Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος;

 

Ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος;

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ τῆς κλασικῆς παπικῆς θεολογίας, ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα σύνολο ἀνθρώπων (κοινότητα) ποὺ ἔχουν καὶ ἐκφράζουν τὴν ἴδια πίστη, μετέχουν σὲ ἔγκυρες μυστηριακὲς ἱεροτελεστίες, βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν «νόμιμων» ἱεραρχῶν, δηλαδὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ ὡς πρόσωπα ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχὴ [1], καὶ τέλος βρίσκονται, τόσο οἱ λαϊκοὶ ὅσο καὶ οἱ ἱερεῖς, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἀπόλυτου καὶ μόνου βικάριου τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τοῦ πάπα ἢ ἐπισκόπου Ρώμης [2]. Κατὰ τὴ μεσαιωνικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία, ἡ Ἐκκλησία θεωρήθηκε ὡς ἕνα ἱεραρχικὸ – πυραμιδικὸ σύστημα διάδοσης τῆς κτιστῆς χάριτος, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλὴ τὸν παγκόσμιο ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἐπίσης, ὡς ἀντικαταστάτες τοῦ πάπα στὶς διάφορες κατὰ τόπους ἐκκλησίες ἔχουμε τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους.

Οἱ σύγχρονοι ἐκπρόσωποι τοῦ παπισμοῦ, ὅμως, τουλάχιστον κατὰ ἕνα μεγάλο τους μέρος, ἀντελήφθησαν ὅτι μία τέτοια ἱεραρχικὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς νεωτερικῆς καὶ μετανεωτερικῆς ἐποχῆς, καὶ γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἀποφάσισαν νὰ προβοῦν σὲ μία ἐκκλησιολογικὴ ἀνανέωση [3]. Πλέον, τὰ ἐγχειρίδια δογματικῆς, οἱ διάφορες σοῦμες καὶ οἱ ποικίλων εἰδῶν θεολογικὲς ἀκαδημίες ἢ σχολές, οἱ ὁποῖες ἑτοιμάζουν τοὺς ἱερεῖς νὰ ἀναλάβουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα, δὲν λένε τίποτε στὸ σύγχρονο θρησκευόμενο δυτικὸ κόσμο. Ἀκόμη, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ὑποστήριζαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀρκεῖ, γιὰ νὰ ἐξηγήσει στὸ σύγχρονο κόσμο τὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ νέα ἐκκλησιολογία, λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ βασιστεῖ στὶς κλασσικὲς χριστιανικὲς ἔννοιες, ἔννοιες ὅπως «σῶμα Χριστοῦ», «κατὰ φύσιν» καὶ «ὑπὲρ φύσιν» ζωή, ἄσκηση, κάθαρση, φωτισμός [4], θέωση καὶ οὕτω καθεξῆς, καθότι ὅλα αὐτὰ στὴν πραγματικότητα δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ἀποτελοῦν κατάλοιπα ἑνὸς «ἐσωτερισμοῦ», ὁ ὁποῖος πρεσβεύει τὸν ἐγκλωβισμὸ τῆς ἀνθρωπολογίας στὸ ὑποκείμενο ἢ ἄτομο.
Ἡ νέα ἐκκλησιολογία, ἔχοντας παραμερίσει ὅλες τὶς παραδοσιακὲς θεολογικὲς ὁρολογίες, θὰ πρέπει νὰ θεμελιωθεῖ μέσῳ τῆς χρήσης τῆς σύγχρονης φιλοσοφίας, τῆς κοινωνιολογίας καὶ τῆς ἱστορικῆς μεθόδου (ἀλλαγὴ – πρόοδος ἱστορικῶν συνθηκῶν κλπ.) στὸν ἴδιο τὸν Τριαδικὸ Θεό, θεωρούμενο πάντοτε ὡς ἀγαπητικὴ κοινωνία προσώπων. Αὐτό, λοιπόν, εἶναι ποὺ ὑποστηρίζει σὲ γενικὲς γραμμὲς ἡ Δεύτερη Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ Ἐκκλησία προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κατασκευασμένη κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τῆς Ἁγίας Τριάδας [5]. Ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως δείχθηκε στὰ προηγούμενά μας κείμενα, θεωρεῖται ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν σύγχρονων παπικῶν θεολόγων ὡς ἕνα ἐμεῖς, τὸ ὁποῖο συγκροτεῖται ἀπὸ ἀλληλοαγαπώμενα πρόσωπα (ἐρῶν καὶ ἐρώμενος), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἰσχύει ἀσφαλῶς, ἔστω καὶ μὲ ἀτελῆ τρόπο, καὶ γιὰ τὴν ἔλλογη κτιστὴ πραγματικότητα.

Πάντως, ἡ νέα ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐξεικονισμὸ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, δὲν ὑποστηρίζει κάτι τὸ καινοτόμο, τουλάχιστο σὲ σχέση μὲ τὴ σχολαστικὴ παράδοση. Ὁ ἴδιος ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ὑποστατικὲς πρόοδοι, ἤτοι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἀποτελοῦν τὴν αἰτία τῆς δημιουργίας. Ἡ χρονικὴ ἀποστολὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος φανερώνει τὸν τρόπο ὕπαρξης καὶ τὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις τῶν δύο αἰτιατῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας [6]. Συνεπῶς, ἡ ὑποτιθέμενη ἀναλογία ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς δημιουργίας μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς νέους ἐκκλησιολόγους καὶ στὴ θεώρηση τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ νὰ εἰκονίζει τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας [7].

Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία δὲν ἀναγνωρίζει, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίσει, κανένα ἐξεικονισμὸ μεταξὺ τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς τριάδας προσώπων, ἀλλὰ μεταξὺ τῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν ὡς μίας ἄκτιστης φύσης (τριαδικὴ ἑνάδα), καὶ τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου, τουτέστιν ὡς μίας κτιστῆς φύσης. Ὅπως στὸ Θεὸ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα ἔχουν μία φύση, θέληση καὶ ἐνέργεια, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νὰ ἔχει μία φύση, θέληση καὶ ἐνέργεια. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ διασφαλίζει ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μὲ τὴ φυσική της βούληση (νὰ μὴ θέλει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ γνώμη ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πλάσθηκε νὰ εἶναι [8]). Ἡ ἐκκλησία, λοιπόν, ὑπάρχει γιατί στοχεύει στὴν ἑνοποίηση τῆς θρυμματισμένης ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τῆς βουλήσεώς της (ἐννοεῖται τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ ὄχι ἡ φυσικὴ βούληση αὐτὴ καθαυτὴ) καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἑνοποίηση ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας στὸ «πρόσωπο» τοῦ ἀνθρώπου. Ὁποιαδήποτε διασύνδεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀΐδια ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος (μία οὐσία ποὺ ὑπάρχει σὲ τρία θεῖα πρόσωπα) συνεπάγεται τὴν ἄρνηση τῆς θέωσης, διότι ἡ ἴδια ἡ θέωση εἶναι ἀχρείαστη, ἐὰν ἀποτελοῦμε ἤδη ὡς λατρευτικὴ κοινότητα ἢ ὡς ἕνα ὁποιοδήποτε ἐμεῖς τὸν ἐξεικονισμὸ τῶν τριαδικῶν προσώπων, καὶ τοῦτο γιατί ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἄρνηση τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης, τουλάχιστον ἀπὸ ὅλους τοὺς νέους ἐκκλησιολόγους. Καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ μυστηρίου τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι θεοποιοῦν τὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις (κράτος, ἑταιρεία, σύλλογος, οἰκογένεια, θρησκευτικὴ κοινότητα ἤ, ἀλλιῶς, σχέση μεταξὺ ἐγὼ καὶ ἐσὺ στὴν προοπτικὴ τοῦ ἐμεῖς) καὶ στὴν συνέχεια τὴν ἀποδίδουν στὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη θεότητα, ὥστε Ἐκείνη νὰ τοὺς ἐπιβεβαιώσει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν φανερώσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τὴν ἴδια του τὴν εἰκόνα. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ ἀνθρώπου στὸ κτιστὸ καὶ τίποτε περαιτέρω.

Σημειώσεις:

[1] Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση πάντοτε, ἀναφέρεται στὴ μία πίστη τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ. Αὐτὴ εἶναι ποὺ προσδίδει τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἑνότητα στοὺς πιστούς, καὶ ὄχι τὰ πρόσωπα ποὺ ἐκφράζουν ἢ ὑποτίθεται ὅτι τὸ πράττουν τὴ χριστιανικὴ πίστη. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση δὲν ἔχει ἀνάγκη κανενὸς πρώτου ἢ πρωτείου γιὰ τὴν ἐπίτευξη τόσο τῆς καθολικότητας ὅσο καὶ τῆς ἑνότητας. Τὸ σχῆμα τοῦ πρώτου, ποὺ θεμελιώνει τὴν καθολικότητα καὶ ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας ἀνήκει στὴν παπικὴ παράδοση, καθότι ἐκεῖ συναντῶνται ποικιλίες ὡς πρὸς τὴν ἔκφραση τῆς πίστης (παραδοσιακοὶ παπικοί, νεωτερικοί, ἐνδιάμεσοι καὶ οὕτω καθεξῆς). Αὐτὲς οἱ ποικιλίες θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ὡς διαφορετικὰ χαρίσματα, πρᾶγμα πάλι ἀπολύτως ἀνακριβές. Τὸ χάρισμα, ἐὰν πρόκειται γιὰ κτιστό, ἀναφέρεται στὸ διαφορετικὸ τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἐκδιώξει τὸ παρὰ φύσιν στοιχεῖο ποὺ εἰσχώρησε διὰ τῆς ἁμαρτίας μέσα του, οὕτως ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ τὸ κάλλος τῶν ἀρετῶν τῆς φύσεώς του. Ἐὰν πρόκειται γιὰ ἄκτιστο χάρισμα, κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, τότε ταυτίζεται μὲ τὴ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία δὲ χωράει καμία παραλλαγὴ καὶ ποικιλία. [2] Bruno Forte, La chiesa icona della Trinita. Breve ecclesiologia, Editrice Queriniana, Brescia 19853, p. 9-10. Στὸ παρόν μας ἄρθρο θὰ βασιστοῦμε στὸ ἀνωτέρω ἀναφερθὲν βιβλίο. [3] Ὅπ.π., p. 11. [4] Ἰδιαίτερα ὁ ὅρος φωτισμός, λατινιστὶ illuminatio, καταπολεμεῖται ἀπὸ τοὺς θιασῶτες τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, καθότι ὑποτίθεται ὅτι ἐγκλωβίζει τὴν ἐκκλησία σὲ ἕνα πλατωνικὸ τρόπο σκέψης. [5] Ὅ.π.π., p. 16. [6] G. Emery, The Trinitarian Theology of St. Thomas Aquinas, translated by F. A. Murphy, Oxford University Press, Oxford 2007, p. 15-17. [7] Τέτοιες ἀπόψεις ἔχουν υἱοθετηθεῖ καὶ ἀπὸ τὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη διανόηση, ἡ ὁποία δὲ θεωρεῖ τὸν ἐπίσκοπο ὡς τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ μεταφέρει τὸ προφητικὸ κήρυγμα ἢ λόγο στοὺς πιὸ ἀτελεῖς ἀπὸ αὐτὸν κατὰ τὴν πίστη χριστιανοὺς(ὅπως θὰ ἔπρεπε μὲ βάση τὴν παράδοση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλὰ ὡς εἰκόνα τοῦ Πατρὸς (βλ. στὰ διάφορα βιβλία τοῦ Ἰ. Ζηζιούλα). Ἐνίοτε ὑποστηρίζεται σὲ ἀφελέστατα κηρύγματα καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τουλάχιστον ἡ μοντέρνα παπικὴ ἐκκλησιολογία ἀποδίδει τὸν εἰκονισμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ ὅλο οἰκοδόμημα τῆς ἐκκλησίας, ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ ἕνα πρόσωπο, σὲ ἕνα πρῶτο. [8] Ἐδῶ φαίνεται πόσο μὴ ὑπαρξιστικὴ εἶναι ἡ πατερικὴ παράδοση.

orthodoxostypos


ΑΚΤΙΝΕΣ: Ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου