Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (160)-ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ

Συνέχεια από  Τετάρτη, 25 Σεπτεμβρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER

ΠΛΑΤΩΝ

ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (4η συνέχεια)

Αφού διευκρινίστηκε μέσα από ένα παράδειγμα η ίδια η δομή γενικά τού παραδείγματος, παρουσιάζεται τελικά εκείνο το παράδειγμα, που θα μας βοηθήση να διακρίνουμε τον πολιτικό άνδρα ανάμεσα σε όλους εκείνους οι οποίοι επιζητούν να φροντίσουν τα της πόλεως. Κι αυτό το μικρό παράδειγμα γι’ αυτήν τη μεγάλη υπόθεση δεν είναι άλλο απ’ την «ερίων υφαντική», η οποία και διακρίνεται απ’ το (απλό…) κάρφωμα, την επεξεργασία σκληρών υφασμάτων και τη συρραπτική. Γιατί απέναντι σ’ όλα αυτά, η υφαντική αποτελεί την τέχνη μιας «συμπλοκής» (281 Α 3). Στην οποία και προηγείται όμως αναγκαστικά η αντίθετη ακριβώς πράξη: η «ξαντική» ως πράξη «διάλυσης» («διαλυτική»). Για να παρασταθούν αργότερα, κι ύστερα από πολλές υποδιαιρέσεις – κατά τις οποίες εμφανίζεται και η βασική αντίθεση «αιτίας» και «συναιτίας» (281 Ε) –, άλλη μια φορά διαχωριστικές και συνενωτικές δραστηριότητες («διακριτική – συγκριτική», 282 Β) η μια δίπλα στην άλλη: όπου μια «συνενωτική-συγκριτική» είναι εδώ και η «συμπλοκή» που πραγματοποιείται μέσω τής υφαντικής· με τις διαχωριστικές δραστηριότητες να ξεχωρίζουν σαφώς απ’ αυτήν, να συμπορεύονται όμως κι αυτές μαζί της ως «συναιτίες».

Λέγεται λοιπόν εδώ εν συντομία το εξής απλό: ότι η πολιτική θα θεωρηθή τελικά (ΙΙΙ 3 b) ως εκείνη η τέχνη που συνυφαίνει, κατά το παράδειγμα της ίδιας της υφαντικής, όλες τις αντίθετες φύσεις. Ο πολιτικός δεν είναι δηλ. όπως κάποιος που συνδυάζει διάφορα υφάσματα, συνδέει νήματα ή συναρμολογεί καρφώνοντάς τες διάφορες σανίδες, αλλά όπως εκείνος που «συμπλέκει» με τέχνη μια σταθερή σειρά ή αλυσίδα μ’ ένα χαλαρό υφάδι. Όπως όμως η μεθοδολογική «παρέκβαση» υπήρξε προηγουμένως κάτι το εντελώς διαφορετικό από απλή «παρέκβαση», έτσι και τώρα επεκτείνεται η σημασία τού συγκεκριμένου παραδείγματος πολύ πιο πέρα απ’ ό,τι θα διατυπωθή κατόπιν με σαφήνεια. «Διαπλοκή-συμπλοκή»: αυτή είναι όμως η δομή τού ίδιου του Είναι, όπως μάς το διδάσκει ο διάλογος «Σοφιστής», κι όπως αποσαφηνίστηκε άλλη μια φορά με το παράδειγμα των γραμμάτων ή στοιχείων στον παρόντα διάλογο. Αλλά και περισσότερο απ’ αυτό: το σύμπαν ή την ολότητα τη διατρέχει κατά τούς πρώιμους φιλοσόφους, ξεκινώντας βασικά απ’ τον Αναξίμανδρο, εκείνος ο συστολικός-διαστολικός σφυγμός, τον οποίον και ονομάζουν με διάφορους τρόπους. Οι ονομασίες «διάκριση» και «σύγκριση» εμφανίζονται π.χ., έστω και αναμεμειγμένες με άλλες, ήδη στον Αναξαγόρα, ενώ στον Επίχαρμο συναποτελούν ένα αυστηρά αντίστοιχο «δίδυμο». Κάτι που είναι μάλιστα κυρίαρχο στον Αριστοτέλη και τη «δοξογραφία» (συλλογές φιλοσοφικών ρητών…), εφ’ όσον και ο όψιμος Πλάτων το είχε αποδεχθή, απ’ τη στιγμή που οδηγήθηκε να συμπεριλάβη και τις διδασκαλίες τών προσωκρατικών στη σκέψη του. Στον «Σοφιστή» (243 Β) το χρησιμοποιεί π.χ. αναφερόμενος σε προηγούμενους στοχαστές, ενώ και στον «Τίμαιο» (65 C) λέγεται πως «τα πολλά γίνονται μέσα από συγκεκριμένες διακρίσεις και συγκρίσεις ή συνενώσεις». Στους δε «Νόμους» (897 Α) είναι η κινούμενη ψυχή (η κοσμική ψυχή»), η οποία και οδηγεί, με τη βοήθεια της σωματικής κινήσεως, «τα πάντα σε ανάπτυξη και ελάττωση, σε διάκριση και σύγκριση»· παρόμοια δε και στον «Φίληβο» (42 C). Τόσο μακριά στο παρελθόν φτάνουν οι αναφορές εκείνες, που συνδέονται με τις λέξεις «συμπλέκω, διακρίνω, συνενώνω» στον όψιμο Πλάτωνα έτσι, ώστε η υφαντική τέχνη να μην αποτελή ίσως ένα παράδειγμα για την πολιτική και μόνο τέχνη, αλλά και ένα γενικώτερο σύμβολο για το Είναι. Κι αν προειδοποιηθήκαμε προηγουμένως, να μη «μπλέξουμε» τον δικό μας, χωρίς θεούς, με τον καθοδηγούμενον απ’ τους θεούς καιρό, τον δικό μας εδώ πολιτικό άνδρα με τον θεϊκό ποιμένα, αυτή η σαφής αντίθεση λειτουργεί εδώ ταυτόχρονα ως μια σχέση παραδείγματος και ομοιώματος. Μήπως δεν αποτελεί και το υφαντικό έργο τού αληθινού πολιτικού ένα ομοίωμα και μιαν απεικόνισή του σύμφωνα με τον νόμο τής αναλογίας «συνυφασμένου» κόσμου (Τίμ. 31 Β κ.ε.), του «ζωντανού ενδύματος της θεότητας»;

Η – φαινομενική – αμετρία τού διαλόγου οδηγεί σε μια καινούργια – φαινομενική – παρέκβαση περί «μέτρου» και «μετρητικής τέχνης». Για να διακρίνη κι εδώ η διαιρετική μας μέθοδος δύο τρόπους, με τους οποίους «υφίσταται» υπερβολή και έλλειψη, μεγάλο και μικρό: όταν αναμετρά, κατ’ αρχάς, κανείς τα αντικείμενα αναμεταξύ τους, κι όταν τα αναμετρά, κατά δεύτερον, προς τη «φύση τού σωστού μέτρου» («τήν τού μετρίου φύσιν», 283 Ε 3. «πρός τό μέτριον», 284 Α 2). Τον κόσμο τής σχετικότητας στην πρώτη περίπτωση, τον δε κόσμο τού απολύτου στη δεύτερη, προς τον οποίον και επικεντρώνεται, όπως καταλαβαίνουμε, εδώ η προσοχή μας. Αυτός ο κόσμος τού απολύτου επενεργεί λοιπόν κι εκεί όπου πρόκειται για τη ριζική αντίθεση καλού και κακού, ή εκεί – και έτσι λέγεται ακριβώς εδώ, για να καταστή σαφές, ότι έχουμε να κάνουμε με τις αντιθέσεις τής ίδιας μας της ανθρώπινης ύπαρξης – όπου πρόκειται για τη διαφορά «τού κακού και του καλού σε μας τους ίδιους» (283 Ε 5-6). Αυτό το «σωστό μέτρο» αποτελεί και τον κεντρικό όρο για όλες τις τέχνες, άρα και για την πολιτική τέχνη, και για τη δική μας έρευνα περί πολιτικού ανδρός, ενώ «πίσω απ’ αυτό» («μετά τούτο») υπάρχει και η διερεύνηση της «βασιλικής επιστήμης» (284 Β 5), η οποία και είχε ήδη εμφανιστή, στο ίδιο επίπεδο με την πολιτική τέχνη και την τέχνη τής οικιακής οικονομίας, στην αρχή τού διαλόγου (259 C). Για να διατυπωθή μια διαφορά τάξεως εδώ τώρα ανάμεσά τους, που θα φανερωθή σαφέστερα στο τελευταίο διαλογικό μέρος και στο σύστημα των διαφόρων πολιτευμάτων (302 C κ.ε.).

Η πραγματική «τέχνη τού μέτρου» έχει να κάνη μ’ αυτό που είναι πραγματικά «μετρημένο», με το «πρέπον», μ’ αυτό που οφείλει (κάτι…) να είναι, και το οποίο είναι εγκατεστημένο στη μέση ανάμεσα σε δύο άκρα (284 Ε). Για να παρεμβάλη εδώ ο Πλάτων, με σκοπό να καταστήση προφανώς σαφέστερο αυτό που λέει, μια πολεμική ενάντια στην πεποίθηση «πολλών εκλεκτών κεφαλών» (285 Α 1), ότι η τέχνη τού μέτρου «επεκτείνεται στο πεδίο όλου τού γίγνεσθαι (που σημαίνει βέβαια: σε κάθε τι που υπάρχει)». Εκλεκτές κεφαλές αποκαλούνται ασφαλώς οι Πυθαγόρειοι· και δεν θά ’πρεπε ίσως να σκεφτούμε εδώ τις μακρινές μόνο Σχολές τής Κάτω Ιταλίας, αλλά και τις πυθαγόρειες τάσεις, που είχαν τότε φτάσει μέχρι και μέσα στην (πλατωνική…) Ακαδημία. Η αναφορά λοιπόν αυτή κινείται, όπως σε κάθε γνήσια πολεμική, σε δυό κατευθύνσεις: ενώ δηλ. στρέφει ο Πλάτων το βλέμμα του προς εκείνες τις φιλοσοφικές σχολές, στις οποίες οφείλει και ο ίδιος τόσα πολλά για τη μαθηματική-φυσικοεπιστημονική του σκέψη, αλλά και τη σκέψη του για το μέτρο, οξύνει απ’ την άλλη πολεμώντας τες την αντίθεση πάλι ανάμεσα στα δυό είδη τού μετρήσιμου και της μετρητικής τέχνης, με τον τρόπο που αυτά διακρίθηκαν προηγουμένως.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου