Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο
Κι εμείς λοιπόν —για να επαναλάβω συνοπτικά το νόημα όσων είπα— αν θέλουμε να λυτρωθούμε από τον πονηρό και να μην μπούμε σε πειρασμό, ας πιστέψομε στο Θεό και ας συγχωρήσομε όσους μας έφταιξαν. «Γιατί αν δεν συγχωρήσετε, λέει, στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε τα δικά σας θα συγχωρήσει ο Πατέρας σας ο ουράνιος»(Ματθ. 6, 15). Έτσι όχι μόνο θα πάρουμε την άφεση των αμαρτιών μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας θα νικήσουμε, και δε θα εγκαταλειφθούμε ώστε να τον δοκιμάσουμε, και θα πατήσουμε τον γεννήτορα αυτού του νόμου, το πονηρό φίδι, από το οποίο παρακαλούμε να σωθούμε. Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο(Ιω. 16, 33), ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνουμε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση.
Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως(Β΄Πετρ. 1, 4) με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχουμε και θα έχουμε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή(Πραξ. 17, 28).
Σ’ αυτό το μυστήριο της θεώσεως ας αποβλέπει ο σκοπός της προσευχής μας, για να μάθουμε τι είμαστε και τι μας έκανε η κατά σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από ποιο βάθος, εμάς που βρεθήκαμε στο κατώτερο επίπεδο όπου μας κατέβασε το βάρος της αμαρτίας, σε ποιό ύψος μας ανέβασε με τη δύναμη του σπλαχνικού Του χεριού· και ας αγαπήσομε περισσότερο Εκείνον που με τόση σοφία ετοίμασε τη σωτηρία μας. Ας δείξομε ότι με τα έργα μας εκπληρώνεται η προσευχή μας και ας φανούμε ότι κηρύττομε το Θεό αληθινό Πατέρα μας κατά χάρη. Να μη φανούμε από τα πράγματα ότι έχουμε πατέρα του βίου μας τον πονηρό, που πάντοτε προσπαθεί να εξουσιάζει τυραννικά με τα πάθη της ατιμίας, και ότι, χωρίς να το καταλάβομε, ανταλλάζουμε τη ζωή με τον θάνατο. Γιατί και οι δύο εκ φύσεως μεταδίδουν τα δικά τους ιδιώματα ο καθένας σ’ εκείνους που πηγαίνουν με το μέρος τους· ο ένας χορηγεί αιώνια ζωή σ’ όσους τον αγαπούν, ο άλλος προκαλεί το θάνατο σ’ όσους τον πλησιάζουν, με τους εκούσιους πειρασμούς που υποβάλλει.
Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 |
21. Απόδειξις δε των ειρημένων είναι τα κατ’ αίσθησιν φανερά σημεία, παραληφθέντα προσκαίρως, ώστε να πείση καί όσους δεν είναι ολοσχερώς ισχυρογνώμονες. Πράγματι μετέσχε ζωής η θυγάτηρ του αρχισυναγώγου και ο υιός τής χήρας με αφή και φωνή δεσποτική· μετέσχε δέ και η Ταβιθά στήν Ιόππην καί ο νεανίας Εύτυχος στήν Τρωάδα, αυτός μεν με το άγγιγμα του Παύλου, εκείνη δε με την φωνήν του Πέτρου. Ποιας Ζωής μετέσχον αυτοί; Όχι τής Ζωής την οποίαν είχεν ο δεσπότης αυτονόμως καί όχι κατά μετοχήν; Αραγε εξακολουθεί να λέγη κανείς ότι δέν μετέχουν τής φυσικής καί άκτιστου θείας ενεργείας όλοι οι άγιοι, οι οποίοι λόγω τής κατά προαίρεσιν ελλείψεως τής φύσεως γνωρίζονται από μόνην τήν χάριν καί πρόκειται να αναδειχθούν από την δύναμιν αυτής τόσον πολύ, όσον μετέλαβεν από την ασθένειάν μας ο φύσει Θεός σαρκωθείς, με αντιστοιχίαν, όπως Αυτός γνωρίζει, τής θεώσεως των εκ χάριτος σωζομένων προς την κένωσιν αυτού; Καί πώς είναι δυνατόν να μη μετέχουν τοιαύτης θείας ενεργείας, αν βεβαίως κληρονομήσουν τήν βασιλείαν του Θεού, η οποία «είναι κατά χάριν μετάδοσις των προσόντων είς Αυτόν φυσικών αγαθών», καθώς υποδέχεται τους εισερχομένους εις Αυτόν και μεταδίδει από την δόξαν και λαμπρότητά του, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν, καθ’ εαυτούς, σάν καθαρός αήρ φωτισμένος ολοσχερώς από φώς, μάλλον δε σάν γνήσιος λογικός χρυσός, πυρακτωμένος από άυλον καί θείον πυρ, αφού «διά τής θεώσεως έγιναν θεοί καί λόγω τής νικήτριας χάριτος του Πνεύματος έχουν αρπάσει μόνον την θείαν ενέργειαν, ώστε μία και μοναδική γενικώς ενέργεια να υπάρχη καί του Θεού καί των άξιων του Θεού» κατά τον ένθεον λόγον του Μαξίμου, «ο οποίος περιεχώρησεν αγαθοπρεπώς όλος εις όλους τούς άγιους»;
22. Πράγματι, όπως όλα τα αποτυπώματα μετέχουν τής σφραγίδος, κινείται όμως έκαστον οπουδήποτε χωριστά, αν δέ παραλάβης εν από αυτά καί το εφαρμόσεις είς τήν σφραγίδα, δέν δύναται πλέον αυτό να κινηθεί αλλού, αλλά έχει τήν ιδίαν κίνησιν μέ τό αρχέτυπον, γενόμενον εν με Αυτόν, πλήν της ύλης η οποία διαφέρει καθ’ εαυτήν, έτσι και όταν η μέσα μας (εν ημίν) θεία εικών ανέλθη εις το αρχέτυπον, τελούνται υπέρ ημών όσα διαλαμβάνει η θεσπεσία εκείνη ευχή, η οποία λέγει, ενέργησε, «ώστε νά είναι όλοι έν, όπως εγώ, Πάτερ εις σέ καί σύ εις εμέ, ώστε και αυτοί να είναι είς ημάς εν» κατ’ αλήθειαν· ούτως ο κολλώμενος είς τον Κύριον είναι εν Πνεύμα», ούτω το μυστήριον τής εις μίαν σάρκα συναρμογής τών σωμάτων διά συνάφειας είναι πράγματι μέγα, αλλά «είς Χριστόν καί είς τήν Εκκλησίαν». Αποδίδει λοιπόν η σφραγίς εαυτήν ολόκληρον εις τό εκμαγείον, έκαστον όμως αντίτυπον λαμβάνει κατά την άναλογίαν τής οικείας επιτηδειότητος όχι μόνον τούς χαρακτήρες αλλά καί τής ενώσεως προς τό πρότυπον.23. Τί λοιπόν εξακολουθείς να φοβήσαι σύνθεσιν επί Θεού, αφου καί οι ενέργειες είναι και λέγονται άκτιστοι; Να φοβήσαι πολύ περισσότερον μην καταστήσεις κτίσμα τόν Θεόν, θεωρώντας κτιστές τις φυσικές ενέργειες αυτού, ενώ ο Θείος Δαμασκηνός λέγει περί των δύο ενεργειών του Χριστού, ότι «η μέν κτιστή δηλώνει τήν κτιστήν φύσιν, η δέ άκτιστος τήν άκτιστον ουσίαν· διότι τα φυσικά ιδιώματα πρέπει να είναι κατάλληλα πρός τις φύσεις», καί σύμφωνα με αύτόν ο σεπτός Μάξιμος επίσης λέγει, «αν αφαιρεθή το φυσικόν θέλημα καί η ουσιώδης ενέργεια τόσον τής θείας όσον και τής ανθρωπίνης ουσίας, πώς θα υπάρξει Θεός ή άνθρωπος;». Εξάλλου, τί; Δεν είναι και τα υποστατικά τής υψίστης Τριάδος άκτιστα, επειδή είναι πολλά; Πώς λοιπόν δεν είναι ταύτα πολλοί Θεοί ή είς σύνθετος από αυτά; Ή θα τα πεις καί εκείνα εσύ εν καθ’ όλα καί ταυτόν με την ουσίαν τού Θεού καί εντελώς απαράλλακτον, όπως και την ενέργειαν; Φοβούμαι μη μάς εισαγάγεις Θεόν εντελώς ανούσιον καί ανυπόστατον· διότι όλα αυτά είναι καθ’ έαυτά ανυπόστατα. Σύ δε λέγεις ότι ταύτα είναι κατά πάντα ταυτά πρός την ουσίαν του Θεού καί ότι ο Θεός είναι εις κατά πάντα τρόπον καί αμερής, μή άντιλαμβανόμενος ότι καί πληθύνεται μενών είς και μερίζεται μένων αμερής, και μετέχεται ποικίλως υπάρχων εντελώς άτμητος και διατηρών ακοινωνήτως την ενότητά του καθ’ υπερούσιον δύναμιν.
24. Πες μου λοιπόν, και είς μίαν εκάστην Υπόστασιν δεν είναι πολλά τα υποστατικά ιδιώματα; Διότι ο Πατήρ είναι αναίτιος καί αίτιος, προβολεύς καί γεννήτωρ· έχει δε όλα αυτά ο Πατήρ οπωσδήποτε ακτίστως. Άρα λοιπόν εσύ θεωρείς τελείως ταυτά τα υποστατικά με την Υπόστασιν, ώστε όπως εκεί να μη διαφέρουν κατά τίποτε της Φύσεως τα φυσικά και της Ουσίας τα ουσιώδη; Επομένως θα πεις Υπόστασιν τα υποστατικά, όπως έλεγες Φύσιν τα φυσικά συνωνύμως αλλ’ όχι ομωνύμως; Αλλ’ οι πατέρες δεν έπρατταν το ίδιον· διότι λέγουν αυτά ενυπόστατα, αλλ' όχι Υπόστασιν, όπως λέγουν εκείνα όχι Ουσίαν, αλλά κυρίως ενούσια. Άλλωστε και είς μίαν και την αυτήν Υπόστασιν, αφού τα υποστατικά είναι πολλά και διάφορα, πώς θα είναι τό ίδιον Υπόστασις και υποστατικόν; Αφού λοιπόν τα υποστατικά απεδείχθησαν πολλά και διάφορα και άκτιστα κατά την οξείαν και υψηλήν και αλάθητον διανοιάν σου, ή πολλοί θεοί θα υπάρχουν ή σύνθετος θα είναι εκάστη των θείων Υποστάσεων. Τόσον πολυσύνθετον μας ανέδειξες τον Θεόν σύ ο αυτοχειροτόνητος προστάτης της υπέρ νουν απλότητος.
25. Αλλά, ώ φίλε, οι συνθέσεις των αυθυποστάτων δεν ανήκουν εις αυτά τα οποία υφίστανται είς άλλο τι (και τούτο είναι κοινόν δόγμα και των έξω και των παλαιών σοφών) και κανένα δεν λέγεται ποτέ ότι συναποτελείται από την ενέργειάν του· διότι ούτε η καυστική δύναμις είναι σύνθετος δια τον λόγον ότι θερμαίνει ούτε η ακτίς είναι σύνθετος δια τον λόγον ότι δίδει φώς. Επομένως τούτο θα συμβεί μάλλον σ' εσένα, ο οποίος αποδέχεσαι την κατά πάντα τρόπον αδιάκριτον εμφάνισιν του άκτιστου στις τρεις Υποστάσεις· διότι είναι πολλά άκτιστα συνερχόμενα είς εν και έκαστον τούτων είναι ενυπόστατον, αφού είναι αυθυπόστατον. Επί Θεού όμως τα φυσικά καί υποστατικά ταύτα συνυπάρχουν μέν πολλά εις έν, κανένα δέ από αυτά δέν είναι ως αύθυπόστατον είς Υπόστασιν ούτε ήτο προηγουμένως ούτε θα υπάρχει έπειτα, ούτε είναι δυνατόν κάποιο από τα φυσικά ταύτα να ενυπάρξει σ' άλλην ούσίαν, εφ’ όσον είναι έμφυτο. Πάν δέ σύνθετον θα αποτελήται ή εκ διαφόρων ουσιών κατά ανάχυσιν ή κατά ασύγχυτον ένωσιν, καθ’ όσον υποστατικά μέν υπάρχουν περισσότερα από έν, τέλειες δέ Υποστάσεις όχι περισσότεροι τής μιάς εις έκαστον, διότι άλλως δεν θα είναι έν ούτε θα είναι συντεθειμένον καί θα διαφέρει κατ’ αυτές· ή εκ διαφόρων ουσιών λοιπόν θα αποτελήται ή εκ μιας ούσίας καί των υφισταμένων είς αυτήν ως υποκείμενον εναντιοτήτων και ουσιωδών διαφορών, οι οποίες όμως υπάρχουν έμφυτες όχι μόνον είς αυτήν αλλά και είς άλλες φύσεις· γι'αυτό καί όλα τα κτιστά, ενεργούντα καί πάσχοντα, επιδέχονται αλλοιώσεις δι' αυξήσεως καί μειώσεως, προσλήψεως και αποθέσεως, καί έτσι υφίστανται κατά κάποιον τρόπον αφαίρεσιν των προηγουμένως συνόντων. Όθεν δεικνύονται τελείως διαιρετά, πάν δε διαιρετόν είναι εξ ανάγκης σύνθετον.
26. Επί του Θεού όμως, ο οποίος είναι μία ουσία αμερής, δεν υπάρχει ούτε μείωσις ούτε αύξησις ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεσις, άρα ούτε διαίρεσις η οποία να φανερώνει την προηγουμένην σύνθεσιν. Και «όσα δέ έχει ο Θεός», για να ομιλήσω κατά τον μέγαν Αθανάσιον, «τα έχει φύσει και όχι επίκτητα», και ως ενεργών μόνον, αλλ’ όχι ως πάσχων κατ’ αυτά. Διά τούτο είναι και εντελώς ανεπίδεκτος της εναντιότητος η οποία φέρει μεταβολήν, μόνος αυτός εξ όλων στερούμενος ουσιωδών διαφορών, έχων δε ενέργειες, όπως απέδειξε προηγουμένως ο λόγος, εξ αιτίας των οποίων όλα ως ύλη υπόκεινται σ' αυτόν, φέρων καί μετασκευάζων ακόμη και όλα τα νοερά με τον λόγον, μάλλον δέ με την θέλησιν, με άλλα λόγια με άχρονον και ακούραστον και απαθή ενέργειαν. Ούτε είναι δέ δυνατόν να δεις ποτέ κάποιο από τα προσόντα του να είναι έμφυτον είς οποιοδήποτε άλλο, και μάλιστα καθ’ όσον μόνον αυτός ενεργεί κατά τούτο· διότι, λέγει, «κανείς δέν είναι αγαθός, πλήν ενός, του Θεού», «ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο μόνος έχων άθανασίαν, φως κατοικών απρόσιτον». Πόθεν λοιπόν θα συναγάγεις την σύνθεσιν του Θεού από ετεροφυή πράγματα, αφού παρουσιάζεται μοναδικός από πάσαν άποψιν; Εκάστη δέ των τριών Υποστάσεων είναι τελεία καί διακεκριμένη, ακόμη καί κατά την υπέρ πάντα νουν και λόγον απόρρητον ένωσιν. Αλλ’ ούτε είναι δυνατόν να επινοήσει κανείς ότι εκάστη αφήνεται μόνη πριν ή έπειτα από τις άλλες, δια να επακολουθήσει από αυτό σύνθεσις· διότι, λέγει,«δεν προφθάνω νά φέρω είς τόν νουν το έν και περιλάμπομαι από τα τρία». Το συναφές λοιπόν και συγχρόνως τέλειον των Υποστάσεων αποκλείει και εδώ την σύνθεσιν.
27. Έτσι να εννοείς και να τηρείς την θείαν απλότητα, αλλά να μην αθετήσεις τις φυσικές του προόδους ως ανύπαρκτες ούτε να νομίσεις αρκετό το ανέσπερο και αδιάκοπο φως ούτε να αναφέρεις δύο θεότητες και δύο θεαρχίες καί αγαθαρχίες, δηλαδή κτιστές καί άκτιστες, διότι τότε είναι ως να λέγεις δύο ωρισμένως, ενώ όταν είναι αμφότερες άκτιστες, και η ουσία και η ενέργεια, τίποτε δεν θα εμποδίζει να είναι μία, όπως ακτίς καί ήλιος είναι εν φως. Ούτε να νομίσεις ότι αυτή ταύτη η θεότης καί βασιλεία του Θεού είναι κτιστή, διότι αυτές είναι φυσικές ενέργειες του Θεού· ούτε να υποβιβάσεις σε κτίσμα την θεοποιόν χάριν, για να μη συγκαταβιβάσεις με αυτήν καί τον εκ φύσεως έχοντα καί παρέχοντα την χάριν ταύτην· ούτε να δεχθείς ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος χωρίς λόγον, διότι πώς θα ηξίωνε να γίνει χάριν ημών άνθρωπος, αν δεν μετέδιδε Πνεύμα άγιον αλλά κτίσμα, μάλλον δε αν δέν αντέδιδεν είς ημάς το Πνεύμα τής υιοθεσίας αντί της σαρκός την οποίαν έλαβεν από την Παρθένον και έγινε υιός άνθρώπου; Ούτε να θεωρήσεις κατοικητήρια κτισμάτων τούς ναούς του Θεού, τους άγιους δηλαδή, ούτε να καταστήσεις τον εαυτόν σου τόσον άθλιον, ώστε όχι μόνον ν’ απέχεις της θείας και θεοποιού μεθέξεως, αλλά και να είσαι απελπισμένος δι' αύτήν, ούτε τον Θεόν να εκλάβεις τόσον αδύνατον, ώστε να μη δύναται ενιέναι (να εμβάλλει) την αγίαν μετάδοσίν του στα λογικά κεκαθαρμένα κτίσματά του, μάλλον δέ να μή τον καταστήσης ανούσιον καί ανυπόστατον, λέγων Αυτόν ταυτόν κατά πάντα με τις ενέργειες, οι οποίες καθ’ αυτές είναι ανούσιες και ανυπόστατες, δεν είναι δηλαδή ουσίες ή ύποστάσεις· ούτε να καταστήσεις μεθεκτήν την υπερούσιον και υπερώνυμον και καθ’ εαυτήν αμέθεκτον και ανέκφραστον ουσίαν του Θεού ονομάζων ο,τιδήποτε άλλο ακτιστον ούσίαν· ούτε να αναφανείς νέος Ευνόμιος, χαρακτηρίζων σύμφωνα με εκείνον όλα τα υποστατικά ως άκτιστα από απόψεως ουσίας εξ αιτίας της θείας απλότητος· ούτε νά γίνεις μονοθελήτης, εκλαμβάνων αμοιρον ενεργείας τήν θείαν φύσιν είς τόν Χριστόν· ούτε νά γίνεις άλλος Σαβέλλιος θεωρών τα ονόματα επί του Θεού έρημα πραγματικού περιεχομένου, εκλαμβάνων τα πάντα ως έχοντα μίαν σημασίαν, μόνον, τήν της ούσίας. Μή πάθεις εσύ όλα αύτά, διακηρύσσων κτιστές τις ενέργειες του Θεού, εις την προσπάθειαν κατοχυρώσεως μιας απλότητος η οποία δέν υπάρχει καθόλου πουθενά, αλλά να πιστεύεις, παρακαλώ, τον ίδιον διαιρετόν καί αδιαίρετον Θεόν, ηνωμένον εις την διάκρισιν καί διακεκριμένον εις την ένωσιν, ανεκφοίτητον από εαυτόν εις τους προόδους και αεικίνητον εις την άκινησίαν, μεριζόμενον αμερώς καί μετεχόμενον ολοσχερώς κατά την εικόνα τής ηλιακής ακτίνος.
28. Αλλά, ερχόμενος πάλιν εις την μέσην ο μέγας Βασίλειος ο κηρύξας περισσότερον παντός άλλου ένα καί απλούν Θεόν, ας δείξει φανερώς, ότι ο Θεός δεν είναι σύνθετος εξ αιτίας των τοιαύτων ενεργειών. Διότι, λέγει, «πώς δέν είναι ασύνθετος ο κατά την ουσίαν απλούς; Βεβαίως οι αποδεικτικοί τής ιδιότητος αυτού τρόποι δεν πρόκειται να διαταράξουν την απλότητα αυτού· άλλως όλα όσα λέγονται περί Θεου θα μας παρουσιάσουν τον Θεόν σύνθετον. Καί, όπως φαίνεται, εάν πρόκειται να διασώσουμε την έννοιαν του απλού καί αμερούς, ή δεν θα πούμε τίποτε περί Θεού πλήν του αγενήτου και θα παύσουμε να τον ονομάζουμεν αόρατον, άφθαρτον, αναλλοίωτον, δημιουργόν, κριτήν και όλα όσα τώρα συμπεριλαμβάνομεν εις την δοξολογίαν, ή δεχόμενοι τα ονόματα, τί θα κάμουμε; Θα τα φέρουμεν για να τα καταθέσουμε όλα εις την ούσίαν; Έτσι όμως θα τον παρουσιάσουμε όχι μόνον ως σύνθετον αλλά καί ως αποτελούμενον από ανόμοια μέρη λόγω του ότι το καθένα από τα ονόματα αυτά σημαίνει κάτι διαφορετικόν».
29. Οταν λοιπόν ακούσεις να λέγουμε άλλο ουσίαν και άλλο ενέργειαν, να εννοήσεις ότι θεωρούμε ως άλλο καί άλλο λέγουμε το σημαινόμενον από καθένα των ονομάτων τούτων, όπως είπε και ο μέγας Βασίλειος ανωτέρω, καθώς επίσης και πάλι, «εαν μεν ως μέρος της ουσίας ελαμβάνουμε το αγένητον, θα είχε θέση η σκέψις ότι το συγκείμενον από διάφορα μέρη είναι σύνθετον· εάν δε ουσίαν του Θεού δεχώμεθα το φως ή την ζωήν ή το αγαθόν, εάν μάλιστα δεχώμεθα ότι δι' όλα Αύτός είναι ζωή καί όλος φώς και όλος αγαθός, παρεπόμενον δε έχει η ζωή το αγένητον, πώς δεν είναι ασύνθετος ο κατά την ούσίαν απλούς;». Πρός τους τότε δε αιρετικούς, που έλεγαν αυτό ακριβώς το οποίο λέγουν τώρα και οι αντιπαλοί μας, ότι ο Θεός είναι απλούς και κάθε γνώρισμα το οποίο θα αναφέρεις ως δικό του είναι της ουσίας του, τονίζει πάλι ο ίδιος, «τούτο είναι σόφισμα που έχει μυριάδες ατοπίες· αφού είναι τόσο πολλά τα όντα, τί συμβαίνει; ταύτα είναι ονόματα μιας ουσίας καί είναι ισοδύναμα μεταξύ των»; Καί πάλι, «δεχόμεθα ότι γνωρίζουμε τήν μεγαλειότητα του Θεού καί τήν δύναμιν και τήν σοφίαν, αλλ’ όχι την ιδίαν την ούσίαν». Όταν λοιπόν ακούσεις να λέγουμε ότι εις τον Θεόν άλλο είναι ούσία και άλλο δύναμις ή ένέργεια, από αυτό να γνωρίζεις ότι λέγουμε τούτο, ότι η μέν δύναμις ή η ενέργεια του Θεού γνωρίζεται οπωσδήποτε, η δε ούσία δεν γνωρίζεται από κανένα.
30. Ο δε Κύριος των γνώσεων, ο διδάσκων τον άνθρωπον γνώσιν, ο χορηγός της σοφίας καί διορθωτής των σοφών, «εις τον όποιον είναι κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί τής σοφίας καί τής γνώσεως», «ας σας δώσει πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως εις επίγνωσίν Του, ας καταστήσει φωτισμένους τούς οφθαλμούς τής καρδίας σας, ώστε να γνωρίζετε, ποία είναι η ελπίς της κλήσεως αυτού καί ποιος ο πλούτος της δόξης τής προς τους άγιους κληρονομιάς Του καί ποιο τό υπερβολικό μέγεθος τής δυνάμεως αυτού εις ήμας τούς πιστεύοντας κατά την ενέργειαν τής δυνατής ισχύος του, τήν οποίαν εξεδήλωσεν εν τω Χριστώ», «ο οποίος δύναται να πραγματοποιήσει όσα ζητούμε ή σκεπτόμεθα μέ μεγάλη περίσσεια, κατά την ενεργούσαν εις ημάς δύναμίν του». Είς Αυτόν πρέπει δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου