Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
4 – ΕΝΝΟΗΣΗ, ΟΜΙΛΙΑ, ΠΤΩΣΗ, ΕΥΡΕΣΗ
Αν σαν τελικό σκοπό έχουμε να ανασύρουμε μιάν αρχέγονη δομή που ονομάσαμε μέριμνα, κάτι ριζικά διαφορετικό και γι' αυτό ακατανόητο από τη φιλοσοφία του υποκειμενισμού, ως εδώ περιγράψαμε μόνο τη μία από τις τρεις διαστάσεις της: το είναι-παράπλευρα-στα-όντα, δηλαδή την κοσμικότητα και τη συνύπαρξη. Το παρόν. Για να δούμε την ύπαρξη στη σφαιρικότητά της απομένουν ακόμα δύο διαστάσεις: η μελλοντικότητα (προηγούμενο-του-εαυτού-του) και το παρελθόν (πάντα-ήδη-ριγμένο-στον-κόσμο). Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση αυτών των αναλύσεων είναι ότι οι επιμέρους υπαρκτικές δομές δεν συναντιούνται αυτόνομες, αποκομμένες, αλλά ότι λειτουργούν δομικά και συνολικά. Όπως άλλωστε και οι «τρεις» διαστάσεις της μέριμνας δεν είναι παρά εκτάσεις μιάς συμπαγούς ενότητας που μόνο για τις ανάγκες της περιγραφής αναλύεται.
Αρχικά η μελλοντικότητα αντιμετωπίζει ένα μεγάλο γρίφο που κινδυνεύει να δείξει έναν Χάιντεγγερ ο οποίος, σαν άλλος Καίσαρας, ασπάζεται τη γη της Αφρικής. Αφορμή είναι και πάλι το cogito. Av με τη μέριμνα γλυτώνουμε από τη συνείδηση που εξ ορισμού είναι στιγμιακή, τότε αυτή η δομή που εξ-ίσταται και διαρκώς προβάλλεται αυτο-προηγούμενη τί θέτει στη θέση της συνείδησης; Πως γίνεται δι' εαυτήν; Προχωρώντας σ' αυτό το δρόμο ο Σάρτρ συμπεραίνει: πηγαίνοντας άμεσα στην υπαρκτική αναλυτική χωρίς να περάσουμε από τη συνείδηση, μπορεί να προβάλλουμε το χρόνο σαν καταγωγή της, την ίδια όμως δεν μπορούμε να την επανακτήσουμε (L' Être et le Néant, σσ. 115, 128). Χωρίς υπερβολή δηλαδή, η μέριμνα καταγγέλλεται ως ένα φαινομενολογικό κατασκεύασμα χωρίς πνοή ζωής. Αυτό ακριβώς ώθησε το Σάρτρ, ως γνήσιο καρτεσιανό, να καταφύγει σε ένα προανασκοπικό (prereflexif) cogito εγκαταλείποντας την έκσταση σαν εφεύρημα χωρίς φιλοσοφική εγκυρότητα.
Σε κανονική χαιντεγγεριανή γλώσσα θα λέγαμε ότι ο Σάρτρ ισχυρίζεται πως ανακάλυψε την εξής απάτη: για να ελευθερωθεί από κάθε ύποπτη συσχέτιση με την παροντικότητα της στιγμιακής συνείδησης, η μέριμνα προτείνεται σα μια διαρκής αυτο-απόσπαση (προηγούμενη-του-εαυτού-της), άρα άσχετη με κάθε υποστασιακότητα και παρεύρεση. Εφόσον όμως διαγράφει τη συνείδηση (ως παροντικότητα) με ποιο δικαίωμα την διατηρεί; Ποια είναι αυτή η λειτουργία που χωρίς να είναι συνείδηση εξασφαλίζει τη συνειδησιακή λειτουργία; Όσο καλοβαλμένη κι αν φαίνεται αυτή η παρατήρηση αδικεί το Είναι και Χρόνος κατάφωρα, γιατί πουθενά ο Χάιντεγγερ δε μιλάει για συνείδηση, δι' εαυτόν, αυτοσυνείδηση, αλλά για μια δομή, την εννόηση (Verstehen) που οδηγεί κάθε συνειδησιακή λειτουργία στην υπαρκτική της καταγωγή.
Όταν λέγαμε ότι η ύπαρξη είναι γεγονότητα και όχι εμπράγματη υπόσταση, δυνατότητα να είναι κάτι και όχι παρεύρεση, αυτοπροήγηση και όχι αυτοταύτιση, ουσιαστικά μιλούσαμε για την εννόηση. Η ύπαρξη δεν είναι ποτέ αυτό που είναι, όπως ένα πράγμα, αλλά αυτο-προηγούμενη είναι πάντα αυτό που δεν είναι, κάτι παραπάνω από το παρόν της, μια δυνατότητα (Seinkönnen) που την υποσκελίζει και την κάνει να είναι πάντα ξεπερασμένη προς... Με την εννόηση υπάρχω ως προβολή (Entwurf), διαρκές αυτοξεπέρασμα, ατελεύτητη δυνατότητα. Μη νομίσεις όμως ότι πρόκειται για κάποια απεγνωσμένη προσφυγή στη βούληση, ούτε για ένα μεταφορικό σχήμα που θα ερμήνευε την ύπαρξη σαν τον ποδηλάτη στον ανήφορο που συνεχώς ποδηλατεί για να μην πέσει ή σαν ένα άλογο που μάταια καλπάζει για να αρπάξει με τα δόντια ένα καρότο που ο αναβάτης του κρατάει σκόπιμα μπροστά στα μάτια του. Υπάρχω αυτο-προβαλλόμενος επειδή η αρχέγονη δομή μου, η μέριμνα, εξ-ίσταται ως αυτοπροήγηση. Το προβάλλειν δεν είναι σχέση με ένα επινοημένο πλάνο σύμφωνα με το οποίο το Dasein διευθετεί το Είναι του, αλλά σαν ύπαρξη αυτό το ον έχει κάθε φορά προβάλλει τον εαυτό του, και όσο ζει, παραμένει αυτο-προβλημένο (Είναι και Χρόνος, σ. 244). Την προβολή δεν τη διαλέγω, θέλοντας και μη υπάρχω προ-βλημένος.[ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΛΕΓΕΤΑΙ Η ΕΚΠΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ Ή ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΤΑΥΤΙΣΑΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡΙΑΝΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ-ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ- ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΧΡΟΝΟ, ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΕΥΝΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ, ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ. ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΜΕ ΤΟ ΕΓΩ ΕΙΜΙ]
Από αυτή την κίνηση-προς-τα-μπροστά πρέπει να αφαιρέσεις κάθε βουλητική χροιά.[ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΑΣ. ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ. ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ ΡΙΓΜΕΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΕ ΡΩΤΗΣΟΥΝ, ΑΘΕΛΗΤΑ, ΕΡΓΑΖΕΣΑΙ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ. ΧΩΡΙΣ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΕΛΛΑ!!!] Δεν κατοικώ αυτοταυτισμένος σε ένα παρόν και κάποια στιγμή αποφασίζω να οργανώσω τις προβολές και τις δυνατότητές μου. Σαν διάνοιξη του κόσμου και ανοιχτότητα στον κόσμο (Weltoffenheit), η προβολή είναι η ουσία μου, και δυνάμει αυτής της ουσίας ταξιδεύω στο μέλλον (κάνω το γύρο του κόσμου, εγκαταλείπω έναν άνθρωπο, χτίζω ένα σπίτι, αποφεύγω μια φθαρτική συνήθεια). Βάλλοντας, η προβολή βάλλει προ αυτής τη δυνατότητα ως δυνατότητα (die Möglichkeit als Möglichkeit) και έτσι ξεχειλίζει το παρόν. Εδώ βρίσκεται ένα από τα μυστικά του αντικαρτεσιανισμού. Η υπαρκτική αυτο-προβολή ξεσπιτώνει την ύπαρξη, ξεγράφει το παρόν (λημέρι κάθε υποκειμενισμού) και το παραδίδει στο μέλλον: την αυθεντική πηγή του χρόνου.[ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΥΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ, ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥΣ] Μολονότι ο Χάιντεγγερ δε χρησιμοποιεί τη λέξη «δυναμική», δε γίνεται να καταλάβουμε διαφορετικά αυτή την κίνηση «προς» που αδιάκοπα συνιστά την ύπαρξη σαν μια μελλοντοποιούμενη περίσσεια απέναντι στο υποτιθέμενο άθροισμα των στιγμών της. Γεγονότητα και δυνητικότητα δεν συνιστούν ένα προληπτικό κατηγορούμενο, αλλά μάλλον εκείνο που εννοούσε ο Γκαίτε όταν έγραφε: γίνε αυτός που είσαι (werde, was du bist). Ο,τι δεν είμαι ακόμα πραγματικά, το είμαι υπαρκτικά.[Η ΡΟΔΑΥΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ]
Έτσι η εννόηση επαληθεύει τις προδιαγραφές της. Κάθε προβολή είναι διάνοιξη του κόσμου. Εννοώ τον εαυτό μου μέσω του κόσμου και τον κόσμο μέσω της εαυτότητάς μου. Απόλυτη και συστηματική συνενοχή. Συνενοχή άλλωστε που, χωρίς να καταργεί την αυτογνωσία (και την όποια παράγωγη αυτοσυνείδηση), κάνει την κοσμικότητα μέτοχο της εαυτότητας. Δεν υφίσταται ριζικότερη δομή· η «συνείδηση», ακόμα και η χουσερλική θέα των ουσιών (Wesenschau) θεμελιώνεται στην εννόηση. Και οι παράγωγες δομές: θέαση, περίσκεψη, διακριτικότητα, διορατικότητα δηλώνουν τη σχέση της ύπαρξης με τον εαυτό της χωρίς να δείχνουν προς την επόπτευση κάποιου σημείου που ακούει στο όνομα εαυτότητα, παρά προς την εννοητική σύλληψη της πλήρους διανοικτότητας του είναι-στον-κόσμο μέσω όλων των δομικών του χαρακτηριστικών. Πάνω σ' αυτή τη βάση έχουμε αν θέλουμε το μυθιστόρημα «μιάς ψυχής μέσα στον κόσμο» ή τη θεωρητική στάση, τον ψυχολογισμό ή την όποια αναυθεντικότητα. Η ίδια η μέριμνα δεν ψυχολογείται γιατί δεν έχει τίποτα το ψυχολογικό, δεν εξατομικεύεται γιατί δεν είναι ατομική, δεν έχει τίποτα το ορθολογικό γι' αυτό και δεν εξορθολογίζεται. Όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες δομές που συναρθρώνονται μαζί της.[ Η ΜΕΡΙΜΝΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ -ΦΥΣΕΙ ΟΡΕΓΕΤΑΙ ΤΟΥ ΕΙΔΕΝΑΙ- ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΟΝΟΜΑΣΕ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΗ ΤΟΝ ΓΕΝΝΗΤΟΡΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ, ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΤΟΥ.ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ]
Συνάρθρωση πέρα για πέρα αναγκαία μια και η εννόηση χωρίς ανάπτυξη, ήτοι χωρίς ερμήνευση, απόφανση, έκφραση θα παρέμενε μουγγή. Αρκεί όλα αυτά τα χαρακτηριστικά να λάβουν μιάν υπαρκτική ταυτότητα ώστε να μην επιστρέψουμε άδοξα στο γνώριμο έδαφος της εννοιολογίας, της επαγωγής, της λογικής, της κρίσης και της συλλογιστικής. Πράγματι, το κρυφό μεράκι που εμψυχώνει αυτές τις πολύ λεπτοδουλεμένες σελίδες (§§ 31-34) απαιτεί να περιγραφούν τα πανάρχαια οργανα του Λόγου χωρίς την παραμικρή λογική βοήθεια. Σηκώνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου ή βάζοντας μπρός το αμάξι για να πας στο δικηγορικό σου γραφείο είναι βέβαιο ότι κάθε χρήση, κάθε εξάσκηση των για να προαπαιτεί μιάν εννόηση που εξελίσσεται σε ερμήνευση (Auslegung). Γιατί δεν είναι δυνατή μια όποια συμπεριφορά (στρώνω την τσόχα για τα χαρτιά, δουλεύω στην προβλήτα του λιμανιού, ετοιμάζω τα όργανα στο χειρουργείο, τηλεφωνώ από το εξωτερικό στην εφημερίδα μου) που να μην ενέχει μιάν εννόηση της νοηματικής σύμπλεξης του περίκοσμου.[ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΜΠΛΕΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΟΣΜΟ] Κάθε χρήση οφείλεται σε ένα ως (als). Αυτό (η καρέκλα ως καρέκλα) κοντά στο παράθυρο, εκείνο (η ομπρέλα ως ομπρέλα) κοντά στην πόρτα, το άλλο (το κλαδευτήρι ως κλαδευτήρι) στην αποθήκη κτλ. Τα χάρη στην εννόηση διανοιγμένα πράγματα είναι πάντα-ήδη προσιτά με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς το ερμηνευτικό «ως κάτι» τους εξουδετερώνονται. Αποκλείεται να χρησιμοποιήσω κάτι χωρίς ερμήνευση. Ένα χέρι που ψάχνει τυφλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι έχει επενδύσει την αφή του με άπειρες ερμηνεύσεις. Η πιο αντανακλαστική κίνηση ερμηνεύει εν ριπή οφθαλμού. Εννόηση και ερμήνευση πάνε μαζί, η δεύτερη εξελίσσει την πρώτη. Και δεν πρόκειται ασφαλώς για την παράγωγη στιγμή της καθαρής θέασης του υποκειμενισμού –γι' αυτό άλλωστε πουθενά δε γίνεται λόγος για γνώση–, αλλά για την προγνωστική συμπεριφορά. Η ερμήνευση επιτελείται προκατηγορικά (vorprädikative) γιατί πριν από κάθε ρητή γνώση προσφέρει μιάν διανοικτική σχέση με την κοσμικότητα. Η νωθρή ματιά που ρίχνεις έξω από το παράθυρο του πούλμαν σε ένα μακρύ κοπιαστικό ταξίδι σου ανοίγει ένα βάθος εννοημένων πραγμάτων (καταστήματα, αυτοκίνητα, τοπία, σήματα, άλλες υπάρξεις) που προσφέρονται με το ως τους χωρίς να καταλήγουν αναγκαστικά σε λελογισμένες αποφάνσεις.
Κι εδώ η λεπτή διαφορά από την ορθολογική στάση είναι η προήγηση. Τι διαφέρει το ως της εννόησης και της ερμήνευσης από το ως της καντιανής πχ. αναγνώρισης; Ότι η τελευταία αγνοεί ή δεν έχει τρόπο να καταλάβει την προ-κατοχή, την προ-θέαση, την προ-σύλληψη (Vorhabe, Vorsicht, Vorgriff) που θεμελιώνουν κάθε σχέση με τον περίκοσμο.[ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ Η ΟΠΟΙΑ ΓΕΝΝΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ, ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΟΥΝ ΤΟ ΕΝΑ, ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΣ ΤΟ ΨΕΜΑ, ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ, ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ, ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΑΜ, ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΠΕΡΙΤΤΗ. ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, Ή ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΟΠΟΥ ΤΟ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ . ΣΑΝ ΘΕΟΙ. Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΣ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ, ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ, ΣΤΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ, ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΣΣΙΡΕΡ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΞΕΦΟΡΤΩΘΟΥΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥ. Η ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΑΝΟΙΑ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΞΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤ, ΤΟ OPUS POSTUMUM. H EΚΣΤΑΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΒΙΩΝΕΙ ΤΡΑΓΙΚΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ]
Με άλλα λόγια εκείνος που αποσπά ένα πράγμα από την προχειρότητά του και το καθιστά παρεύρεση για να το μελετήσει θεωρητικά, ουσιαστικά σβήνει μιάν ολόκληρη προτερόχρονη υπαρκτική σχέση. Πριν από την όποια θεματική απόφανση υπάρχει το κάτι ως κάτι, προϋφίσταται (liegt vor). Η γνωστική στάση καταργεί την αρχέγονη καταγωγή της· ενώ αυτή, η δεύτερη, είναι βασισμένη στην εννοιολογία, η ερμηνευτική εννόηση είναι μεν νοούσα, ποτέ όμως μέσω εννοιών. Συγκεκριμένα υπάρχω σαν εκ-σταση υπονοεί ότι κατέχω μιάν άρρητη εννόηση του περίκοσμου. Η σύμπλεξη των πραγμάτων είναι παραπεμπτική και βαθιά νοηματική: πως αλλιώς άλλωστε θα οριζόταν ο κόσμος ως παραπεμπτική νοηματικότητα; Το νόημα συνιστά, συγκροτεί τον κόσμο, και ως τέτοιο μας οδηγεί μοιραία στην ερώτηση της ουσίας του: τί είναι το νόημα;
Συσπειρωμένη για να απαντήσει στην ίδια κρίσιμη ερώτηση, η α΄ λογική έρευνα του Χούσερλ αγνοεί πλήρως τι θα μπορούσε να σημαίνει μια υπαρκτική ερμηνεία του νοήματος. Θεωρώντας το ιδεώδη ολότητα που μέσα από τις διαδοχικές αναγωγές καταλήγει σε ένα σημασιακό σύνολο ανεξάρτητο από κάθε εξωτερικότητα, καταργεί κάθε κοσμική σύμπλεξη. Συνεπώς, για να ξεφύγει από το Χούσερλ, ο Χάιντεγγερ έπρεπε να στραφεί προς έναν άλλο ορίζοντα που να μην αναδείχνει το νόημα σαν κάτι παρευρισκόμενο (ολότητα, ιδέα, ουσία), αλλά σαν υπαρκτικό χαρακτηριστικό με πλήρη και ισαρχέγονη με τις άλλες δομές συμμετοχή στην κοσμικότητα.[ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ] Η πρώτη και αποφασιστική για τη συνέχεια κίνησή του είναι ότι δε γυρεύει να αποσπάσει ένα όποιο νόημα (μιάς λέξης, ενός πράγματος) γιατί ήδη προϋπάρχει ρητά ή άρρητα. Κάθε διάβημα λογικής απομόνωσης προϋποθέτει μιάν υπαρκτική δυνατότητα νοήματος. Ο Χούσερλ, στην πραγματικότητα ξεκίνησε την έρευνά του από τη μέση. Και τούτο γιατί νόημα (Sinn) είναι ο δομημένος από προγενέστερη κατοχή, θέαση και εννόηση ορίζοντας κάθε προβολής με βάση τον οποίο κάτι τι γίνεται καταληπτό ως κάτι (Είναι και Χρόνος, σ. 254). Δεν έχουμε να εξηγήσουμε μιάν ιδιότητα που –δήθεν– προσκολλάται στα όντα σαν αποτέλεσμα κρίσης και διάκρισης, αλλά με έναν ορίζοντα εξ υπαρχής νοηματικό. Το νόημα, θέλει να πεί ο Χάιντεγγερ, είναι υπαρκτικό χαρακτηριστικό. Τραγελαφική διαπίστωση για έναν ορθολογιστή, όπως άλλωστε και η συνέχειά της: συζήτηση για λογικό, άλογο, παράλογο μόνο μέσα στον υπαρκτικό ορίζοντα μπορεί να γίνει. Γι' αυτό και εξαρχής ρητά έχει δηλωθεί ότι το ζητούμενο είναι το νόημα του Είναι και όχι η σημασία, η γνώση η η ιδέα του. Το θεμέλιο μόνο ως νόημα είναι προσιτό, ακόμα κι αν αυτό είναι το αβυσσαλέο (Abgrund) ή το χωρίς νόημα (Sinnlosigkeit).
Όταν λοιπόν έρχεται η στιγμή να αναλυθεί η έκφραση (Aussage), σαν εκ-φορά, εκ-δήλωση, λεκτική εξωτερίκευση και κρίση, η προβληματική έχει ωριμάσει κατάλληλα για να ανταποκριθεί σε αυτό το δύσκολο έργο. Την αλήθεια για κάτι δεν μπορώ να τη διατυπώσω με κάτι διαφορετικό από την έκφραση, τον λεκτικό ορισμό. Αλλά μια πρόταση αυτόνομη νοηματικά τι άλλο είναι από αυτή την ίδια την παρεύρεση; Για να απαντήσουμε με επάρκεια σε αυτή την ερώτηση θα πρέπει να έχουμε μια άποψη για το αν η κρίση είναι στιγμή αρχέγονη η παράγωγη. Εδώ ακριβώς θα επιμείνει ο Χάιντεγγερ: είτε δείξιμο σημαίνει η έκφραση, είτε κατηγόρηση και κοινοποίηση, έχει πάντα ανάγκη μια προγενέστερη θέαση χάρη στην οποία – την υπαρκτική της δηλαδή θεμελίωση – μπορεί να σχηματίζει κρίσεις. Κι απ' αυτό δεν είναι δύσκολο πιά να καταλάβεις γιατί ο Χάιντεγγερ δε θεωρεί την κλασική ερμηνεία του σημείου (σημαίνον-σημαινόμενο) επαρκή, αλλά γυρεύει την απο-φαντική (φαίνω) λειτουργία του (βλ. J. Beaufret, Dialogues avec Heidegger, γ΄ τόμος, σ. 85). Μέσα σε τούτη την ερμηνευτική προοπτική έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να διαβάσεις πως διακρίνονται τα δύο ως (το αρχέγονο ως της εννόησης και της ερμήνευσης από το παράγωγο ως της έκφρασης) και γιατί από τη νοηματικότητα του κόσμου ξαναγλιστράμε στην πραγματικότητα της παρεύρεσης (Είναι και Χρόνος, σ. 263).
Αλλά η διαφορά των δύο ως μπορεί να διεκδικεί το κύρος της μόνο αν απαντήσει και στο θέμα της γλώσσας. Έστω κι αν δεχτούμε τον υπαρκτικό χαρακτήρα του νοήματος, η γλώσσα, ο κατεξοχήν τόπος της κρίσης, αντιστέκεται. Πράγματι, κατά τη μεγαλειώδη δεύτερη εκκίνηση της ελληνικής σκέψης, στα πλατωνικά κείμενα, ο λόγος είναι κι αυτός ένα ον, κάτι παρευρισκόμενο. Όσο παρευρισκόμενες άλλωστε είναι και οι λέξεις, μια και η κλασική άποψη θεωρεί την πρόταση συμπαρεύρεση πολλών λέξεων. Στο Σοφιστή, ολόκληρη η ερμηνεία του Πλάτωνα για την πρόταση βασίζεται σε αυτή τη θέση: εξηγεί την πρόταση σαν παρεύρεση και όχι σαν παράγωγη έκφραση μιάς a priori νοηματοδότησης που είναι η ουσιαστική από-φανση. Πιο ριζική οπωσδήποτε, η αριστοτελική άποψη δεν θα κατορθώσει να βγεί από αυτόν τον κλοιό. Γενικά η λογική του Λόγου έλκει την καταγωγή της από μια (ψευδο)αρχή που παραγνωρίζει την όποια υπαρκτική προτεραιότητα.[ΚΑΘΟΤΙ Ο ΠΑΤΩΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΜΙΣΗΤΟΣ ΩΡΙΓΕΝΗΣ]
Στην πιο απλή φράση: «μου φαίνεται πως θα βρέξει» ή «περνάει η κουστωδία του καρνάβαλου» δύο ερμηνείες συγκρούονται. Θα αποσπάσουμε τη φράση από αυτόν που την είπε για να την εξετάσουμε λογικο-γραμματικά ή θα τη δούμε σαν ομιλία, μια κουβέντα που μιλάει για κάτι... Με άλλα λόγια τι είναι πιο ριζικό: ο προφορικός λόγος ή ο συντεταγμένος της γραφής; Ο Μπενβενίστ έχει απαντήσει με έναν αξιομνημόνευτο τρόπο: δεν υπάρχει τίποτα στη γλώσσα που να μην ήταν πρωτύτερα στην ομιλία (nihil est in lingua quod non prius fuerit in oratione, βλ. Problèmes de linguistique générale, 1966, σ. 51). Αλλά η ερμηνεία του γλωσσολόγου δεν ενδιαφέρεται για την υπαρκτική συμπεριφορά της ομιλίας, που σαν προφορικός λόγος, ζώσα φωνή, φωνητική παρουσία, πηγαίνει βαθύτερα από τη συντεταγμένη γλώσσα. Ενώ η πρώτη συμμετέχει στη διάνοιξη της ύπαρξης και τη συγκροτεί, η γλώσσα καταντά αντικείμενο, δεν είναι προχειρότητα, αλλά θρυμματίζεται σε παρευρισκόμενες λέξεις-πράγματα. Έτσι η απαίτηση μιάς γενικής γλώσσας ή γραμματικής (Πορ-Ρουαγιάλ, Λάιμπνιτς, Χούσερλ) παρανοεί ριζικά το θεμέλιο των γλωσσών. Εκλογικεύει τη γλώσσα αντί να την αποσπάσει από τη λογική. Γιατί η ομιλία δεν είναι μόνο η ρητή εκφώνηση μιας σειράς κρίσεων, αλλά βαθύτερα, ό,τι εννοείται, έχει αρθρωθεί νοηματικά πριν ακόμα εκφραστεί. Μην πάει ο νούς σου στην ψυχή του Πλάτωνα και στον εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογον άνευ φωνής γιγνόμενον, δηλαδή τη διάνοια.[ΤΟΝ ΕΝΔΟΜΥΧΟ ΛΟΓΟ] Ενώ η τελευταία έχει να κάνει με έτοιμες σημασίες, ιδέες ή εννοιες, η υπαρκτική αναλυτική μιλάει για μια συνάρθρωση του νοήματος που πάντα-ήδη είναι υπόλογη στην εξωτερικότητα. Το εκφραζόμενο δεν εκπέμπει μιάν εσωτερικότητα, αντιπροσωπεύει το Draussensein: το έξω-είναι.
Κάθε ομιλία, άρα και κάθε νόημα, σφραγίζεται από μιάν αρχέγονη συνενοχή με την εξωτερικότητα και τους άλλους. Καθώς ἡ φωνή εἰσέρχεται διὰ τῶν ώτων ὥσπερ διὰ χώνης, πραγματώνει την καθαυτό λειτουργία της ομιλίας. Λέκτης και ωτακουστής συνυπάρχουν αλληλένδετα. Συνύπαρξη, συνενόηση, επικοινωνία δε νοούνται χωρίς το προαπαιτούμενο της ακοής ως ανοιχτότητας (Offensein). Σε αυτή την δομή βασίζονται η κοινοποίηση, η συναίνεση, η ευπείθεια, η απείθεια, η αποστροφή. Και οπωσδήποτε δε συναντούμε μεταφορές παραστάσεων και βιωμάτων που από τα κατάβαθα ενός υποκειμένου θα ποντίζονταν στα κατάβαθα ενός άλλου υποκειμένου, όπως, κρίνοντας κανείς από τις λέξεις εκ-φορά, έκ-φραση, εκ-δήλωση, έκ-θεση, θα πίστευε ότι συμβαίνει σε κάθε συζήτηση. Το ρεύμα διά τοῦ στόματος ἰὸν δεν έχει να κάνει τίποτα με τον αρχέγονο χαρακτήρα της εκφρασης. Ποτέ δεν εξωτερικεύουμε κάτι εσωτερικό, αντίθετα κοινοποιούμε κάτι που χάρη στην εννόηση είναι πάντα-ήδη-έξω. Εξαρχής και ανεπανόρθωτα κοσμικευμένο.
Ξέρουμε ότι ένα πράγμα χωρίς προχειρότητα, μια καθαρή υπόσταση, είναι κάτι αδύνατο· όπως εξίσου αδύνατο είναι να βρούμε καθαρές νοηματικές υποστάσεις. Υπάρχει άραγε καθαρή εντύπωση που να μην έχει «νοθευτεί» από την ερμήνευση;[ΣΤΟ ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΥ] Αραγε ακούς παρθένους θορύβους ή πάντα και ανεξαίρετα συλλαμβάνουν τ' αυτιά σου τον ήχο της μοτοσυκλέτας, τον πάταγο της πόρτας, το κλάμα ενός παιδιού, την ιαχή, το τιτίβισμα, το κώασμα; Δεν ακούς ποτέ έναν «ανεξήγητο» θόρυβο που τον χρησιμοποιείς μετά σα βατήρα για να φτάσεις στον κόσμο, αλλά πάντα-ήδη όλα δίνονται μέσα σε έναν κοσμικό ερμηνευμένο ορίζοντα. Μέσα στο σύθαμπο, αυτό που ζυγώνει μοιάζει με όρθιο σκυλί, με έναν καμπούρη ώσπου να διαπιστώσεις ότι είναι ένας γέρος που κουβαλάει στον ώμο του ένα χαρτοκούτι. Ακόμα κι όταν ακούμε Κινέζους να μιλάνε δεν αφουγκραζόμαστε ακατανόητους θορύβους, γυμνούς ήχους, αλλά μια γλώσσα που απλώς δεν τη γνωρίζουμε. Γι' αυτό κάθε «φιλοσοφία της γλώσσας» που παραγνωρίζει αυτό το φαινόμενο αποτυγχάνει να συλλάβει την ενδοκοσμική σύσταση της ομιλίας. Ήδη κάτι από αυτή την ενδότητα βρίσκουμε στη χωρική συγκρότηση των λέξεων: συν-χωρώ, παρα-χωρώ, υπο-χωρώ, μετα-θέτω, απο-θέτω, παρα-θέτω, προσέχω, απ-έχω, υπερ-πηδώ, κατα-βιβάζω. Όλες οι προθέσεις φαίνεται καθαρά πως έχουν λάβει υπόψη τους την χωροκοσμική εννόηση του εκφραζομένου. Το καταγωγικό είναι-στον-κόσμο.
Ως εδώ περιγράψαμε αυτό το inesse στις δύο διαστάσεις της μέριμνας: την εννόηση (είναι-προηγούμενο-του-εαυτού-του) και τον κόσμο: είναι-παράπλευρα-στα-όντα. Αυτό που απομένει είναι το παρελθόν και πιο συγκεκριμένα η γέννηση: είμαι-πάντα-ήδη-ριγμένος-στον-κόσμο. Κάθε στιγμή ζωής έχει ένα μακρυνό συσχετισμό με αυτό το τετελεσμένο γεγονός: βρέθηκα στον κόσμο, με έριξαν.[ΣΑΝ ΤΑ ΜΟΣΧΑΡΙΑ. ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΡΙΞΙΜΟ ΤΗΣ ΕΚΤΡΩΣΗΣ!!!] Ίσως είναι το μόνο γεγονός όπου κάθε εκλογή αποκλείεται. Κανείς δεν διάλεξε τη ζωή του. Ενώ τον τρόπο της ζωής τον εναποθέτουμε στη βουλητική ελευθερία, το γεγονός της ζωής ανήκει στη βούληση άλλων. Αρα κάθε μορφή ελευθερίας εδράζεται σε μιάν αρχή που είναι η ίδια η απόλυτη ανελευθερία. Η όποια απόφαση, η όποια δυνατότητα, η όποια προβολή έχει να κάνει με ένα παιχνίδι που άλλοι το ξεκίνησαν: με γέννησαν. Γι' αυτό και η λέξη ρίξιμο (Geworfenheit: από το werfen: ρίχνω) εκφράζει τέλεια αυτή τη συνθήκη. Με έριξαν, κυριολεχτικά βρέθηκα ριγμένος στον κόσμο. Ριγμένος (jetté) σε αυτό το αχανές σύμπαν νιώθει ο Ρουσώ (Emile, Pleiade, σ. 573), όπως άλλωστε και η ψυχή, για τον Πασκάλ, είναι ριγμένη (jetée) μέσα στο σώμα (Pleiade, σ. 1212). 'Αλλά η πιο χαρακτηριστική περιγραφή αυτού του απίθανου συναισθήματος ανήκει στον Κίρκεγκαρντ:
Βαρέθηκα να ζω· ο κόσμος μου προκαλεί ναυτία· είναι άνοστος, δεν έχει μήτε αλάτι, μήτε νόημα. Ακόμα κι αν ήμουνα πιο πειναλέος από τον Πιερό, δε θα ήθελα να τρέφομαι με την εξήγηση που δίνουν οι άνθρωποι. Όπως βυθίζουμε το δάχτυλο στη γη για να δούμε σε ποια χώρα βρισκόμαστε, βυθίζω το δάχτυλο στη ζωή: δε μυρίζει τίποτα. Που είμαι; Ο κόσμος, τί σημαίνει αυτό; Τί πάει να πεί αυτή η λέξη; Ποιος με κορόιδεψε κι αφού με έριξε εδώ με εγκατέλειψε; Ποιος είμαι: Πώς εισήλθα στον κόσμο; Γιατί δε με ρώτησαν, γιατί δεν με ενημέρωσαν για τα ήθη και τα έθιμα, αλλά με έβαλαν στη γραμμή λες και με εξαγόρασε κάποιος στρατολόγος; (La Répetition, σ. 70).
Πέρα από τη συνέχεια του κειμένου που δεν έχει καμιά σχέση με την υπαρκτική αναλυτική, σε αυτές τις λίγες, αράδες έχουμε μια αριστουργηματική κατάδειξη δύο δομών. Το γεγονός ότι κάποιοι με εγκατέλειψαν μέσα στον κόσμο και συνάμα το γεγονός ότι αυτό με εισάγει ανά πάσα στιγμή σε μια θυμική διάθεση. Ναυτία, ανία, απελπισία, ταραχή, αισιοδοξία, απορία κτλ. είναι θυμικές στιγμές που χωρίς αυτές δεν μπορώ να βιώσω το είναι-στον- κόσμο. Η εύρεσή μου μέσα στον κόσμο είναι πάντα θυμική (Befindlichkeit).[ΑΒΕΛ ΚΑΙ ΚΑΙΝ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΓΩ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΣΣΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΕΝΑΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ.ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ]
Όντας πάντα-ήδη-ριγμένος-στον-κόσμο είμαι πάντα-ήδη-ριγμένος-σε-μια-θυμική-διάθεση. Είναι μια συνθήκη αυτή που δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε εποπτικά η λογικά. Βρίσκεται πέρα από κάθε ψυχολογία των διαθέσεων, κάθε χαρακτηρολογία η ψυχαναλυτική ερμηνεία. Δεν κατονομάζει αιτιακές εξηγήσεις συναισθημάτων με τρόπο που θα ανήγαγε την κάθε διάθεση στην προσωπική ιστορία ενός ατόμου. Ο Χάιντεγγερ θα τολμήσει να γράψει κάτι που κανείς ορθολογιστής δεν θα μπορούσε να διανοηθεί: κάθε εννόηση συνοδεύεται και από κάποια θυμικότητα (Stimmung), κάθε θυμικότητα συνοδεύεται και από κάποια εννόηση. Κι όταν η όποια θυμική διάθεση –με κορυφαία την αγωνία– με φέρνει στο da μου διανοίγοντας τον κόσμο, είναι μια ειδική ερμηνεία της θυμικότητας που ωθεί αυτή την περιγραφή. «Το συναίσθημα είναι ο τρόπος που βρίσκουμε τον εαυτό μας στη σχέση του με το ον, και συνάμα στη σχέση του με τον ίδιο τον εαυτό μας· ο τρόπος που η θυμική μας διάθεση εγκαθίσταται απέναντι στα όντα που δεν είμαστε εμείς, και στο ον που είμαστε. Μέσα στο συναίσθημα ανοίγεται και παραμένει ανοιχτή η κατάσταση που βρισκόμαστε, σε σχέση με τα πράγματα, με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Από μόνο του το συναίσθημα είναι μια κατάσταση ανοιχτή στον ίδιο τον εαυτό της, μέσα στην οποία ταλαντεύεται η ύπαρξή μας» (Nietzsche, α΄ τόμος, σ. 54).
Αν η λογική και η καθαρή θεωρία δε συγκινούνται, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν ανακαλύψει τα υπαρκτικά τους θεμέλια. Ο Χάιντεγγερ δεν μπορεί να δεχτεί ότι ακόμα και η πιο καθαρή θεωρία έχει γυμνωθεί από κάθε διάθεση. Αν η γνώση καταργεί το συναίσθημα, ξέρουμε ότι ταυτόχρονα καταργεί κάθε αρχέγονη σχέση και διανοικτότητα στον κόσμο. Και αρχέγονη θυμική σχέση δε σημαίνει ψυχικό βίωμα - αντίθετα κάθε βίωμα είναι δυνατό μόνο επειδή η ύπαρξη έχει θυμικά διανοιγεί.
Ανώνυμος είπε...Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.
Εφ 1:1 – 9
Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ἐν Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ, καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, εἰς ἔπαινον δόξης τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ, ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν διὰ τοῦ αἵματος αὐτοῦ, τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων, κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἧς ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ φρονήσει, γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ.
Τὸ Εὐαγγέλιον
Τῇ Πέμπτῃ τῆς Δʹ Ἑβδομάδος τοῦ Λουκᾶ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.
Λκ 9:7 – 11
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤκουσε Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλίας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐτόν. Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησε κατ᾿ ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά. οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο.
__________
Τὰ Ἀναγνώσματα τοῦ Μηνολογίου
Ὁ Ἀπόστολος
Τῶν Μαρτύρων.
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.
Ρωμ 8:28 – 39
Ἀδελφοί, οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕφ 1:1 – 9
Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ἐν Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ, καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, εἰς ἔπαινον δόξης τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ, ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν διὰ τοῦ αἵματος αὐτοῦ, τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων, κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἧς ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ φρονήσει, γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ.
Τὸ Εὐαγγέλιον
Τῇ Πέμπτῃ τῆς Δʹ Ἑβδομάδος τοῦ Λουκᾶ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.
Λκ 9:7 – 11
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤκουσε Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλίας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐτόν. Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησε κατ᾿ ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά. οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο.
__________
Τὰ Ἀναγνώσματα τοῦ Μηνολογίου
Ὁ Ἀπόστολος
Τῶν Μαρτύρων.
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.
Ρωμ 8:28 – 39
Ἀδελφοί, οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.