Συνέχεια από Σάββατο, 14 Ιουλίου 2012
Η Δύση σήμερα επαναπροσδιορίζει τήν πίστη της, η οποία στήριξε τόν πολιτισμό της, καί μεταμορφώνεται θεολογικά καί φιλοσοφικά σέ ανθρωπολογία, γειώνοντας τόν πολιτισμό της στήν κοινωνιολογία ή τόν υπαρξισμό, εγκαταλείποντας δηλαδή οριστικά τήν Ελληνικοποίηση τού πολιτισμού μέσω τής Ελληνικής φιλοσοφίας καί θεολογίας. Η ελληνικοποίηση τής θεολογίας είχε επιτευχθεί μέσω τής χρήσης δύο Ελληνιστικών κατηγοριών: τής υποστάσεως καί τής ουσίας, σέ μιά εποχή πού κυριαρχούσε η Ελληνική κουλτούρα, δίνοντας έτσι τήν δυνατότητα στόν Χριστιανισμό νά επηρεάσει τήν επικρατούσα κουλτούρα από μέσα, νά τήν ελευθερώσει από τά λάθη της καί τίς ασάφειές της καί νά τής δώσει μιά νέα καί υψηλότερη θεωρία τών πραγμάτων.
Η κουλτούρα πού είχε επικρατήσει ήδη στήν εποχή τού Χριστιανισμού, ήταν ο πλατωνισμός. Είχε νικήσει τόν πολυθεϊσμό καί τήν ειδωλολατρεία καί είχε αναδείξει απολύτως τήν αλήθεια τού μεταφυσικού κόσμου. Αυτού πού υπάρχει πέρα από τήν άμεση καί κοινότοπη εμπειρία αυτού πού είναι εφήμερο καί πεπερασμένο. Είχε τοποθετήσει στήν κορυφή τήν εμπιστοσύνη όλων στόν ρεαλισμό καί στήν αντικειμενικότητα τού θείου κόσμου, τήν πεποίθηση στήν προεξοχή τής πολλαπλότητας στό όλον, στήν αυτονόητη ύπαρξη τού κόσμου τής αιωνίου αλήθειας.
Βρίσκοντας αυτόν τόν πολιτισμό μπροστά του, ο Χριστιανισμός προέβαλε στό βάθος τού αιωνίου καί εσωτερικού Θεού αυτό πού η αρθρωμένη εμπειρία τού Χριστού καί τού Πνεύματος προσφέρει στόν χρόνο: τήν φανέρωση τού Θεού, τήν ιστορική του δοκιμασία σάν προσώπου, δηλ. τήν προσωπική του σχέση μαζί μας (τήν οικονομία τής σωτηρίας). Σάν νά αντιστοιχεί ακριβώς σ' αυτό πού ο Θεός είναι καθ' εαυτός, στήν ενυπάρχουσα φυσική, θεολογική Τριάδα. Γιά τήν Εβραϊκή πίστη έχει σημασία η ιστορία, αλλά ο Ελληνισμός τήν βοήθησε νά βρεί τίς αιώνιες ρίζες της.
Έτσι λοιπόν, μετά τήν πρώτη εποχή τών μεγάλων Συνόδων σχηματίστηκαν δύο ξεχωριστές θεολογικές παραδόσεις. Που ίσως (λένε οι Δυτικοί, άσχετοι τής εμπειρίας τής Σωτηρίας, προσκολλημένοι μόνο στό νόημα) θά 'πρεπε νά εκφράζουν συμπληρωματικότητα, αλλά δυστυχώς μπήκαν σέ διαμάχη. Η Ανατολική θεωρία επεδίωξε νά είναι πιό πιστή στίς Βιβλικές ρίζες τής εμπειρίας τής Τριάδος: Έτσι τά πάντα ανακεφαλαιώνονται στόν Πατέρα (καί όχι σέ μιάν ουδέτερη καί ανώνυμη Θεία Φύση), σέ μιά προσπάθεια νά προστατευθεί η ενότης ανάμεσα στά Θεία πρόσωπα καί η θεότης τους. Καί όμως επιλέγονται έννοιες καί όροι πού αναφέρονται άμεσα στό είναι, στό εις εαυτό τής ζωής τού Θεού, περισσότερο από τήν πράξη καί από τίς "σχέσεις", οι οποίες εκφράστηκαν στήν Ιστορία (οικονομία). Γι αυτό καί η Χριστιανική ζωή επικεντρώνεται στόν διαλογισμό, τόσο πού ακόμη καί αναφορικά μέ τό άνθρώπινο πρόσωπο προτιμάται ο θαυμασμός γιά τήν κάθετη κλίση του, η θέωση, η αξιοπρέπεια πού σημαδεύεται από τόν "θεομορφισμό". Από εδώ πηγάζει καί τό πρωτείο τής εικόνος τού ανθρώπου καί τού χριστιανού όπως εκφράζεται από τούς μοναχούς καί από τήν θεία πράξη, τήν κατεξοχήν πνευματική, τήν Λειτουργία.
Η Δυτική θεολογία κατ' αρχάς φαίνεται νά δίνει πολύ μεγάλη αξία σέ φιλοσοφικά κριτήρια, λογικά, στήν ερμηνεία της τού δυναμισμού τής Αγίας Τριάδος : η ενότης προστατεύεται μέ τήν βοήθεια τής θείας φύσεως (κοινής στά τρία πρόσωπα), από τήν ενότητα στήν τριαδικότητα. Αλλά στήν πραγματικότητα φαίνεται πιό ομογενής στήν Ιστορικότητα τής πίστεως καί στήν Βιβλική εμπειρία. (Διαγράφουν εντελώς το Βυζάντιο, τήν πρόσληψη τής Αυτοκρατορίας από τόν Κύριο, τήν μεγαλειώδη Ιστορικότητα τού Χριστιανισμού. Διότι τούς ενδιαφέρει τό άτομο. Είναι τυφλοί σέ ο,τιδήποτε άλλο. Η ιστορική συνείδηση - θά δούμε στήν συνέχεια τήν ύβρι).
Δίνει όλη της τήν προσοχή στήν "κατασκευή" τού προσώπου, καί τήν συλλαμβάνει μέσα στήν ανθρώπινη περιπέτεια, τήν οποία αναγιγνώσκει στήν συγκεκριμένη δραματικότητα τών σχέσεων. Παρ' όλα αυτά όμως ο άνθρωπος, ο οποίος προσφέρει αναλογίες γιά νά ερευνηθεί τό πρόσωπο τού Θεού καί στή Δύση, είναι ο άνθρωπος πού διαθέτει "πνευματική ψυχή" (πάντοτε μέσα στήν πλατωνική εκδοχή), ενότητα τού υποκειμένου στήν διάκριση τών έργων (τών ρόλων, καί εδώ φανερώνεται καί η σημασία τού όρου πρόσωπον ακόμη καί στήν ετυμολογική του σημασία, τού χαρακτήρος ή θεατρικού ρόλου) και στίς πράξεις πού τόν θέτουν σέ σχέση. Αναφερόμαστε βεβαίως στόν Αυγουστίνο καί στόν τονισμό του, τού προσώπου σάν σχέση, μέσα στόν καθρέφτη τών τριών κυρίων λειτουργιών του: Μνήμη (ο Πατήρ), Νούς (η σκέψη, ο Λόγος) καί θέληση (αγάπη, τό Πνεύμα).
Οπωσδήποτε διακρίνεται μία ανθρωπολογική κατεύθυνση (ανθρωποκεντρική), ψυχολογισμού, όπου προηγείται η πράξη. Οπωσδήποτε όλη η τοποθέτηση, αντιστοιχεί σέ μιάν Εκκλησία όπου κυριαρχούν οι ιερείς καί οι λαϊκοί, αντί τών μοναχών. Η πράξη προηγείται τού διαλογισμού. Αλλά είναι επίσης γεγονός πως ανοίγει τό θέμα τού ανθρωπίνου προσώπου, καί όχι μόνον γιά να στοχαστούμε γύρω από αυτό, όπως σέ έναν
Καθρέφτη, τήν αξιοπρέπεια τού προσώπου τού Θεού, αλλά καί γιά νά αντλήσουμε από αυτό σκέψεις καί νά τίς μεταφέρουμε στόν Θεό (η νέα ειδωλολατρεία, ποιούμε σεαυτόν είδωλο).
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
Στήν Δύση λοιπόν, η αξιολόγηση τού ανθρωπίνου προσώπου εντείνεται καί επεκτείνεται. Δέν υπάρχει ενδιαφέρον μόνον γιά τό τί καί τό πώς είναι ένα τέτοιο πρόσωπο, αλλά επίσης καί γιά το ‘‘ποιός’’ είναι. Τό τί καί τό πώς καλύφθηκε γρήγορα από τό δόγμα τού Αυγουστίνου γύρω από τό πρωτείο τών πνευματικών, εσωτερικών δραστηριοτήτων, οι οποίες επιφέρουν τήν διαμόρφωση ζωτικών, μέ βάθος, σχέσεων μέ τούς αλλους, μέ ολοφάνερη τήν πραγματικότητα καί προπαντός μέ τόν Θεό. Τό «ποιός» ασκείται στό άνοιγμα πρός όλους τούς ανθρώπους, πέρα από κάθε όριο καί διάκριση.
Στό εσωτερικό τής ηθικής συνειδήσεως, δηλ. σέ κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, συγκεντρώνεται τό δράμα τής καθοριστικής συναντήσεως ανάμεσα στό καλό καί στό κακό, αλλά όμως όχι μόνον σάν διαλεκτική ανάμεσα στόν νόμο (τού Θεού) καί τήν ελευθερία (τού ανθρώπου), αλλά επίσης καί σάν διαλεκτική ανάμεσα στήν χάρη (προσφορά τής σωτηρίας, αγάπης,κοινωνίας) καί στήν απάντηση (αποδοχής ή απορρίψεως), σάν νά λέμε πως όλος ο Θεός και όχι μόνο ο Θεός τού Νόμου καί τής Κρίσεως (μάλιστα δέ κατά πρώτον ο θεός πού αγαπά, πού δωρίζεται καί γίνεται δώρο), συναντά τόν ξεχωριστό άνθρωπο γιά νά διασταυρώσει συμμαχίες μαζί του.
Ενώ λοιπόν η φιλοσοφία θά μπορούσε ίσως νά φτάσει νά φανερώσει τό μεγαλείο τής συνειδήσεως σάν τό Ιερό τής δραματικής συνάντησης ανάμεσα στήν ελευθερία καί στον νόμο, ο χριστιανισμός τοποθετεί στό κέντρο τό μυστήριο τής συνειδήσεως σάν τόν ναό τής δραματικής συνάντησης ανάμεσα σέ χάρη καί ελευθερία, δηλ. ανάμεσα σέ δύο αγάπες προορισμένες νά κοινωνήσουν. Ο Αυγουστίνος θά πάει πιό βαθειά βρίσκοντας τό δύσκολο πρόβλημα τού προορισμού. Μπορεί νά είναι ατυχείς οι λύσεις πού έδωσε. Αλλά η σημασία αυτής τής ανακαλύψεως παραμένει : κάθε ξεχωριστός άνθρωπος είναι στόχος καί τέρμα τής αιωνίου προθέσεως τού Θεού καί τής οικονομίας του. Αποκτώντας συνείδηση τού πράγματος κάνουμε τό πρώτο μας βήμα γιά νά διαβεβαιώσουμε τήν αξιοπρέπειά μας σάν πρόσωπα!
Η Δύση σήμερα επαναπροσδιορίζει τήν πίστη της, η οποία στήριξε τόν πολιτισμό της, καί μεταμορφώνεται θεολογικά καί φιλοσοφικά σέ ανθρωπολογία, γειώνοντας τόν πολιτισμό της στήν κοινωνιολογία ή τόν υπαρξισμό, εγκαταλείποντας δηλαδή οριστικά τήν Ελληνικοποίηση τού πολιτισμού μέσω τής Ελληνικής φιλοσοφίας καί θεολογίας. Η ελληνικοποίηση τής θεολογίας είχε επιτευχθεί μέσω τής χρήσης δύο Ελληνιστικών κατηγοριών: τής υποστάσεως καί τής ουσίας, σέ μιά εποχή πού κυριαρχούσε η Ελληνική κουλτούρα, δίνοντας έτσι τήν δυνατότητα στόν Χριστιανισμό νά επηρεάσει τήν επικρατούσα κουλτούρα από μέσα, νά τήν ελευθερώσει από τά λάθη της καί τίς ασάφειές της καί νά τής δώσει μιά νέα καί υψηλότερη θεωρία τών πραγμάτων.
Η κουλτούρα πού είχε επικρατήσει ήδη στήν εποχή τού Χριστιανισμού, ήταν ο πλατωνισμός. Είχε νικήσει τόν πολυθεϊσμό καί τήν ειδωλολατρεία καί είχε αναδείξει απολύτως τήν αλήθεια τού μεταφυσικού κόσμου. Αυτού πού υπάρχει πέρα από τήν άμεση καί κοινότοπη εμπειρία αυτού πού είναι εφήμερο καί πεπερασμένο. Είχε τοποθετήσει στήν κορυφή τήν εμπιστοσύνη όλων στόν ρεαλισμό καί στήν αντικειμενικότητα τού θείου κόσμου, τήν πεποίθηση στήν προεξοχή τής πολλαπλότητας στό όλον, στήν αυτονόητη ύπαρξη τού κόσμου τής αιωνίου αλήθειας.
Βρίσκοντας αυτόν τόν πολιτισμό μπροστά του, ο Χριστιανισμός προέβαλε στό βάθος τού αιωνίου καί εσωτερικού Θεού αυτό πού η αρθρωμένη εμπειρία τού Χριστού καί τού Πνεύματος προσφέρει στόν χρόνο: τήν φανέρωση τού Θεού, τήν ιστορική του δοκιμασία σάν προσώπου, δηλ. τήν προσωπική του σχέση μαζί μας (τήν οικονομία τής σωτηρίας). Σάν νά αντιστοιχεί ακριβώς σ' αυτό πού ο Θεός είναι καθ' εαυτός, στήν ενυπάρχουσα φυσική, θεολογική Τριάδα. Γιά τήν Εβραϊκή πίστη έχει σημασία η ιστορία, αλλά ο Ελληνισμός τήν βοήθησε νά βρεί τίς αιώνιες ρίζες της.
Έτσι λοιπόν, μετά τήν πρώτη εποχή τών μεγάλων Συνόδων σχηματίστηκαν δύο ξεχωριστές θεολογικές παραδόσεις. Που ίσως (λένε οι Δυτικοί, άσχετοι τής εμπειρίας τής Σωτηρίας, προσκολλημένοι μόνο στό νόημα) θά 'πρεπε νά εκφράζουν συμπληρωματικότητα, αλλά δυστυχώς μπήκαν σέ διαμάχη. Η Ανατολική θεωρία επεδίωξε νά είναι πιό πιστή στίς Βιβλικές ρίζες τής εμπειρίας τής Τριάδος: Έτσι τά πάντα ανακεφαλαιώνονται στόν Πατέρα (καί όχι σέ μιάν ουδέτερη καί ανώνυμη Θεία Φύση), σέ μιά προσπάθεια νά προστατευθεί η ενότης ανάμεσα στά Θεία πρόσωπα καί η θεότης τους. Καί όμως επιλέγονται έννοιες καί όροι πού αναφέρονται άμεσα στό είναι, στό εις εαυτό τής ζωής τού Θεού, περισσότερο από τήν πράξη καί από τίς "σχέσεις", οι οποίες εκφράστηκαν στήν Ιστορία (οικονομία). Γι αυτό καί η Χριστιανική ζωή επικεντρώνεται στόν διαλογισμό, τόσο πού ακόμη καί αναφορικά μέ τό άνθρώπινο πρόσωπο προτιμάται ο θαυμασμός γιά τήν κάθετη κλίση του, η θέωση, η αξιοπρέπεια πού σημαδεύεται από τόν "θεομορφισμό". Από εδώ πηγάζει καί τό πρωτείο τής εικόνος τού ανθρώπου καί τού χριστιανού όπως εκφράζεται από τούς μοναχούς καί από τήν θεία πράξη, τήν κατεξοχήν πνευματική, τήν Λειτουργία.
Η Δυτική θεολογία κατ' αρχάς φαίνεται νά δίνει πολύ μεγάλη αξία σέ φιλοσοφικά κριτήρια, λογικά, στήν ερμηνεία της τού δυναμισμού τής Αγίας Τριάδος : η ενότης προστατεύεται μέ τήν βοήθεια τής θείας φύσεως (κοινής στά τρία πρόσωπα), από τήν ενότητα στήν τριαδικότητα. Αλλά στήν πραγματικότητα φαίνεται πιό ομογενής στήν Ιστορικότητα τής πίστεως καί στήν Βιβλική εμπειρία. (Διαγράφουν εντελώς το Βυζάντιο, τήν πρόσληψη τής Αυτοκρατορίας από τόν Κύριο, τήν μεγαλειώδη Ιστορικότητα τού Χριστιανισμού. Διότι τούς ενδιαφέρει τό άτομο. Είναι τυφλοί σέ ο,τιδήποτε άλλο. Η ιστορική συνείδηση - θά δούμε στήν συνέχεια τήν ύβρι).
Δίνει όλη της τήν προσοχή στήν "κατασκευή" τού προσώπου, καί τήν συλλαμβάνει μέσα στήν ανθρώπινη περιπέτεια, τήν οποία αναγιγνώσκει στήν συγκεκριμένη δραματικότητα τών σχέσεων. Παρ' όλα αυτά όμως ο άνθρωπος, ο οποίος προσφέρει αναλογίες γιά νά ερευνηθεί τό πρόσωπο τού Θεού καί στή Δύση, είναι ο άνθρωπος πού διαθέτει "πνευματική ψυχή" (πάντοτε μέσα στήν πλατωνική εκδοχή), ενότητα τού υποκειμένου στήν διάκριση τών έργων (τών ρόλων, καί εδώ φανερώνεται καί η σημασία τού όρου πρόσωπον ακόμη καί στήν ετυμολογική του σημασία, τού χαρακτήρος ή θεατρικού ρόλου) και στίς πράξεις πού τόν θέτουν σέ σχέση. Αναφερόμαστε βεβαίως στόν Αυγουστίνο καί στόν τονισμό του, τού προσώπου σάν σχέση, μέσα στόν καθρέφτη τών τριών κυρίων λειτουργιών του: Μνήμη (ο Πατήρ), Νούς (η σκέψη, ο Λόγος) καί θέληση (αγάπη, τό Πνεύμα).
Οπωσδήποτε διακρίνεται μία ανθρωπολογική κατεύθυνση (ανθρωποκεντρική), ψυχολογισμού, όπου προηγείται η πράξη. Οπωσδήποτε όλη η τοποθέτηση, αντιστοιχεί σέ μιάν Εκκλησία όπου κυριαρχούν οι ιερείς καί οι λαϊκοί, αντί τών μοναχών. Η πράξη προηγείται τού διαλογισμού. Αλλά είναι επίσης γεγονός πως ανοίγει τό θέμα τού ανθρωπίνου προσώπου, καί όχι μόνον γιά να στοχαστούμε γύρω από αυτό, όπως σέ έναν
Καθρέφτη, τήν αξιοπρέπεια τού προσώπου τού Θεού, αλλά καί γιά νά αντλήσουμε από αυτό σκέψεις καί νά τίς μεταφέρουμε στόν Θεό (η νέα ειδωλολατρεία, ποιούμε σεαυτόν είδωλο).
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
Στήν Δύση λοιπόν, η αξιολόγηση τού ανθρωπίνου προσώπου εντείνεται καί επεκτείνεται. Δέν υπάρχει ενδιαφέρον μόνον γιά τό τί καί τό πώς είναι ένα τέτοιο πρόσωπο, αλλά επίσης καί γιά το ‘‘ποιός’’ είναι. Τό τί καί τό πώς καλύφθηκε γρήγορα από τό δόγμα τού Αυγουστίνου γύρω από τό πρωτείο τών πνευματικών, εσωτερικών δραστηριοτήτων, οι οποίες επιφέρουν τήν διαμόρφωση ζωτικών, μέ βάθος, σχέσεων μέ τούς αλλους, μέ ολοφάνερη τήν πραγματικότητα καί προπαντός μέ τόν Θεό. Τό «ποιός» ασκείται στό άνοιγμα πρός όλους τούς ανθρώπους, πέρα από κάθε όριο καί διάκριση.
Στό εσωτερικό τής ηθικής συνειδήσεως, δηλ. σέ κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, συγκεντρώνεται τό δράμα τής καθοριστικής συναντήσεως ανάμεσα στό καλό καί στό κακό, αλλά όμως όχι μόνον σάν διαλεκτική ανάμεσα στόν νόμο (τού Θεού) καί τήν ελευθερία (τού ανθρώπου), αλλά επίσης καί σάν διαλεκτική ανάμεσα στήν χάρη (προσφορά τής σωτηρίας, αγάπης,κοινωνίας) καί στήν απάντηση (αποδοχής ή απορρίψεως), σάν νά λέμε πως όλος ο Θεός και όχι μόνο ο Θεός τού Νόμου καί τής Κρίσεως (μάλιστα δέ κατά πρώτον ο θεός πού αγαπά, πού δωρίζεται καί γίνεται δώρο), συναντά τόν ξεχωριστό άνθρωπο γιά νά διασταυρώσει συμμαχίες μαζί του.
Ενώ λοιπόν η φιλοσοφία θά μπορούσε ίσως νά φτάσει νά φανερώσει τό μεγαλείο τής συνειδήσεως σάν τό Ιερό τής δραματικής συνάντησης ανάμεσα στήν ελευθερία καί στον νόμο, ο χριστιανισμός τοποθετεί στό κέντρο τό μυστήριο τής συνειδήσεως σάν τόν ναό τής δραματικής συνάντησης ανάμεσα σέ χάρη καί ελευθερία, δηλ. ανάμεσα σέ δύο αγάπες προορισμένες νά κοινωνήσουν. Ο Αυγουστίνος θά πάει πιό βαθειά βρίσκοντας τό δύσκολο πρόβλημα τού προορισμού. Μπορεί νά είναι ατυχείς οι λύσεις πού έδωσε. Αλλά η σημασία αυτής τής ανακαλύψεως παραμένει : κάθε ξεχωριστός άνθρωπος είναι στόχος καί τέρμα τής αιωνίου προθέσεως τού Θεού καί τής οικονομίας του. Αποκτώντας συνείδηση τού πράγματος κάνουμε τό πρώτο μας βήμα γιά νά διαβεβαιώσουμε τήν αξιοπρέπειά μας σάν πρόσωπα!
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου