Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Οντολογία ή θεολογία του προσώπου (7)

  Συνέχεια από: Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Ιωάννης Παναγόπουλος - Οντολογία ή θεολογία του προσώπου

Η συμβολή της πατερικής Τριαδολογίας στην κατανόηση του ανθρωπίνου προσώπου 

VΙΙ.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Τώρα μπορούμε να συζητήσουμε ειδικώτερα τη σημασία που έχει για το πρόσωπο η βιολογική, ιστορική ύπαρξη και αντίστροφα. Η ιστορική ζωή αποκαλύπτει σε όλη του την τραγικότητα το δράμα της ανθρώπινης υπάρξεως, η οποία υπόκειται στον άτεγκτο νόμο της φθοράς και του ιστορικού αφανισμού. Το ανθρώπινο πρόσωπο, που δέχεται χάρη στην ενσάρκωση, την ανάσταση του Χριστού και την Πεντηκοστή, τις δυνάμεις της αφθαρσίας και της αθανασίας, έχει να αντιπαλαίσει τον αδυσώπητο αυτόν εχθρό, δηλ. την ανάγκη των φυσικών παθών και ιδιαίτερα του θανάτου.

Στο θέμα αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε τις γενικώτερες συνέπειες που έχει η ενσάρκωση για το κτιστό ον. Εφόσον με την απερινόητη κένωση;;;; του Λόγου αίρεται, όπως είδαμε, η οντολογική διάκριση ανάμεσα στο άκτιστο και το κτιστό καθώς και κάθε οντολογικός δυαλισμός του κτιστού όντος, η άμεση συνέπεια είναι ότι η δημιουργία αποκτά νέα «οντολογία», δηλ. την αλήθεια και τη λειτουργία της. Το είναι του κτιστού όντος συνίσταται πλέον στη μετουσία του είναι του Θεού, στο «είναι εν τω όντι». Θυμίζουμε το γνωστό βιβλικό και πατερικό αφορισμό, ότι το πραγματικό είναι (όπως το ονομάζουν οι Πατέρες: το ευ ζην, η μακαριότης) υπάρχει μόνον εν τω Θεώ, διά του Χριστού εν αγίω Πνεύματι, και έξω από την τριαδική ζωή «υπάρχει» μόνο το μηδέν, η ανυπαρξία. «Παν δε το έξω αυτού (του Θεού) θεωρούμενον ανυπαρξία εστιν. Το γαρ έξω του όντος εν τω είναι ούκ εστιν»92. Η αντίληψη αυτή προϋποθέτει τη διδασκαλία για τη δημιουργία εκ του μη όντος, κατά την οποία ο Θεός καλεί τα μη όντα εις το είναι. Συνεπώς είναι αδιανόητη οποιαδήποτε «οντολογοποίηση» του κτιστού όντος, αφού δεν υπάρχει αυτόνομη ιστορική, βιολογική ζωή, ως οντολογική κατηγορία.[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΟΥΝ]. Οι Πατέρες δεν αναγνωρίζουν οντολογική αναγκαιότητα στη βιολογική ύπαρξη, ακριβώς γιατί αρνούνται ριζικά μια κοσμολογική, οντολογική αρχή. Η θεολογία δεν γνωρίζει οντολογικό, παρά μόνο ηθικό δυαλισμό.[Η ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΔΕΝ ΣΥΝΕΣΤΗΣΕ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ,"Ας πούμε απλά ότι η πολλαπλότης που χαρακτηρίζει όλες μας τις εμπειρίες, μάς οδηγεί να αναρωτηθούμε τί πράγμα σημαίνει υπάρχειν, υπάρχω, ζώ; Τί πράγμα υπάρχει και τί πράγμα είναι εκείνο που υπάρχει! Όποιος ασχολείται με την οντολογία ενδιαφέρεται πάνω απ’όλα με την πρώτη ερώτηση: τί πράγμα σημαίνει αποδοχή (ή άρνηση) ότι κάτι υπάρχει (διότι διάφορα πράγματα υπάρχουν), τί εννοούμε ή πρέπει να εννοήσουμε με όρους και εκφράσεις σαν “ισότης” διαφορετικότης, να είμαστε το ίδιο πράγμα σε διαφορετικούς χρόνους, να έχω συγκεκριμένες ιδιότητες; Ο όρος μεταφυσική χρησιμοποιείται συχνά με ευρύτερη σημασία, περιλαμβάνοντας και τις άλλες δύο ερωτήσεις: τί πράγμα υπάρχει (ο Θεός, τα άτομα, ο ήλιος, οι αριθμοί και με ποιες ιδιότητες συγκεκριμένες αποτελείται αυτό που υπάρχει (παντοδύναμος, παντογνώστης, υλικό, άυλο κ.τ.λ.)."η μεταφυσική τού Αριστοτέλη δεν είναι ούτε οντολογία, ούτε Θεολογία"]

Με τον όρο αυτό, τα πάθη της βιολογικής υπάρξεως και το κακό δεν οφείλονται σε μιάν εξωτερική οντολογική αναγκαιότητα. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά, παρά μόνον ως δυνατότητα, που σχετίζεται με την ανθρώπινη βούληση και διάθεση. «Κακόν γαρ έξω προαιρέσεως εφ' εαυτού κείμενον ούκ εστιν»93. Το κακό ειδικώτερα, τούτο είναι κοινή θέση των ανατολικών Πατέρων και όρος της ασκητικής ζωής, δεν υπάρχει ως οντολογική αρχή, παρά μόνον ενεργεί «παρά φύσιν», ως «έξις» και «υφίσταται» τη στιγμή ακριβώς που πράττεται. Τα πάθη της βιολογικής υπάρξεως είναι τραυματικό φαινόμενο, που δεν οφείλονται σε μιάν οντολογική αρχή της ζωής, αλλά στην ελεύθερη διάθεση και παρά φύση έξη του ανθρώπου και συνεπώς υπάρχουν μόνον ως δαιμονική αλλοτρίωση και αλλοίωση της ζωής. «Ότι το κακόν εστιν ουχί ουσία ζώσα και έμψυχος, αλλά διάθεσις εν ψυχή εναντίως έχουσα προς αρετήν, διά την από του καλού απόπτωσιν τοις ραθύμοις εγγινομένη»94. Το κακό επομένως δεν έχει οντολογική υπόσταση, είναι ουσιαστικά ανυπόστατο. «Και τούτο φαμέν είναι το κατά την σάρκα του Κυρίου μυστήριον· ότι ο άτρεπτος, εν τω τρεπτώ γίνεται ίνα προς το κρείττον αλλοιώσας... εξαφανίση από της φύσεως εν εαυτώ το κακόν δαπανήσας»95. Ο άνθρωπος, ύστερα από την ενσάρκωση, το σταυρό και την ανάσταση του Χριστού, δεν είναι οντολογικά δέσμιος στο δεδομένο της βιολογικής του υπάρξεως. Για το λόγο τούτο η χριστιανική άσκηση δεν αποβλέπει στην κατάργηση και εκμηδένηση της φύσεως (που θα προϋπέθετε δυαλιστική αντίληψη του όντος), αλλά στην υπερνίκηση, με τη δύναμη του Πνεύματος, κάθε εξωτερικής αρχής της ζωής, που διεκδικεί οντολογική αξίωση πάνω σ' αυτή.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΕΩΣΦΟΡΟ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ. ΑΛΛΩΣΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ].

Το ίδιο συμβαίνει και με το θάνατο. Δεν είναι αυτός ο έσχατος εχθρός της ανθρώπινης υπάρξεως (στο χωρίο Α΄ Κορ. 15, 26, που χαρακτηρίζει έτσι το θάνατο, ο Παύλος τον θέτει σε παραλληλία προς την «πάσαν κοσμικήν αρχήν και εξουσίαν και δύναμιν» του στ. 24). Ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου είναι η αιτία που προκαλεί το θάνατο, το «κέντρον του θανάτου» (Α΄ Κορ. 15, 56), δηλ. η αμαρτία, και ο θάνατος είναι «οψώνιον της αμαρτίας» (Ρωμ. 6, 23). Γι' αυτό και ο πραγματικός αγώνας του ανθρώπου δεν είναι προς σάρκα και αίμα, «αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. 6, 12). Για το λόγο τούτο ο πιστός δεν τρομοκρατείται μπροστά στο θάνατο, γιατί δεν είναι πλέον, μετά την ανάσταση του Χριστού, απειλή της προσωπικής του υπάρξεως, όσο κι αν φαινομενικά αφανίζει τη βιολογική του υπόσταση. «Ίσασι γαρ όντως, ότι αποθνήσκοντες ουκ απόλλυνται, αλλά και ζώσι, και άφθαρτοι διά της αναστάσεως γίνονται»96. Ο θάνατος είναι πλέον ο όρος της αναστάσεως, δηλ. ο βιολογικός τρόπος για να υπερβαθεί. Ο Χριστός με το θάνατό του κατάργησε εφάπαξ και διά παντός «τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ᾽ έστιν τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. 2, 14-15). Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι ο θάνατος είναι το ακραίο «ασκητικό» συμβάν της ζωής, όπου ο άνθρωπος παραδίδει (ακόμη και εκούσια αν χρειασθεί) τη βιολογική του υπόσταση στο δημιουργό του, για να εγερθεί «εν δυνάμει» σε «σώμα πνευματικόν» (Α΄ Κορ. 15, 44), για να ολοκληρωθεί μέσα στο πλήρωμα της άφθαρτης τριαδικής ζωής ως «υιός της αναστάσεως» (Λουκ. 20, 36). Συνεπώς δεν έχει για τον πιστό σημασία ο θάνατος καθαυτός (αφού «εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος», Φιλιπ. 1, 21, πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 15), αλλά η ανάσταση, που είναι η τελική παρέμβαση του Θεού στη φυσική τάξη της δημιουργίας (οι έλληνες Πατέρες θεωρούν την καθολική ανάσταση των νεκρών ως την τρίτη δημιουργία), η τελική υποταγή των πάντων στο Θεό, όπου ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσιν» (Α΄ Κορ. 15, 28).[ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΚΡΙΣΗ]

Και στο θέμα τούτο η ανθρώπινη ζωή είναι εικόνα του αρχετύπου της Χριστού. Με το θάνατο κοινωνεί ο πιστός στην τριήμερη «κατάπαυση» του θανόντος Χριστού, αναμένοντας σε χρόνο που ώρισε στη σοφία του ο Θεός, την τελική και καθολική ανάσταση. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τη χαρά των μαρτύρων της Εκκλησίας μπροστά στο βίαιο θάνατο, που ως έσχατη ασκητική πράξη ελευθερίας, σημαίνει τη νίκη της θεωμένης εν Χριστώ ανθρώπινης φύσεως (δηλ. του προσώπου) απέναντι στο σατανά, την «οντολογική» αρχή της αμαρτίας και του βιολογικού θανάτου. Η εκούσια αποδοχή του θανάτου, όταν ο πιστός αντιμετωπίζει το υπαρξιακό δίλημμα της βιολογικής ή αληθινής ζωής, γίνεται η ακραία έκφραση της προσωπικής υποστάσεως του ανθρώπου.

Μετά τη διευκρίνηση αυτή μπορούμε τώρα να συζητήσουμε τη σημασία που έχει το πρόσωπο για τη νέα «οντολογία» του κτιστού όντος, που δημιουργήθηκε με την ενσάρκωση και την ανάσταση του Χριστού. Αν ο οντολογικός όρος του κτιστού όντος είναι «το είναι εν τω όντι» και αν η μετοχή στη ζωή του Θεού παρέχει τη ζωή («το δε εν ανθρώποις μακάριον, τη μεθέξει του όντως όντος, εκείνο ποσώς γίνεταί τε και ονομάζεται, όπερ η του μετεχομένου φύσις εστιν»98), τότε η νέα «οντολογία» του κτιστού όντος είναι «το απ' αιώνος σεσιγημένον μυστήριον» του θελήματος του Θεού να μετατρέψει, με το Χριστό και το Πνεύμα του, τη δημιουργία σε θεία βασιλεία. Η βασιλεία του Θεού είναι το προωρισμένο τέλος της κτιστής δημιουργίας, χάρη του οποίου και δημιουργήθηκε. Η έσχατη αλήθεια είναι «η των μελλόντων κατάστασις»99, ενώ η ιστορική ζωή είναι η «εκ μέρους» θέα και εικόνα της. Ως προς τη θεώρηση της βασιλείας του Θεού οι Έλληνες Πατέρες συγκλίνουν στην άποψη, ότι «μηδέν άλλο τι... την βασιλείαν των ουρανών νομίσητε ή την των όντων αληθή κατανόησιν ην και μακαριότητα ονομάζουσαν αι θείαι γραφαί»100.

Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή το κτιστό ον είναι δυνάμει «σημείον», εικόνα και τόπος θείας ενέργειας και παρουσίας και φανερώνει αυτή την «αλήθειά» του στο μέτρο που λειτουργεί ως τέτοιο σημείο της θείας βασιλείας. Έχουμε δηλ. και πάλι εδώ ριζική αντιστροφή της φιλοσοφικής κατανοήσεως της οντολογίας. Δεν είναι αυτή ο τρόπος που υπάρχει το είναι, αυτό που κάνει το είναι να είναι ο,τι είναι, αλλά η αποκάλυψη, «κατανόηση» και λειτουργία του κτιστού όντος ως εικόνας της Βασιλείας. Αυτή είναι η «δυναμική» οντολογία της δημιουργίας. Αλλα η «κατανόηση» και λειτουργία της ως σημείου της Βασιλείας είναι υπόθεση του προσώπου. Τούτο σημαίνει, ότι το πρόσωπο δεν κάμει το κτιστό ον να είναι ο,τι είναι (η δημιουργία είναι πλασμένη ως δυναμικό σημείο της Βασιλείας), αλλά μόνο ως πρόσωπο μπορεί ο άνθρωπος να «κατανοήσει» και ενεργοποιήσει την αληθινή οντολογία του είναι. Και η «κατανόηση» αυτή του όντος δεν μεταβάλλει αυτό το ον καθαυτό, αλλά αποκαλύπτει την «κατά φύση» αλήθεια και λειτουργία του. Αυτός που «μεταβάλλεται» είναι ο «κατανοών» άνθρωπος. Αυτός λειτουργεί ως πρόσωπο, όταν «κατανοεί», φανερώνει και ενεργοποιεί την φύση των όντων. Συνεπώς η αληθινή φύση των όντων φανερώνεται και λειτουργεί διά μέσου του προσώπου. Η οντολογική αυτή «κατανόηση» εκφράζει και τον έσχατο σκοπό της υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι η «θέα» του κάλλους των όντων, η μετοχή στο πλήρωμα της άφθαρτης τριαδικής ζωής. «Φιλόσοφος δε εστιν αληθινός, ο εκ των όντων την αιτίαν των όντων ειδώς, η εκ της αιτίας τα όντα γινώσκων κατά την υπέρ νούν ένωσιν και την άμεσον πίστιν γενόμενος· ου μόνον μαθών, αλλά και παθών τα θεία» 101. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος ως πρόσωπο επιτελεί διπλή «οντολογική» αποστολή: Φανερώνει και ενεργοποιεί τον κόσμο στην έσχατη λειτουργία του, ως δυναμικό σημείο και στοιχείο της Βασιλείας και με τον τρόπο αυτό προ-ειδοποιεί και προ-οδοποιεί την έλευση της Βασιλείας. Αυτή ακριβώς είναι και η ιστορική αποστολή του απέναντι στο κτιστό ον: Να λειτουργεί ως προφήτης και ζωτική φανέρωση της θείας Βασιλείας.

Σημειώσεις

92. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, MPG 44, 725Α.
93. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, MPG 44, 725Β, πρβλ. επίσης και Μ. Βασιλείου, Ομιλ. εις την Εξαήμερου Β΄ 5, ВЕП 51, 199.
94. Μ. Βασιλείου, Ίδιο έργο Β΄ 4, ΒΕΠ 51, 199.
95. Γρηγορίου Νοσ., Κατά Ευνομίου Ε΄, MPG 45, 700D.
96. Μ. Αθανασίου, Περί ενανθρωπήσεως 27, ΒΕΠ 30, 96, βλ. και Γρηγορίου Νυσ., Μέγας Κατηχ. Λόγος Η΄, MPG 45, 33 εξ.
97. Πρβλ. π.χ. Μ. Βασιλείου, Επιστ. 8, 11, ΒΕΠ 55, 29.
98. Γρηγορίου Νύσσης., Εις την επιγραφήν των Ψαλμών, MPG 44, 433C.
99. Μαξίμου Ομολ., Σχόλια εις τον άγιον Διονύσιον, MPG 4, 137.
100. Μ. Βασιλείου, Επιστ. 8, 12, ΒΕΠ 55, 31.
101. Γρηγορίου Σιναΐτη, Φιλοκαλία, τομ. Δ΄, Αθήναι 1961, 57.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου