Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Σύναξις Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)


Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Κεφ. 1, χωρία 29 έως 34

Ομιλία ΙΖ΄ του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου, από το Υπόμνημά του στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, σχετικά με τη μαρτυρία του Τιμίου Προδρόμου για τον Αμνό του Θεού.

«Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων. Τῇ ἐπαύριον βλέπει τὸν ᾽Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (: Αυτά συνέβησαν στην Βηθανία, πέρα από τον Ιορδάνη όπου βάπτιζε ο Ιωάννης. Την επομένη ημέρα βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που προφήτευσε ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιαστεί για να πάρει επάνω Του και να εξαλείψει την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου)».

Είναι μέγα αγαθό η παρρησία και η διακήρυξη της αλήθειας με ειλικρίνεια και με θάρρος, καθώς και το να τίθεται υπεράνω όλων η ομολογία πίστεως στον Χριστό, και όλα τα άλλα να έρχονται δεύτερα· τόσο μέγα και αξιοθαύμαστο, ώστε ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, να ανακηρύσσει ως δικό Του εκείνον που έχει τέτοιο ηρωικό φρόνημα, ενώπιον του Πατρός Του (πρβλ. Ματθ. 10, 32: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς (: Καθένας, λοιπόν, που με πίστη και θάρρος και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου ως δικό μου».), αν και βέβαια δεν είναι ίση η ανταπόδοση· διότι εσύ μεν δίνεις ομολογία επί της γης, Αυτός δε ομολογεί στους ουρανούς και εσύ μεν ομολογείς ενώπιον ανθρώπων, Αυτός δε ενώπιον του Πατρός και όλων των αγγέλων. Τέτοιος ήταν ο Ιωάννης, ο οποίος δε λογάριασε ούτε το πλήθος, ούτε τη δόξα, ούτε τίποτε άλλο ανθρώπινο, αλλά τα περιφρόνησε αυτά όλα και με την ανάλογη παρρησία διακήρυξε μπροστά σε όλους την αλήθεια σχετικά με τον Χριστό. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Ευαγγελιστής επισημαίνει και τον τόπο, για να δείξει την παρρησία του μεγαλόφωνου κήρυκα. Διότι δε διακήρυξε τη θαυμαστή εκείνη περί του Χριστού ομολογία του, η οποία είναι γεμάτη από τα υψηλά και μεγάλα και απόρρητα δόγματα, και το ότι δεν ήταν ικανός να λύσει ούτε το λουρί του υποδήματος του Ιησού, δεν την έκανε μέσα σε κάποιο σπίτι, ούτε σε κάποια απόμερη γωνιά, ούτε στην ερημιά, αλλά στον Ιορδάνη ενώπιον του πλήθους, ενώπιον όλων εκείνων τους οποίους εβάπτιζε (διότι οι Ιουδαίοι ήλθαν καθώς βάπτιζε).

Πώς λοιπόν το πραγματοποιεί αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης; Με το να προσθέτει και να λέει: «Αυτά έγιναν στην Βηθανία». Όσα δε από τα αντίγραφα εκθέτουν ακριβέστερα τα γεγονότα, λέγουν ότι αυτά συνέβησαν «στη Βηθαβαρά»˙ διότι η Βηθανία δε βρισκόταν πέραν του Ιορδάνου ποταμού, ούτε στην έρημο, αλλά κάπου κοντά στα Ιεροσόλυμα. Τις τοποθεσίες επίσης τις επισημαίνει και για έναν άλλο λόγο. Επειδή, δηλαδή, επρόκειτο να διηγηθεί όχι παλαιά γεγονότα, αλλά γεγονότα που συνέβησαν προ ολίγου χρόνου, επικαλείται ως μάρτυρες των λεγομένων του αυτούς, που ήσαν παρόντες σε αυτά και τα παρακολούθησαν και παρέχει κατ’ αυτόν τον τρόπο μια πρόσθετη από τις τοποθεσίες απόδειξη. Διότι επειδή ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είχε την πεποίθηση ότι τίποτε απολύτως δεν πρόσθετε από τον εαυτό του στα λεγόμενα, αλλά εξέθετε απλώς όλα τα γεγονότα όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα, χρησιμοποιεί τη μαρτυρία των τόπων, προκειμένου να χρησιμεύσει ως απόδειξη, όπως είπα, σημαντική για την αλήθεια των λόγων του.

«Τῇ ἐπαύριον βλέπει τὸν ᾽Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (: Την άλλη μέρα βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν και είπε˙ Ιδού ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου)». Οι Ευαγγελιστές διαμοίρασαν τους καιρούς. Και ο μεν Ματθαίος, αφού παραλείπει τα χρονικά γεγονότα που προηγήθηκαν της συλλήψεως και της φυλακίσεως του Βαπτιστού Ιωάννου, σπεύδει να διηγηθεί ό,τι συνέβη στη συνέχεια˙ ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης όχι μόνο δεν τα παραλείπει, αλλά αντιθέτως μάλιστα ασχολείται ιδιαιτέρως με αυτά. Και ο Ματθαίος μεν μετά την επάνοδο του Ιησού από την έρημο, αφού αποσιώπησε όσα συνέβησαν ενδιαμέσως, -όπως όσα είπε ο Ιωάννης, όσα διά των απεσταλμένων τους έλεγαν οι Ιουδαίοι- και αφού συντόμευσε όλα τα άλλα, έφθασε αμέσως στο γεγονός της φυλακίσεως και του αποκεφαλισμού του Βαπτιστού, διότι λέγει: Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων (: Όταν δε ο Ιησούς άκουσε αυτά -ότι δηλαδή παραδόθηκε ο Ιωάννης-, αναχώρησε από εκεί με πλοίο σε έρημο τόπο, όπου έμεινε μόνος με τους μαθητές Του.)» [Ματθ. 14, 13]. Ο Ιωάννης από την άλλη πλευρά δεν εκθέτει τα γεγονότα με την ίδια σειρά, αλλά διαφορετικά, διότι αποσιώπησε μεν τη μετάβαση του Ιησού στην έρημο, επειδή είχε αναφερθεί από τον Ματθαίο, διηγείται όμως όσα συνέβησαν μετά την κάθοδο του Ιησού από το όρος [Ιω. 3, 22- 3, 30] και αφού είπε πολλά, πρόσθεσε: «οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης (: Δεν είχε δε ακόμη συλληφθεί και φυλακισθεί από τον Ηρώδη ο Ιωάννης) [Ιω. 3, 24].


Και για ποιο λόγο, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, έρχεται τώρα ο Ιησούς προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά και δύο φορές; Διότι ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο ερχομός του Ιησού για το βάπτισμα ήταν αναγκαίος, γι’ αυτό ακριβώς λέγει και ο Ιησούς ότι «με έναν τέτοιο τρόπο είναι πρέπον σε μας να εκπληρώσουμε κάθε εντολή του νόμου» (Ματθ. 3, 15)˙ ο Ιωάννης όμως ο Ευαγγελιστής λέγει ότι Αυτός πήγε και πάλι μετά το βάπτισμα και τούτο το φανέρωσε με τα ακόλουθα λόγια: «καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν (: Και βεβαίωσε ο Ιωάννης λέγοντας ότι “είδα το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει ωσάν περιστερά από τον ουρανό και έμεινε σε Αυτόν μονίμως.) [Ιω. 1, 32]

Για ποιο λόγο, λοιπόν, έρχεται προς τον Ιωάννη; Διότι δεν ήλθε απλώς, αλλά πορευόταν προς αυτόν˙ διότι, λέγει, είδε τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν. Για ποιο λόγο, λοιπόν, ερχόταν; Επειδή ο Ιωάννης βάπτισε Αυτόν μαζί με πολλούς άλλους, έσπευδε προς αυτόν, για να μη φανταστεί κανείς ότι για την ίδια αιτία για την οποία πήγαιναν και οι άλλοι, πήγε και βαπτίστηκε, δηλαδή με τον σκοπό να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του και να λουσθεί σε μετάνοια στον ποταμό. Γι’ αυτό λοιπόν πάλι έρχεται για να δώσει συγχρόνως την αφορμή και στον Ιωάννη να διορθώσει αυτήν ακόμη την υποψία τους˙ και διότι με το να πει ο Ιωάννης: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιω. 1, 29), αναίρεσε εξ ολοκλήρου την υποψία τους αυτή.

Εκείνος λοιπόν ο οποίος είναι τόσο καθαρός, ώστε να δύναται να συγχωρεί και τα αμαρτήματα των άλλων, είναι φανερό ότι δεν έρχεται προς τον Ιωάννη με σκοπό να εξομολογηθεί αμαρτίες, αλλά για να δώσει αφορμή σε αυτόν, τον αξιοθαύμαστο κήρυκα, να εκθέσει τα λεχθέντα εκ νέου και κατά τρόπο ακριβέστερο σε εκείνους, που είχαν ακούσει τα προηγούμενα και να προσθέσει επιπλέον και άλλα ακόμη. Το δε «ἴδε» ειπώθηκε για τη συνεχή και μετά πόθου αναζήτηση Αυτού από πολλούς, εξαιτίας όσων ειπώθηκαν γι’ Αυτόν από πολύ παλιά. Γι’ αυτό ο Ιωάννης τώρα που είναι ο Μεσσίας παρών, Τον δείχνει και λέγει «ἴδε» αποκαλύπτοντας ότι Αυτός είναι που προ πολλού επιζητείται και αναμένεται, αυτός ο Αμνός.

Αποκαλεί δε Αυτόν «Αμνό», υπενθυμίζοντας στους Ιουδαίους την προφητεία του Ησαΐα και την κατά τρόπο σκιώδη προτύπωση του Αμνού του Θεού διά του πασχαλίου εκείνου αμνού του Μωυσέως, με τον σκοπό να οδηγήσει αυτούς μάλλον από τον τύπο προς την αλήθεια. Εκείνος μεν λοιπόν, ο παλαιός αμνός κανενός απολύτως δεν αφαίρεσε αμαρτία, ενώ Αυτός απομάκρυνε την αμαρτία ολόκληρης της οικουμένης. Διότι ενώ αυτή κινδύνευε να καταστραφεί, την απήλλαξε αμέσως από την οργή του Θεού.

«Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν (: Αυτός είναι, διά τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος)» [Ιω. 1, 30]. Βλέπεις πώς και με τα εδώ λεγόμενα ερμηνεύει το «ἔμπροσθεν»; Διότι αφού ομίλησε περί του Αμνού και αφού είπε ότι σηκώνει και εξαλείφει την αμαρτία του κόσμου, τότε λέγει ότι «ἔμπροσθέν μου γέγονεν», με τον οποίο φανερώνει ότι αυτό ακριβώς σημαίνει το «ἔμπροσθεν», ότι θα αναλάβει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, ότι θα βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Διότι η δική μου παρουσία δεν είχε κανένα άλλο σκοπό από το να κηρύξει τον κοινό ευεργέτη της οικουμένης και να χορηγήσει το βάπτισμα του ύδατος, ενώ η παρουσία Αυτού αποβλέπει στο να καθαρίσει ψυχικά όλους τους ανθρώπους και στο να χαρίσει την αγιαστική ενέργεια του Παρακλήτου. Αυτός «ἔμπροσθέν μου γέγονεν», δηλαδή αναδείχτηκε λαμπρότερος από εμένα «διότι υπήρχε πριν από εμένα».

Πρέπει να αισχύνονται αυτοί, που αποδέχτηκαν την παραφροσύνη του Παύλου Σαμοσατέως, αρνούμενοι την αλήθεια, η οποία είναι τόσο σαφής και φανερή. «Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν (: και εγώ δεν γνώριζα Αυτόν προηγουμένως) [Ιω. 1, 33]. Κοίταξε εδώ με ποιο τρόπο παρουσιάζει τη μαρτυρία ανυπόκριτη και ανυποψίαστη, δείχνοντας ότι αυτή δεν προέρχεται από ανθρώπινη συμπάθεια, αλλά είναι έργο θείας αποκαλύψεως: «διότι εγώ δε γνώριζα Αυτόν προηγουμένως», λέγει. Πώς λοιπόν θα μπορούσες να ήσουνα αξιόπιστος μάρτυρας; Πώς θα μπορούσες να διδάξεις και άλλους εφόσον εσύ ο ίδιος αγνοούσες; Δεν είπε: «Δε γνωρίζω Αυτόν», αλλά: «Δε γνώριζα Αυτόν», ώστε να γίνει ακριβώς για τούτο τελείως αξιόπιστος. Γιατί κατά ποιο τρόπο θα μπορούσε να χαριστεί σε κάποιον που δεν τον γνώριζε; «Ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τῷ ᾽Ισραὴλ διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν ὕδατι βαπτίζων (: αλλά για να φανερωθεί Αυτός στους Ισραηλίτες, για τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω στα ύδατα του Ιορδάνου)» (Ιω. 1, 31). Δεν είχε λοιπόν Εκείνος ανάγκη βαπτίσματος, ούτε είχε κανένα άλλο σκοπό εκείνο το λουτρό, παρά τούτο μόνο, να προετοιμάσει όλους τους άλλους στην πίστη προς τον Χριστό. Διότι δεν είπε: «για να καθαρίσω όσους βαπτίζονται», ούτε: «ήλθα για να χορηγώ βάπτισμα αφέσεως αμαρτιών», αλλά «για να γίνει γνωστός και φανερός στους Ισραηλίτες».

Αλλά πες μου: χωρίς το βάπτισμα δεν ήταν δυνατόν να κηρύξει και να πείσει τα πλήθη; Ήταν αλλά όχι τόσο εύκολα. Ούτε και θα έτρεχαν τόσο πολύ όλοι, εάν το κήρυγμα γινόταν χωρίς βάπτισμα, και ούτε θα μάθαιναν την υπεροχή του χριστιανικού βαπτίσματος με τη σύγκριση.

Τα πλήθη λοιπόν προσέρχονταν, όχι για να ακούσουν αυτά που έλεγε, αλλά γιατί; Για να βαπτιστούν αφού εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους. Όταν πήγαιναν όμως διδάσκονταν τα σχετικά με τον Χριστό και τη διαφορά του βαπτίσματος. Μολονότι αυτό το βάπτισμα ήταν περισσότερο σεβαστό από το ιουδαϊκό, γι’ αυτό άλλωστε έτρεχαν όλοι, εντούτοις και πάλι ήταν ατελές.

Πώς λοιπόν Τον γνώρισες εσύ, Ιωάννη; «Με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος», λέγει. Για να μη νομίσει όμως κανείς ότι είχε ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, όπως εμείς, άκουσε πώς διαλύει και αυτήν την υποψία, δείχνοντας ότι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος έγινε μόνο για να κηρύξει τον Χριστό· διότι αφού είπε: «και εγώ δεν Τον γνώριζα», πρόσθεσε: «αλλά Εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με ύδωρ, Εκείνος μου είπε: “Σε όποιον θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα και να μένει επάνω Του, Αυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα άγιο”». Βλέπεις ότι αυτό ήταν το έργο του Πνεύματος, να δείξει τον Χριστό;

Ήταν όμως και η μαρτυρία του Ιωάννη απίστευτη, και επειδή ήθελε να την κάνει πιο αξιόπιστη, την αποδίδει στον Θεό και στο Άγιο Πνεύμα. Διότι, επειδή ο Ιωάννης μαρτύρησε τόσο μεγάλο και αξιοθαύμαστο γεγονός, το οποίο ήταν ικανό να καταπλήξει όλους όσους το άκουγαν, δηλαδή ότι μόνος Αυτός σηκώνει τις αμαρτίες ολόκληρης της οικουμένης και ότι για την τόσο μεγάλη λύτρωση είναι αρκετό το μέγεθος της δωρεάς, κάνει αυτήν την αποκάλυψη. Η αποκάλυψη δε, ότι είναι Υιός του Θεού και ότι δεν έχει ανάγκη βαπτίσματος και ότι αυτή η αποκάλυψη ήταν έργο της καθόδου του αγίου Πνεύματος, έγινε μόνο για να Τον καταστήσει φανερό· διότι δεν ήταν στη δύναμη του Ιωάννη να δώσει Πνεύμα· το δηλώνουν άλλωστε αυτό και όσοι βαπτίζονται από αυτόν και λένε: «ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν(:μα εμείς ούτε καν έχουμε ακούσει ακόμη εάν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους Πνεύμα Άγιο, που να ενεργεί και να μεταδίδει χαρίσματα)» [Πράξ.19,2] .

Επομένως ο Χριστός δεν είχε ανάγκη ούτε εκείνου του βαπτίσματος ούτε κανενός άλλου, μάλλον δε το βάπτισμα είχε ανάγκη από τη δύναμη του Χριστού· διότι εκείνο που έλειπε, εκείνο ήταν το σπουδαιότερο από όλα τα αγαθά, το να λάβει ο βαπτιζόμενος το Πνεύμα. Αυτήν λοιπόν τη χορήγηση του Πνεύματος πρόσθεσε όταν ήλθε. Και ο Ιωάννης ομολόγησε: «Τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ(:έχω δει το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι απ’ τον ουρανό και να μένει πάνω Του μόνιμα και διαρκώς, και όχι όπως στους προφήτες, οι οποίοι δέχονταν εκτάκτως τη χάρη του Πνεύματος και για ειδικό σκοπό.Όπως εσείς, έτσι κι εγώ δεν γνώριζα ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αλλά ο Θεός που με έστειλε να βαπτίζω με απλό νερό, Εκείνος μου είπε: “Σ’ όποιον δεις το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει μόνιμα πάνω Tου, Aυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο και Aυτός χορηγεί τις δωρεές και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος σε όσους βαπτίζονται με το βάπτισμά Tου”. Πράγματι λοιπόν εγώ είδα το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει πάνω του. Και έχω δώσει μαρτυρία ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος)»[Ιω.1,32-34].

Συνεχώς αναφέρει το «δεν Τον γνώριζα», όχι άσκοπα και όπως έτυχε, αλλά επειδή ήταν συγγενής Του κατά σάρκα· διότι « ἰδοὺ(:ιδού)», λέγει, «Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν(:η συγγενής σου Ελισάβετ έχει συλλάβει κι αυτή ένα αγόρι)»[Λουκά 1,36]. Για να μη δώσει λοιπόν την εντύπωση ότι χαρίζεται εξαιτίας της συγγένειας, για τον λόγο αυτόν αναφέρει συνεχώς το «δεν Τον γνώριζα». Άλλωστε αυτό συνέβαινε και στην πραγματικότητα, διότι όλα τα χρόνια έμενε στην έρημο και μακριά από την πατρική του οικία.


Πώς όμως, εάν δεν Τον γνώριζε πριν από την κάθοδο του Πνεύματος, και εάν Τον γνώρισε τότε για πρώτη φορά, Τον παρεμπόδιζε πριν από το βάπτισμα λέγοντας: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; (:εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα τον αναμάρτητο, κι Εσύ έρχεσαι σε μένα για να δεχθείς το βάπτισμα;)»;[Ματθ.3,14]· διότι αυτό είναι απόδειξη ότι Τον γνώριζε πολύ καλά. Τον γνώριζε, αλλά όχι προηγουμένως και μάλιστα πριν από πολύ χρόνο, και πολύ εύλογα· διότι τα μεν θαύματα, όσα συνέβησαν ενόσω ακόμη ήταν παιδί, δηλαδή τα σχετικά με τους μάγους και τα άλλα παρόμοια, είχαν συμβεί πριν από πολύ χρόνο, όταν και ο Ιωάννης ήταν πολύ παιδί. Επειδή δε εν τω μεταξύ είχε παρέλθει πολύς χρόνος, ήταν φυσικό να είναι άγνωστος σε όλους· διότι εάν ήταν γνωστός του, δεν θα έλεγε: «Για να γίνει φανερός στον ισραηλιτικό λαό, γι’ αυτό ήλθα και βαπτίζω».

Από εδώ λοιπόν μας γίνεται φανερό, ότι και τα θαύματα εκείνα, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι παιδικά θαύματα του Χριστού, είναι ψεύτικα και επινοήσεις μερικών οι οποίοι τα εισάγουν εκ των υστέρων· διότι εάν άρχιζε να θαυματουργεί από την πρώτη ηλικία του, ούτε ο Ιωάννης θα το αγνοούσε, ούτε το υπόλοιπο πλήθος θα είχε ανάγκη διδασκάλου για να Τον φανερώσει. Ενώ τώρα ο ίδιος λέγει ότι για τον λόγο αυτόν ήλθε, για να γίνει φανερός στον ισραηλιτικό λαό, και για τον λόγο αυτόν επίσης έλεγε: «εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από Εσένα».

Έπειτα δε, όταν Τον γνώρισε καλύτερα, Τον κήρυσσε στα πλήθη λέγοντας: « Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν(:Αυτός είναι για τον Oποίο σας είπα: “Ύστερα από μένα έρχεται κάποιος που υπήρχε πολύ πιο πριν από μένα και είναι ασυγκρίτως λαμπρότερος και ενδοξότερός μου, διότι ως Θεός υπήρχε πριν από μένα)»[Ιω.1,30], διότι και «εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με ύδωρ» και ο οποίος με έστειλε και για τον λόγο αυτόν, «για να γίνει φανερός στον ισραηλιτικό λαό», Αυτός του Τον αποκάλυψε και πριν από την κάθοδο του Πνεύματος. Για τον λόγο αυτόν και πριν να έλθει, έλεγε: «Μετά από εμένα έρχεται κάποιος, που είναι ανώτερός μου».

Δεν Τον γνώριζε λοιπόν πριν να έλθει στον Ιορδάνη και να βαπτίζει τους πάντες, αλλά όταν επρόκειτο να βαπτιστεί, τότε Τον γνώρισε. Και αυτό έγινε με το να Τον αποκαλύψει ο Πατήρ Του στον προφήτη, και να Τον δείξει το Πνεύμα καθώς βαπτιζόταν στους Ιουδαίους, χάριν των οποίων έγινε και η κάθοδος του Πνεύματος. Διότι, για να μην περιφρονηθεί η μαρτυρία του Ιωάννη, ο οποίος έλεγε ότι «είναι ανώτερός μου» και ότι βαπτίζει με Πνεύμα και ότι θα κρίνει την οικουμένη, και ο Πατήρ φωνάζει διακηρύσσοντας τον Υιό, και το Πνεύμα κατέρχεται, έλκοντας τη φωνή του Πατρός επάνω στην κεφαλή του Χριστού· διότι επειδή ο μεν ένας βάπτιζε, ο δε άλλος βαπτιζόταν, για να μη νομίσει κανείς από τους παρευρισκόμενους ότι για τον Ιωάννη λεγόταν αυτό που ακουγόταν, έρχεται το Πνεύμα και αίρει αυτήν την παρεξήγηση.

Ώστε, όταν λέγει «δεν τον γνώριζα», εννοεί τον πριν από τη βάπτιση χρόνο και όχι τον κοντινό· διότι αλλιώς πώς θα τον παρεμπόδιζε λέγοντας «εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από Εσένα»; Και πώς ακόμη έλεγε τα άλλα παρόμοια περί Αυτού;

«Πώς όμως τότε δεν πίστεψαν οι Ιουδαίοι;», αναρωτιέται ίσως κάποιος· «διότι δεν είδε μόνο ο Ιωάννης το Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς». Διότι, μολονότι το είδαν, αυτά τα πράγματα δεν χρειάζονται μόνο σωματικούς οφθαλμούς, αλλά πριν από αυτούς έχουν ανάγκη οφθαλμών της διανοίας, για να μη νομίσουν ότι το γεγονός είναι περιττή επινόηση. Όταν λοιπόν, αν και Τον έβλεπαν να θαυματουργεί και να ακουμπά με τα ίδια Του τα χέρια τους αρρώστους και τους νεκρούς και να τους επαναφέρει με τον τρόπο αυτόν στη ζωή και στην υγεία, τόσο πολύ ήσαν κυριευμένοι από το πάθος του φθόνου, ώστε να διακηρύττουν αντίθετα από αυτά που έβλεπαν, πώς με μόνη την επιφοίτηση του Πνεύματος θα αποκήρυτταν την απιστία;

Μερικοί πάλι λένε ότι δεν το είδαν όλοι εκείνοι, παρά μόνο ο Ιωάννης και όσοι διατελούσαν με περισσότερο ευγνώμονα διάθεση· διότι, μολονότι ήταν δυνατόν να Το δουν με τους αισθητούς οφθαλμούς, αφού το Πνεύμα κατερχόταν υπό μορφή περιστεράς, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν αναγκαίο οπωσδήποτε να γίνει το συμβάν ολοφάνερο. Διότι και ο Ζαχαρίας πολλά είχε δει με αισθητή μορφή, και ο Δανιήλ και ο Ιεζεκιήλ, και όμως δεν είχαν κανένα άλλον που να βλέπει και αυτός. Και ο Μωυσής επίσης πολλά είχε δει και μάλιστα τέτοια που δεν είδε κανείς από τους άλλους. Αλλά και την επί του όρους Μεταμόρφωση δεν αξιώθηκαν να την δουν όλοι οι μαθητές, ούτε δε και στη θέα της Αναστάσεως έλαβαν μέρος όλοι.

Αυτό επίσης το δηλώνει σαφώς ο Λουκάς, όταν λέγει ότι «τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(:ο Θεός όμως Τον ανέστησε την τρίτη ημέρα από τον θάνατό Του. Και επέτρεψε να γίνει ορατός και να εμφανιστεί μετά την Ανάστασή Του, όχι πλέον σε όλον το λαό. Αλλά εμφανίστηκε σε μάρτυρες που είχαν εκλεγεί από τον Θεό πολύ πριν σταυρωθεί και αναστηθεί ο Ιησούς. Και οι μάρτυρες αυτοί είμαστε εμείς οι απόστολοι, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί Του μετά την Ανάστασή Του από τους νεκρούς)»[Πράξ.10,41-42].

«Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(:Πράγματι λοιπόν εγώ είδα το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει πάνω Του. Και έχω δώσει μαρτυρία ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος)»[Ιω.1,34]. Και πού μαρτύρησε ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού; Διότι Αμνό του Θεού Τον ονόμασε και ότι πρόκειται να βαπτίζει με Πνεύμα το είπε· Υιό όμως του Θεού πουθενά δεν Τον ονόμασε. Με τη βάπτιση όμως, οι άλλοι ευαγγελιστές δεν αναφέρουν ότι είπε τίποτε, αλλά αφού παραλείπουν όλα τα ενδιάμεσα, αναφέρουν τα θαύματα του Χριστού που έγιναν μετά τη σύλληψη του Ιωάννη. Από αυτά είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι και αυτά και άλλα πολύ περισσότερα έχουν παραλειφθεί. Και αυτό το δηλώνει στο τέλος του συγγράμματός του ο ίδιος ο ευαγγελιστής[Ιω.21,25: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν(:Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα που έκανε ο Ιησούς, τα οποία, αν γράφονταν λεπτομερειακά, ένα, ένα νομίζω ότι ούτε ολόκληρος ο κόσμος με όλες τις βιβλιοθήκες του δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφούν. Πραγματικά)»].

Διότι τόσο απέφυγαν από το να επινοήσουν κάτι σπουδαίο γι΄αυτόν, ώστε όσα μεν φαίνονται ότι είναι αξιοκατάκριτα, τα αναφέρουν όλοι ομόφωνα και με κάθε ακρίβεια, και δεν είναι δυνατόν να βρεις κανένα από αυτούς που να έχει παραλείψει τίποτε τέτοιο. Ενώ από τα θαύματα, άλλα μεν τα άφησαν σε άλλους, άλλα δε τα αποσιώπησαν όλοι. Αυτά δε δεν τα είπα στην τύχη, αλλά ως απάντηση στην αναισχυντία των Ελλήνων. Διότι αυτό είναι αρκετό δείγμα της ειλικρίνειας των ευαγγελιστών και του ότι δεν λέγουν τίποτε χαριστικώς. Και μπορείτε και από αυτά, μαζί με τα άλλα να οπλίζεστε κατά την εναντίον τους διαμάχη με επιχειρήματα. Αλλά προσέχετε· διότι είναι άτοπο, ο μεν ιατρός να αγωνίζεται με λεπτομέρεια υπέρ της τέχνης του, και ο υποδηματοποιός και ο υφαντουργός και όλοι γενικώς οι τεχνίτες· ενώ εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός να μην μπορεί να υπερασπιστεί την πίστη του. Μολονότι εκείνα μεν εάν παραθεωρηθούν φέρουν χρηματική ζημία· ενώ αυτά όταν παραμελούνται μας καταστρέφουν την ίδια την ψυχή μας. Τόσο άθλια φερόμαστε όμως, ώστε σε εκείνα μεν να δείχνουμε κάθε προθυμία, ενώ τα απαραίτητα και εκείνα τα οποία αφορούν την υπόθεση της σωτηρίας μας τα περιφρονούμε ως ανάξια λόγου.

Αυτό δεν αφήνει τους Έλληνες να χλευάσουν γρήγορα την πλάνη τους·διότι, όταν αυτοί μεν οι οποίοι συμπράττουν με το ψεύδος,κάνουν τα πάντα ώστε να συγκαλύψουν την αισχύνη των δογμάτων τους, ενώ εμείς οι οποίοι είμαστε υπηρέτες της αλήθειας, δεν μπορούμε ούτε το στόμα μας να ανοίξουμε, πώς δεν θα μας κατηγορήσουν για μεγάλη αδυναμία της διδασκαλίας μας; Πώς δεν θα υποψιαστούν ότι τα δικά μας διδάγματα είναι απάτη και μωρία; Πώς δεν θα βλασφημήσουν τον Χριστό ως είρωνα και απατεώνα, ο οποίος καταχράστηκε τη μωρία των πολλών για να τους εξαπατήσει;

Αυτής δε της βλασφημίας αίτιοι είμαστε εμείς, οι οποίοι δεν θέλουμε να αγρυπνούμε στις ομιλίες περί της ευσεβείας, αλλά τα θεωρούμε αυτά πάρεργα και φροντίζουμε για τα γήινα. Και όταν μεν κάποιος αγαπά ένα χορευτή ή ηνίοχο ή θηριοδαμαστή, κινεί και κάνει τα πάντα, ώστε στους υπέρ αυτού αγώνες να μην αποχωρήσει νικημένος. Και πλέκουν μακρά εγκώμια όταν απολογούνται προς εκείνους που τους κατηγορούν και βάλλουν κατά των αντιθέτων με μύρια σκώμματα· ενώ όταν γίνεται λόγος περί του Χριστιανισμού, όλοι σκύβουν την κεφαλή τους κάτω και ξύνονται και χάσκουν και αφού γελοιοποιηθούν, αναχωρούν.

Και πώς να μην είναι άξια μεγάλης οργής αυτά, όταν ο Χριστός εμφανίζεται από σας πιο άτιμος και από τον χορευτή; Όταν βέβαια για μεν τα κατορθώματα εκείνων ετοιμάζετε μύριες απολογίες, αν και όλοι τους είναι αισχροί, ενώ για τα θαύματα του Χριστού, μολονότι είλκυσαν την οικουμένη, δεν ανέχεστε ούτε να εννοήσετε και να ενδιαφερθείτε κατά τι. Πιστεύουμε σε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα· σε ανάσταση σωμάτων, σε ζωή αιώνια. Εάν λοιπόν σας ρωτήσει κανείς από τους Έλληνες: «Τι είδους είναι αυτός ο Πατήρ; Τι είδους είναι ο Υιός; Τι είδους είναι το άγιο Πνεύμα;». Ή εάν σας ρωτήσει: «Πώς, αφού εσείς έχετε τρεις θεούς, μας κατηγορείτε για πολυθεΐα;». Τι θα πείτε; Τι θα αποκριθείτε; Πώς θα αποκρούσετε την επίθεση αυτών των λόγων;

Τι θα κάνετε δε, εάν, καθώς σιωπάτε, θέσει άλλο ζήτημα και σας ρωτήσει: «Τι είναι γενικά η Ανάσταση; Θα αναστηθούμε άραγε με αυτό το σώμα; Ή μήπως με άλλο και όχι με αυτό; Και εάν αναστηθούμε με αυτό, γιατί είναι ανάγκη να καταργηθεί;». Τι θα πείτε; Εάν πάλι σας ρωτήσει: «Γιατί ο Χριστός ήλθε τώρα και όχι κατά τους προηγούμενους χρόνους; Μήπως τώρα θεώρησε καλό να φροντίσει για τους ανθρώπους, ενώ καθ’όλον τον προηγούμενο καιρό τούς περιφρονούσε;». Ή ακόμη εάν σας ρωτήσει και άλλα περισσότερα από αυτά; Άλλωστε δεν είναι αναγκαίο να θέτουμε πολλά θέματα στη σειρά και να αποφεύγουμε τις απαντήσεις, για να μη βλάψουμε με τον τρόπο αυτόν τους περισσότερο αφελείς· διότι αρκούν και όσα λέχτηκαν για να αποτινάξουν τον ύπνο σας.


Τι θα κάνετε λοιπόν; Εάν σας ρωτούν αυτά και εσείς δεν μπορείτε να ακούσετε ούτε τα λόγια αυτά, άραγε θα υποστούμε μικρή καταδίκη, αφού γίναμε αίτιοι τόσης πλάνης σε όσους βρίσκονται στο σκότος της άγνοιας; Ήθελα, εάν βέβαια είχατε πολύ ελεύθερο χρόνο, να φέρω ενώπιόν όλων σας ένα βιβλίο κάποιου βδελυρού Έλληνα φιλοσόφου το οποίο γράφτηκε εναντίον μας, και άλλου μεγαλύτερου από αυτόν, ώστε με τον τρόπο αυτόν να σας ξυπνήσω και να σας βγάλω από αυτήν τη νωθρότητα. Διότι, εάν εκείνοι για να ομιλήσουν εναντίον μας, τόσο πολύ αγρύπνησαν, ποιας συγνώμης άξιοι θα είμαστε, όταν δεν γνωρίζουμε ούτε τις εναντίον μας επιθέσεις να αποκρούσουμε;

Άλλωστε για ποιο λόγο έχουμε παραταχθεί; Δεν ακούς τον Απόστολο ο οποίος λέγει: «ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος(:να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε και να υπερασπιστείτε την αλήθεια του Ευαγγελίου και κάθε άνθρωπο που ζητά να του εξηγήσετε και να του αποδείξετε όσα ελπίζετε να απολαύσετε στο μέλλον)»; [Α΄Πέτρ.3,15] . Αλλά και ο Παύλος τα ίδια προτρέπει όταν λέει: «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδάσκοντες καὶ νουθετοῦντες ἑαυτοὺς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν χάριτι ᾄδοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ (:ο λόγος και η διδασκαλία του Ιησού Χριστού ας παραμένει μέσα σας πλούσια, για να έχετε κάθε σοφία. Σ’ αυτό θα συντελέσει και το να διδάσκετε και να συμβουλεύετε ο ένας τον άλλο με ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές, που θα ψάλλετε με την καρδιά σας στον Κύριο και θα εκφράζετε με αυτές την ευχαριστία σας στον Θεό)» [Κολ.3,16].

Αλλά τι λένε προς αυτά οι πιο παράλογοι και από τους κηφήνες; Κάθε ευλογημένη ψυχή είναι απλή· και: «ὃς πορεύεται ἁπλῶς, πορεύεται πεποιθώς(:εκείνος που βαδίζει απλά, με αθωότητα και ευθύτητα, βαδίζει με πεποίθηση και θάρρος, διότι δεν θα καταισχυνθεί)» [Παροιμ.10,9]. Αλλά αυτό είναι το αίτιο όλων των κακών, ότι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν να χρησιμοποιήσουν τις μαρτυρίες των Γραφών όπως πρέπει. Διότι εδώ δεν εννοεί τον ανόητο, ούτε εκείνον που δεν γνωρίζει τίποτε, αλλά τον απονήρευτο, τον μη κακούργο, τον συνετό· διότι, εάν εννοούσε αυτό, ήταν περιττό να ακούμε: «Γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί(:φροντίστε να είστε φρόνιμοι σαν τα φίδια, ώστε να μην εκθέτετε τον εαυτό σας σε ανωφελείς και ανόητους κινδύνους, και άκακοι κι απλοί σαν τα περιστέρια)»[Ματθ.10,16].

Αλλά γιατί τα λέω αυτά, αφού σε τίποτε το πρέπον δεν βρίσκει ανταπόκριση ο λόγος αυτός; Διότι από όσα έχουν λεχθεί, ούτε τα άλλα κατορθώσαμε, εννοώ τα ζητήματα του βίου και της ζωής μας, αλλά από παντού είμαστε άθλιοι και καταγέλαστοι και για να κατηγορήσουμε τους άλλους είμαστε πάντοτε έτοιμοι, να διορθωθούμε όμως σε εκείνα για τα οποία κατηγορούμε και μεμφόμαστε τους άλλους είμαστε οκνηροί.

Γι’ αυτό σας παρακαλώ τώρα που ήλθαμε στους εαυτούς μας, να μη σταματήσουμε μόνο μέχρι την κατηγορία, διότι αυτό δεν φθάνει για να εξιλεώσει τον Θεό, αλλά να προσπαθήσουμε να επιδείξουμε σε όλα άριστη μεταβολή, με τρόπο ώστε, αφού ζήσουμε προς δόξαν του Θεού, να απολαύρισουμε και οι ίδιοι τη δόξα την οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη αιωνίως. Αμήν.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,


επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Joannem.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΖ΄, τόμος 13, σελ. 227-249 ,Θεσσαλονίκη
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 71, σελ.254-279.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

(Επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)


ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΥΒΡΙΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΟΤΙ Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ;
ΕΝΩ μὲ τὰ Χριστούγεννα ἔχουμε τὴν ΠΡΩΤΗ ὀντολογικὴ καὶ ὑποστατικὴ ἕνωση Τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κτίση,στα ἅγια Θεοφάνεια ἔχουμε τὴν ΠΡΩΤΗ φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν πλάση. 
ο Πατήρ φωνάζει διακηρύσσοντας τον Υιό, και το Πνεύμα κατέρχεται, έλκοντας τη φωνή του Πατρός επάνω στην κεφαλή του Χριστού·
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΔΙΟ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου