Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Τα γνωστικιστικά θεμέλια του μηδενισμού στον Heidegger στ

 Συνέχεια από:Παρασκρυή 21 Ιουνίου 2024

Τα γνωστικιστικά θεμέλια του μηδενισμού στον Heidegger
Της Susan Anima Taubes,
The Journal of Religion, Volume XXXIV, Number 3 , July 1954
                                 
IV β
Το τίποτα είναι το χαρακτηριστικό τού Είναι , το οποίο αποκαλύπτει τον εαυτό του στον κόσμο. «Το Είναι και Τίποτα πάνε μαζί... επειδή το Είναι στην ουσία του είναι πεπερασμένο, και αποκαλύπτει τον εαυτό του μόνο στην μετάβαση προς το Dasein το οποίο είναι εκτεθειμένο στο τίποτα»34. Στο πλαίσιο της ταυτότητας τού Είναι και τού Τίποτα, και της άρνησης τής διάκρισης υποκειμένου-αντικειμένου ως τής τελειωτικής επιστημολογικής σχέσης, θα πρέπει να στρέψουμε τώρα εναντίον τού Heidegger τα επιχειρήματα που ήταν στραμμένα εναντίον τού Hegel. Πως είναι δυνατή η γνώση σε ένα σύστημα που βασίζεται στην ταυτότητα; Δεν είναι καταδικασμένη να είναι κυκλική και για τον λόγο αυτό «φαύλη»; Αυτό είναι το τρωτό σημείο όλων μυστικιστικών συστημάτων που προσπαθούν να πάνε πέρα από την σχέση υποκειμένου-αντικειμένου. Ο Heidegger δεν ξεφεύγει από το πρόβλημα αλλά αποδέχεται τις συνέπειες τής λογικής τής ταυτότητας και στηρίζει την επιστημολογία του πάνω στον κύκλο35.
Η δοκιμασία για την ισχύ τής κυκλικής λογικής είναι το εάν ο κύκλος κλείνει, εάν δηλαδή ο εαυτός μπορεί να δειχθεί ολόκληρος μέσα στην εσωτερική του δομή. Ο σκοπός τής ανάλυσης τού θανάτου που κάνει ο Heidegger είναι να εγκαθιδρύσει την πληρότητα τής δομής του Dasein. Το Είναι τού Dasein χαρακτηρίζεται από την μέριμνα. Η μέριμνα θεμελιώνεται στην χρονικότητα. Εφόσον η μέριμνα στοχεύει πάντα στο μέλλον, στο «όχι ακόμη», αποκαλύπτει τον εαυτό ως διαρκώς ανολοκλήρωτο. Και εάν ο θάνατος κατανοείται απλώς ως ένα εξωτερικό φαινόμενο που «συμβαίνει» στον εαυτό, τότε ο εαυτός παύει να υπάρχει και συναντά το τέλος του ενώ είναι ακόμα ανολοκλήρωτος ως προς το Είναι του. Ο Heidegger γνωρίζει πως το σημείο αυτό μπορεί να γίνει η αχίλλειος πτέρνα του συστήματός του, και για τον λόγο αυτό συγκεντρώνει όλη του την δύναμη στην ερμηνεία τού προβλήματος τού θανάτου36.
Ο θάνατος δεν είναι το «είναι» που ο εαυτός συναντά μέσα στον κόσμο. Ο εαυτός δεν συναντά τον θάνατο μέσα στον κόσμο. Ο θάνατος είναι μάλλον το όριο τής δυνατότητας τού εαυτού για όσο υπάρχει μέσα στον κόσμο. Είναι δυνατότητα τής αδυναμίας τής ύπαρξης του. Ο θάνατος είναι το απόλυτο «όχι ακόμη». Ωθούμενος από την μέριμνα, ο εαυτός βρίσκεται πάντα μπροστά από τον εαυτό του και βρίσκεται στον ορίζοντα των σχετικών δυνατοτήτων του. Επειδή ο εαυτός βρίσκεται εξ αρχής μέσα στον θάνατο, που είναι το αρνητικό του όριο, είναι σε θέση να συμπεριλάβει τον εαυτό του και να φτάσει σε μια ουσιαστική ολοκλήρωση. Ο θάνατος δεν είναι ο ξένος άγγελος που κόβει το νήμα τής ζωής τού εαυτού σε κάποιο τυχαίο σημείο. Ο θάνατος είναι ολόκληρο το «νήμα της ζωής»,το άκοσμο νήμα που περικλείει τον εαυτό. Η εικόνα τού ευθέως νήματος, ενός αντικειμενικού δηλαδή μέλλοντος που επεκτείνεται άπειρα προς τα εμπρός, είναι μια εικόνα παρμένη από τον χώρο. Από την οπτική γωνία του χώρου, το νήμα της ζωής πρέπει να επεκτείνεται άπειρα. Δεν υπάρχει κάποιος εσωτερικός λόγος για την ύπαρξη κάποιου τελικού σημείου. Προκύπτει λοιπόν, πως ο θάνατος πρέπει να θεωρηθεί ως γεγονός «εξωτερικής παρεμβολής», και να μην θεωρηθεί ως ένα κομμάτι «πραγματικότητας» άσχετο προς τον εαυτό. Και πράγματι, στον μη αυθεντικό τρόπο ύπαρξης, ο εαυτός αποκρύπτει από τον εαυτό του την δυνατότητα του θανάτου, με διατυπώσεις υπεκφυγής: «κάποιος πεθαίνει» και ο θάνατος «έρχεται στο τέλος».
Η θετικότητα τού «δημόσιου» είναι το κάλυμμα της πρωταρχικής αρνητικότητας τού εαυτού. Το «δημόσιο» επικεντρώνεται στό άμεσο περιβάλλον. Και ακριβώς από την οπτική γωνία αυτού τού αμφίβολου παρόντος αντιλαμβάνεται ο εαυτός το παρελθόν και το μέλλον. Το παρελθόν και το μέλλον μειώνονται σε παρόν, όταν εστιάσει την προσοχή του σε αυτά το «δημόσιο»37. Το παρόν, το αμφίβολο «τώρα» προεκτεινόμενο σε ένα «πάντοτε», είναι ο μη αυθεντικός τρόπος ύπαρξης του εαυτού. Είναι ο μη αυθεντικός τρόπος της χρονικότητας. Ο εαυτός φεύγει από τον εαυτό του, τον χρόνο, την μηδενικότητα του και την μοίρα του, που είναι το είναι προς θάνατον.
Η θεμελιώδης προϋπόθεση για την εσωτερίκευση τού γνωστικιστικού δράματος τού εαυτού είναι η εξίσωση τού εαυτού με τον χρόνο και την αρνητικότητα, και η εξίσωση τής σωτηρίας με τον θάνατο. Ο εαυτός σώζεται δια του θανάτου, όχι την στιγμή που πεθαίνει, αλλά γνωρίζοντας από την αρχή, πως είναι προς θάνατον. Επειδή ο θάνατος απαιτεί να πάρει τον εαυτό και από το έσχατο καταφύγιο του, αποκαλύπτει έτσι στον εαυτό, πως όταν παίζεται η τύχη του Είναι του, τότε ο κόσμος δεν το καταλαμβάνει. Πως στην έσχατη μάχη του, ρίχνεται πίσω στον εαυτό του, στο τίποτα. Ευρισκόμενος πάντοτε και με επίγνωση στην εγγύτητα του θανάτου του, ο εαυτός γνωρίζει πως το αληθινό Είναι του είναι σωσμένο (entrissen) από το «δημόσιο». Αναλαμβάνοντας τον επικείμενο θάνατο του, ο εαυτός λυτρώνεται από τό «δημόσιο». Ο εαυτός είναι ο σωτήρας τού εαυτού του. Μήπως όμως το Είναι που αποσπάστηκε από κάτι, παραδόθηκε σε κάτι άλλο; Ο εαυτός αποσπάται από τον εαυτό του και παραδίδεται στον εαυτό του, την πηγή του, το τίποτα.
Το γνωστικιστικό δράμα της πτώσης, της εξορίας και λύτρωσης προκύπτει από την δυναμική δομή τού εαυτού. Ενώ ο γνωστικισμός είδε το δράμα μέσα σε ένα αντικειμενικό μυθικό χρονικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα το δράμα, στην ανάλυση του Heidegger, το χρονικό πλαίσιο είναι ο εαυτός. Επειδή το πλαίσιο τού εαυτού είναι τελειωτικό, είναι άσκοπο να αναζητηθεί τι συμβαίνει στον εαυτό «μετά» θάνατον.
Η πέραν τής ηθικής ερμηνεία τού αληθινού Είναι και των υπαρκτικών κατηγοριών τής ενοχής, συνείδησης, και της πεσμένης φύσεως, είναι ένα χαρακτηριστικό της γνωστικιστικής και αντινομιακής σκέψης. Η μεταστροφή των ηθικών σε οντολογικές κατηγορίες, υπηρετεί μάλλον την εξύψωση, παρά την μείωση της σημασίας τους. Γιατί αν ο άνθρωπος έχει «ριφθεί» στην ύπαρξη ως θνητό και ένοχο ον, αν αυτή είναι η ουσία του, τότε οι προσωπικές του αποφάσεις είναι δευτερεύουσες ως προ την «οντολογική του μοίρα». Οι πράξεις του έχουν νόημα μόνο μέσα στον ορίζοντα τής ασυγχώρητης ενοχής του και της θνητότητας του. Κάθε αυθεντική απόφαση λοιπόν μεταφέρεται από την πραγματικότητα του ηθικού σκοπού στην πραγματικότητα της διανόησης, με τρόπο χαρακτηριστικό για τον γνωστικισμό.
Η έννοια της αυθεντικής απόφασης στον Heidegger δεν είναι απλώς πέραν της ηθικής, αλλά είναι εξ ορισμού απόφαση χωρίς θετικό περιεχόμενο ή πρακτικές συνέπειες. Ο θάνατος είναι για τον Heidegger ο τελικός ορίζοντας του ανθρώπου, και το αληθινό Είναι το είναι-προς-θάνατον. Ο θάνατος όμως αποκαλύπτει τον εαυτό στην απόλυτη απομόνωσή του και τον αποκόπτει από όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ηθικές και ανήθικες. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θρησκευτικές προσδοκίες και ηθικοί κανόνες, αναπαριστούν την φυγή τού εαυτού από την θνητότητα του. Οι διακρίσεις μεταξύ ορθού και σφάλματος μετατοπίζονται στην «δημόσια» σφαίρα. Η κοινή και η αξιότιμη, η δίκαιη και η άδικη κατάσταση, τοποθετούνται χωρίς διάκριση στην πραγματικότητα τοΎ μη αυθεντικού και εσφαλμένου. Ο ηθικός μηδενισμός τού Heidegger είναι πιο συνεπής στις επιταγές τού γνωστικισμού από τον γνωστικιστικό αντινομισμό. Ο τελευταίος δεν είχε απορρίψει εντελώς την σφαίρα του πρακτικού, καθώς είχε οραματιστεί μια κοινότητα ελεύθερων πνευμάτων ενωμένη δια της αγάπης. Ο ηθικός μηδενισμός του πρώιμου γνωστικισμού ήταν μετριασμένος μέσω μιας εσχατολογικής ελπίδας και θετικής, αν και μυθικής, πίστης σε ένα «επέκεινα» που υπόσχονταν μια τέλεια κοινότητα πνευμάτων. Ο Heidegger παρουσιάζει ένα μηδενισμό γυμνό και αφτιασίδωτο. Δεν τίθεται τό θέμα τής υπέρβασης των ηθικών κανόνων ή τής αποθέωσης του ανθρώπου δια του σπασίματος των ορίων της ατομικότητας, όπως συνέβαινε στις γνωστικιστικές-διονυσιακές λατρείες.
Τα γνωστικιστικά στοιχεία είναι τόσο προφανή στο «Τι είναι μεταφυσική;», ώστε οι κριτικοί ορθά το κατανόησαν ως απόλυτο μηδενισμό.
Ως άμυνα στην κριτική που του ασκείται, ο Heidegger ανέπτυξε την έννοια του δημιουργικού τίποτα. Αντί να απορρίψουμε βιαστικά το τίποτα, πρέπει να ετοιμαστούμε να «βιώσουμε στο τίποτα το ξέφωτο που προσδίδει σε όλα τα πράγματα την δυνατότητα να υπάρχουν»38. Οι παραδόσεις τού Heidegger θα είχαν παρεξηγηθεί λιγότερο (ως απλή καταστροφή όλων των αξιών, σημασιών...), εάν είχε διαπιστωθεί, πως τα μηδενιστικά χαρακτηριστικά ριζώνουν στην εμπειρία στην οποία ριζώνει ο κοσμικός μηδενισμός τού γνωστικισμού.

                                Τέλος κεφαλαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου