Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου».
Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ ὁ μαθητής του καθόταν στὸ ἄλλο κελί.
Πῆγε λοιπὸν κάποια φορὰ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει, ὁπότε τοῦ λέει:
«Πάτερ, γιατί κλαῖς;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω».
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
«Δεν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται:
«Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι᾿ αὐτές».
Εἶπε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».
▼
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου