Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Το νόημα ως ισορροπία κατά Nash. Η Φαινομενολογία του Husserl και η θεωρία παιγνίων στ

 Συνέχεια από: Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Το νόημα ως ισορροπία κατά Nash. Η Φαινομενολογία του Husserl και η θεωρία παιγνίων στ
4 Βασικά χαρακτηριστικά της φαινομενολογίας των παιγνίων

4.5 Ενστάσεις

4.5.1 Τα άτομα και το δίκτυο

Κάποιος που έχει μια ένσταση στα πιο πάνω, λέει: «Όταν ανοίξω το ψυγείο μου και δω ένα μήλο, εκτελώ μια αποβλεπτική πράξη (ενέργημα), δηλαδή την πράξη να βλέπω το μήλο. Δεν συμμετέχω καθόλου σε κάποιο παιχνίδι, χρησιμοποιώντας στρατηγικές ή οτιδήποτε άλλο». Αυτό είναι αλήθεια: Ανοίγω το ψυγείο, βλέπω ένα μήλο, το πιάνω και το τρώω. Οι θεωρητικοί της διάνοιας (Recanati 2012) θα έλεγαν, ότι έχω ένα φάκελο που σχετίζεται με το μήλο, και πως εμπλουτίζω τον φάκελο με νέες πληροφορίες για το μήλο και το φάγωμα του μήλου. Τά διανοητικά ενεργήματα είναι υποκειμενικά και αναφέρονται σε αντικείμενα που είναι μεμονωμένα ή γενικά. Το γεγονός αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Πρέπει όμως να καταλάβουμε, εάν η κατάσταση που μόλις περιγράψαμε πρέπει να θεωρηθεί πρωτογενής ή όχι, και εάν είναι παραδειγματική ή παράγωγη, εάν δηλαδή η κατάσταση αυτή είναι μια επίδραση σε κάτι άλλο. Το να πούμε ότι κάθε διανοητικό ενέργημα αφορά κάτι, είναι κοινοτοπία, και δεν λύνει το πρόβλημα. Απλώς αναγγέλλει το πρόβλημα, όπως λέει ο Husserl. Ο φαινομενολόγος αντιθέτως ρωτά για το νόημα του ενεργήματος: ποια είναι η σημασία (νόημα) του γεγονότος ότι τρώω το μήλο; Ποιο είναι το νόημα εν γένει; Μπορεί το νόημα αυτής τής εμπειρίας να διαχωριστεί από την ατομική μου αντίληψη, από τη λειτουργία των νευρώνων και της ψυχολογίας μου;

Η κοινωνική φαινομενολογία παραδέχεται, πως για όσο κάποιος παραμένει στον κύκλο του υποκειμένου, στο πεδίο της ενδοσκόπησης, δεν μπορεί να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στις ερωτήσεις αυτές. Το νόημα του ότι τρώω το μήλο δε βρίσκεται στη μια μοναδική εμπειρία, που είναι από μόνη της χωρίς νόημα, αλλά μάλλον στο δίκτυο των αλληλεπιδράσεων με τις οποίες σχετίζεται. Η αντίληψη του μήλου εκ μέρους μου δεν είναι ένα απλό ουδέτερο ενέργημα. Αντιλαμβάνομαι το μήλο ήδη ενταγμένο σε μια κοινωνική συνάφεια, ως σύνολο τεχνικών αντικειμένων μέσα στο οποίο είναι ενταγμένο-το ψυγείο, η κουζίνα, κ.ο.κ.-ή ο δρόμος που πήρα για να το αγοράσω ή που και πως μεγάλωσε. Όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών παιγνίων.

Επιπλέον, η δική μου χειρονομία να το δω και να το φάω μπορεί να περιγραφεί ως σύνολο στρατηγικών αλληλεπιδράσεων, όπως το παιχνίδι όπου οι παίχτες είναι μέλη του σώματος μου, όπως οι νευρώνες που ενεργοποιούνται σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου μου, ή λειτουργία των μυών μου, και ούτω καθεξής.

4.5.2 Αποβλεπτικότητα και κόσμος

Μια άλλη πιθανή ένσταση θα μπορούσε να είναι το γεγονός, πως υπάρχει ριζική διαφορά μεταξύ αποβλεπτικότητας και θεωρίας παιγνίων: επειδή το πρώτο είναι μια σχέση του γνωσιακού συστήματος (υποκείμενο) και μη-γνωσιακού συστήματος (ο κόσμος), ενώ το δεύτερο είναι μια σχέση μεταξύ γνωσιακών συστημάτων (παίχτες). Είναι μια σημαντική ένσταση, και μου δίνει τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσω το κεντρικό σημείο. Η ένσταση αυτή βασίζεται στην άποψη, σύμφωνα με την οποία, η αποβλεπτικότητα ορίζεται ως η συνθήκη της δυνατότητας της σχέσης μας προς τον κόσμο. Εγώ όμως δε συμφωνώ με την προσέγγιση αυτή. Έχουμε μια σχέση με τον κόσμο που προηγείται και καθορίζει την αποβλεπτικότητα μας. Είμαι μέσα στον κόσμο πριν σκεφτώ περί αυτού, πριν τον εννοιολογήσω, ή μιλήσω περί αυτού, κτλ.

Η θέση μου είναι, πως η αποβλεπτικότητα βρίσκει τη σχέση μας με την πραγματικότητα, που είναι το σύνολο των αντικειμένων (res), που μπορούμε να διακρίνουμε, να ταυτοποιήσουμε, να εννοιολογήσουμε, και να μιλήσουμε περί αυτών. Η πραγματικότητα πρέπει να είναι δημόσια, να μοιράζεται, κάτι για το οποίο διαπραγματευόμαστε, όπως σε ένα παιχνίδι.

Η σχέση μεταξύ υποκειμένου (ή υποκειμένων) και του κόσμου δεν είναι καθόλου όμοια με αυτή σε ένα διαδραστικό παιχνίδι. Αυτό που εννοώ, όταν λέω «κόσμος», είναι κάθε τι που προηγείται του παιχνιδιού: αισθήματα, αισθήσεις (φυσικά αντικείμενα), ανάγκες, επιθυμίες, φιλοδοξίες, αναπαραστάσεις, κτλ. Μερικά είναι κοινά, μερικά όχι. Αυτό το σύνολο συνιστά αυτό που αποκάλεσα συνάφεια του παιχνιδιού. Ο κόσμος είναι το φόντο από το οποίο ο κάθε παίχτης παίζει διαφορετικά παιχνίδια. Η πραγματικότητα είναι ο κόσμος φιλτραρισμένος μέσω κάποιας στρατηγικής αλληλεπίδρασης των υποκειμένων. Είναι το αποτέλεσμα των παιχνιδιών, το τελικό αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης. Βλέπω ένα βιβλίο από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ενώ ο φίλος μου από μια άλλη: αν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι αυτό το βιβλίο, και να έχουμε μια κοινή αντίληψη για το βιβλίο αυτό, είναι επειδή η υπέρβαση των ατομικών μας προοπτικών είναι μια αμοιβαία προσαρμογή, ένα παιχνίδι, που σκοπό έχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα-το γεγονός ότι καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Ο κόσμος καθ’ εαυτόν δεν είναι παίχτης. Ένα μέρος όμως του κόσμου μπορεί να γίνει παίχτης-για παράδειγμα, στην περίπτωση του παιχνιδιού αντίληψης-με τις στρατηγικές και τους σκοπούς του.

4.5.3 Κανόνες


Αυτός που έχει ένσταση, λέει, «Ορίζεται ένα παιχνίδι από τους κανόνες του; Αν ναι, τι εννοούμε εδώ λέγοντας ‘κανόνας’; Εννοούμε μια προσταγή, μια πρόταση, ένα σταθερό άτεγκτο τύπο, που πρέπει να εφαρμόζεται κάθε φορά σε μεταβαλλόμενες συνάφειες;»

Η απάντηση μου είναι αυτή: εξαρτάται από το παιχνίδι. Υπάρχουν παιχνίδια, στα οποία οι κανόνες, που έχουν συλληφθεί ως κανονιστικές δομές, είναι ουσιαστικοί, και όσο το δυνατόν πιο σύντομοι. Υπάρχουν όμως παιχνίδια, στα οποία δεν υπάρχει μια τέτοια αναγκαιότητα, με την έννοια ότι οι κανόνες διαμορφώνονται «πάνω στο δρόμο». Είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαρκούς αλληλεπίδρασης, πάντα ανοικτής σε αλλαγές.

Ισχυρίζομαι ότι οι κανόνες είναι παίγνια. Οι κανόνες είναι εκείνο το μέρος των κοινωνικών παιγνίων που σταθεροποιείται. Με αυτή την έννοια δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ κανόνα και εφαρμογής του κανόνα. Το σημείο αναφοράς είναι πάντα η ανταλλαγή μεταξύ υποκειμένων/παιχτών, η ιστορία του παιχνιδιού και άλλες ισορροπίες.

4.5.4 Στρατηγικές

Αυτός που έχει ένσταση ρωτά: «Πως μπορούμε να ορίσουμε την αποβλεπτική εμπειρία ως σύνολο παιγνίων, εάν η έννοια του παιγνίου εμπλέκει ήδη την έννοια της στρατηγικής ή πληροφορίας, και επομένως ήδη μια πρόθεση, μια συνείδηση, και μια γνώση;»

Θα διατυπώσω την απάντηση μου σε τρία σημεία.

Κατά πρώτον, είναι δυνατόν να υπάρχουν και ασυνείδητες στρατηγικές ή γνώση: υπάρχει μια επικοινωνία του ασυνειδήτου, όπως στην έννοια της μεταφοράς. Μπορούμε να θεωρήσουμε την ψυχανάλυση ως ένα στρατηγικό παιχνίδι (Alper 1993).

Κατά δεύτερον, οι περισσότερες στρατηγικές και πληροφορίες επηρεάζονται από μια πρότερη καθίζηση. Ο Wittgenstein θα μιλούσε στο σημείο αυτό περί «εξάσκησης» (training). Υπάρχουν προγονικά παιχνίδια, που έθεσαν ως προϋπόθεση την αυτονομία και την αξία του παραδείγματος, που συνεχίζουμε ακόμα να παίζουμε. Η φυσική γλώσσα είναι το πιο κοινό παράδειγμα. Εξασκούμαστε από την πρώιμη παιδική ηλικία να την χρησιμοποιούμε. Αλλά και βασικές έννοιες όπως ‘ταυτότητα’. ‘πράγμα’, ‘ύπαρξη’, κτλ., μπορούν να θεωρηθούν ως προγονικά παιχνίδια. Τα πιο σημαντικά παιχνίδια είναι ασυνείδητα, με την έννοια επίσης, ότι τα παιχνίδια αυτά δεν απασχολούν καθόλου τα ανθρώπινα υποκείμενα.

Το τελευταίο σημείο, είναι μια περαιτέρω διασαφήνιση. Δεν λέω ότι κάθε διανοητική κατάσταση πρέπει να ερμηνευθεί ως στρατηγικό παιχνίδι. Το αντίθετο, οι περισσότερες διανοητικές καταστάσεις μας δεν είναι καθόλου συμβατές με το μοντέλο του παιχνιδιού. Επιπλέον, δεν είναι όλες οι διανοητικές μας καταστάσεις αποβλεπτικές. Λέω απλώς, πως αν θέλουμε να καταλάβουμε πλήρως την αποβλεπτικότητα, η θεωρία παιγνίων μπορεί να μας δώσει πολύ χρήσιμα εργαλεία γιά να τραβήξουμε τα όρια μεταξύ αυτού που είναι αποβλεπτικό και αυτού που δεν είναι. Η αποβλεπτικότητα είναι μια πολύπλοκη έννοια, που δεν μπορεί να μειωθεί στο προφανές χαρακτηριστικό της «τάσης προς ένα αντικείμενο». Η επιθυμία έχει ένα αντικείμενο, όχι επειδή είναι εκ της συστάσεως της έτσι, αλλά επειδή είναι μέρος του παιχνιδιού, μια πιο πολύπλοκη συνάφεια αποτελούμενη από αλληλεπιδράσεις, προσδοκίες, ελπίδες, πιθανότητας, και ούτω καθεξής.

5 Συμπεράσματα. Τα πλεονεκτήματα της προσέγγισης αυτής

Γιατί νομίζω ότι η αποβλεπτικότητα πρέπει να κατανοηθεί ως κοινωνικό παιχνίδι; Επειδή αυτή η υπόθεση μας εξυπηρετεί. Τι είδους θεωρητικά πλεονεκτήματα μας δίνει η προσέγγιση αυτή της φαινομενολογίας; Θα διακρίνω δυο τύπους πλεονεκτημάτων στα επόμενα. Ο πρώτος είναι πιο συγκεκριμένος και ενδιαφέρον κατά την άποψη μου. Ο δεύτερος είναι πιο γενικός επειδή αφορά βασικές θεωρητικές επιλογές. Ας δούμε τον πρώτο:

Η επανερμηνεία της φαινομενολογίας του Husserl με την θεωρία των παιγνίων προσφέρει ενδιαφέροντα εργαλεία για να εξηγηθεί τι είναι μερική αλήθεια, δηλαδή η καθημερινή εμπειρία, για την οποία μια πρόταση μπορεί να είναι μερικώς αληθής (Yablo 2014). Για παράδειγμα, μια υπόθεση είναι μια εν μέρει αληθής πρόταση, επειδή περιμένει την επιβεβαίωση της. Έτσι, από την σκοπιά μας, μια πρόταση είναι ένα σύνολο παιγνίων. Κάθε γλωσσολογικό παιχνίδι μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές. Είναι αληθές αν είναι δυνατή μια ισορροπία κατά Nash (NE), και ψευδές στην αντίθετη περίπτωση. Οι τιμές της αλήθειας καθορίζονται από τη δυνατότητα επίτευξης των ισορροπιών κατά Nash. Ισχυρίζομαι επομένως πως μια πιθανή γλώσσα είναι μια συνάρτηση που αποδίδει (αντιστοιχίζει) σε κάθε προφορική έκφραση μέσα σε κάποιο πεπερασμένο σύνολο-κάθε πρόταση- ένα σύνολο δυο ή περισσότερων παιχνιδιών και υπό-παιχνιδιών, και πως αυτό το δεύτερο σύνολο είναι η πρόταση εκφρασμένη με αυτή την προφορική έκφραση. Επομένως, μια πρόταση μπορεί να περιέχει κάποια παίγνια που είναι αληθή (δυνατές οι ισορροπίες) και κάποια που είναι ψευδή (καμιά ισορροπία)-είναι μερικώς αληθής. Επιπλέον, όπως είπαμε, η ΝΕ είναι μια έννοια με χαρακτήρα πιθανότητας. Αυτό όμως είναι κατά την άποψη μας ένα πλεονέκτημα: ακόμα και αν είναι πιθανή (υπάρχει η θεωρητική πιθανότητα επίτευξης αυτής της κατάστασης), μια ΝΕ μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο πιθανή σε σχέση προς τις συγκεκριμένες συνθήκες του παιχνιδιού-τότε μια πρόταση μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο αληθής. Για παράδειγμα, μια υπόθεση είναι μια πρόταση στην οποία υπάρχουν κάποια παίγνια που είναι αληθή, και άλλα που είναι αβέβαια, επειδή δεν γνωρίζουμε αν μια ΝΕ μπορεί να επιτευχθεί, και έτσι υπάρχει μια συγκεκριμένη διάταξη των πιθανών κόσμων μέσα στον αντίστοιχο τόπο (topos).

Η επανερμηνεία της φαινομενολογίας του Husserl που δώσαμε, μας προσφέρει επίσης εργαλεία για να καταλάβουμε προτάσεις που περιέχουν όρους χωρίς κάποια συγκεκριμένη ή πραγματική αναφορά, όπως για παράδειγμα «Ο Πήγασος δεν υπάρχει». Στην περίπτωση αυτή, έχουμε ένα σύνολο παιγνίων στο οποίο κάποιες ΝΕ αντιστοιχούν σε εμπειρικά δεδομένα, και κάποιες όχι. Μπορούμε να πούμε «Ο Πήγασος δεν υπάρχει» επειδή φτάσαμε σε μια γενική συμφωνία για το τι είναι ο Πήγασος. Υπάρχει επομένως μια ΝΕ. Η ισορροπία όμως δεν αντιστοιχεί σε κάποια πραγματικά δεδομένα. Δεν υπάρχει κάποια απάντηση εκ μέρους του πράγματος.

Η εκ νέου ανάγνωση του Husserl εκ μέρους μας ανταποκρίνεται πολύ καλά στην ανάγκη ένταξης της αποβλεπτικότητας σε μια συνάφεια, όπως το πρότεινε ο Benoist. Ακολουθώντας μια μη μεταφυσική ρεαλιστική προσέγγιση (Benoist 2013), ο Benoist ισχυρίζεται την προτεραιότητα της αναφοράς στην αίσθηση και του αντικειμένου στην πρόθεση του αντικείμενου. (Benoist 2005, 260). Αν η εποχή δεν εξαλείφει την υπερβατολογική πραγματικότητα, αλλά κάθε «θέση της ύπαρξης» που αφορά αυτή την πραγματικότητα, έτσι το ζεύγος νόημα/νόησις εξαρτάται από κάτι άλλο, δηλαδή τη συνάφεια και την προηγούμενη σχέση προς τον κόσμοΣύμφωνα με τον Benoist, ο πραγματικός κόσμος καθορίζει το νόημα, όχι το αντίστροφο. Κάθε πρόθεση πραγματοποιείται μέσα σε μια ήδη εγκαθιδρυμένη συνάφεια. Δεν υπάρχει πρόθεση (intention), visée καθ’ εαυτώ, χωρισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά μόνο μια πρόθεση en contexte, δηλαδή συνδεδεμένη και καθορισμένη από τις προηγούμενες αναφορές σε άλλους ανθρώπους, αισθήματα, επιθυμίες, αλληλεπιδράσεις, πιθανότητες, και ούτω καθεξής.

Ας δούμε τώρα τα πιο γενικά πλεονεκτήματα. Η επανερμηνεία του νοήματος σύμφωνα με τη θεωρία παιγνίων μας δίνει ένα πολύ δυναμικό μοντέλο, που εξαλείφει τα εξής:

Τον ιδεαλισμό και τον σολιψισμό του Husserl-η προσέγγιση μας είναι πολύ-παραγοντική

Μια υπερβολική αναφορά στην ψυχολογία των δυνατοτήτων και της εσωστρέφειας (introjection)-η προσέγγιση μας δεν είναι ανθρωποκεντρική

Τον παν-γλωσσισμό (panlingualism) που προτάθηκε από τις προτασιακές αντιλήψεις περί αποβλεπτικότητας, όπως στον Davidson, για τον οποίο «η επίγνωση είναι …απλώς μια άλλη πεποίθηση» (Davidson 2001, 142).

Τον οντολογισμό που ταυτίζει την αποβλεπτικότητα με το Είναι (Heidegger, Είναι και Χρόνος), χάνοντας έτσι την ιδιαιτερότητα της αποβλεπτικότητας, ή αραιώνοντας την στο ελάχιστο-κάθε τι είναι αποβλεπτικότητα, κάθε τι είναι σχέση, δεν υπάρχει πια όριο μεταξύ αποβλεπτικού και μη-αποβλεπτικού.

Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου