Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (228)

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 21 Μαΐου 2024 

Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ:
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ – 5
 

Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του Θουκυδίδη δεν μας είναι γνωστή, ο δε θάνατός του τοποθετείται μετά την παλινόρθωση των Αθηνών. Γόνος ευυπόληπτης αθηναϊκής οικογένειας, και νυμφευμένος με εύπορη σύζυγο, αφιέρωσε την περιουσία του, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Μαρκελλίνος, στην έρευνα και καταγραφή του μεγάλου πολέμου, του οποίου ανέλαβε την αφήγηση, και είχε προαισθανθεί την αποφασιστική σημασία πριν ακόμη ξεσπάσει. Χρησιμοποίησε σημαντικούς οικονομικούς πόρους προκειμένου να εξασφαλίσει τις απαραίτητες πληροφορίες, τόσο από Αθηναίους, όσο και από Σπαρτιάτες και άλλους στρατιωτικούς, και χάρη στα δεδομένα που έλαβε και από τις δύο πλευρές, αναζήτησε την αλήθεια βασιζόμενος στη συναίνεση της πλειοψηφίας. Η παιδεία του τον κατατάσσει μεταξύ των πλέον μορφωμένων αθηναίων της εποχής του: ως φιλόσοφος θεωρείται οπαδός του Αναξαγόρα, και η ευφράδειά του προέρχεται από την μαθητεία του στον Αντιφώντα, δέχτηκε όμως και σημαντική επιρροή από τον Γοργία και τον Πρόδικο. Δεν αναμείχθηκε ποτέ στην εσωτερική πολιτική και δεν αγόρευσε από κανένα βήμα· αλλά η πολεμική εκστρατεία της οποίας ηγήθηκε το 423 στις ακτές τις Θράκης, αποτυγχάνοντας να αναχαιτίσει τον Βρασίδα, ο οποίος κατέλαβε την Αμφίπολη, του στοίχισε την εξορία από την Αθήνα, «με την κατηγορία της προδοσίας», παρότι κατόρθωσε να σώσει την Ηιόνα, επίνειο της Αμφίπολης επί του Στρυμόνα. Έτσι πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στη Σκαπτή Ύλη, όπου λόγω του γάμου του ήταν ιδιοκτήτης χρυσορυχείων, ταξίδεψε όμως και σε άλλα μέρη· στην πατρίδα του επέστρεψε προς το τέλος του πολέμου, όπου και απεβίωσε μερικά χρόνια αργότερα, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, του οποίου η επεξεργασία απασχόλησε τα δέκα τελευταία έτη του βίου του.

Το μόνο θέμα που πραγματεύεται ο Θουκυδίδης από την ελληνική ιστορία εκείνης της εποχής είναι αυτή η μεγάλη διένεξη, την οποία παρουσιάζει με την κατά το δυνατόν ακριβέστερη χρονολογική σειρά. Γνωρίζει ότι πρόκειται για ένα αξιομνημόνευτο ιστορικό συμβάν, και αφιερώνεται στην αφήγησή του με απόλυτη ακρίβεια, και όπως δηλώνει απερίφραστα «όχι κατά το δοκούν», αλλά ερευνώντας τα γεγονότα σε βάθος, και με άψογη αντικειμενικότητα. Για να το πετύχει διασταυρώνει όλες τις πληροφορίες που του προσφέρονται και εξοπλίζεται με κριτική σκέψη· ερευνά όλες τις εκδοχές σχετικά με τα αίτια, τις αφορμές, την εξέλιξη και την κατάληξη της σύγκρουσης: παρατηρούμε πώς εκτυλίσσονται τα γεγονότα και πώς καθίστανται αμετάκλητα· χωρίς περιττά σχόλια και με μεγάλη διάκριση, αποτυπώνει την κρισιμότητα της κατάστασης. Αποδεικνύοντας σε όλους εμάς – και αυτή είναι η σημαντικότερη αρετή του – μέχρι ποιού σημείου είναι δυνατόν να ιχνηλατήσει κανείς μια μεγάλη κρίση με γνώμονα την ανάδειξη της αλήθειας. Και ενώ περιγράφει και αιτιολογεί τα συμβάντα σ’ αυτό το πνεύμα, με τη συνδρομή λεπτομερέστατης πληροφόρησης, σπάνια εκφράζει κάποια προσωπική άποψη, η ηθική αξιολόγηση· εκτός από τα σημαντικότατα κεφάλαια γενικού περιεχομένου, στα οποία επιχειρεί έναν απολογισμό της ηθικής κατάπτωσης των Ελλήνων· χωρίς όμως να καταλήγει σε διδαχές για το μέλλον, παραχωρώντας αυτό το εγχείρημα σ’ εκείνους στους οποίους απευθύνεται «ως κτήμα ές αεί», προκειμένου να τους καταστήσει ικανούς να αποτρέψουν παρόμοια γεγονότα στο μέλλον. Μία από τις σπάνιες πολιτικές εκτιμήσεις που επιτρέπει στον εαυτό του βρίσκεται στο απόσπασμα στο οποίο αναφέρει ότι το μεταβατικό καθεστώς μετά την ανατροπή της Αρχής των Τετρακοσίων, ήταν το καλύτερο που γνώρισε η Αθήνα, διότι απηχούσε ένα συνδυασμό ολιγαρχίας και δημοκρατίας.

Τις πολιτικές απόψεις και τις επιλογές που συνεπάγονται, ο Θουκυδίδης τις αφήνει να διαφανούν μέσα από δηλώσεις των εμπνευστών τους. Δεδομένης της αντιληπτικής ικανότητας των Ελλήνων, και του παροδικού εντυπωσιασμού που προκαλούσαν ορισμένοι πολιτικοί λόγοι, ο ιστορικός είχε πάντοτε στη διάθεσή του ένα πλούσιο υλικό· παραδέχεται όμως ότι το χρησιμοποιεί με μέτρο, και ότι επιλέγει τα αποσπάσματα που εξυπηρετούν καλύτερα την ανάδειξη συγκεκριμένων προσώπων και καταστάσεων. Δεν αποφεύγει μόνο την δραματοποίηση γεγονότων και αφηγήσεων, αλλά επιπλέον συνοψίζει σε ένα μοναδικό διάλογο ή πολιτικό λόγο, για παράδειγμα, τις δηλώσεις που επαναλαμβάνονται σε διαφορετικές περιστάσεις. Στα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο απεσταλμένος των Σπαρτιατών, προσφέροντας ειρήνη και συμμαχία στους Αθηναίους, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των αποκλεισμένων στη Σφακτηρία στρατιωτών, νομίζει κανείς ότι ακροάται τον ίδιο τον Θουκυδίδη· ενδεχομένως να ήταν και ο ίδιος πεπεισμένος ότι μια αμερόληπτη συμφωνία ειρήνης θα ήταν η καλύτερη λύση.

Αλλά παρότι αποτυπώνει πιστά τις δηλώσεις και τη δράση των διαφορετικών προσώπων, προσθέτει ενίοτε σε σημαντικά ζητήματα κάποιες προσωπικές παρατηρήσεις. Σχολιάζοντας το θάνατο του Περικλή, τοποθετείται αποκλειστικά στην πολιτική διάσταση του θέματος, αλλά από μια ευρύτερη οπτική γωνία, καθιστώντας το σύντομο σχετικό απόσπασμα, υπόβαθρο οποιασδήποτε περεταίρω κριτικής του πολιτικού άνδρα, και αποφεύγει ολοσχερώς κάθε προσωπική αναφορά, επιδεικνύοντας συνεχώς την ίδια συνετή διακριτικότητα. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν ο περίφημος έπαινος του Βρασίδα εμπνέεται από σαφή και αυστηρή αντικειμενικότητα, ή τον παρηγορεί το γεγονός ότι κατά την εκστρατεία του στην Αμφίπολη βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν τόσο ικανό άνδρα.

Αλλά η ουσιαστική και σημαντική εξέλιξη που παρατηρείται σε σχέση με τον Ηρόδοτο, όλους τους αρχαίους Έλληνες και όλα τα αρχαία έθνη, είναι ο εμπλουτισμός των γεγονότων, ή των φαινομένων, με σημαντικές παρατηρήσεις γενικού ενδιαφέροντος. Οφείλει άραγε αυτή την δυνατότητα στους δασκάλους του, τον Αναξαγόρα και τον Αντιφώντα, ή μήπως οι απαξιωμένοι σοφιστές του άνοιξαν το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση ; το ερώτημα θα μείνει ίσως αναπάντητο· είναι πάντως σαφές ότι στο πρόσωπό του εκφράζεται η πολιτική ωριμότητα του συνόλου των Αθηναίων, και θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε εμπνευστή του ορθού πολιτικού και πολιτιστικού κριτηρίου, δηλαδή μιας τοποθέτησης που δεν επιδέχεται οπισθοδρόμηση. Όποια λάθη κι αν του καταλογίσει κανείς σε επιμέρους λεπτομέρειες, παραμένει ο μέγας πρωτοπόρος όλων των εποχών.

Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται, στην εισαγωγή του 1ου Βιβλίου του, την αρχαία ιστορία των Ελλήνων, σε μια συγκροτημένη δόμηση, είναι ιδιαίτερος, και συνιστά οπωσδήποτε μια μεγάλη καινοτομία. Αρχικά ερευνά τις αιτίες των συχνών μετακινήσεων των πληθυσμών, και τις αποδίδει στην ανάγκη παραχώρησης εδαφών υπό την πίεση συνεχών νέων αφίξεων, την ικανότητα προσαρμογής, την απουσία εμπορικών συναλλαγών, την ανεπάρκεια αγροκαλλιεργειών, την απουσία οχυρωμένων πόλεων, και την ανάγκη εξασφάλισης τροφής. Επισημαίνει ότι οι εύφορες περιοχές (Θεσσαλία, Βοιωτία και Πελοπόννησος, με εξαίρεση την Αρκαδία), υπέμειναν τις περισσότερες επιδρομές, εκ του γεγονότος ότι οι φυσικοί πόροι, οι οποίοι αυξάνονταν συνεχώς, προκαλούσαν εξεγέρσεις, οι οποίες κατέστρεφαν τη χώρα, εκθέτοντάς την σε επιθέσεις ξένων εισβολέων. Η Αττική, εξ αιτίας του άγονου εδάφους της, απέφυγε τις εξεγέρσεις, και δεν γνώρισε πληθυσμιακές αλλαγές. Επιβεβαιώνοντας έτσι το γεγονός ότι οι άλλες περιοχές της Ελλάδας, εξ αιτίας των κατακτήσεων, δεν γνώρισαν μια τόσο ταχεία και σημαντική ανάπτυξη, όσο η Αθήνα. Αφού εκθέσει τη θεωρία του περί των αλλαγών στις ονομασίες των λαών, και την γενική ονοματοδότηση των Ελλήνων, εξηγεί πώς η πρωτόγονη πειρατεία κατά των ανοχύρωτων πόλεων και των διασπαρμένων πληθυσμών στις κωμοπόλεις, επέτρεψε στους ισχυρούς να πλουτίσουν και να συντηρήσουν τους ανίσχυρους, χωρίς να τους στερήσουν την αξιοπρέπεια: τα πρόσωπα στα έργα των αρχαίων ποιητών ερωτούν συχνά με αφελή ειλικρίνεια τους ταξιδευτές αν είναι πειρατές· ενώ οι επιδρομές που καταγράφονται ακόμη και την εποχή του συγγραφέα, στους Λοκρούς, τους Ακαρνάνες και τους Αιτωλούς, συνιστούν απλώς ένα αρχαίο έθιμο. Σε άλλο απόσπασμα του έργου του συμπεραίνει ότι οι Έλληνες ζούσαν άλλοτε όπως οι Βάρβαροι του σήμερα, διαπιστώνοντας το πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων από το γεγονός ότι «οι Έλληνες άλλοτε, όπως οι Ασιάτες σήμερα» φορούσαν στους αγώνες πυγμαχίας και πάλης προστατευτικές ζώνες. Παρατηρεί ότι όλες οι πόλεις που ιδρύθηκαν αργότερα, όταν αναπτύχθηκε η ναυσιπλοΐα, επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασης τις ακτές, και έλεγξαν τους πορθμούς, ενώ οι αρχαιότερες πόλεις, εξ αιτίας της πειρατείας, που διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, κτίσθηκαν σε απόσταση από τη θάλασσα. Με αφορμή τον Μίνωα και τον Αγαμέμνονα, ο Θουκυδίδης εκθέτει λεπτομερώς τη διαδικασία υποδούλωσης μιας πόλης, καθώς και τη διαδικασία δημιουργίας μιας ισχυρής δύναμης της εποχής, και για να αποδείξει το ανυπόστατο της αξιολόγηση μιας ισχυρής εξουσίας στη βάση των μνημείων της, αναφέρεται στο παράδειγμα της Σπάρτης και των Αθηνών, αποδεικνύοντας ότι μια μεταγενέστερη εκτίμηση βασιζόμενη σ’ αυτό το κριτήριο θα ήταν απολύτως εσφαλμένη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οικονομικοί, στατιστικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί υπολογισμοί του σχετικά με τον Τρωικό Πόλεμο, όταν παρατηρεί ότι παρότι έλαβαν μέρος όλοι οι Έλληνες, η αριθμητική συμμετοχή στην εκστρατεία δεν ήταν σημαντική, όχι τόσο εξ αιτίας της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, όσο της ανεπάρκειας εφοδίων, και ότι θα ήταν σφάλμα να συνδέονται όσα συνέβησαν στην Τροία με τις μετέπειτα επιδρομές. Αλλά τα γενικά χαρακτηριστικά εκτίθενται με ακρίβεια, όπως η διαδικασία δημιουργίας νέων πόλεων από εξόριστους πολίτες, καθώς και η δημογραφική επέκταση ενός ολιγάριθμου εξόριστου λαού, ο οποίος μετατρέπεται σε ισχυρή δύναμη, όπως οι Βοιωτοί, τους οποίους εκδίωξαν οι Θεσσαλοί από την Άρνη. Υπάρχουν επίσης πρωτότυπες απόψεις για τα γεγονότα που ακολούθησαν την δωρική εισβολή, όταν για παράδειγμα αποδίδει τη γέννηση της τυραννίας στο γεγονός ότι η ηρωική βασιλεία ανατράπηκε όταν αυξήθηκε ο πλούτος, και όταν υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της ναυτικής δύναμης των ελληνικών πόλεων συνέβη επειδή άρχισαν να ναυπηγούνται τριήρεις στην Κόρινθο, ή όταν αναφέρεται στη δυσχέρεια δημιουργίας συμμαχιών για κοινές εκστρατείες, με το επιχείρημα ότι η μοναδική περίσταση στην οποία όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες χωρίστηκαν σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα ήταν στον πόλεμο που κάποτε έφερε αντιμέτωπη τη Χαλκίδα με την Ερέτρια. Σ’ αυτά τα κεφάλαια του έργου του Θουκυδίδη, το ελληνικό πνεύμα στρέφεται με μιαν ευφυή διαίσθηση προς την ιστορία του παρελθόντος· και παρότι όλοι αυτοί οι συλλογισμοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανακριβείς, διατηρούν εσαεί μια ανεκτίμητη αξία σε ότι αφορά το εν γένει ιστορικό κριτήριο.

Το κοινό σε όλους τους Αθηναίους πολιτικό αίσθημα είχε ομοίως οξύνει την αντίληψή τους για το είδος των σχέσεων εξουσίας στο παρελθόν· και ο τρόπος με τον οποίο τις περιγράφει ο Θουκυδίδης κατά την εποχή του συνιστά την οριστική του οριοθέτηση, παρότι παραλείπει πολλά στοιχεία τα οποία εμείς θεωρούμε υψίστης σημασίας, αλλά από τον ίδιο τον ιστορικό και τους συγχρόνους του θωρήθηκαν αυτονόητα· έτσι για παράδειγμα, παρότι παρέχει ακριβείς καταγραφές των προσόδων, των κληρουχιών κ.τ.λ. δεν αναφέρει ποτέ τον ακριβή αριθμό των αθηναίων πολιτών, ούτε την αναλογία τους σε σχέση με τους δουλοπάροικους. Ομοίως οι εκτιμήσεις για την κατάσταση και την ισχύ του κράτους συμπεραίνονται από το περιεχόμενο των δημηγοριών που παραθέτει ο Θουκυδίδης.

Καταλήγοντας δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις εξαιρετικές πηγές από τις οποίες αντλεί την εθνογραφική ανάλυση της Σικελίας, στην αρχή του 6ου Βιβλίου του, καθώς και την εξαντλητική απαρίθμηση, φυλής προς φυλή, των στρατιωτικών δυνάμεων με τους εξοπλισμούς τους, που συμμετείχαν, εκούσα ή ακούσια, στις επιχειρήσεις κατά των Συρακουσών.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου