Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (5)

 Συνέχεια από: Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Η υπερβατικότητα του Ego

IΙ. Συγκρότηση του Ego

Το Εγώ δεν είναι μια κατευθείαν ενότητα των ανασκοπημένων συνειδήσεων. Υπάρχει μια εμμενής ενότητα αυτών των συνειδήσεων, είναι η ροή της Συνείδησης που συγκροτεί εαυτήν ως ενότητα εαυτής (Βλ. Διαλέξεις για την εσωτερική συνείδηση του χρόνου) και μια υπερβατική ενότητα: οι καταστάσεις και οι δράσεις. Το Εγώ είναι ενότητα καταστάσεων και δράσεων – κατά προαίρεση, και ποιοτήτων. Είναι ενότητα των υπερβατικών ενοτήτων και υπερβατικό αυτό το ίδιο. Είναι ένας υπερβατικός πόλος μιάς συνθετικής ενότητας, όπως ο πόλος-αντικείμενο της μη-ανασκοπημένης συμπεριφοράς. Μόνο που αυτός ο πόλος δεν εμφανίζεται παρά στον κόσμο της ανασκόπησης. Θα εξετάσουμε λοιπόν διαδοχικά τη συγκρότηση των καταστάσεων, των δράσεων και των ποιοτήτων και την εμφάνιση του Εγώ [Μοί] ως πόλου αυτών των υπερβατικοτήτων. 

Α) ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ

Η κατάσταση εμφανίζεται στην ανασκοπική συνείδηση. Δίδεται σε αυτήν και γίνεται το αντικείμενο μιάς συγκεκριμένης εποπτείας. Αν μισώ τον Πιέρ, το μίσος μου για τον Πιέρ είναι μια κατάσταση που μπορώ να συλλάβω με την ανασκόπηση. Αυτή η κατάσταση είναι παρούσα μπροστά στο βλέμμα της ανασκοπικής συνείδησης, είναι πραγματική. Να συμπεράνω από αυτό ότι είναι εμμενής και βέβαιη; Βεβαίως όχι. Δεν μπορούμε να κάνουμε την ανασκόπηση μια δύναμη μυστηριώδη και αλάθητη, ούτε να πιστέψουμε ότι το κάθε τι που παρατηρεί η ανασκόπηση είναι αναμφίβολο επειδή παρατηρείται από την ανασκόπηση. Η ανασκόπηση περιορίζεται από το δίκαιο και από την πραγματικότητα. Είναι μια συνείδηση που θέτει μια συνείδηση. Ό,τι καταφάσκει σ' αυτή τη συνείδηση είναι βέβαιο και σύμμετρο. Όμως αν της εμφανίζονται μέσα από αυτή τη συνείδηση άλλα αντικείμενα, τα αντικείμενα αυτά δεν έχουν κανένα λόγο να μετέχουν στα χαρακτηριστικά της συνείδησης. Ας σκεφθούμε μιάν ανασκοπική εμπειρία μίσους. Βλέπω τον Πιέρ, αισθάνομαι στη θέα του μια βαθειά αναταραχή απώθησης και οργής (είμαι ήδη στο ανασκοπικό επίπεδο): η αναταραχή είναι συνείδηση. Δεν μπορώ να σφάλλω όταν λέω: νιώθω αυτή τη στιγμή μια βίαιη απώθηση για τον Πιέρ. Αλλά αυτή η εμπειρία της απώθησης είναι το μίσος; Προφανώς όχι. Άλλωστε δεν δίδεται σαν τέτοια. Στην πραγματικότητα, μισώ τον Πιέρ εδώ και καιρό και σκέπτομαι ότι θα τον μισώ πάντοτε. Μια στιγμιαία συνείδηση της απώθησης δεν θα μπορούσε να είναι το μίσος μου. Ακόμα κι αν την περιόριζα σ' αυτό που είναι, στο στιγμιαίο της, δεν θα μπορούσα καν να μιλώ πιά για μίσος. Θα έλεγα: «Νιώθω απώθηση για τον Πιέρ τη στιγμή αυτή», και κατά τρόπο που δεν θα δέσμευα το μέλλον. Όμως από αυτήν ακριβώς την άρνησή μου να δεσμευτεί το μέλλον, θα έπαυα να μισώ.

Το μίσος μου λοιπόν μου εμφανίζεται την ίδια στιγμή με την εμπειρία της απώθησης. Εμφανίζεται όμως μέσω αυτής της εμπειρίας. Μου δίδεται ακριβώς σαν να μην περιορίζεται σ' αυτή την εμπειρία. Δίδεται μέσα και από κάθε σκίρτημα απέχθειας, απώθησης και οργής, όμως ταυτόχρονα δεν είναι κανένα από αυτά, ξεφεύγει από το καθένα καταφάσκοντας τη διάρκειά του. Βεβαιώνει πως είχε ήδη εμφανιστεί, χθες που σκέφθηκα τον Πιέρ με τόση οργή, και ότι θα εμφανιστεί και αύριο. Άλλωστε, χαράσσει από μόνο του μια διάκριση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, αφού μου δίδεται ως ένα διαρκές είναι, ακόμα και όταν είμαι απορροφημένος με άλλες ασχολίες και καμία συνείδηση δεν το φανερώνει. Τούτα μοιάζουν να είναι αρκετά μέχρι στιγμής, για να μπορέσουμε να βεβαιώσουμε ότι το μίσος δεν είναι της συνείδησης. Ξεφεύγει από το στιγμιαίο της συνείδησης και δεν συμμορφώνεται στον απόλυτο κανόνα της συνείδησης, κατά τον οποίο δεν υπάρχει δυνατή διάκριση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι. Το μίσος είναι λοιπόν ένα υπερβατικό αντικείμενο. Κάθε βίωμα το αποκαλύπτει

Το μίσος μου λοιπόν μου εμφανίζεται την ίδια στιγμή με την εμπειρία της απώθησης. Εμφανίζεται όμως μέσω αυτής της εμπειρίας. Μου δίδεται ακριβώς σαν να μην περιορίζεται σ' αυτή την εμπειρία. Δίδεται μέσα και από κάθε σκίρτημα απέχθειας, απώθησης και οργής, όμως ταυτόχρονα δεν είναι κανένα από αυτά, ξεφεύγει από το καθένα καταφάσκοντας τη διάρκειά του. Βεβαιώνει πως είχε ήδη εμφανιστεί, χθες που σκέφθηκα τον Πιέρ με τόση οργή, και ότι θα εμφανιστεί και αύριο. Άλλωστε, χαράσσει από μόνο του μια διάκριση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, αφού μου δίδεται ως ένα διαρκές είναι, ακόμα και όταν είμαι απορροφημένος με άλλες ασχολίες και καμία συνείδηση δεν το φανερώνει. Τούτα μοιάζουν να είναι αρκετά μέχρι στιγμής, για να μπορέσουμε να βεβαιώσουμε ότι το μίσος δεν είναι της συνείδησης. Ξεφεύγει από το στιγμιαίο της συνείδησης και δεν συμμορφώνεται στον απόλυτο κανόνα της συνείδησης, κατά τον οποίο δεν υπάρχει δυνατή διάκριση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι. Το μίσος είναι λοιπόν ένα υπερβατικό αντικείμενο. Κάθε βίωμα το αποκαλύπτει εξ ολοκλήρου, αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι παρά μια όψη, μια προβολή (μια «Abschattung» [έκφανση]). Το μίσος είναι πιστωτικό γραμμάτιο για μια απειρότητα οργισμένων η απωθητικών συνειδήσεων, στο παρελθόν και στο μέλλον. Είναι η υπερβατική ενότητα αυτής της απειρότητας των συνειδήσεων. Επίσης, λέγοντας «εγώ μισώ» ή «εγώ αγαπώ», επ' αφορμή μιάς μοναδικής συνείδησης απώθησης η έλξης, τελώ ένα αληθινό πέρασμα στο άπειρο, αρκετά ανάλογο με ό,τι τελούμε όταν αντιλαμβανόμαστε ένα μελανοδοχείο ή το γαλάζιο του στυπόχαρτου.

Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο για να περιοριστούν εξαιρετικά τα δικαιώματα της ανασκόπησης: είναι βέβαιο ότι ο Πιέρ με απωθεί, αλλά είναι και θα παραμείνει αμφίβολο πάντοτε ότι θα τον μισώ. Αυτή η κατάφαση [του μίσους] προχωρά, στην πράξη, απείρως πέρα από την ισχύ της ανασκόπησης. Δεν χρειαζεται να συμπεράνουμε, φυσικά, ότι το μίσος είναι μια απλή υπόθεση, μια κενή έννοια: είναι ένα πραγματικό αντικείμενο, που το συλλαμβάνω διαμέσου του βιώματος, αλλά το αντικείμενο αυτό είναι εκτός συνείδησης και ακόμα και η φύση της ύπαρξής του συνεπάγεται την «αμφισβητησιμότητά» του. Παρομοίως, η ανασκόπηση διαθέτει ένα πεδίο βεβαιότητας και ένα πεδίο αμφιβολίας, μια σφαίρα σύμμετρης ενάργειας και μια σφαίρα ασύμμετρης ενάργειας. Η καθαρή ανασκόπηση (που δεν είναι κατ' ανάγκην η φαινομενολογική ανασκόπηση) αρκείται στο δεδομένο χωρίς να εγείρει αξιώσεις για το μέλλον. Και είναι αυτό που παρατηρούμε όταν κάποιος, αφού έχει πεί μες στην οργή του:

«Σε απεχθάνομαι», επανέρχεται λέγοντας: «Δεν είναι αλήθεια, δεν σε απεχθάνομαι, το είπα μες στο θυμό μου». Βλέπουμε εδώ δύο ανασκοπήσεις: η μια, μη-καθαρή και συνένοχη, τελεί επιτόπου ένα πέρασμα προς το άπειρο και συγκροτεί εξ αίφνης το μίσος σαν το υπερβατικό της αντικείμενο διαμέσου του βιώματος - η άλλη ανασκόπηση, καθαρή, απλά περιγραφική, που αφοπλίζει την μη-ανασκοπημένη συνείδηση αποδίδοντας σ' αυτήν τον στιγμιακό της χαρακτήρα. Αυτές οι δυό ανασκοπήσεις έχουν συλλάβει τα ίδια βέβαια δεδομένα, αλλά η μια κατέφασκε περισσότερα απ' όσα γνώριζε και κατευθύνθηκε μέσω της συνείδησης προς ένα αντικείμενο που κείται εκτός της συνείδησης.

Από τη στιγμή που εγκαταλείπουμε τον χώρο της καθαρής ή της μη-καθαρής ανασκόπησης και στοχαζόμαστε πάνω στα αποτελέσματά τους, τείνουμε να συγχέουμε την υπερβατική έννοια του βιώματος με την εμμενή εκδοχή του. Αυτή η σύγχυση οδηγεί τον ψυχολόγο σε δύο τύπους σφαλμάτων.
[Το πρώτο σφάλμα έγκειται στο εξής]: από το γεγονός ότι συχνά κάνω λάθος στα συναισθήματά μου η ότι, λόγου χάριν, μπο ρεί να πιστεύω ότι αγαπώ ενώ μισώ, συμπεραίνω πως η ενδοσκόπηση είναι απατηλή. Σ' αυτή την περίπτωση διαχωρίζω οριστικά την κατάστασή μου από τις εμφανίσεις της. Κρίνω ότι απαιτείται μια συμβολική ερμηνεία όλων των εμφανίσεων (θεωρουμένων ως συμβόλων) για να οριστεί το συναίσθημα, και υποθέτω την ύπαρξη μιάς αιτιακής σχέσης ανάμεσα στο συναίσθημα και στις εμφανίσεις τους να που επανεμφανίζεται το ασυνείδητο.
[Το δεύτερο σφάλμα έγκειται στο εξής]: από το γεγονός ότι (σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση) γνωρίζω ότι η ενδοσκόπησή μου είναι ακριβοδίκαιη, ότι δεν θα μπορούσα να αμφιβάλλω για την συνείδησή μου της απώθησης ενόσω την έχω, πιστεύω πως δικαιούμαι να μεταφέρω αυτή τη βεβαιότητα στο συναίσθημα, και συμπεραίνω ότι το μίσος μου μπορεί να εγκλειστεί μες στο εμμενές και στο σύμμετρο μιάς στιγμιαίας συνείδησης.

Το μίσος είναι μια κατάσταση. Και με αυτό τον όρο επιχείρησα να εκφράσω τον χαρακτήρα της παθητικότητας που είναι συστατική του. Χωρίς αμφιβολία, θα έλεγαν κάποιοι ότι το μίσος είναι μια δύναμη, μια ενόρμηση ακαταμάχητη κ.λπ. Αλλά το ηλεκτρικό ρεύμα ή η πτώση του νερού είναι επίσης υπολογίσιμες δυνάμεις: αφαιρεί οτιδήποτε αυτό από την παθητικότητα και την αδράνεια της φύσης τους; Μήπως δέχονται λιγότερο την ενέργειά τους απ' έξω; Η παθητικότητα ενός χωροχρονικού αντικειμένου συγκροτείται ήδη από την υπαρξιακή σχετικότητά του. Μια σχετική ύπαρξη δεν μπορεί παρά να είναι παθητική, λόγω του ότι η ελάχιστη δραστηριότητα θα την απελευθέρωνε από το σχετικό και θα την καθιστούσε απόλυτη. Παρομοίως, το μίσος, ύπαρξη σχετική προς την ανασκοπική συνείδηση, είναι αδρανές. Και φυσικά, μιλώντας για την αδράνεια του μίσους δεν θέλουμε να πούμε τίποτε περισσότερο από το ότι εμφανίζεται ως τέτοια στη συνείδηση. Στην πραγματικότητα, δεν λέμε: «Το μίσος μου ξύπνησε...», «Το μίσος του καταπολεμήθηκε από τη βίαιη επιθυμία να..., κ.λπ.»; Οι αγώνες του μίσους εναντίον της ηθικής, η λογοκρισία, κ.λπ., δεν παρουσιάζονται σαν συγκρούσεις φυσικών δυνάμεων, σε βαθμό μάλιστα που ο Μπαλζάκ και οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι (ενίοτε ακόμα και ο Προύστ) εφαρμόζουν στις καταστάσεις την αρχή της ανεξαρτησίας των δυνάμεων; Όλη η ψυχολογία των καταστάσεων (και η μη-φαινομενολογική ψυχολογία εν γένει) είναι μια ψυχολογία της αδράνειας.

Η κατάσταση δόθηκε κατά κάποιο τρόπο ως διάμεσο μεταξύ του σώματος (του άμεσου «πράγματος») και του βιώματος. Μόνο που δεν δόθηκε ως δρώσα με τον ίδιο τρόπο από την πλευρά του σώματος και από την πλευρά της συνείδησης. Από την πλευρά του σώματος, η δράση της είναι ξεκάθαρα αιτιακή. Είναι η αιτία των μιμήσεών μου, η αιτία των χειρονομιών μου: «Γιατί υπήρξατε τόσο δυσάρεστος με τον Πιέρ;» «Διότι τον σιχαίνομαι». Όμως δεν θα ισχύει το ίδιο (εκτός από τις θεωρίες τις κατασκευασμένες a priori και με έννοιες κενές, όπως ο φροϋδισμός) κι από την πλευρά της συνείδησης. Σε καμία περίπτωση, πράγματι, δεν μπορεί να σφάλλει η σκέψη ως προς την αυθορμησία της ανασκοπικής συνείδησης: είναι η επικράτεια της ανασκοπικής βεβαιότητας. Παρομοίως, η σχέση ανάμεσα στο μίσος και στην στιγμιαία συνείδηση της απέχθειας είναι κατασκευασμένη με τρόπο που να τακτοποιούνται ταυτοχρόνως οι απαιτήσεις του μίσους (να είναι το αρχικό, το καταγωγικό) και τα βέβαια δεδομένα της ανασκόπησης (η αυθορμησία): η συνείδηση της απέχθειας εμφανίζεται στη σκέψη ως μια αυθόρμητη απόρροια του μίσους. Βλέπουμε, εδώ, για πρώτη φορά αυτή την έννοια της απόρροιας, που είναι τόσο σημαντική κάθε φορά που πρόκειται να συνδεθούν οι ψυχικές αδρανείς καταστάσεις με τις αυθορμησίες της συνείδησης. Η απώθηση δίδεται, κατά κάποιο τρόπο, σαν να παράγει εαυτήν επ' αφορμή του μίσους και εις βάρος του μίσους. Το μίσος εμφανίζεται διαμέσου της, σαν αυτό από το οποίο εκείνη απορρέει. Αναγνωρίζουμε ευχαρίστως ότι η σχέση του μίσους προς το επιμέρους βίωμα της απέχθειας δεν είναι λογική. Είναι, σίγουρα, ένας μαγικός δεσμός. Όμως θελήσαμε μόνο να περιγράψουμε τις σχέσεις του εγώ [Μοί] με τη συνείδηση και επιπλέον θα δούμε σε λίγο ότι πρέπει να μιλάμε γι' αυτές με όρους αποκλειστικά μαγικούς.

ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΗΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΓΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΗΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ.. ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου