Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (150)

Συνέχεια από Παρασκευή, 3 Νοεμβρίου 2023


PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (5η συνέχεια)


Έβδομος προσδιορισμός.

Επιχειρήθηκε έξη ήδη φορές να καθορισθή η συνεχώς μεταβαλλόμενη ύπαρξη του σοφιστή, σε καινούργια κάθε φορά οργανωτικά συστήματα. Και καθώς συγκεντρώνονται τώρα τα συμπεράσματα, αποδεικνύεται ότι προχωρήσαμε από τον εξωτερικό προσδιορισμό ως ένα αμειβόμενο κυνήγι ανθρώπων, σε ολοένα και πιο εσωτερικούς προσδιορισμούς, μέχρι που φτάσαμε, περνώντας απ’ το «εμπόριο με πνευματικά αγαθά» και την «τέχνη τής αντιπαράθεσης λόγων», σε κείνη την «κάθαρση», την οποίαν ήταν ωστόσο περισσότερο κι από αμφίβολο το αν είναι σε θέση καν να την εξασκήση η σοφιστική τέχνη. Αγγίξαμε πράγματι εδώ τη σωκρατική τέχνη. Για να επιχειρήσουμε τώρα μιαν έβδομη, τελευταία και πραγματικά αποφασιστική προσπάθεια. Ο σοφιστής είναι ένας «δάσκαλος της αντιλογίας» («αντιλογικός»), ικανός να διαμορφώση και άλλους ανθρώπους για τέτοιους λεκτικούς αγώνες, εξασκώντας μάλιστα αυτή την τέχνη σε όλα τα επίπεδα («περί πάντων»), απ’ τη θεολογία και την κοσμολογία στην πολιτική, μέχρι και σε μεμονωμένες τεχνικές, όπως η τεχνική τού αθλητισμού. Καθώς είναι όμως αδύνατη η γνήσια γνώση σε όλα τα επίπεδα για έναν και μοναδικό άνθρωπο, αυτό σημαίνει πως ο σοφιστής δεν μπορεί παρά να κατέχη μια «φαινομενική» και μόνο «γνώση» («δοξαστικήν επιστήμην», 233 C). Αντιπαρατίθεται έτσι η τέχνη του σε κείνον ακριβώς τον «έλεγχο», ο οποίος και αναζητούσε την «απόρριψη του εσφαλμένου φαινομένου» στον έκτον προσδιορισμό. Για να ξεκαθαρίση κατ’ αρχάς μ’ αυτήν την αντιπαράθεση το τοπίο γύρω απ’ τον σοφιστή και τη σοφιστική. Καθώς αναδύεται μάλιστα η αντίθεση εδώ μεταξύ φαινομένου και αλήθειας (ή αληθινού Είναι), καθίσταται και το όλο πρόβλημα για πρώτη φορά (τόσο…) ριζικό και θεμελιώδες. Η σοφιστική είναι μια μιμητική, καθώς φαίνεται, τέχνη, όπως την είχε εξάλλου ήδη χαρακτηρίσει ο «Γοργίας» (464 D κ.ε.). Προσεγγίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μιμητική, «ονειροπόλα» ζωγραφική, την οποίαν και «τοποθέτησε» όπως έπρεπε να είναι στο τελευταίο Βιβλίο τής «Πολιτείας» (Χ 596 Β κ.ε.) ο Πλάτων. Ο σοφιστής είναι ένας ταχυδακτυλουργός και θαυματοποιός («γόης, θαυματοποιός», 235 ΑΒ), όπως ονομάσθηκε και ο απομιμητής και πολυτεχνίτης καλλιτέχνης στην «Πολιτεία» (598 D, πρβλ. και 602 D). Κι η σοφιστική δεν προσομοιάζει στην «εικαστική» τέχνη («εικαστική»), που αναπαράγει τις αληθινές προοπτικές τών ωραίων σωμάτων, αλλά στη «φαντασιώδη» τέχνη («φανταστική»), που επεξεργάζεται φαινομενικές, φαινομενικά ωραίες και σωστές προοπτικές στα έργα της. «Ψευδαισθησιακή τέχνη»: μ’ αυτόν τον ορισμό εγκαταλείπει κι ο Ελεάτης την πεισματικά ακολουθούμενη μέχρι τώρα οδό τής διαίρεσης. Το ερώτημα για τον σοφιστή γίνεται τώρα ερώτημα, αν μπορή (καν…) να υπάρχη κάτι που να είναι μόνον ένα φαινόμενο, ένα ομοίωμα, ένα Μη-Είναι και μια αν-αλήθεια, και ο διάλογος κινείται τώρα στην κατεύθυνση να διαφωτιστούν αυτά τα προβλήματα, για να επιστρέψη πάλι προς το τέλος του στο ερώτημα για τον (ίδιον τον…) σοφιστή και στη διαιρετική τεχνική (265 Β). Μπορούμε ωστόσο να πούμε, ότι εδώ συναντάμε για πρώτη φορά το πραγματικό θέμα τού διαλόγου, κι ότι όλα όσα έχουν ειπωθή μέχρι τώρα, μαζί και με το τέλος τού διαλόγου, δεν αποτελούν παρά ένα «πλαίσιο». Πρέπει όμως και να κατανοήσουμε, ότι το ερώτημα για το Είναι και το Μη-Είναι, την αλήθεια και την πλάνη δεν υπήρχε σε κάποιον «κενόν χώρο» για τον Πλάτωνα, αλλ’ ότι αυτές οι αντιθέσεις στην αντιπαράθεση του φιλοσόφου και του μαθηματικού απ’ την μιαν πλευρά, και του σοφιστή απ’ την άλλη, εκπροσωπούνταν (συνεχώς…) ζωντανά. Αυτό που συνιστά την αναγκαία, «οντολογικά», αντίθεση Είναι και Μη-Είναι, αυτό αποτελεί ιστορικά ή μέσα στην πραγματικότητα της ζωής ή «υπαρξιακά» και την αντίθεση ανάμεσα στον σοφιστή και τον φιλόσοφο. Εκείνο που ονομάζουμε δε «πλαίσιο» κι εκείνο που ονομάζουμε πραγματική εικόνα δεν βρίσκονται κι εδώ, ως συνήθως, σε μια τυχαία αναμεταξύ τους σχέση, εκτός που δεν θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε εξάλλου το ένα απ’ το άλλο.

Μόνον εφ’ όσον έχει κατανοηθή το Μη-Είναι, και έχουν επιβεβαιωθή το «ομοίωμα» και το φαινόμενο, μπορεί και να εξηγηθή γνήσια και αντικειμενικά η σοφιστική ως μια «φαινομενική τέχνη» (264 C). Για τον σκοπό αυτόν αναλαμβάνεται πάλι η αρχική διαίρεση σε δημιουργικές και πρακτικές (αγοραίες…) τέχνες. Οι έξη πρώτοι προσδιορισμοί «αναζήτησαν» τη σοφιστική ανάμεσα στις πρακτικές τέχνες, ο έβδομος όμως προσδιορισμός την παρουσιάζει ως μιμητική τών δημιουργικών τεχνών! Και μ’ αυτό αναλαμβάνεται πάλι το γεγονός τού «ποιείν», του «δημιουργείν» και του «παράγειν» ως εκείνη η δύναμη, που «προσδιορίζει» το Μη-Είναι σε Είναι (265 BC. 219 B). Αυτό που είχε συναχθή στην αρχή τού διαλόγου, χωρίς περαιτέρω ερωτηματικά, απ’ την «ιδέα» που είχε γι’ αυτό ο κοινός άνθρωπος, απέκτησε τώρα το πραγματικό του βάθος, καθώς φανερώθηκε η αναγκαία αντιπαράθεση αλλά και συνύπαρξη Είναι και Μη-Είναι ως ένα βασικό γεγονός αυτού τού κόσμου. Του κόσμου με την πιο ευρεία και υψηλή του έννοια. Γι’ αυτό και η «διαίρεση» τοποθετεί τώρα τη θεϊκή δίπλα στην ανθρώπινη δημιουργία. Η θεϊκή μάλιστα δημιουργία δικαιώνεται και «απαλλάσσεται» – με την έννοια του μύθου στον διάλογο «Πολιτικός», αλλά και τους διαλόγους «Τίμαιος» και «Νόμοι» – απ’ την παρανόηση, ότι δεν αποτελεί παρά ένα τυφλό, φυσικό συμβάν: γιατί είναι στην πραγματικότητα μια δημιουργία λόγου και γνώσης. Έτσι εμφανίζεται αυτή η δημιουργία, εξηγημένη σύμφωνα με την (αντίστοιχη…) ανθρώπινη. Η οποία όμως ανθρώπινη δημιουργία δεν μπορεί, παρ’ όλ’ αυτά, παρά να αποτελή μια σύναψη και μια «συναρμολόγηση» και μόνον «από αυτό», το οποίο τής έχει ήδη διαθέσει η θεϊκή (265 Ε)! Το πεδίο τής θεϊκής, όπως και της ανθρώπινης δημιουργίας, διακλαδώνεται σε δυό μέρη: εδώ όπως κι εκεί αντιπαρατίθενται τα ίδια τα όντα προς τα αντίγραφα ή ομοιώματά τους, μια αναλογία, μέσω τής οποίας καθίσταται κατανοητή η θεϊκή δημιουργία για τους ανθρώπους, ενώ και η ανθρώπινη δημιουργία αποκτά (λαμβάνει…) τόσο την αξία όσο και τα όριά της. Στη θεϊκή δημιουργία, βρίσκονται απ’ τη μια μεριά οι ζωντανές υπάρξεις και τα φυσικά στοιχεία, απ’ τα οποία και συνίσταται αυτή η ζωή· ενώ απ’ την άλλη βρίσκονται τα όνειρα, οι σκιές και τα είδωλα. Για όλα αυτά υπάρχουν πολλές αναφορές στον «Τίμαιο». Στη δε περιοχή τής ανθρώπινης δημιουργίας «αντιπαρατίθενται» πράγματα όπως π.χ. το χτίσιμο ενός σπιτιού και η ζωγραφική απεικόνισή του, το ένα στο άλλο. Η αναλογία μεταξύ θεϊκής και ανθρώπινης δημιουργίας δεν συνεχίζεται ωστόσο, και πρέπει να αναρωτηθούμε εδώ, αν ο διαχωρισμός σε «ομοίωμα» και «φάντασμα-φαντασία» («εικαστικόν – φανταστικόν»), κι αν η μίμηση ή και η φαινομενική μίμηση («δοξομιμητική») έχουν μιαν οποιαδήποτε αντιστοιχία στο πεδίο τής θεϊκής δημιουργίας. H απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα είναι, όσο προχωράμε στη «διαίρεση» ή και διάκριση, όλο και πιο σίγουρα αρνητική, για να μην απομείνη τελικά παρά ως μεγάλη ασέβεια ακόμα και το να σκεφτούμε μια τέτοια αντιστοιχία (προς τη θεϊκή δημιουργία…) για τον «κεκρυμμένο (ή και κρυπτόμενο) μιμητή» («ειρωνικός μιμητής»), που συμπεριλαμβάνει τόσο τον δημηγορούντα όσο και τον σοφιστή. Το να γίνη δε αυτό, χωρίς περαιτέρω λόγους, αντιληπτό, είναι επίσης ένα έργο, και όχι μάλιστα το πιο ασήμαντο, της επονομαζόμενης «διαίρεσης».

Ο βασικός ωστόσο στόχος τού όλου εγχειρήματος είναι ο εξής: να αναζητηθή ένας ορισμός, που δεν θα δικαιώνεται ανακεφαλαιώνοντας μάλλον αναδρομικά το ίδιο του το τελικό συμπέρασμα, αλλά θα καθιστά ορατό και θα αποκαλύπτη μέσα σ’ ένα ζωντανό, διαρθρωμένο σύστημα συνύπαρξης και υπόταξης το ίδιο το «πράγμα». Το οποίο θα καταστή τότε μόνον «ορατό», διακρινόμενο, μαζί όμως ταυτόχρονα μ’ αυτό απ’ το οποίο και διακρίνεται. Δεν πρόκειται ασφαλώς για σύμπτωση, ότι έπρεπε να κοιτάζουμε εξίσου συχνά στα «αριστερά παραμένοντα» (πρβλ. 264 Ε 1) μέλη τής «διαίρεσης» όσο και στα «δεξιά». Κι αν έχουμε ήδη μάθει, ότι δεν μπορούμε καν να μιλάμε και να κατανοούμε το «σώμα» χωρίς την «ψυχή», τα «αντίγραφα» και τις «απεικονίσεις» χωρίς τα (ίδια τα…) «πράγματα», τις «κολακεύουσες (ανθρωπάρεσκες…) τέχνες» χωρίς τις «γνήσιες τέχνες», και την «εριστική (τέχνη…)» χωρίς τη «φιλοσοφία» - και το αντίστροφο -, αποκτήσαμε μιαν εντελώς «ζωντανή» άποψη και κρίση γι’ αυτό στο οποίο και θα αφιερωθή η οντολογική έρευνα και αναζήτηση του δευτέρου διαλογικού μέρους. Κι ακόμα κι αν θα γίνη στην πορεία εντελώς σαφές, το γνωρίζουμε ωστόσο ήδη, έστω απροσδιόριστα, ότι και το Είναι και το Μη-Είναι δεν μπορούν, αν καταστή καν ποτέ δυνατόν, να αποκαλυφθούν παρά στην αναγκαία, αναμεταξύ τους συνύπαρξη. Για να φανερωθή έτσι ένας καινούργιος και σημαντικός δεσμός, που συνδέει την οντολογική έρευνα και αναζήτηση με τη «διαίρεση».

Ασαφής μένει ωστόσο ένας τελευταίος ακόμα δεσμός. Ανήκει στην ίδια τη φύση τής «διαίρεσης» το ότι καθένα απ’ τα μέλη της, καθώς «είναι» κάτι το συγκεκριμένο, «δεν είναι» ταυτόχρονα το άλλο, απ’ το οποίο και έχει, ακριβώς ως «άλλο», αποχωρισθή (( Η περίφημη αρχή τής μη-αντιφάσεως… )) . Αυτή όμως η σημασία τού «Μη-Είναι», στην οποία και θα κορυφωθή στην πραγματικότητα η οντολογική έρευνα, έχει ήδη, έστω και ασαφώς, συνεχώς και αδιαλείπτως χρησιμοποιηθή.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου