ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ (1975)
Του Hans-Georg Gadamer.
"Αλήθεια και Μέθοδος 2", n 16.
Η έννοια της διυποκειμενικότητος εισήλθε στην κοινή συνείδηση σαν η προβληματική πλευρά του μεγάλου προγράμματος του Χούσσερλ, μιάς υπερβατικής φαινομενολογίας. Στην όψιμη σκέψη του Χούσσερλ έπαιξε τον ρόλο σχεδόν τής λυδίας λίθου. Όχι μόνον η μάζα των χειρογράφων του σχετικά με το θέμα κυκλοφόρησε σε τρείς τόμους, αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι αυτή ακριβώς η προβληματική πλευρά, γνωστή πλέον σαν "φαινομενολογία του κόσμου της ζωής" γνώρισε νέες αναπτύξεις ήδη απο την εποχή του '40, όταν ο Aron Gurwitsch και ο Alfred Schntz, είδαν στην έννοια του "κόσμου της ζωής" μία απομάκρυνση απο την αρχή της υπερβατικής υποκειμενικότητος και ένα ξεκίνημα νέων αναπτύξεων. Αυτοί οι ίδιοι προσπάθησαν να καταστήσουν παραγωγική την έννοια του κόσμου της ζωής για την θεμελίωση των κοινωνικών επιστημών, κάτι που γνώρισε την επιτυχία στην αμερικανική φιλοσοφία της κοινωνίας. Έτσι λοιπόν υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αφιερώσουμε μία ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της διυποκειμενικότητος.
Υπάρχουν όμως και άλλοι τόσοι λόγοι για να αναγνωρίσουμε την αποτελεσματικότητα και την ριζικότητα του προγράμματος του Χούσσερλ σχετικά με μία υπερβατική φαινομενολογία. Όμως η χρήση της προβληματικής τοποθετήσεως τής διυποκειμενικότητος απο τον ίδιο τον Χούσσερλ, για την φαινομενολογία του κόσμου της ζωής μας υποχρεώνει στην κριτική. Και δέν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε το γεγονός ότι στον Χούσσερλ πιό αργά δέν έγινε πλέον λόγος για μία απομάκρυνση απο τον υπερβατικό ιδεαλισμό. Μάλλον και ο ίδιος τελικώς είδε το αυθεντικό αποτέλεσμα της φαινομενολογίας στην ριζική φιλοσοφικο-υπερβατική θεμελίωση. Σε σχέση με την κυρίαρχη τότε σχολή του νεοκαντισμού, την σχολή του Μαρβούργου, ισχυριζόταν, φυσικά με μία μεγάλη αυτογνωσία, ότι μόνον η δική του ξεχωριστή φαινομενολογική εργασία θα κατόρθωνε μία πραγματική θεμελίωση του υπερβατικού συστήματος.
Σήμερα συνειδητοποιούμε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι ο νεοκαντισμός, αντίθετα απο την δική του αυτοσυνειδησία, δέν υπήρξε ποτέ μία επιστροφή στον Κάντ. Υπήρξε στην πραγματικότητα μία επιστροφή στον Φίχτε, και έτσι η ανάπτυξη του έπρεπε να οδηγήσει στον Χέγκελ και να καταστήσει οικεία, στην φιλοσοφία των πανεπιστημίων και στην ιστορία της φιλοσοφίας, την έννοια του "συστήματος της φιλοσοφίας" έως ότου στις αρχές του ΧΧ αιώνος να φτάσει σε μία κριτική στροφή απέναντι στο σύστημα.
Μπορούμε να το επαληθεύσουμε στο πρόβλημα της διυποκειμενικότητος. Ας σκεφθούμε το ξεκίνημα. Ακριβώς στο γύρισμα του αιώνος, ιδιαιτέρως μέσω της προσλήψεως του Κίρκεγκαρντ, αμφισβητήθηκε η κυρίαρχη υπερβατική φιλοσοφία, όπως στην εποχή του ο Κίρκεγκαρντ, είχε επιτεθεί στον Χέγκελ. Το πράγμα είχε ξεκινήσει στην Ισπανία, όπου ο Unamuno είχε εμπνεύσει μία ολόκληρη νεότερη γενιά. Σταδιακά και ιδίως μέσω των εργασιών του Schrempf, ο Κίρκεγκαρντ επηρέαζε όλο και περισσότερο την Γερμανία, ακόμη και συγγραφείς σαν τον Martin Buber κ.α. Μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε και το κείμενο του Jaspers στον Κίρκεγκαρντ (1920). Φυσικά όλο αυτό δέν γινόταν κατανοητό σαν διϋποκειμενικότης, αλλά η έννοια του "συστήματος της φιλοσοφίας", με την επιβολή της "φιλοσοφίας της υπάρξεως", έφτανε στην δύση της.
Απο καιρό ακολουθώ την μεθοδική αρχή να μήν αντιμετωπίζω κανένα πρόβλημα χωρίς να έχω δώσει προηγουμένως μία ιστορικο-εννοιολογική νομιμοποίηση. Πρέπει να φανερώσουμε όλα όσα προηγήθηκαν στην γλώσσα μας για την φιλοσοφία, ερευνώντας μία κατανόηση των εννοιολογικών λέξεων με τις οποίες εργάζεται η φιλοσοφία. Έτσι λοιπόν, πίσω απο την έννοια της διϋποκειμενικότητος υπάρχει οπωσδήποτε η έννοια της υποκειμενικότητος. Θα' πρεπε μάλιστα να πούμε πώς η έννοια της διϋποκειμενικότητος γίνεται κατανοητή μόνον στο μέτρο στο οποίο έχουμε ξεκαθαρίσει την έννοια της υποκειμενικότητος και του υποκειμένου, και τον ρόλο του στην φαινομενολογία.
Αυτό που έδωσε την βασική μορφή στην λέξη Subjectum και στην έννοια τής υποκειμενικότητος, η οποία μας φαινόταν τόσο αυτονόητη, ήταν το γεγονός πώς το "υποκείμενο" σήμαινε σχέση με τον εαυτό, στοχάζομαι (διαλογίζομαι αντανακλαστικά και έμμεσα, σήμερα ονομάζεται σκέψη) σήμαινε την εγωϊκότητα. Στην αντίστοιχη ελληνική λέξη, υποκείμενον, αυτό όλο το πράγμα δέν υπάρχει στο βάθος". Με αυτή την σημασία το συναντούμε στην φυσική και την μεταφυσική του Αριστοτέλη και μ'αυτή την σημασία διαθέτει και μία πολύ μεγάλη ιστορία στην λατινική παράδοση, σαν substantia ή subjectum. Και οι δύο όροι είναι μία μετάφραση του υποκείμενον, η οποία είναι και σημαίνει, το αμετάβλητο υπόστρωμα, που υπάρχει στην βάση κάθε αλλαγής και αλλοιώσεως. Ο Αριστοτέλης εισάγει αυτή την έννοια σε σχέση με την φύση. Διακρίνει αυτό που συμβαίνει στην φύση, αυτό που εμφανίζεται σε ένα πράγμα, τώρα μ'αυτόν και τώρα με τον άλλον τρόπο, απο το ίδιο το πράγμα, στο οποίο αυτό εμφανίζεται τώρα με τον έναν, τώρα με τον άλλον τρόπο. Αυτή η αριστοτελική διάκριση έχει ήδη προετοιμαστεί στον Πλάτωνα, όταν αυτός ξεχωρίζει το "τί πράγμα", το τί, απο το ποιόν. Η αριστοτελική του χρήση στην φυσική, οδηγεί αυτή την λογικο-γραμματική έννοια του υποκειμένου πολύ κοντά στην ύλη, σαν έννοια για την ύλη, και έχει σαν συνέπεια την εννοιολόγηση της αριστοτελικής μεταφυσικής της ουσίας. Έτσι λοιπόν αναρωτώμεθα πώς έγινε και στην βάση μίας τέτοιας κατευθύνσεως η μοντέρνα έννοια του υποκειμένου και της υποκειμενικότητος κατόρθωσε να λάβει την σημασία που της αποδίδεται σήμερα!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου