Fundamentalontologie und Gottesfrage
Θεμελιακή οντολογία και το περί Θεού ερώτημα α
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann
Για να κατανοήσουμε επαρκώς την σχέση τής θεμελιώδους οντολογίας τού «Είναι και Χρόνος» προς το φιλοσοφικό περί Θεού ερώτημα, είμαστε υποχρεωμένοι, στις τοποθετήσεις και συλλογισμούς μας, να πάμε πίσω στις απαρχές τών πιο προσωπικών ερωτημάτων του Heidegger. Για τον λόγο αυτό, ξεκινούμε την έκθεση μας, την οποία χωρίσαμε σε τέσσερις ενότητες, με μια ματιά στις απαρχές αυτές.
1. "Αληθές βίωμα Θεού"-«Φιλοσοφία της ζώσας ζωής»-«Αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας»
Οι επιστολές τού Heidegger προς την μνηστή του Elfriede Petri, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2005 και ξεκινούν από το τέλος τού 1915, δείχνουν ξεκάθαρα, πως η θεμελιώδης εμπειρία του έλαβε χώρα στις αρχές τού 1916, και είναι αυτή που τον οδήγησε στα πιο προσωπικά του φιλοσοφικά ερωτήματα. Στην επιστολή του τής 1.1.1916 τονίζει «πως μόνο το άπειρο, το άκρως προσωπικό (persönlichste) Πνεύμα τού Θεού στην απόλυτη πληρότητά του, μπορεί να είναι ο τελικός σκοπός και το τέλος για μας και την ύπαρξή (Dasein) μας» (Το παρόν απόσμασμα, όπως και τα υπόλοιπα από τις επιστολές του προς την γυναίκα του, περιέχονται στο βιβλίο «Mein liebes Seelchen!». Briefe Martin Heideggers an seine (Braut und) Frau Elfriede, 1915-1970, München 2005: Αγαπημένη μου ψυχούλα! Επιστολές τού Martin Heidegger στην (μνηστή και) σύζυγό του Elfriede). Δύο μέρες αργότερα, στις 3.1.1916 γράφει: «‘αληθής εμπειρία Θεού‘ είναι μια θαυμάσια, σπάνια χάρις, για την οποία καθίσταται άξιος κανείς μόνο μέσω τού πόνου». Με βάση αυτές τις εκφράσεις, καταλήγει στις 5.3.1916 στην προγραμματική διαπίστωση: «σήμερα γνωρίζω, πως επιτρέπεται να υπάρχει μια φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής-πως μου επιτρέπεται να κηρύξω εναντίον τού ορθολογισμού αγώνα αιματηρό-χωρίς νά πέσω στην κατάρα τής μή επιστημονικότητας-μού επιτρέπεται-μού επιβάλλεται-και σήμερα βρίσκεται ενώπιον μου η αναγκαιότητα τού προβλήματος: πως μπορεί να δημιουργηθεί φιλοσοφία ως ζωντανή αλήθεια». Στις 12.5.1918 συνεχίζει την έκπτυξη τού φιλοσοφικού του προγράμματος: «με τις διαρκώς δρώσες προοπτικές θρησκευτικής εσωτερίκευσης ωριμάζει μέσα μου η αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας και το φιλοσοφείν».
Η στοχαστική πρωταρχική εμπειρία τού Heidegger που εκφράζεται στα αποσπάσματα αυτά, και που είναι καθοριστική για τα προσωπικά του ερωτήματα, είναι αυτή μιας φιλοσοφίας τής «ζωντανής ζωής» και «ζωντανής αλήθειας». Η «ζωντανή ζωή» και η «ζωντανή αλήθεια» υποδεικνύουν αυτό που ο Heidegger ονομάζει στις διαλέξεις του από το 1919 και μετά «πραγματική» (faktische), «προθεωρητική» (vortheoretische), από την θεωρία ανέγγιχτη ζωή και ύπαρξη, μέσα στην πιο προσωπική κίνηση τού Είναι. Με άλλα λόγια, η εμπειρία της «ζωντανής» ζωής και της «ζωντανής» της αλήθειας, προεκλαμβάνει αυτό που ακολουθώντας τον δρόμο τών πρώιμων διαλέξεων του στις πόλεις Freiburg και Marburg, θα κατασταλάξει στο υπάρχον εν-τω-κόσμω-είναι τού Dasein που βρίσκεται μέσα στην κατάσταση φροντίδας και χρονικότητας (Sorge- und Zeitlichkeitsverfasstheit). Η εμπειρία όμως της «ζωντανής» ζωής βρίσκεται από την αρχή στον ορίζοντα μιας αντίληψης ενός «άπειρου, άκρως προσωπικού Πνεύματος τού Θεού» και του σπάνιου «αληθούς βιώματος τού Θεού», που γνωρίζεται (η εμπειρία) ως «θαυμάσια, σπάνια χάρις». Το φιλοσοφικό περι Θεού ερώτημα πρέπει να εκπτυχθεί από το αρχέγονο έδαφος τής «ζωντανής», προδιανοητικής, προθεωρητικής ζωής, ως «αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας». Η «αληθής φιλοσοφία της θρησκείας» όμως, δεν πρέπει να εξαντλήσει την φιλοσοφία. Γιατί πέραν αυτής, ονομάζει και το «φιλοσοφείν εν γένει» (Philosophieren überhaupt), έργο του οποίου είναι να επεξεργαστεί το ερώτημα περί της «ζωντανής ζωής» ως τού αρχέγονου εδάφους κάθε φιλοσοφικού ερωτήματος. Αλλά και το «φιλοσοφείν εν γένει» θα πρέπει να φυτρώσει από «τις διαρκώς δρώσες προοπτικές θρησκευτικής εσωτερίκευσης». Εάν το φιλοσοφικό θεμελιωτικό ερώτημα περί τού άκρως προσωπικού είναι τής «ζωντανής ζωής», είναι η βέβαιη προμορφή τής μετέπειτα διατυπωμένης ως θεμελιώδους ερωτήματος ερμηνευτικής φαινομενολογίας τού Dasein, τότε η «φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής» που στοχεύει στην θεμελιώδη οντολογία, βρίσκεται εξ αρχής σε μια θεμελιώδη αναφορά στον Θεό. Με αυτά αποκτήσαμε μια ουσιαστική αντίληψη που θα μας συνοδεύσει στην πορεία μας.
2. Ερμηνευτική φαινομενολογία τής πραγματικής ζωής και Dasein ως έδαφος για την αληθινή ιδέα τής χριστιανικής φιλοσοφίας
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann
1. "Αληθές βίωμα Θεού"-«Φιλοσοφία της ζώσας ζωής»-«Αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας»
Οι επιστολές τού Heidegger προς την μνηστή του Elfriede Petri, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 2005 και ξεκινούν από το τέλος τού 1915, δείχνουν ξεκάθαρα, πως η θεμελιώδης εμπειρία του έλαβε χώρα στις αρχές τού 1916, και είναι αυτή που τον οδήγησε στα πιο προσωπικά του φιλοσοφικά ερωτήματα. Στην επιστολή του τής 1.1.1916 τονίζει «πως μόνο το άπειρο, το άκρως προσωπικό (persönlichste) Πνεύμα τού Θεού στην απόλυτη πληρότητά του, μπορεί να είναι ο τελικός σκοπός και το τέλος για μας και την ύπαρξή (Dasein) μας» (Το παρόν απόσμασμα, όπως και τα υπόλοιπα από τις επιστολές του προς την γυναίκα του, περιέχονται στο βιβλίο «Mein liebes Seelchen!». Briefe Martin Heideggers an seine (Braut und) Frau Elfriede, 1915-1970, München 2005: Αγαπημένη μου ψυχούλα! Επιστολές τού Martin Heidegger στην (μνηστή και) σύζυγό του Elfriede). Δύο μέρες αργότερα, στις 3.1.1916 γράφει: «‘αληθής εμπειρία Θεού‘ είναι μια θαυμάσια, σπάνια χάρις, για την οποία καθίσταται άξιος κανείς μόνο μέσω τού πόνου». Με βάση αυτές τις εκφράσεις, καταλήγει στις 5.3.1916 στην προγραμματική διαπίστωση: «σήμερα γνωρίζω, πως επιτρέπεται να υπάρχει μια φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής-πως μου επιτρέπεται να κηρύξω εναντίον τού ορθολογισμού αγώνα αιματηρό-χωρίς νά πέσω στην κατάρα τής μή επιστημονικότητας-μού επιτρέπεται-μού επιβάλλεται-και σήμερα βρίσκεται ενώπιον μου η αναγκαιότητα τού προβλήματος: πως μπορεί να δημιουργηθεί φιλοσοφία ως ζωντανή αλήθεια». Στις 12.5.1918 συνεχίζει την έκπτυξη τού φιλοσοφικού του προγράμματος: «με τις διαρκώς δρώσες προοπτικές θρησκευτικής εσωτερίκευσης ωριμάζει μέσα μου η αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας και το φιλοσοφείν».
Η στοχαστική πρωταρχική εμπειρία τού Heidegger που εκφράζεται στα αποσπάσματα αυτά, και που είναι καθοριστική για τα προσωπικά του ερωτήματα, είναι αυτή μιας φιλοσοφίας τής «ζωντανής ζωής» και «ζωντανής αλήθειας». Η «ζωντανή ζωή» και η «ζωντανή αλήθεια» υποδεικνύουν αυτό που ο Heidegger ονομάζει στις διαλέξεις του από το 1919 και μετά «πραγματική» (faktische), «προθεωρητική» (vortheoretische), από την θεωρία ανέγγιχτη ζωή και ύπαρξη, μέσα στην πιο προσωπική κίνηση τού Είναι. Με άλλα λόγια, η εμπειρία της «ζωντανής» ζωής και της «ζωντανής» της αλήθειας, προεκλαμβάνει αυτό που ακολουθώντας τον δρόμο τών πρώιμων διαλέξεων του στις πόλεις Freiburg και Marburg, θα κατασταλάξει στο υπάρχον εν-τω-κόσμω-είναι τού Dasein που βρίσκεται μέσα στην κατάσταση φροντίδας και χρονικότητας (Sorge- und Zeitlichkeitsverfasstheit). Η εμπειρία όμως της «ζωντανής» ζωής βρίσκεται από την αρχή στον ορίζοντα μιας αντίληψης ενός «άπειρου, άκρως προσωπικού Πνεύματος τού Θεού» και του σπάνιου «αληθούς βιώματος τού Θεού», που γνωρίζεται (η εμπειρία) ως «θαυμάσια, σπάνια χάρις». Το φιλοσοφικό περι Θεού ερώτημα πρέπει να εκπτυχθεί από το αρχέγονο έδαφος τής «ζωντανής», προδιανοητικής, προθεωρητικής ζωής, ως «αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας». Η «αληθής φιλοσοφία της θρησκείας» όμως, δεν πρέπει να εξαντλήσει την φιλοσοφία. Γιατί πέραν αυτής, ονομάζει και το «φιλοσοφείν εν γένει» (Philosophieren überhaupt), έργο του οποίου είναι να επεξεργαστεί το ερώτημα περί της «ζωντανής ζωής» ως τού αρχέγονου εδάφους κάθε φιλοσοφικού ερωτήματος. Αλλά και το «φιλοσοφείν εν γένει» θα πρέπει να φυτρώσει από «τις διαρκώς δρώσες προοπτικές θρησκευτικής εσωτερίκευσης». Εάν το φιλοσοφικό θεμελιωτικό ερώτημα περί τού άκρως προσωπικού είναι τής «ζωντανής ζωής», είναι η βέβαιη προμορφή τής μετέπειτα διατυπωμένης ως θεμελιώδους ερωτήματος ερμηνευτικής φαινομενολογίας τού Dasein, τότε η «φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής» που στοχεύει στην θεμελιώδη οντολογία, βρίσκεται εξ αρχής σε μια θεμελιώδη αναφορά στον Θεό. Με αυτά αποκτήσαμε μια ουσιαστική αντίληψη που θα μας συνοδεύσει στην πορεία μας.
2. Ερμηνευτική φαινομενολογία τής πραγματικής ζωής και Dasein ως έδαφος για την αληθινή ιδέα τής χριστιανικής φιλοσοφίας
Πριν από την έναρξη τού πρώτου εξαμήνου μετά το τέλος του Α’ ΠΠ, τού έκτακτου πολεμικού εξαμήνου 1919 (25.1-16.4), στις 9 Ιανουαρίου 1919, ο Heidegger γράφει μια προγραμματική επιστολή στον φίλο του, δογματολόγο Engelbert Krebs, όπου ο Heidegger συμπυκνώνει την φιλοσοφική του θεμελιώδη εμπειρία από το 1916 με τα εξής λόγια: «Τα δυο τελευταία χρόνια, κατά τα οποία προσπάθησα να ξεκαθαρίσω την φιλοσοφική μου τοποθέτηση...με οδήγησαν σε αποτελέσματα...γνωσιολογικές διαπιστώσεις, που εφαρμόζονται και στην θεωρία τής ιστορικής γνώσης, μου κατέστησαν το σύστημα του καθολικισμού προβληματικό και απαράδεκτο-όχι όμως τον Χριστιανισμό και την μεταφυσική (αυτά βέβαια με ένα νέο νόημα)». Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε μια ακριβή διάκριση: ούτε το καθολικό ούτε ο Χριστιανισμός, αλλά μόνο το «σύστημα», δηλαδή εννοιολογική-συστηματική, διανοητική-θεωρητική διαμόρφωση του καθολικού Χριστιανισμού, δεν συμβιβάζεται με την θεμελιώδη εμπειρία του Heidegger, τής «ζωντανής» προθεωρητικής-προδιανοητικής ζωής. Στην προγραμματική αυτή ανακοίνωση στον Engelbert Krebs υπονοείται, πως τό χριστιανικό τού Χριστιανισμού πρέπει να υποστεί μια μεταμορφωμένη, προθεωρητική, προδιανοητική εννοιολογική διείσδυση από την φιλοσοφία τής «ζωντανής ζωής». Όσον αφορά την «μεταφυσική», ο Heidegger τονίζει, πως η μεταφυσική παραμένει στην νέα φιλοσοφία τής «ζωντανής ζωής», αν και με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι μεταφυσική «με μια νέα έννοια», που αντλεί την αντίληψη για τον εαυτό της από την προθεωρητική, προδιανοητική έννοια και έχει το έδαφος της στην «ζωντανή ζωή». Η νέα αυτή εμπειρία για την ουσία τής μεταφυσικής θα λάβει αργότερα, στην εναρκτήρια διάλεξη στο Freiburg με θέμα «Τι είναι μεταφυσική;», το όνομα «Μεταφυσική τού Dasein».
Αυτό που ο Heidegger υποδεικνύει στην επιστολή του προς τον Engelbert Krebs και που ήδη από το 1916 χαρακτήρισε ως "φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής», καταγράφεται για πρώτη φορά στην πρώτη μεταπολεμική σειρά διαλέξεών του με τον προγραμματικό τίτλο «Η ιδέα τής φιλοσοφίας και το πρόβλημα τής κοσμοθεωρίας (Weltanschauungsproblem)». «Η φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής» κατανοείται τώρα ως «προθεωρητική αρχέγονη επιστήμη» τής προθεωρητικής ζωής και βιώματος μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο (Umweltleben und Umwelterlebnis), και το προθεωρητικό βίωμα στον περιβάλλοντα κόσμο καθορίζεται στην προσωπική δομή του ως Ereignis (συμβεβηκός, γεγονός). Ονομάζεται Er-eignis, εφόσον το βίωμα τού περιβάλλοντος κόσμου ζει «από τα δικά του (Eigene). Αργότερα θα ονομαστεί «ύπαρξη» (Existenz). Στην επόμενη σειρά μαθημάτων κατά το χειμερινό εξάμηνο 1919/20 με τον τίτλο «Θεμελιώδη προβλήματα της φαινομενολογίας», η φιλοσοφική αρχέγονη επιστήμη τού βιώματος τού περιβάλλοντος κόσμου, λαμβάνει το όνομα «Αρχέγονη επιστήμη τής πραγματικής (faktisch)», δηλαδή προθεωρητικής ζωής.
Κατά το θερινό εξάμηνο τού 1920, με θέμα «Φαινομενολογία της θεώρησης και της έκφρασης», ο Heidegger καταπιάνεται και πάλι με το πρόγραμμα της «αληθούς φιλοσοφίας της θρησκείας». Στο σημείο αυτό βρίσκουμε σαφείς προτάσεις, που στην μέχρι τώρα επιστημονική βιβλιογραφία αγνοήθηκαν: «υπάρχει ανάγκη μιας επί τών αρχών ενασχόλησης με την ελληνική φιλοσοφία και την δι’ αυτής παραμόρφωση τής χριστιανικής ύπαρξης (Existenz). Η αληθινή ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας...Ο δρόμος προς μια αρχέγονη χριστιανική-χωρίς ελληνισμό-θεολογία».(Στο Phänomenologie der Anschauung und des Ausdrucks). Η φιλοσοφία τής θρησκείας θα γίνει αληθινή, όταν το χριστιανικό εξάγεται και προκύπτει εντελώς από την αυθύπαρξη (Eigensein) τής προθεωρητικής-πραγματικής ζωής. Η ελληνική φιλοσοφία «παραμόρφωσε» την χριστιανική ύπαρξη με την διείσδυσή της στον Χριστιανισμό, γιατί στην ουσία της είναι θεωρητική-διανοητική, και για τον λόγο αυτό συγκάλυψε τήν προθεωρητική ζωτικότητα τής αρχέγονης χριστιανικής κατανόησης τής ύπαρξης.
Αυτό που ο Heidegger υποδεικνύει στην επιστολή του προς τον Engelbert Krebs και που ήδη από το 1916 χαρακτήρισε ως "φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής», καταγράφεται για πρώτη φορά στην πρώτη μεταπολεμική σειρά διαλέξεών του με τον προγραμματικό τίτλο «Η ιδέα τής φιλοσοφίας και το πρόβλημα τής κοσμοθεωρίας (Weltanschauungsproblem)». «Η φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής» κατανοείται τώρα ως «προθεωρητική αρχέγονη επιστήμη» τής προθεωρητικής ζωής και βιώματος μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο (Umweltleben und Umwelterlebnis), και το προθεωρητικό βίωμα στον περιβάλλοντα κόσμο καθορίζεται στην προσωπική δομή του ως Ereignis (συμβεβηκός, γεγονός). Ονομάζεται Er-eignis, εφόσον το βίωμα τού περιβάλλοντος κόσμου ζει «από τα δικά του (Eigene). Αργότερα θα ονομαστεί «ύπαρξη» (Existenz). Στην επόμενη σειρά μαθημάτων κατά το χειμερινό εξάμηνο 1919/20 με τον τίτλο «Θεμελιώδη προβλήματα της φαινομενολογίας», η φιλοσοφική αρχέγονη επιστήμη τού βιώματος τού περιβάλλοντος κόσμου, λαμβάνει το όνομα «Αρχέγονη επιστήμη τής πραγματικής (faktisch)», δηλαδή προθεωρητικής ζωής.
Κατά το θερινό εξάμηνο τού 1920, με θέμα «Φαινομενολογία της θεώρησης και της έκφρασης», ο Heidegger καταπιάνεται και πάλι με το πρόγραμμα της «αληθούς φιλοσοφίας της θρησκείας». Στο σημείο αυτό βρίσκουμε σαφείς προτάσεις, που στην μέχρι τώρα επιστημονική βιβλιογραφία αγνοήθηκαν: «υπάρχει ανάγκη μιας επί τών αρχών ενασχόλησης με την ελληνική φιλοσοφία και την δι’ αυτής παραμόρφωση τής χριστιανικής ύπαρξης (Existenz). Η αληθινή ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας...Ο δρόμος προς μια αρχέγονη χριστιανική-χωρίς ελληνισμό-θεολογία».(Στο Phänomenologie der Anschauung und des Ausdrucks). Η φιλοσοφία τής θρησκείας θα γίνει αληθινή, όταν το χριστιανικό εξάγεται και προκύπτει εντελώς από την αυθύπαρξη (Eigensein) τής προθεωρητικής-πραγματικής ζωής. Η ελληνική φιλοσοφία «παραμόρφωσε» την χριστιανική ύπαρξη με την διείσδυσή της στον Χριστιανισμό, γιατί στην ουσία της είναι θεωρητική-διανοητική, και για τον λόγο αυτό συγκάλυψε τήν προθεωρητική ζωτικότητα τής αρχέγονης χριστιανικής κατανόησης τής ύπαρξης.
Συνεχίζεται
Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΤΗΡ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
Το Έν Όν των φιλοσόφων ταυτίζεται με το Είναι, δηλαδή για τους χριστιανούς είναι Ο Ών, ο Κύριος, ο προαιώνιος Λόγος. Το Έν Όν, ή Ο Ών είναι ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ήλιος μας γίνεται αντιληπτός μέσω δύο αισθήσεων, της όρασης και της αφής.
Η όραση βλέπει το φώς, αλλά και τα όλα τα όντα που φωτίζονται από το φώς και γίνονται ορατά.
Η αφή αισθάνεται την θερμότητα, είλη του ηλίου.
Έτσι και πνευματικά, ο άνθρωπος τον νοητό ήλιο τον αισθάνεται με δύο τρόπους.
Ο πρώτος είναι η διάνοια, το λογιστικό μέρος της ψυχής, που βλέπει το νοητό φώς της θείας γνώσης, που φωτίζει και τα όντα, άρα βλέπει καθαρά και την επιστημονική γνώση.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η καρδία, το θυμοειδές μέρος της ψυχής, που αισθάνεται την θερμότητα του πυρός της αγάπης του Θεόυ.
Και τα δύο είναι καλά, και κατά φύσιν ο άνθρωπος είναι πλασμένος να ορέγεται και για γνώση και για αγάπη.
Σκέτη γνώση χωρίς αγάπη είναι σαν φώς χωρίς θερμότητα, ψυχρή κατάσταση.
Και επειδή το ανθρώπινο σώμα είναι κατ' εικόνα της ανθρώπινης ψυχής, έτσι σωματικά η καρδιά είναι η αρχή της θερμότητας στο σώμα, που στέλνει το αίμα σε όλα τα άκρα για να τα θερμάνει, ενώ οι οφθαλμοί είναι το κέντρο όρασης, εισροής του φωτός.
Βέβαια «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον θεόν όψονται», άρα συνδεόνται άμεσα αυτά τα δύο, δηλαδή η καθαρή καρδιά που αγαπάει τον Θεό και η καθαρή διάνοια που βλέπει την δόξα του.
Γι΄αυτό ο Πλάτων λέει:
«ὥς φασιν οἱ περὶ τὰς τελετάς, «ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι·» οὗτοι δ᾿ εἰσὶν κατὰ τὴν ἐμὴν δόξαν οὐκ ἄλλοι ἢ οἱ πεφιλοσοφηκότες ὀρθῶς»
Κατ' αναλογίαν με το:
«Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.»
Δηλαδή, πολλοί μπορούν να φιλοσοφούν, θεολόγοι, στοχαστές, αμπελοφιλόσοφοι, διανοητές, μεθυσμένοι και επιστήμονες, αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που φιλοσοφούν ορθώς και είναι «βάκχοι», ήτοι ένθεοι, ενθουσιασμένοι, από τον θείο έρωτα που συντηρεί την εσωτερική φλόγα της αγάπης του Θεού στην καρδιά.
Επειδή όμως η ελληνική φιλοσοφία έσβησε με το κλείσμο των σχολών στο Βυζάντιο, χάθηκε το βίωμα και η παράδοση, και έμειναν μόνο το «ψυχρά» γραπτά. Έτσι νομίζουμε ότι η ελληνική φιλοσοφία είναι μόνο διανοητική, ενώ ο Πλάτων συνέχεια αναφέρεται στο βίωμα του θείου έρωτα και της αγάπης, όπως πχ η θεία μανία (μαντική):
«καὶ ἔστιν αὖ ἡ μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δημιουργὸς»