Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Πέρα από τον Ορθόδοξο περσοναλισμό: Νέοι προβληματισμοί για τη θεολογική σημασία του εαυτού (1)

Συνέχεια από: Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

ΑΝΑΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΔΥΤΙΚΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Παραρτήματα

1. Πέρα από τον Ορθόδοξο περσοναλισμό: Νέοι προβληματισμοί για τη θεολογική σημασία του εαυτού 291

Κατά κάποιον τρόπο σήμερα, η ύπαρξη, τα οριακά ερωτήματα, ο θάνατος, έχουν γίνει, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, λόγω ίσως του οριακού τρόπου ζωής μας, άμεσα δεδομένα της συνείδησής μας, «πρόχειρα», προ-των-χειρών μας δηλαδή, παραφράζοντας τον Χάιντεγκερ 292, και δεν μας βρίσκουν πράγματι επαρκείς. Αυτό ακριβώς είναι όμως τελικά και η Θεολογία, και γι' αυτό τον λόγο είναι βαθιά ειρωνική. Υπομένω, αλλά και, μ' έναν άλλο τρόπο, απολαμβάνω βαθύτατα αυτή την ειρωνεία της Θεολογίας, προς τους θεολόγους κυρίως, διότι οι θεολόγοι είναι τα πρώτα συνήθως αντικείμενα της ειρωνείας αυτής και μετά επίσης και κάποιες εκκλησιαστικές δομές. Τούτο σημαίνει πως η Θεολογία ανθίσταται, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ανθίσταται, στις ναρκισσιστικές μας προβολές γνώσης και κατοχής της αλήθειάς Του. Διάβαζα τελευταία το έργο ενός φίλου καθηγητή, ενός Άγγλου ψυχοπαιδαγωγού πολύ καλού και ευφυούς, ο οποίος έθετε το εξής ερώτημα, πολύ σημαντικό για το συνέδριο αυτό και για όλα όσα μας προβληματίζουν: Γιατί, έλεγε, η Μουσικολογία να θεωρείται ακαδημαϊκή επίδοση αλλά το να παίζεις μουσική όχι; Γιατί η Θεωρία της Τέχνης να θεωρείται ακαδημαϊκό αντικείμενο ενώ το να ζωγραφίζεις όχι; Γιατί, ερωτώ εγώ, το να μελετούμε ακαδημαϊκά την Θεολογία αποτελεί κάτι το τελείως αναγκαίο (ακόμη και άθεοι το παραδέχονται αυτό σήμερα) αλλά το να παράγει κανείς υπαρξιακά θεολογία όχι;[ΔΙΟΤΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ] Κάποτε στο Cambridge μου ζητήθηκε να παρουσιάσω ένα σύγχρονο Ορθόδοξο κείμενο Συστηματικής Ορθόδοξης θεολογίας και να το αναλύσω. Διάλεξα τις «Επιστολές» του αγίου Παϊσίου. Η αντίρρηση ήταν καταρχήν γενική. Πως είναι αυτό δυνατόν, αφού αυτό το κείμενο δεν είναι κείμενο ακαδημαικής Θεολογίας – αλλά όμως παράγει Θεολογία, αν έχει κανείς τα μάτια να το δεί. Ο Νικόλαος Καβάσιλας το λέγει με έναν έκπληκτικό τρόπο: «Δεί και τον Θεόν συντιθέμενον έχειν...». Στην «Έρμηνεία της Θείας Λειτουργίας» του και όταν φθάνει στο σημείο που ο Λειτουργός έκφωνεί: «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», παρουσιάζει την υπαρξιακή δυσκολία αυτής της «παράθεσης». Γιατί όμως αυτή η δυσκολία; διότι «δεί και τον Θεόν συντιθέμενον έχειν» πρέπει να συμφωνεί και ο Θεός. Ο Θεός λοιπόν συμφωνεί όταν η προαίρεσή μου έχει κάτι το -για την συνήθη ακαδημαϊκήν αυτάρκεια- απονενοημένο και αληθινό, κάτι πολύ πέρα από την συνήθη μας αυταρέσκεια.

Αυτά ως εισαγωγή και ως ένα γενικό σχόλιο, για να μην νομίζουμε ότι είμαστε οι κάτοχοι της αλήθειας. Στην καλύτερη περίπτωση μετέχουμε στην ανάδυσή της, ίσως και λιγότερο από ο,τι φανταζόμαστε και ίσως κάποιοι που φανταζόμαστε ότι δεν μετέχουν και τόσο, μετέχουν περισσότερο. Αυτά τα λέγω ως ακαδημαικός για αυτό έχουν κάποια σημασία. Θα μπορούσα να μην τα λέγω ή να λέγω ακριβώς τα αντίθετα.

Από δω και πέρα μπορούμε να μπούμε στο θέμα μας. Το κείμενο του Χάιντεγκερ στο οποίο ήδη αναφέρθηκα 293, στη συνέχειά του, περιγράφει την ανάδυση του Εγώ, μέσω του Ντεκάρτ, ως μοναδικού πλέον όντος που είναι δυνατόν να αποκαλείται «υποκείμενο», ενώ όλα τα άλλα όντα τοποθετούνται πλέον απέναντί του, ως «αντικείμενά» του, οφείλοντα την οντολογική τους πραγματικότητα ακριβώς στο «υποκείμενο» που τα σκέπτεται.[ΙΔΙΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΝΤ] Πρόκειται λοιπόν για την πολυσήμαντη ανάδυση του νεωτερικού υποκειμενισμού, ο οποίος διαρκεί ως τις μέρες μας, αν και πλέον σκληρά αμφισβητούμενος από την ίδια την φιλοσοφική παράδοση που τον γέννησε. Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού 294, άμεση συνέπεια της ανάδυσης αυτής υπήρξε η διάσχιση ανάμεσα σε ένα υπερβατικό, πνευματικό, ελεύθερο, νοούμενο και σκεπτόμενο Εγώ, το οποίο αποτελεί την πραγματική δήθεν ανθρώπινη ουσία, και ένα πεπερασμένο «φυσικό» Εγώ, το οποίο αποτελεί φορτίο σκοτεινής αναγκαιότητας, προς υπέρβαση. Οι θέσεις αυτές παγιώθηκαν στον Γερμανικό Ιδεαλισμό πριν τον Χέγκελ, και μέσω και του Μπερντιάγεφ (ο οποίος υπήρξε, στο σημείο αυτό, ομολογημένα μαθητής του Καντ) πέρασαν στον Μπουλγκάκοφ και τον Λόσσκυ, μέσω του οποίου τις παρέλαβε ο Γιανναράς και, μέσω αυτού του τελευταίου, ο Μητρ. Ιωάννης Ζηζιούλας. Οι δυό τελευταίοι συνέδεσαν όμως την υπερβατική τους προσωπολογία με τον Χάιντεγκερ της Εισαγωγής στη Μεταφυσική, ο πρώτος απευθείας 295 και ο δεύτερος μέσω του Τίλλιχ 296. Είναι συνεπώς ανακριβές να θεωρείται ο Λόσσκυ και ακόμη περισσότερο ο Μπουλγκάκοφ (του οποίου τα θεμελιώδη έργα δεν είχαν μάλιστα μεταφρασθεί ακόμη στα Γαλλικά από τον C. Andronikoff) ως άμεση και μοναδική πηγή της Νεοελληνικής θεολογίας του Προσώπου, όπως κάνει ο Α. Παπανικολάου 297. "Όπως είναι ανακριβές και να θεωρούνται οι περί προσώπου και φύσης απόψεις ειδικά του Λόσσκυ, αλλά και, σε λιγότερο βαθμό, του Μπουλγκάκοφ, ως εντελώς ταυτόσημες με αυτές των Ελλήνων περσοναλιστών – αλλά αυτό θα χρειαζόταν μίαν ειδικήν εργασία για να αποδειχθεί.

Ας μου συγχωρηθεί η προσωπική αναφορά, μιάς και το δικό μου έργο συνυποθέτει μιάν αρχική κριτική στην παραπάνω προσωπολογία. Ως κάποιος που μετείχε και συνεχίζει να μετέχει προσωπικά στο όλο εγχείρημα της πιθανής άρθρωσης μιάς θεολογικής ανθρωπολογίας, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στον δικό μου τρόπο κατανόησης των πραγμάτων – εξ ου και η συχνή αναφορά σε έργα μου. Έκανα λοιπόν μια πρώτη κριτική αποτίμηση του σχετικού έργου του Γιανναρά, το 1999 298. Ο Γιανναράς, κουβαλώντας, πλην του Λόσσκυ, και μια παράλληλη σπουδή των Χάιντεγκερ και Σάρτρ, αρθρώνει (ή, ακριβέστερα, κεντά, πάνω στον Λόσσκειο καμβά, με την βοήθεια των διασκεπτικών εργαλείων των δύο φιλοσόφων, τους οποίους ταυτόχρονα καταφάσκει ως τους αυθεντικούς εκφραστές του οντολογικού προβλήματος), μια πρώτη σχεσιακή κατανόηση του προσώπου και του έρωτος, που είναι ένα επίτευγμα για την εποχή του, αφού τότε ο επιδημικά διαδεδομένος νομικισμός και ηθικισμός είχε ισοπεδώσει τελείως την έννοια του εαυτού, για να το πω έτσι. Είχε σχεδόν ξεχασθεί από την ακαδημαϊκή θεολογία η έννοια της προσωπικής ετερότητας, η οποία για την Τριαδολογία, αλλά και την ανθρωπολογία και την περί Εκκλησίας θεολογία είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Βεβαίως αυτό ο Γιανναράς το κάνει εν πολλοίς με μη πειστικό τρόπο, ήγουν ως μια βίαιη αποσύνδεση μεταξύ προσώπου και κτιστής φύσης και βαθμιαία, στα επόμενα έργα του, ταύτιση της τελευταίας με το κακό και την πτώση, θέσεις που αναπόφευκτα τον οδηγούν στην αμφισβήτηση κάποιων δογμάτων της Εκκλησίας 299. Παρά ταύτα όμως και χωρίς να αφίσταται κανείς διόλου από την παραπάνω κριτική, είναι σημαντικό να μπορεί επίσης να διαγνώσει και την πρόθεση του άλλου, η οποία εν προκειμένω είναι η ανάγκη διατύπωσης μιάς θεολογικής οντολογίας του προσώπου, με σημερινούς όρους, αλλά με ρίζα στην Πατερική θεολογία, και να την συνεχίσει γόνιμα και σωστά.

Σημειώσεις

291. Πρώτη δημοσίευση στον τόμο Τα Προσωπεία του Προσώπου. Κριτικές θεολογικές τοποθετήσεις στην οντολογία του προσώπου, Σύλλογος θεολόγων Μέθεξις, Αθήνα 2019, σς 125-144. Έχουν γίνει εδώ κάποιες διορθώσεις και συμπληρώσεις.

292. "Vorhandene Ding". Πρόκειται για την πρώτη φράση του περίφημου κειμένου του Heidegger, Die Frage nach dem Ding: "Bis zu Descartes galt als 'Subjekt' jedes fur sich vorhandene Ding".

293. M. Heidegger, Die Frage nach dem Ding, Tübingen: Niemeyer 1962, 81-82. 

294 Π. Ν. Λουδοβίκου, Οι Τρόμοι του Προσώπου και τα Βάσανα του Έρωτα: Κριτικοί Στοχασμοί για μια Μετανεωτερική Θεολογική Όντολογία, Αθήνα: Άρμός, 2009, 17-19. 

295 Π. Ν. Λουδοβίκου, Η Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού. Ο Μυστικισμός της Ισχύος και η Αλήθεια Φύσεως και Προσώπου, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999, 285-291. Βεβαίως εδώ προστίθεται και ο Σαρτρ, προκειμένου για την οντολογία της σχέσης, στον Γιανναρά.

296. N. Loudovikos, "Dialogical Nature, Enousion Person, and Non-ecstatic Will in St Maximus the Confessor: the Conclusion of a Long Debate", in Analogia, Vol.2, Issue 1,85-87.

297. Papanikolaou, A. "From Sophia to Personhood: the Development of 20th Cen- tury Orthodox Theology", in Phronema, Vol.33(2), 1-20. 

298. Βλ. Σημ. 295, παραπάνω.

299. Βλ. Ν. Loudovikos, "Ecstatic or Reciprocal Meaningfulness? Orthodox Eschatology between Theology, Philosophy, and Psychoanalysis", in A. Kaethler, S. Mitralexis eds, Between Being and Time: From Ontology to Eschatology, New York, London: Fortress Academic, 2019, 143-160, και εν προκειμένω, 154-155. Στο βιβλίο του Έξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές (Αθήνα: Ίκαρος 2011), 124-133, ο Γιανναράς εκτρέπεται σε μια προσωπική εναντίον μου επίθεση, παρερμηνεύοντας και τα επιχειρήματα και τις προθέσεις μου, προκειμένου να αφανίσει την, νομίζω καλοπροαίρετη, κριτική μου. Και επιμένει να θεωρεί ως πεμπτουσία της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας (αλλά και ως ... αναίρεση του Υπαρξισμού κ.λπ), την απλώς αδιανόητη για την Πατερική θεολογία θέση πως «Το συνεχές γίγνεσθαι της ύπαρξης του ανθρώπου (η «γεγονότητα») μηδενίζει συνεχώς τις υπαρκτικές προδιαγραφές που επιβάλλει η φύση και αυτός ο ενεργητικός μηδενισμός του ανθρώπινου είναι από την ανθρώπινη ύπαρξη συνιστά την ελευθερία του ανθρώπου» (σ. 132). Το πόσο ξένη για την Χριστιανική τουλάχιστον θεολογία είναι μια τέτοια θέση, εμφαίνεται όταν επιχειρήσουμε να την εφαρμόσουμε στην Χριστολογία: φαντασθείτε την Υπόσταση/Πρόσωπο του ένσαρκου Υιού να «μηδενίζει» την ανθρώπινη φύση του (μαζί φυσικά με τις ενέργειες και το φυσικό θέλημά της) και να όνομάζει το τελικό επίτευγμα «απελευθέρωση» του ανθρώπου – έχει φυσικά προηγηθεί η ... αυτό-απελευθέρωση του Χριστού, καταρχήν από «κάθε αναγκαιότητα υπαρκτικού προκαθορισμού του από την θεία «φύση» (sic) του» (σ.130). Για να προφέρουμε απλώς την αλφάβητο της Πατερικής θεολογίας, σε απάντηση, η άκτιστη φύση είναι εξ ορισμού ελευθε- ρία, η δε κτιστή φύση, η οποία είναι, ακόμη και στην Πτώση, δώρο θείο αγάπης και ελευθερίας και όχι αναγκαιότητα, φθορά και θάνατος, μεταβάλλει τον τρόπο υπάρξεώς της, μεταμορφώνεται, δεν μηδενίζεται, με οποιαδήποτε σημασία, πραγματική η μεταφορική, του όρου «μηδενίζω». Είναι κρίμα που δεν αντιλαμβανόμαστε πως ο παραπάνω εγκλωβισμός μας στην γλώσσα των φιλοσοφιών της ύπαρξης, δεν είναι απλά παραπλανητικός, αλλά στην κυριολεξία επικίνδυνος, καθώς ανοίγει τον δρόμο για την επαναδιατύπωση παλαιών τινών λαθεμένων δογμάτων. Προσπαθείστε να εκφράσετε με τους παραπάνω όρους την φυσικήν έκσταση των δύο φύσεων, μέσω των δύο φυσικών ενεργειών και θελήσεων, τις οποίες συνυποθέτει η Χριστολογία της αντιδόσεως των φυσικών ιδιωμάτων της Τρίτης, Τέταρτης και Έκτης Οικουμενικής Συνόδου, και θα διαπιστώσετε κατάπληκτοι πως η οντολογία των παραπάνω διαδοχικών «προσωπικών» εκστάσεων, θελήσεων και «μηδενισμών», υπήρξε η θεολογία των αντιπάλων τους...


Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος μιλά για την βαθειά απαιτητική φύση της θεολογίας και την ερμηνευτικό λειτουργία της. «Κάνουμε διατυπώσεις για να πάμε παραπέρα, δεν κατέχουμε την αλήθεια και στην καλύτερη περίπτωση η αλήθεια μας κατέχει...» λέει χαρακτηριστικά. Αφηγείται την θεολογία του '60 ως μια καρποφόρα προσπάθεια να καταλάβουμε την παράδοσή μας – προσπάθεια που γονιμοποιεί την όλη συζήτηση μέχρι σήμερα. Αναφέρεται στην τριαδολογία στην ανθρωπολογία και στην έννοια του ομοουσίου, φτάνοντας στην κοινωνία των προσώπων. Και τονίζει την ανάγκη για ένωση της λογικής θεμελίωσης του προσώπου με την οντολογική του θεώρηση. Από την θεολογική ημερίδα με τίτλο: «Τα προσωπεία του προσώπου – Κριτικές θεολογικές τοποθετήσεις στην οντολογία του προσώπου» που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018, από τον νεοσύστατο Σύλλογο Θεολόγων «Μέθεξις» στο Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. (Antifono.gr)


Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ,Ο ΟΠΟΊΟΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΛΩΝΕΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ, ΣΤΟ ΠΩΣ ΕΧΟΥΝ , ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΔΗΛ.ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ[ Άγιος Γρηγόριος:“Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».

Βλέπουμε ξεκάθαρα και εδώ πως είναι αδύνατο να βρεθούν όροι και καταστάσεις στη ζωή μας που να μπορούν να περιγράψουν την Αγία Τριάδα. Ακόμη και η Σχέση, το πώς έχει, σημαίνει ομοφυίαν, ισοτιμίαν. Δεν σημαίνουν πώς είναι, όπως ψευδώς προσπαθούν να μας πείσουν οι θεολόγοι μας. Το πρόσωπον δεν σημαίνει πώς είναι, αλλά πώς έχει το ένα προς το άλλο!
]ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΕΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ, ΜΑΣ ΕΓΚΑΘΙΣΤΑ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΚΑΘΟΤΙ  ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΕΑΥΤΟ.ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΑΥΤΟΛΥΤΡΟΥΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΕΡΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΦΥΣΗ. Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΕΓΙΝΕ ΜΕΤΑ- ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΟΙ ΜΕΤΑΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΞΕΧΝΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟΝ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ ΝΕΟ ΕΑΥΤΟ ΕΦΟΣΟΝ......

Αποκ. 2,17         Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκήν, καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου