον χρόνο στη «σχεδόν άχρονη» νύχτα. Και αυτή η χειρονομία σκέψης, αιχμηρή σαν ξυράφι, είναι η πρωτόγονη πολιτική δράση, που ανοίγει τη δυνατότητα όλων των πράξεων ακριβώς όταν στη μέση της νύχτας κάθε πράξη φαινόταν αδύνατη.
V. Gallicinio (Λυκαυγές)
«Το Gallicinium λέγεται έτσι γιατί τα κοκόρια προαναγγέλλουν το φως».
Το λάλημα του πετεινού δεν αναγγέλλει την αυγή. Δικό του -αν το ακούσεις προσεκτικά- είναι η αποκαρδιωτική κραυγή κάποιου που φυλάει τη νύχτα και δεν ξέρει μέχρι το τέλος αν θα έρθει η μέρα. Γι' αυτό το τραγούδι του -ή, μάλλον, η κραυγή του- απευθύνεται ακριβώς σε εμάς, που σαν κι εκείνον αγρυπνούμε στο σκοτάδι και σαν κι αυτόν ρωτάμε: «πόσο μακριά είναι η νύχτα;». Η κραυγή τού κόκορα είναι, όπως και η δική μας, μόνο ένας ανιχνευτής που ρίχνεται στο σκοτάδι όχι για να μετρήσει το βάθος του -δεν θα ήταν δυνατό- αλλά για να υποστηρίξει και σχεδόν να βαθμονομήσει την αγρυπνία μας (την αφύπνισή μας), τη διάρκεια της οποίας δεν γνωρίζουμε. Και σε αυτό υπάρχει κάτι σαν λίγο φως, μια σπίθα στο σκοτάδι.
VI. Αυγερινός (Mattutino)
«Το Mattutino βρίσκεται μεταξύ της εξαφάνισης του σκότους και της έλευσης της αυγής. Ονομάζεται αυγερινός γιατί είναι η ώρα του αρχικού/αρχόμενου πρωινού».
Ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Όπως ο εσπερινός ήταν μεταξύ φωτός και σκότους. Inchoante mane, το αρχικό πρωινό: το mane είναι το ουδέτερο του επιθέτου manis, που σημαίνει «καλό» και εφαρμοσμένο στο χρόνο σημαίνει «νωρίς». Το πρωί είναι κατεξοχήν «η καλή ώρα», όπως οι Έλληνες αποκαλούσαν το πρώτο φως «καλό» (φῶς ἀγαθόν). «Ώριμο» είναι αυτό που συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή και η Matuta, η θεά του πρωινού, ήταν η κατ' εξοχήν καλή θεά για τους Λατίνους. Το Mattutino σκέφτεται στη γέννησή του (είναι η σκέψη στη γέννησή της), πριν σταθεροποιηθεί στον κύκλο των τύπων και των συνθηματικών λέξεων. Είναι καλύτερα, το πρωί, να μην βιάζεσαι, να καθυστερείς την κατάλληλη ώρα, να της δίνεις όλο τον χρόνο που χρειάζεται. Αυτός είναι ο λόγος που στον κόσμο μας όλα συνωμοτούν για να συντομεύσουν τις καλές στιγμές και να αφαιρέσουν χρόνο από το ξύπνημα. Γιατί η αφύπνιση είναι η ώρα της σκέψης, που βρίσκεται ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, ανάμεσα στο όνειρο και τη λογική. Και από τη σκέψη -από τό ξύπνημα- προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αφαιρέσουμε τον χρόνο, ώστε σήμερα πολλοί να είναι έξυπνοι, αλλά όχι ξύπνιοι, λαμπεροί, αλλά όχι διαυγείς. Με μια λέξη: έτοιμοι για υπηρεσία
VII. Αυγή (Diluculus )
«Dilucolo, σχεδόν ένα αρχικό φως της ημέρας. Είναι η αυγή, που προηγείται της ημέρας».
Προς το παρόν μπορούμε μόνο να φανταστούμε αυτό το «μικρό φως». Το diluculus, η αυγή, το σέλας, είναι η φαντασία που πάντα συνοδεύει τη σκέψη και την εμποδίζει να απελπιστεί ακόμα και στους πιο βάρβαρους και σκοτεινούς καιρούς. Όχι γιατί «υπάρχουν πολλά ξημερώματα που δεν έχουν ακόμη λάμψει», αλλά γιατί δεν περιμένουμε πια κανένα ξημέρωμα. Το Ἀπόδειπνο, αυτό που ολοκληρώνεται την τελευταία ώρα του Μεγάλου Κανόνα· και για μας κάθε ώρα είναι δωδέκατη, είναι η τελευταία ώρα. Σε αυτό συμπίπτουν τα επτά μέρη της νύχτας, είναι στην πραγματικότητα μια και μόνη ώρα. Και εκείνος για τον οποίο κάθε στιγμή είναι η τελευταία δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί στους μηχανισμούς της εξουσίας, που πρέπει πάντα να προϋποθέτουν ένα μέλλον. Το μέλλον είναι η ώρα της δύναμης, η συμμόρφωση – η τελευταία ώρα, η καλή – είναι η ώρα της σκέψης.
Τζόρτζιο Αγκάμπεν
Ι. Εσπερινός (Vespro)
«Εσπερινός λέγεται έτσι από το δυτικό αστέρι, το οποίο ακολουθεί αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα και προηγείται του σκοταδιού που ακολουθεί».».
Ο Εσπερινός είναι το ηλιοβασίλεμα της Δύσης, που αναγγέλλεται για περισσότερο από έναν αιώνα και ως εκ τούτου έχει πλέον οριστικά ολοκληρωθεί. Είμαστε λοιπόν στο σκοτάδι που ακολουθεί το ηλιοβασίλεμα, του οποίου το λυκόφως είναι η πρώτη εικόνα. Είναι μοναδικό ότι από τότε που ο Σπένγκλερ συνέταξε την αδιάψευστη διάγνωσή του, κανένας από τους πιο ευφυείς αναγνώστες δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητά της. Το ότι η Δύση ήταν ώριμη για παρακμή ήταν τότε όπως και τώρα μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση, ακόμα κι αν, τότε όπως και τώρα, προσποιούνταν ότι όλα συνεχίζονται όπως πριν. Το να σκεφτόμαστε το τέλος, ακόμη και να μπορούμε απλώς να το αναπαραστήσουμε, είναι στην πραγματικότητα ένα επίπονο έργο, για το οποίο μας λείπουν οι κατάλληλοι όροι. Οι αρχαίοι και οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων, που περίμεναν το τέλος του κόσμου ως επικείμενο, έστω και ανυπολόγιστο, φαντάζονταν μια πρωτόγνωρη καταστροφή, μετά την οποία θα άρχιζε – ένας νέος κόσμος – ένας νέος ουρανός και μια νέα γη. Γεγονός είναι ότι το να σκεφτόμαστε το τέλος ως ένα ακριβές γεγονός, μετά από το οποίο όλα -ακόμα και ο χρόνος- θα σταματούσαν, προσφέρει τόσο λίγα για σκέψη, που προτιμούμε να φανταστούμε χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε ένα είδος επιπλέον χρόνου, στον οποίο - παρόλο που τον αναπαριστούμε - δεν είμαστε (απουσιάζουμε). Ο Spengler, από την πλευρά του, σκέφτηκε μια μορφολογία της ιστορίας, στην οποία οι πολιτισμοί γεννιούνται και πέφτουν και, στην υποδειγματική περίπτωση, η Δύση, της οποίας η παρακμή θα συμπίπτει «με μια φάση της ιστορίας που θα αγκαλιάσει αρκετούς αιώνες και την οποία εμείς αυτή τη στιγμή ζουμε στην αρχή». Η υπόθεση που θα ήθελα να προτείνω είναι ότι η Δύση περιλαμβάνει το ηλιοβασίλεμα όχι μόνο στο όνομά της, αλλά και στην ίδια τη δομή της – δηλαδή ότι είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος, ένας βραδινός πολιτισμός, ένας πολιτισμός του τέλους.
Ο Εσπερινός, το αστέρι της Δύσης, συνεχίζει να λάμπει όλη τη νύχτα που πιστεύουμε ότι περνάμε και στην οποία αντίθετα μένουμε· το ηλιοβασίλεμα –είναι κάθε στιγμή στο τέλος– είναι η φυσιολογική κατάσταση του δυτικού ανθρώπου. Για το λόγο αυτό η νύχτα του δεν περιμένει φως ή ξημερώματα. Όμως η παρακμή, η ατελείωτη κρίση που επιδιώκει και που χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο που προσπαθεί να κυριαρχήσει με κάθε μέσο, του ξεφεύγει από τα χέρια και θα καταλήξει να στραφεί, όπως ήδη συμβαίνει, εναντίον του. Η ασφάλεια έχει γίνει το σύνθημά της επειδή η Δύση έχει πάψει εδώ και καιρό να αισθάνεται ασφαλής.
ΙΙ. Λυκόφως (Crepuscolo)
ΙΙ. Λυκόφως (Crepuscolo)
«Το λυκόφως είναι αμφίβολο φως. Creperum στην πραγματικότητα σημαίνει να είσαι σε αμφιβολία, δηλαδή μεταξύ φωτός και σκότους».
Ο Ισίδωρος αντιγράφει ένα απόσπασμα από την πραγματεία του Βάρρωνα (Varro) για τη λατινική γλώσσα, όπου διαβάζουμε ότι «τα πράγματα που ονομάζονται creperae είναι αμφίβολα, όπως το σούρουπο δεν ξέρει κανείς αν είναι ακόμα μέρα ή ήδη νύχτα». Βρισκόμαστε στο λυκόφως εδώ και καιρό, έχουμε γίνει προ πολλού ανίκανοι να ξεχωρίσουμε το φως από το σκοτάδι - δηλαδή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Γιατί όσοι δεν ξέρουν πια πού στέκονται, αυτοί που αμφιβάλλουν μεταξύ ημέρας και νύχτας, δεν ξέρουν πια τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα και αυτή την αμφιβολία θέλουν να διασκεδάσουν με κάθε κόστος στην ψυχή και στο μυαλό τους. Υπό αυτή την έννοια, το λυκόφως έχει γίνει ένα παράδειγμα διακυβέρνησης, ίσως το πιο αποτελεσματικό, που κινητοποιεί τον μηχανισμό των μέσων ενημέρωσης και της πολιτιστικής βιομηχανίας στην υπηρεσία του. Έτσι μια ολόκληρη κοινωνία ζει στο λυκόφως, με αμφιβολία για το φως και το σκοτάδι, για την αλήθεια και το ψέμα - μέχρις ότου η ίδια η αμφιβολία καταναλωθεί και εξαφανιστεί· και ένα ψέμα που επαναλαμβάνεται σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί πλέον να διακριθεί από την αλήθεια καθιερώνει την απελπισμένη κυριαρχία σε κάθε περιοχή και σε κάθε τάξη. Αλλά μια ζωή που σκοτεινιάζει στα ψέματα και λέει συνεχώς ψέματα στον εαυτό της καταστρέφει τις ίδιες τις συνθήκες επιβίωσής της, δεν είναι πλέον ικανή να αντιληφθεί το φως, ούτε καν την «απαλή λάμψη» ενός σπίρτου που καίγεται μέσα στη νύχτα. Ακόμη και εκείνοι που πίστευαν ότι κυβερνούσαν το λυκόφως δεν ξέρουν πλέον τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, πού είναι το σκοτάδι και πού το φως· και ακόμη κι αν κάποιος επιμείνει να μαρτυρήσει για το φως, για εκείνο το φως που είναι η ίδια η ζωή των ανθρώπων, δεν μπορούν να τον ακούσουν. Και αν ένα ψέμα που έχει γίνει απόλυτο είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία η ελπίδα δεν είναι πια δυνατή, το βράδυ και το λυκόφως μας είναι από κάθε άποψη απελπισμένο.
III. Σιωπητήριο (Conticinio)
«Conticinium είναι όταν όλοι σιωπούν. Conticiscere στην πραγματικότητα σημαίνει να μένεις σιωπηλός».
Γιατί ήσουν σιωπηλός; Ότι οι καιροί ήταν σκοτεινοί, ότι το λυκόφως βασίλευε παντού δεν θα είναι αρκετό για να σε δικαιώσει/δικαιολογήσει. Γιατί ήσουν σιωπηλός; Ακόμα κι αν δεν μπορούσες πια να ξεχωρίσεις το φως από το σκοτάδι, τουλάχιστον θα έπρεπε να το είχες πει αυτό, θα έπρεπε τουλάχιστον να φωνάξεις στο λυκόφως, στην αβέβαιη ώρα μεταξύ σκύλου και λύκου. Δική σου δεν ήταν η σιωπή εκείνων που ξέρουν ότι δεν ακούγονται, εκείνων που στο καθολικό ψέμα έχουν κάτι να πουν και για αυτό βγαίνουν μπροστά και σιωπούν. Η δική σου ήταν η συγκαταβατική/συνέχοχη σιωπή εκείνων που μένουν σιωπηλοί τη νύχτα επειδή όλοι οι άλλοι το κάνουν. «Είναι αλήθεια –θα πείτε– ήταν άδικο, αλλά σιώπησα, γιατί όλοι σιωπούσαν». Ωστόσο, το ψέμα μίλησε και εσύ το άκουσες. Και η σιωπή σου σκέπασε και τη φωνή εκείνων που παρ' όλα αυτά προσπάθησαν να μιλήσουν, να σπάσουν το τρίτο μέρος της νύχτας από τη σιωπή τους.
IV. Intempest (άκαιρο)
«Intempest είναι μια ώρα της νύχτας που βρίσκεται στη μέση και είναι ανενεργή, όταν καμία ενέργεια δεν είναι δυνατή και όλα τα πράγματα ησυχάζουν στον ύπνο/λήθαργο. Ο χρόνος, στην πραγματικότητα, δεν είναι κατανοητός από μόνος του, αλλά μόνο μέσω των πράξεων των ανθρώπων. Τα μεσάνυχτα στερούνται δράσης. Άκαιρη είναι η ανενεργή νύχτα, σχεδόν άχρονη, δηλαδή χωρίς τη δράση μέσω της οποίας είναι γνωστός ο χρόνος. Γι' αυτό λέγεται: ήρθες άκαιρα».
Ο χρόνος που μετράμε τόσο προσεκτικά δεν υπάρχει από μόνος του, γίνεται γνωστός, γίνεται κάτι που μπορούμε να έχουμε μόνο με τις πράξεις μας. Αν κάθε ενέργεια ανασταλεί, αν δεν γίνει τίποτα πια, τότε δεν έχουμε πια χρόνο, παραδομένο στην ψεύτικη ησυχία μιας υπνηλίας χωρίς όνειρα ή χειρονομίες. Δεν έχουμε πια χρόνο, γιατί στη νύχτα που βυθιζόμαστε, ο χρόνος μάς έχει γίνει άγνωστος και οι δυνάμεις του κόσμου μάς κρατούν με κάθε μέσο σε αυτή τη άκαιρη νύχτα, «σχεδόν χωρίς χρόνο, δηλαδή χωρίς τη δράση μέσω μέσω τής οποίας ο χρόνος είναι γνωστός». «Σχεδόν» άχρονη, γιατί ο αφηρημένος γραμμικός χρόνος – χρονολογικός χρόνος που καταβροχθίζει τον εαυτό του – είναι στην πραγματικότητα παρών, αλλά εξ ορισμού δεν μπορούμε να τον έχουμε. Γι' αυτό πρέπει να χτίσουμε μουσεία στα οποία θα βάλουμε το παρελθόν και, όπως συμβαίνει όλο και πιο συχνά σήμερα, ακόμη και το παρόν.
Αυτό που λείπει είναι ο καιρός, τον οποίο οι αρχαίοι απεικόνιζαν ως φτερωτό νεαρό να τρέχει ισορροπημένος σε μια σφαίρα, με φαλακρό αυχένα που δεν αφήνει κανένα κράτημα (καμία λαβή) σε όποιον προσπαθεί να τον αρπάξει καθώς περνάει. Έχει μια χοντρή τούφα στο μέτωπό του και κρατάει ένα ξυράφι στο χέρι. Η αρπαγή της στιγμής είναι δυνατή μόνο για όσους ξαφνικά στέκονται μπροστά της, με μια αποφασιστική χειρονομία την παίρνουν από το μπροστινό μέρος και σταματούν την εξωπραγματική κούρσα της. Αυτή η χειρονομία είναι σκέψη, σκοπός της οποίας είναι να συλλάβει τον χρόνο που λείπει, χάνεται στη νύχτα. Η χειρονομία της είναι άκαιρη, γιατί σταματά και διακόπτει κάθε φορά τη ροή του χρόνου. Εξ ου και το απροσδόκητο συμπέρασμα: «ήρθατε άκαιρα (intempestivum venisti)». Στρέφοντας την άκαιρη κατά του εαυτού της, η Σκέψη σταματά και εκπλήσσει τον χρόνο στη «σχεδόν άχρονη» νύχτα. Και αυτή η χειρονομία σκέψης, αιχμηρή σαν ξυράφι, είναι η πρωτόγονη πολιτική δράση, που ανοίγει τη δυνατότητα όλων των πράξεων ακριβώς όταν στη μέση της νύχτας κάθε πράξη φαινόταν αδύνατη.
V. Gallicinio (Λυκαυγές)
«Το Gallicinium λέγεται έτσι γιατί τα κοκόρια προαναγγέλλουν το φως».
Το λάλημα του πετεινού δεν αναγγέλλει την αυγή. Δικό του -αν το ακούσεις προσεκτικά- είναι η αποκαρδιωτική κραυγή κάποιου που φυλάει τη νύχτα και δεν ξέρει μέχρι το τέλος αν θα έρθει η μέρα. Γι' αυτό το τραγούδι του -ή, μάλλον, η κραυγή του- απευθύνεται ακριβώς σε εμάς, που σαν κι εκείνον αγρυπνούμε στο σκοτάδι και σαν κι αυτόν ρωτάμε: «πόσο μακριά είναι η νύχτα;». Η κραυγή τού κόκορα είναι, όπως και η δική μας, μόνο ένας ανιχνευτής που ρίχνεται στο σκοτάδι όχι για να μετρήσει το βάθος του -δεν θα ήταν δυνατό- αλλά για να υποστηρίξει και σχεδόν να βαθμονομήσει την αγρυπνία μας (την αφύπνισή μας), τη διάρκεια της οποίας δεν γνωρίζουμε. Και σε αυτό υπάρχει κάτι σαν λίγο φως, μια σπίθα στο σκοτάδι.
VI. Αυγερινός (Mattutino)
«Το Mattutino βρίσκεται μεταξύ της εξαφάνισης του σκότους και της έλευσης της αυγής. Ονομάζεται αυγερινός γιατί είναι η ώρα του αρχικού/αρχόμενου πρωινού».
Ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Όπως ο εσπερινός ήταν μεταξύ φωτός και σκότους. Inchoante mane, το αρχικό πρωινό: το mane είναι το ουδέτερο του επιθέτου manis, που σημαίνει «καλό» και εφαρμοσμένο στο χρόνο σημαίνει «νωρίς». Το πρωί είναι κατεξοχήν «η καλή ώρα», όπως οι Έλληνες αποκαλούσαν το πρώτο φως «καλό» (φῶς ἀγαθόν). «Ώριμο» είναι αυτό που συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή και η Matuta, η θεά του πρωινού, ήταν η κατ' εξοχήν καλή θεά για τους Λατίνους. Το Mattutino σκέφτεται στη γέννησή του (είναι η σκέψη στη γέννησή της), πριν σταθεροποιηθεί στον κύκλο των τύπων και των συνθηματικών λέξεων. Είναι καλύτερα, το πρωί, να μην βιάζεσαι, να καθυστερείς την κατάλληλη ώρα, να της δίνεις όλο τον χρόνο που χρειάζεται. Αυτός είναι ο λόγος που στον κόσμο μας όλα συνωμοτούν για να συντομεύσουν τις καλές στιγμές και να αφαιρέσουν χρόνο από το ξύπνημα. Γιατί η αφύπνιση είναι η ώρα της σκέψης, που βρίσκεται ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, ανάμεσα στο όνειρο και τη λογική. Και από τη σκέψη -από τό ξύπνημα- προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αφαιρέσουμε τον χρόνο, ώστε σήμερα πολλοί να είναι έξυπνοι, αλλά όχι ξύπνιοι, λαμπεροί, αλλά όχι διαυγείς. Με μια λέξη: έτοιμοι για υπηρεσία
VII. Αυγή (Diluculus )
«Dilucolo, σχεδόν ένα αρχικό φως της ημέρας. Είναι η αυγή, που προηγείται της ημέρας».
Προς το παρόν μπορούμε μόνο να φανταστούμε αυτό το «μικρό φως». Το diluculus, η αυγή, το σέλας, είναι η φαντασία που πάντα συνοδεύει τη σκέψη και την εμποδίζει να απελπιστεί ακόμα και στους πιο βάρβαρους και σκοτεινούς καιρούς. Όχι γιατί «υπάρχουν πολλά ξημερώματα που δεν έχουν ακόμη λάμψει», αλλά γιατί δεν περιμένουμε πια κανένα ξημέρωμα. Το Ἀπόδειπνο, αυτό που ολοκληρώνεται την τελευταία ώρα του Μεγάλου Κανόνα· και για μας κάθε ώρα είναι δωδέκατη, είναι η τελευταία ώρα. Σε αυτό συμπίπτουν τα επτά μέρη της νύχτας, είναι στην πραγματικότητα μια και μόνη ώρα. Και εκείνος για τον οποίο κάθε στιγμή είναι η τελευταία δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί στους μηχανισμούς της εξουσίας, που πρέπει πάντα να προϋποθέτουν ένα μέλλον. Το μέλλον είναι η ώρα της δύναμης, η συμμόρφωση – η τελευταία ώρα, η καλή – είναι η ώρα της σκέψης.
Τζόρτζιο Αγκάμπεν
Ο Giorgio Agamben (Ρώμη, 22 Απριλίου 1942) είναι Ιταλός φιλόσοφος και ακαδημαϊκός. Έχει γράψει πολλά έργα που κυμαίνονται από την αισθητική έως την πολιτική φιλοσοφία, από τη γλωσσολογία μέχρι την ιστορία των εννοιών, προτείνοντας πρωτότυπες ερμηνείες κατηγοριών όπως η μορφή ζωής, το homo sacer, η κατάσταση εξαίρεσης και η βιοπολιτική.
Πολύ//όμορφο...
ΑπάντησηΔιαγραφή