Συνέχεια από: Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024
«Εγώ ειμι ο Ων»- Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.
Η ιδέα μιας χριστιανικής φιλοσοφίας είναι δυνατή, δηλαδή μη-αντιφατική;
Αυτό το ερώτημα δεν προκάλεσε σε καμμιά χωρα του κόσμου τόσες συζητήσεις όσο στη Γαλλία. Φαίνεται ότι, μετά τις ζωηρές διαμάχες των ετών 1930-31, το βασικότερο κέντρο ενδιαφέροντος σ’ αυτή την διαμάχη τοποθετείται, από το 1945, στο Στρασβούργο. Ο M. Mehl αφιέρωσε μια μελέτη σε βάθος στην « περίπτωση του χριστιανού φιλοσόφου », ο M. Guerin εκδηλώθηκε κατά τις συζητήσεις του 1951, o M. Ricoeur και ο M. Gusdorf πρόσφεραν τη συνεισφορά τους αναφερόμενοι στον ρόλο του μύθου. Ο M Nedoncelle εξέδωσε, τέλος, ένα θαυμάσιο μικρό βιβλίο: Υπάρχει μια χριστιανική φιλοσοφία; Η μελέτη αυτή μού έδωσε να καταλάβω όχι μόνο πώς εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε το πρόβλημα σε σας, αλλά μου διευκρίνισε και τις παρούσες θέσεις σας και τις αντίστοιχες συμπάθειές σας.
Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μία μικρή ιστορία, κάπως προσωπική. Συνέβη τα Χριστούγεννα του 1925. Ήμουν φοιτήτρια. Διάβαζα τον Πλάτωνα και τον Καντ. Το πνεύμα μου ήταν γεμάτο προβλήματα - και στο βάθος της καρδιάς υπήρχε η έντονη επιθυμία να γνωρίσω τον Θεό . Δεν ήμουν καθολική – ούτε προτεστάντις. Προερχόμενη από μη «ενεργό» (όπως το αποκαλείτε εσείς) προτεσταντική οικογένεια, και ούτε καν θρησκευόμενη, είχα αρκετές επιφυλάξεις γι’ αυτούς που αποκαλούνται χριστιανοί και έτρεφα το πνεύμα μου κυρίως με τη σκέψη των φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Πλάτωνα, και ακολούθως είχα τις αμφιβολίες μου σχετικά με τον Καντ, ο οποίος μας παρουσιαζόταν στο πανεπιστήμιο όπου σπούδαζα ως «ο Φιλόσοφος». Κάποιο πρόσωπο που ενδιαφέρθηκε για την ψυχή μου με οδήγησε σ’ έναν δομηνικανό κληρικό που εθεωρείτο ειδήμων στη φιλοσοφία και στη θεολογία . Η συζήτησή μας του φανέρωσε σύντομα τις μελέτες και τα αναγνώσματά μου. Του αποκάλυψε ότι κατά τη γνώμη μου απαιτείτο μια σημαντική διανοητική προσπάθεια για την εξεύρεση μιας προσωπικής λύσης των φιλοσοφικών προβλημάτων που με απασχολούσαν. Ο σεβαστός πατήρ δήλωσε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο: δεν απαιτούνταν έρευνες ούτε προσωπική προσπάθεια , όλα είχαν γίνει. Δεν υπήρχαν πλέον προβλήματα: όλα είχαν λυθεί. Επειδή υπάρχει ένα μεγάλο φιλοσοφικό και θεολογικό σύστημα, στο οποίο όλα τα πιθανά ερωτήματα έχουν βρει την οριστική τους απάντηση…
Μ’ αυτήν την πληροφορία, μπορούσε κανείς να αναχωρήσει. Δεν επιθυμούσα να γνωρίσω αυτό το είδος «φιλοσοφίας», που μου φαινόταν ελάχιστα αντάξιο αυτού του ονόματος. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα έγινα καθολική, κι αυτό μετά από μακρόχρονη έρευνα. Σας βεβαιώνω ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν συνέβη εξ αιτίας των πληροφοριών αυτού του δομηνικανού πατρός.
Γιατί θέλησα να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορία; Πρώτον για να σας πω ότι αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τη διαμαρτυρία του Γάλλου φιλοσόφου Maurice Blondel ενάντια σε ένα είδος φιλοσοφίας, που ισχυρίζεται ότι κατέχει την τελευταία λέξη επί της φυσικής και υπερφυσικής τάξεως , αφού ενέταξε όλα τα πράγματα –συμπεριλαμ- βανομένου και του Θεού – υπό την μορφή μη τελειοποιήσιμων εννοιών σ’ ένα μεγάλο κλειστό και κατάλληλο σύστημα. Δεν πρόκειται εξ άλλου για έναν ισχυρισμό που ανήκει μόνο σε ορισμένες χριστιανικές σχολές. Η ελληνική Αρχαιότητα γνώρισε μεταφυσικούς μιας σχετικά παρόμοιας νοοτροπίας: όπως οι Στωικοί του είδους του Χρυσίππου. Αυτοί συνάντησαν πεισματικό αντίπαλό τους στο πνεύμα του Καρνεάδη, ενός ανελέητου κριτή του ωραίου στωϊκού συστήματος, ενός συστήματος τόσο στέρεου κατά τα φαινόμενα.
Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, υπήρξαν ασφαλώς ερευνητές. Ο Πλωτίνος επίσης . Τί να πούμε όμως για τους μετέπειτα, τους Άραβες σχολιαστές ; Τί να πούμε, για παράδειγμα, για τον Αβερόη και τους Παρισινούς και Παντοβανούς συγχρόνους του; Αυτοί θεωρούσαν σίγουρα τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη – σύμφωνα προφανώς με την ερμηνεία τους – ως «την ενδελέχεια» της ανθρώπινης ευφυΐας. Εκεί υπήρχε η οριστική και επιστημονικά αποδεδειγμένη ερμηνεία του σύμπαντος κατά το σύνολό του και κατά τα μέρη του. Και επρόκειτο πραγματικά για την αντίληψη τού «τί συμπεριλαμβάνεται στο Εσωτερικό του Κόσμου», διότι έτσι γνώριζε κανείς, με μιαν ακριβή και αυστηρή γνώση, τις έσχατες αιτίες του Είναι. Κανένα μυστήριο για τον Αβεροηστή! Αυτός αντιλαμβάνεται το γιατί των πραγμάτων και γνωρίζει την ερμηνεία τους.
Δεν έλειψε όμως η κριτική αντίδραση ούτε απέναντι σ’ αυτούς τους εξαιρετικούς δογματικούς. Ως άλλος Καντ του 16ου αιώνα, ο Guillaume d’Ocean διέλυσε την όμορφη κατασκευή του αβεροηκού σύμπαντος θέτοντας την αρχή τού ότι μπορεί κάποιος να γνωρίσει μόνον κατόπιν εμπειρίας . Αλλά, τί εμπειρία έχουμε των καθαρά πνευματικών υπάρξεων ;
Οσο για τον Ιμμάνουελ Καντ, αυτός βρισκόταν απέναντι στο μεταφυσικό σύστημα των Leibniz-Wolff, σύστημα αρκετά κενόδοξο και απλοϊκά αισιόδοξο. Λέγεται ότι η «κριτική φιλοσοφία» του δεν θα είχε γεννηθεί αν είχε σχετισθεί με τη μεταφυσική του αγ. Θωμά. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρη. Νομίζω ότι οι πολυάριθμες βεβαιότητες του αγ. Θωμά θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει τον κριτικισμό του Κάντ.
Οσο για τον κριτικισμό των Νεοκαντιανών, είμαστε όλοι κατά κάποιον τρόπο κληρονόμοι της: εφόσον επαναστατούμε ενάντια στον δογματισμό των κλειστών συστημάτων, κι εφόσον επιθυμούμε να απελευθερωθούμε, όπως λέει ο M Nedoncelle, από το «μακάριο γουργουρητό» μιας κάποιας κατηγορίας μεταφυσικών.
Αυτό το ερώτημα δεν προκάλεσε σε καμμιά χωρα του κόσμου τόσες συζητήσεις όσο στη Γαλλία. Φαίνεται ότι, μετά τις ζωηρές διαμάχες των ετών 1930-31, το βασικότερο κέντρο ενδιαφέροντος σ’ αυτή την διαμάχη τοποθετείται, από το 1945, στο Στρασβούργο. Ο M. Mehl αφιέρωσε μια μελέτη σε βάθος στην « περίπτωση του χριστιανού φιλοσόφου », ο M. Guerin εκδηλώθηκε κατά τις συζητήσεις του 1951, o M. Ricoeur και ο M. Gusdorf πρόσφεραν τη συνεισφορά τους αναφερόμενοι στον ρόλο του μύθου. Ο M Nedoncelle εξέδωσε, τέλος, ένα θαυμάσιο μικρό βιβλίο: Υπάρχει μια χριστιανική φιλοσοφία; Η μελέτη αυτή μού έδωσε να καταλάβω όχι μόνο πώς εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε το πρόβλημα σε σας, αλλά μου διευκρίνισε και τις παρούσες θέσεις σας και τις αντίστοιχες συμπάθειές σας.
Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μία μικρή ιστορία, κάπως προσωπική. Συνέβη τα Χριστούγεννα του 1925. Ήμουν φοιτήτρια. Διάβαζα τον Πλάτωνα και τον Καντ. Το πνεύμα μου ήταν γεμάτο προβλήματα - και στο βάθος της καρδιάς υπήρχε η έντονη επιθυμία να γνωρίσω τον Θεό . Δεν ήμουν καθολική – ούτε προτεστάντις. Προερχόμενη από μη «ενεργό» (όπως το αποκαλείτε εσείς) προτεσταντική οικογένεια, και ούτε καν θρησκευόμενη, είχα αρκετές επιφυλάξεις γι’ αυτούς που αποκαλούνται χριστιανοί και έτρεφα το πνεύμα μου κυρίως με τη σκέψη των φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Πλάτωνα, και ακολούθως είχα τις αμφιβολίες μου σχετικά με τον Καντ, ο οποίος μας παρουσιαζόταν στο πανεπιστήμιο όπου σπούδαζα ως «ο Φιλόσοφος». Κάποιο πρόσωπο που ενδιαφέρθηκε για την ψυχή μου με οδήγησε σ’ έναν δομηνικανό κληρικό που εθεωρείτο ειδήμων στη φιλοσοφία και στη θεολογία . Η συζήτησή μας του φανέρωσε σύντομα τις μελέτες και τα αναγνώσματά μου. Του αποκάλυψε ότι κατά τη γνώμη μου απαιτείτο μια σημαντική διανοητική προσπάθεια για την εξεύρεση μιας προσωπικής λύσης των φιλοσοφικών προβλημάτων που με απασχολούσαν. Ο σεβαστός πατήρ δήλωσε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο: δεν απαιτούνταν έρευνες ούτε προσωπική προσπάθεια , όλα είχαν γίνει. Δεν υπήρχαν πλέον προβλήματα: όλα είχαν λυθεί. Επειδή υπάρχει ένα μεγάλο φιλοσοφικό και θεολογικό σύστημα, στο οποίο όλα τα πιθανά ερωτήματα έχουν βρει την οριστική τους απάντηση…
Μ’ αυτήν την πληροφορία, μπορούσε κανείς να αναχωρήσει. Δεν επιθυμούσα να γνωρίσω αυτό το είδος «φιλοσοφίας», που μου φαινόταν ελάχιστα αντάξιο αυτού του ονόματος. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα έγινα καθολική, κι αυτό μετά από μακρόχρονη έρευνα. Σας βεβαιώνω ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν συνέβη εξ αιτίας των πληροφοριών αυτού του δομηνικανού πατρός.
Γιατί θέλησα να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορία; Πρώτον για να σας πω ότι αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τη διαμαρτυρία του Γάλλου φιλοσόφου Maurice Blondel ενάντια σε ένα είδος φιλοσοφίας, που ισχυρίζεται ότι κατέχει την τελευταία λέξη επί της φυσικής και υπερφυσικής τάξεως , αφού ενέταξε όλα τα πράγματα –συμπεριλαμ- βανομένου και του Θεού – υπό την μορφή μη τελειοποιήσιμων εννοιών σ’ ένα μεγάλο κλειστό και κατάλληλο σύστημα. Δεν πρόκειται εξ άλλου για έναν ισχυρισμό που ανήκει μόνο σε ορισμένες χριστιανικές σχολές. Η ελληνική Αρχαιότητα γνώρισε μεταφυσικούς μιας σχετικά παρόμοιας νοοτροπίας: όπως οι Στωικοί του είδους του Χρυσίππου. Αυτοί συνάντησαν πεισματικό αντίπαλό τους στο πνεύμα του Καρνεάδη, ενός ανελέητου κριτή του ωραίου στωϊκού συστήματος, ενός συστήματος τόσο στέρεου κατά τα φαινόμενα.
Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, υπήρξαν ασφαλώς ερευνητές. Ο Πλωτίνος επίσης . Τί να πούμε όμως για τους μετέπειτα, τους Άραβες σχολιαστές ; Τί να πούμε, για παράδειγμα, για τον Αβερόη και τους Παρισινούς και Παντοβανούς συγχρόνους του; Αυτοί θεωρούσαν σίγουρα τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη – σύμφωνα προφανώς με την ερμηνεία τους – ως «την ενδελέχεια» της ανθρώπινης ευφυΐας. Εκεί υπήρχε η οριστική και επιστημονικά αποδεδειγμένη ερμηνεία του σύμπαντος κατά το σύνολό του και κατά τα μέρη του. Και επρόκειτο πραγματικά για την αντίληψη τού «τί συμπεριλαμβάνεται στο Εσωτερικό του Κόσμου», διότι έτσι γνώριζε κανείς, με μιαν ακριβή και αυστηρή γνώση, τις έσχατες αιτίες του Είναι. Κανένα μυστήριο για τον Αβεροηστή! Αυτός αντιλαμβάνεται το γιατί των πραγμάτων και γνωρίζει την ερμηνεία τους.
Δεν έλειψε όμως η κριτική αντίδραση ούτε απέναντι σ’ αυτούς τους εξαιρετικούς δογματικούς. Ως άλλος Καντ του 16ου αιώνα, ο Guillaume d’Ocean διέλυσε την όμορφη κατασκευή του αβεροηκού σύμπαντος θέτοντας την αρχή τού ότι μπορεί κάποιος να γνωρίσει μόνον κατόπιν εμπειρίας . Αλλά, τί εμπειρία έχουμε των καθαρά πνευματικών υπάρξεων ;
Οσο για τον Ιμμάνουελ Καντ, αυτός βρισκόταν απέναντι στο μεταφυσικό σύστημα των Leibniz-Wolff, σύστημα αρκετά κενόδοξο και απλοϊκά αισιόδοξο. Λέγεται ότι η «κριτική φιλοσοφία» του δεν θα είχε γεννηθεί αν είχε σχετισθεί με τη μεταφυσική του αγ. Θωμά. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρη. Νομίζω ότι οι πολυάριθμες βεβαιότητες του αγ. Θωμά θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει τον κριτικισμό του Κάντ.
Οσο για τον κριτικισμό των Νεοκαντιανών, είμαστε όλοι κατά κάποιον τρόπο κληρονόμοι της: εφόσον επαναστατούμε ενάντια στον δογματισμό των κλειστών συστημάτων, κι εφόσον επιθυμούμε να απελευθερωθούμε, όπως λέει ο M Nedoncelle, από το «μακάριο γουργουρητό» μιας κάποιας κατηγορίας μεταφυσικών.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου