Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Κωστής Παπαγιώργης - Η οντολογία του Μαρτιν Χαϊντεγκερ - Η υπαρκτική αναλυτική (8α. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983 

[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα  8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}] 

Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ

– Η ΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΑΡΚΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ

Έχοντας περιγράψει τη μέριμνα, την α-λήθεια, την ενοχή, την πρό-ληψη σαν γνωρίσματα ενός χρονικού παιχνιδιού που δεν παίζεται μέσα στο χρόνο (ἐν ὦ), αλλά συγκροτείται χρονικά, η ανάλυση της ύπαρξης ουσιαστικά έχει ολοκληρωθεί. Το Dasein είναι αυτή τούτη η χρονικότητα που ως ορίζοντας διανοίγει την ερμηνεία του νοήματος του Είναι. Ωστόσο, επειδή η έκθεση των υπαρκτικών δομών, θεματικά και ξεχωριστά όπως γίνεται, μοιάζει να πάσχει από κάποια στατικότητα, ο Χάιντεγγερ διαλύει κάθε αμφιβολία για τη λειτουργικότητα αυτού του συγκροτήματος αναλαβαίνοντας μια λεπτομερειακή ανάλυση της χρονικής συμπεριφοράς του κάθε τρόπου. Οι δύο κύριες στάσεις, όπως ξέρουμε, είναι η αυθεντικότητα και η αναυθεντικότητα που ευθέως αντιστοιχούν στις δύο δεσπόζουσες ερμηνείες του χρόνου: μελλοντικότητα – παροντικότητα. Αν η μελλοντοποίηση είναι η αυθεντική πηγή του χρόνου, πρέπει να φανεί πως η κάθε στάση μελλοντοποιείται αυθεντικά η πως εκπίπτει στην αναυθεντικότητα της παροντοποίησης.

Φυσικά, εκείνο που στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάς, είναι ότι η αυθεντική χρονικότητα ποτέ δε λογίζεται σαν παρελθόν-παρόν-μέλλον, δηλαδή σαν χρονικές διαστάσεις που σχετίζονται εξωτερικά μεταξύ τους. Αυτή η άποψη είναι μια από τις προκαταλήψεις της παράδοσης που αρχηγέτη της έχει τον Αριστοτέλη. Απεναντίας, για την υπαρκτική αναλυτική, η χρονικότητα δεν υφίσταται αντικειμενικά, χρονούται ως εκστατική ενότητα (ekstatischen Einheit): είναι μια μελλοντοποιούμενη-παρούσα-παρελθοντοποίηση. Η πρόληψη του θανάτου (μελλοντοποίηση) με βυθίζει στην ενοχή ενός όντος που πάσχει από την πτώση του στον κόσμο (παρελθόν) και την εύρεσή του μέσα σ' αυτόν (παρόν). Ο χρόνος της μέριμνας είναι ενωτικός, και μόνο όταν υποκύπτει στην απροσωπία γίνεται χρόνος του ρολογιού και της χωρικότητας. Συνεπώς η χρονική περιγραφή γυρεύει να κάνει σαφή αυτή την μετάπτωση από το μέλλον στο παρόν και να εκφράσει το ατελεύτητο δράμα ανάμεσα στην αγωνία και στην απροσωπία με χρονικούς όρους.[ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ]

α) Ἡ ἐννόηση

Η μέριμνα υπάρχει σαν αυτο-προηγούμενη παροντικο-παρελθοντικότητα. Είναι μια διαρκής προβολή· αλλά δεν προβάλλει ένα νόημα (μια συνείδηση) που κατοικεί στο παρόν, αντίθετα συγκροτείται σαν εννόηση αυτοαποσπώμενη, είναι-προηγούμενη-του εαυτού-της. Από τη φύση της δηλαδή η προβολή είναι μελλοντική, υπάρχει σαν δυνατότητα-να-είναι-κάτι, σαν δυνητικότητα και διάνοιξη του μέλλοντος. Συνεπώς η χρονική της ταυτότητα δεν μπορεί να είναι άλλη από το μέλλον. Και πραγματικά αυτό συμβαίνει όσο το λόγο έχει η αυθεντικότητα. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση, μολονότι πάντα η προβολή σχετίζεται με το μέλλον, νοθεύεται, χάνει την ισχύ της για να υπηρετήσει δευτερεύουσες δυνατότητες. Η καθημερινότητα έχει άπειρους τρόπους να υποσκάπτει την μελλοντικότητα της πρό-ληψης διεκδικώντας την κίνηση αυτής της ριζικής δυνατότητας για σκοπούς μη ριζικούς. Αρχικά και τις περισσότερες φορές η ύπαρξη μένει μακρυά από την αποφασιστικότητα της ενοχής, προτιμάει την εγκατάλειψη στο άμεσο απολαμβάνοντας την αναποφασιστικότητα (Unentschlossen) και το σκόρπισμα μέσα στον κόσμο. Έτσι μολονότι η εννόηση είναι πάντα αυτo-προηγούμενη (sich-vorweg), αυτή η προήγηση αφορά ένα αναυθεντικό μέλλον.

Σε μια πιο τεχνική γλώσσα θα λέγαμε ότι η αυθεντική εννόηση είναι πρόληψη (Vorlaufen), ενώ η αναυθεντική είναι αναμονή: της άφιξης ενός αγαπημένου προσώπου, της έναρξης του παγκοσμίου κυπέλλου, της εθνικής γιορτής που θα γίνει αφορμή να δοθεί χάρη στους κρατουμένους κτλ. Και στη δεύτερη περίπτωση το μέλλον έχει έντονη παρουσία, μόνο που λογίζεται σαν μέλλον που δεν έγινε ακόμα παρόν. Το αναμένουμε στο ανάκτορο του παρόντος, δεν ξεσπιτωνόμαστε να τρέξουμε προς το μέρος του. Με αυτή τη σκέψη ο Χάιντεγγερ οριστικοποιεί τις διαφορές, μεταπλάθοντας δύο καθαρά κιρκεγκαρντιανές έννοιες. Η αναυθεντικότητα γνωρίζει το τώρα (Jetzt), όχι τη στιγμή (Augenblick) που οδηγεί βίαια την ύπαρξη στην κατάσταση της ενοχής, άρα στο είμαι-ταγμένος-στο-θάνατο (Sein zum Tode). H στιγμή, αληθινή στιγμή φωτός, ανακαλύπτει διαφορετικά το παρελθόν. Από μια λησμονημένη πτώση-στον-κόσμο που μπορεί να χάνεται σε μια μακρυά σειρά κεριών σβησμένων, φθάνει στην αποφασιστική ανάκτηση, την επανάληψη (Wiederholung).

β) Ἡ εύρεση

Το παρελθόν είναι μουσείο· στα τριανταπέντε μου χρόνια μπορώ να περιδιαβαίνω μέσα στους διαδρόμους αυτού του μαυσωλείου με το έντονο συναίσθημα του τετελεσμένου. Ό,τι έγινε, έγινε και δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτή η αιχμαλωσία στον κόσμο αποκαλύπτεται πάντα με μια θυμική ένταση που ονομάσαμε εύρεση. Το πάντα-ήδη-μέσα-στον-κόσμο γίνεται επίγνωση μέσα από διαθέσεις που έχουν την ιδιάζουσα χρονικότητά τους. Η γενική θέση του Χάιντεγγερ είναι ότι κάθε θυμική διάθεση έχει να κάνει με το παρελθόν. Ακόμα και η αγωνία που είναι η καθαυτό μελλοντοποίηση, την κλίση προς την πρόληψη δεν την πετυχαίνει παρά με μιαν επανάληψη της ανακάλυψης του παρελθόντος. Μολαταύτα υπάρχουν συναισθήματα που φαίνεται να διαψεύδουν αυτό το συμπέρασμα. Για παράδειγμα ο φόβος ή η ελπίδα, η προσδοκία ή η εκδίκηση δεν σχετίζονται με το μέλλον;

Ο φόβος φοβάται. Τί; Ασφαλώς ένα malum futurum. Την εκδήλωση μιας αρρώστιας, την εμφάνιση του διώκτη, το σεισμό, την αποκάλυψη μιας απάτης. Φοβάμαι όμως για κάτι που ήδη έχει σχέση με την παρουσία μου. Εξαιτίας του παρελθόντος φοβάμαι για το μέλλον. Μια παρθένα μνήμη δε φοβάται γιατί δεν ξέρει γιατί να φοβηθεί. Αυτό ακριβώς αναδείχνει τη βαθύτατη αναυθεντικότητα του φόβου. Ενώ ξεκινά από το παρελθόν και αναφέρεται στο μέλλον, ουσιαστικά δε σχετίζεται ούτε με την πρόληψη ούτε με την επανάληψη. Αν η αγωνία αγωνιά για το μηδέν του κόσμου (das Nichts der Welt, davor die Angst sich angstet, Sein und Zeit, σ. 343), ο φόβος απορροφάται από την οντικότητα, τη λερναία ύδρα του παρόντος. Πράγμα βέβαια που δεν αφαιρεί από το φόβο την προ-ληπτικότητα. Φοβούμενος προ-λαμβάνω την παρουσία ενός συμβάντος που μολαταύτα είναι αναυθεντικά μελλοντικό. Η δυνατότητα του φόβου αναιρεί απόλυτα τη δυνατότητα της αγωνίας, γιατί εκεί που ο πρώτος αμύνεται απέναντι σε κάτι, η αποφασιστικότητα ανοίγεται για να παραδοθεί.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όλα τα συναισθήματα που δείχνουν να διεκδικούν το μέλλον σαν χρονική τους ταυτότητα. Τó bonum futurum που εγκαρτερεί η ελπίδα, το κουράγιο της εγκύου που περιμένει το πλήρωμα του χρόνου για να λευτερωθεί, το malum futurum του σεισμού ή της εκδίκησης πηγάζουν πάντα από τη συναίσθηση ενός παρελθόντος. Και από την ίδια πάντα αναυθεντικότητα. Αν το παρελθόν της αγωνίας είναι ο κλονισμός από την πτώση και μια οδυνηρή εμπειρία αποδοχής, φόβος-ελπίδα-εκδίκηση κτλ. εθελοτυφλούν μπρός σε αυτό το γεγονός. Να γιατί ο Χάιντεγγερ αποδίδει στην αγωνία τη στιγμή, ενώ στο φόβο αποδίδει ένα χαμένο παρόν (verlorenen Gegenwart). Κι οπωσδήποτε δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε εδώ μια νιτσεϊκή περιφρόνηση του μέσου ανθρώπου. Ο φόβος είναι ο ανθρωπος της κάθε μέρας, ο αντιήρωας του δρόμου που κρίνεται ανίκανος για τη μέγιστη δυνατότητα της ενοχής.

γ) Ἡ κατάπτωση


Αν η εννόηση καθίσταται δυνατή μόνο μέσω του μέλλοντος και η εύρεση μόνο μέσω του παρελθόντος, η κατάπτωση χρονικά εδράζεται στο παρόν. Η φλυαρία, η περιέργεια, η αμφισημαντότητα πλάθουν τα φτηνά κρυσταλλώματά τους στο τώρα. Αρκεί να αναλογιστείς το νοσηρό οίστρο της περιέργειας για να έχεις ανάγλυφο μπροστά σου αυτόν τον παροντικό βαυκαλισμό. Η μανία του περιεργάζεσθαι θέλει μόνο την άμεση μετοχή: το θέαμα, το τοπίο, το παιχνίδι, τη διασκέδαση. Κυνηγά τα πάντα, αλλά δεν αρκείται σε τίποτα. Σαν το μικρό παιδί θέλει όλα τα πράγματα γιατί δεν ξέρει να διαλέξει. Κάθε τι αξίζει γι' αυτό που είναι, αλλά και δεν αξίζει γιατί είναι μόνο αυτό. Η έξαρσή της θυμίζει τον τρόπο που ξεφυλλίζουμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες (και τέτοιο άλμπουμ είναι για την περιέργεια ο κόσμος): με το ένα μάτι κοιτάμε αυτή τη σελίδα και με το άλλο την επόμενη. Έτσι η περιέργεια μένει πάντα μετέωρη ανάμεσα σ' αυτό που βλέπει και σ' εκείνο που θα δεί.

Μέσα σ' αυτό το οπτικό σημειωτόν κάθε αυθεντική χρονικότητα αποκλείεται ριζικά. Ακούσματα, θεάματα, μιλήματα ξοδεύονται σα νοίκι σε ένα παρόν που με όλες τις προσπάθειες δε γίνεται οικείο. Για να επικαλύψει αυτή την αρχέγονη ανεστιότητα η περιέργεια σωρεύει τα αντικείμενά της αν βλέπει, το κάνει μόνο και μόνο για να δεί και για να έχει δεί (sie sucht zu sehen, nur zu sehen und gesehen zu haben, Sein und Zeit, σ. 346). Αν μιλάει, η φλυαρία το κάνει μόνο και μόνο για να έχει ένα παρελθόν και ένα παρόν γεμάτο λέξεις και φράσεις που κύριος σκοπός τους είναι ο αυτοσκοπός. Με ένα λόγο, αυτό που πάνω απ' όλα αποφεύγει η κατάπτωση είναι η σιωπή. Έτσι η οριακή κατάσταση (Grenzsituation) του είναι-προς-το-θάνατο παραμένει εξόριστη από τον ταραγμένο κόσμο των συγχυσμένων φροντίδων και επιθυμιών της.

δ) Ἡ ὁμιλία

Η χρονικότητα της πρότασης βασίζεται αποκλειστικά στο ρήμα. Παρόν, παρελθόν, μέλλον βρίσκουν στις ρηματικές εκφράσεις πλήρη αντιστοιχία. Σε αντίθεση με το όνομα που γνωρίζει μόνο την παρουσία (ουσιαστικό) και την πτώση (ὁ, τοῦ, τῷ, τόν), το ρήμα, με τις εγκλίσεις του, ακολουθεί τη ροή του χρόνου: κλίνει προς το παρελθόν (παρατατικός, αόριστος, παρακείμενος), ίσταται στο παρόν (ενεστώς) και τείνει προς το μέλλον (μέλλων, διαρκής και στιγμιαίος). Επειδή όμως η καθημερινότητα δεν είναι η γλώσσα, αλλά η ομιλία της, η έκφραση παράγεται σαν παροντικότητα. Κάθε φράση αναφέρεται σε, μιλάει για, θυμίζει κάτι. Είναι μια αδιάκοπη και ιδιόμορφη βιομέριμνα.

Επεισοδιακά πρέπει να πούμε ότι η θέση που κατέχει η μελέτη της ομιλίας και της γλώσσας μέσα στο Είναι και Χρόνος δε δείχνει τη στροφή της δεύτερης χαιντεγγεριανής περιόδου σχεδόν αποκλειστικά προς την ποίηση. Το εικάζουμε μόνο από την παράδοξη στην απολυτότητά της απόρριψη της καθημερινής ομιλίας. Στην αυθεντική της μορφή η γλώσσα είναι ποίηση, στην αναυθεντική της έκφραση υποβιβάζεται σε νόθα επικοινωνία. Αν ό,τι είναι λεπτό σπάζει, όπως έγραφε ο Μοντέιν, η γλώσσα της καθημερινότητας είναι το συντρίμμι της καθαρής γλώσσας – της ποίησης. Όπως θα δούμε, η δεύτερη χαιντεγγεριανή περίοδος είναι στραμμένη στην ποίηση ως ανώτατη γλωσσική παρουσία. Η υπαρκτική αναλυτική δίνει το λόγο στην αναλυτική της λέξης. Δε νομίζω ότι αυτό το ενδιαφέρον μπορεί να εκφραστεί καλύτερα από τον τρόπο που το διατυπώνει η ακόλουθη φράση: η καθημερινή ομιλία είναι ένα ξεχασμένο ποίημα, και γι' αυτό φθαρμένο από τη χρήση (das alltägliche Reden ist ein vergessenes und darum vernutztes Gedicht, Unterwegs zur Sprache, a. 31). Άρα..
.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου