του Marcello Veneziani
Πριν από δέκα χρόνια, λίγο πριν από το θάνατό του, ο χριστιανός και πλατωνιστής φιλόσοφος Giovanni Reale μίλησε στην Corriere della Sera για να καταγγείλει «την πολιτιστική δικτατορία του μαρξισμού» που αντικαταστάθηκε, κατά τη γνώμη του, από «μια εξτρεμιστική κοσμικότητα, έναν ακραίο λαϊκισμό, που είναι μια μορφή φονταμενταλιστικού ολοκληρωτικού διαφωτισμού, αντικαθολικού και αντιθρησκευτικού, όχι λιγότερο επικίνδυνου». Ο Ρεάλε δεν είχε συνηθίσει σε πολιτιστικές διαμάχες, δεν του άρεσαν και για δεκαετίες είχε μείνει μακριά τους, συναναστρεφόμενος μόνο με αρχαίους φιλοσόφους. Όμως τον τελευταίο καιρό ένιωσε τα λύματα της επικαιρότητας και τον πόλεμο των συμμοριών να ανεβαίνει και να εισβάλλει ακόμη και στα υψηλότερα επίπεδα, όπου αυτός προτιμούσε να ασχολείται με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο. Σε αυτό το κείμενο, ο Ρεάλε ανέφερε μερικά παραδείγματα αυτής της δικτατορίας, καθώς και προσωπικές εμπειρίες, ακαδημαϊκές προειδοποιήσεις και απειλές για αποκλεισμό των έργων του και των μαθητών του. Το εννοιολογικό πλαίσιο του μαρξισμού είχε προ πολλού πέσει, η ουτοπία ενός καλύτερου κόσμου είχε εξαφανιστεί και από τότε το παγκόσμιο φιλελεύθερο-καπιταλιστικό μοντέλο έχει επικρατήσει. Aλλά μόλις τελείωσαν ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός, αυτό που απέμεινε ήταν το τεκμήριο της ανωτερότητας και η αξίωση για μονοπώλιο, κατεύθυνση και υπεροχή από θεϊκό δικαίωμα της ηγεμονικής κάστας με την ριζοσπαστική-προοδευτική ιδεολογία της. Κάτι που για τον Ρεάλε συνοδεύεται από επιστημονισμό, ή την ειδωλολατρία της επιστήμης, που είναι το άλλο πρόσωπο της πολιτισμικής τυραννίας. Τό αναφερόμενο κείμενο έχει τώρα αναδημοσιευτεί σε μια συλλογή δημοσιογραφικών κειμένων και συνεντεύξεων του, με τον όμορφο και πλατωνικό τίτλο, "Ερωτεύτηκα τη φιλοσοφία", έκδοση Bompiani και επιμέλεια Armando Torno, που ήταν μαιευτήρας, ή μάλλον μαιευτικός φιλόσοφος, στη μετάβαση του Reale από την πλατωνική αιωνιότητα στη δημοσιογραφική καθημερινότητα. Αυτά τα δευτερεύοντα, μερικές φορές επαναλαμβανόμενα γραπτά τον έκαναν γνωστό σε ένα κάπως ευρύτερο κοινό και έθιξαν επίσης θέματα πολιτικού χαρακτήρα, όπως το δικαίωμα στη ζωή.
Για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο Ρεάλε είχε υποχωρήσει στην αρχαία σκέψη, χωρίς να εμφανίζεται στην εποχή μας. Είχε επιμεληθεί, μεταφράσει και στη συνέχεια έγραψε θεμελιώδη έργα για τον Πλάτωνα και την αρχαία φιλοσοφία. Σημαντικές είναι και οι μελέτες του για τη δυτική σκέψη, με τον Ντάριο Αντισέρι. Στο πανεπιστήμιο μελέτησα τα πλατωνικά και αριστοτελικά κείμενά του, που επιμελήθηκαν ο ίδιος και οι μαθητές του. Από αυτόν έμαθα ότι πέρα από τον Πλάτωνα των Διαλόγων υπήρχε ένας Πλάτωνας βυθισμένος όπως η Ατλαντίδα, με τα άγραφα δόγματά του (agrapha dogmata) τα οποία πολλοί από τους συναδέλφους του Reale δεν εμπιστεύονταν, επειδή υποστήριζαν την ιδέα ενός μυστικού, εσωτερικού Πλάτωνα, μυημένου στα Ορφικά και Πυθαγόρεια Μυστήρια. Λίγο πριν πεθάνει του πρότεινα το Βραβείο Νίτσε στη Βαλκιαβέννα, που είχε απονεμηθεί στο παρελθόν στους Εμανουέλε Σεβερίνο και Σόσιο Τζιαμέτα. Ο Ρεάλε με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι οι συνθήκες υγείας του δεν του επέτρεπαν πλέον να ταξιδέψει. Λίγο καιρό μετά, πέθανε.
Τα τελευταία χρόνια ο Reale είχε μπει στην επικαιρότητα δημοσιεύοντας δοκίμια που ασκούσαν κριτική στο παρόν. Προσπάθησε να αντλήσει από τα μαθήματα των αρχαίων εμπνεύσεις για την εποχή μας, πρότυπα ιδεώδους και ηθικής σοφίας και παραδείγματα για το μέλλον της Ευρώπης, ενός πολιτισμού που γεννήθηκε από την ελληνική σκέψη, τη ρωμαιοσύνη (ρωμαϊκή παράδοση) και τον χριστιανισμό, τού οποίου υπερασπίστηκε ο Reale, σε αρμονία με τον Ιωάννη Παύλο Β' , τίς χριστιανικές ρίζες. Ο Ρεάλε δεν έκρυψε ποτέ τη συνέπειά του ως Καθολικός, αλλά επαναλαμβάνει σε αυτή τήν ανάμιξη ορισμένες αποκλίνουσες θέσεις σχετικά με το θέμα της θεραπευτικής εμμονής που είχε ήδη εκφράσει σε ένα βιβλίο-διάλογο με τον Ουμπέρτο Βερονέζι, «Ευθύνες της ζωής» (επίσης εκδ. Bompiani). Στο διάλογο, ο Reale αναλαμβάνει τον ρόλο του Πλάτωνα και ο Veronesi τον ρόλο του Ασκληπιού, του γιατρού που περιθάλπει το σώμα. Ο Ρεάλε ήταν πιστός, ο Βερονέζι όχι, αλλά οι δυο τους συμφώνησαν ότι κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει για τη ζωή ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον το κράτος. Ο Reale επικρίνει την υπεράσπιση της ζωής με κάθε κόστος, θεωρώντας ότι είναι κατάχρηση της τεχνολογίας που είναι αδυσώπητη στο να διατηρεί ζωντανές υπάρξεις που η φύση ή το θεϊκό σχέδιο είχε προορίσει να πεθάνουν. Αναφερόμενος όχι μόνο σέ κλασικούς συγγραφείς αλλά και μη προοδευτικούς πάπες όπως ο Πίος XII, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς που πάσχουν από τελική νόσο πρέπει να αναγνωρίζονται πως έχουν το δικαίωμα να πεθάνουν με αξιοπρέπεια, αποφεύγοντας τη θεραπευτική μανία στο όνομα ενός είδους φετιχισμού της ζωής και στην ιερότητα της επιστήμης και της τεχνικής. Ο Βερονέζι ασπάστηκε και ριζοσπαστικοποίησε αυτή τη θέση, φτάνοντας στο σημείο να θεωρήσει την ευθανασία απολύτως επιτρεπτή. Τα επιχειρήματα του Reale ήταν ξεκάθαρα και πειστικά, αλλά παραμένει μια θεμελιώδης αντίρρηση σχετικά με την επιβίωση «ενάντια στη φύση», χάρη σε ένα μηχάνημα και τήν τεχνολογία: επιβιώνει κανείς τεχνητά ακόμη και με bypass, τεχνητό νεφρό ή πνεύμονα, μόσχευμα ή χημειοθεραπεία. Σε ποιο βαθμό είναι επιτρεπτό να παραβιάζουμε τη φυσική πορεία της ζωής και να χαιρετίζουμε την παρέμβαση της τεχνολογίας και της ιατρικής, ποια είναι τα απαραβίαστα όρια μεταξύ του φυσικού και του τεχνητού; Ίσως αυτά τα όρια θα έπρεπε να καθοριστούν αυστηρά αντί να απορρίπτεται οποιαδήποτε υποτέλεια στη μηχανή και στο τεχνητό.
Σε αντίθεση με πολλούς αυτοαναφορικούς και γενικά αυτιστικούς φιλοσόφους, ο Reale ήταν ξεκάθαρος και ποτέ δυσνόητος, ήξερε επίσης πώς να μιλάει στο κοινό αίσθημα. είχε – nomen omen – μια αίσθηση πραγματικότητας και σκέψης στον απόηχο μιας αρχαίας και λαϊκής παράδοσης. Κατέβαζε το ιδανικό στο πραγματικό, για να το πούμε με τα λόγια του Βίκο. Άλλωστε, ακόμη και αντίπαλοι της πίστης, όπως ο Σοπενχάουερ, όρισαν τον Χριστιανισμό ως πλατωνισμό για τους ανθρώπους, για τον λαό.
Ο Reale ανέφερε με σεβασμό άλλους συναδέλφους και μη ακαδημαϊκούς στοχαστές, είχε την ταπεινοφροσύνη των σοφών, όχι την αλαζονεία των λόγιων. Ήξερε ότι ο φιλόσοφος είναι σαν τον Έρωτα, μεσολαβητής. Συγγραφείς αναφοράς του, πέρα από τον Πλάτωνα και τους κλασικούς, ήταν ο πατέρας τής ερμηνευτικής Hans George Gadamer, ο μεγάλος μελετητής της αρχαίας σκέψης Pierre Hadot και, περιέργως, ένας λαμπερός αντιδραστικός συγγραφέας, που εμφανιζόταν συχνά στα γραπτά του, ο Gomez Dàvila.
Τέλος, δύο περίεργα περιστατικά αποτυπώνονται σε αυτές τις σελίδες. Το πρώτο. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ έγραψε πολλά γράμματα στον Γκάνταμερ, τα οποία είχε συγκεντρώσει στο γραφείο του. Αλλά η ανήσυχη γάτα στο σπίτι του Γκάνταμερ έριξε αυτά τα γράμματα στο καλάθι των αχρήστων και η καθαρίστρια τα πέταξε. Χάσαμε λοιπόν την αλληλογραφία μεταξύ Χάιντεγκερ και Γκάνταμερ εξαιτίας μιας παρεμβατικής γάτας, ενός ασυνείδητου εχθρού της φιλοσοφίας και των γραμμάτων... Το άλλο περιστατικό αφορά το τέλος του Πλάτωνα... Για να ανακουφίσει τον θάνατό του είχε στο κρεβάτι του έναν φλαουτίστα και έναν τραγουδιστή θεραπευτικών μελωδιών (αποτελούσαν το εικονικό φάρμακο και την αναισθησία της εποχής). Όμως ο Πλάτων, που ήταν πια ετοιμοθάνατος, σταμάτησε τον τραγουδιστή επειδή είχε κάνει λάθος στην τονικότητα. Δεν είναι ευθανασία, γλυκός και αρμονικός θάνατος, αν ένα φάλτσο τραγούδι σε συνοδεύει στο πέρασμά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου