Το νόημα και η θεωρητική και ιστορικο-ερμηνευτική σημασία του βιβλίου του Franz Brentano “Περί των πολλαπλών σημασιών του είναι κατά τον Αριστοτέλη” και ορισμένες συμπληρωματικές κριτικές παρατηρήσεις.
1. Οι πολλαπλές σημασίες του "είναι" ανάγονται σε τέσσερις βασικές ομάδες
Η αριστοτελική μεταφυσική, όπως είναι γνωστό, επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στο ζήτημα του «είναι ως είναι»: όλες οι έννοιες που πραγματεύεται συνδέονται στενά με την προβληματική αυτή.
Όμως, «το είναι λέγεται με πολλούς τρόπους». Ο όρος «είναι» καλύπτει μια εννοιολογική περιοχή όχι μόνο υπερ-ειδική αλλά ακόμη και υπερ-γενική. Συνεπώς, το «είναι» αρθρώνεται σε μια πολλαπλότητα γενών (σε μια πλειάδα από γένη).
Το πρώτο πρόβλημα που ανακύπτει, επομένως, είναι η ταυτοποίηση αυτών των γενών και των διακλαδώσεών τους, η ακριβής διαπίστωση της εμβέλειάς τους (δηλαδή να εξακριβώσουμε το ακριβές πεδίο εφαρμογής τους) και ο αποκλεισμός εκείνων που δεν αποκαλύπτουν (ή αποκαλύπτουν ελάχιστα) τη φύση του «είναι», ώστε να επικεντρωθεί η έρευνα σε εκείνα που είναι αποκαλυπτικά.
Γι’ αυτό, όπως αναφέρει ο Brentano: «Η συζήτηση για τις πολλαπλές σημασίες του "είναι" αποτελεί το κατώφλι της μεταφυσικής του Αριστοτέλη».
Δεδομένου ότι το «είναι» δεν είναι απλώς ένα είδος ούτε καν ένα γένος, δεν αποτελεί συνώνυμο, αλλά ομώνυμο, και η εξακρίβωση των διαφόρων σημασιών του είναι καθοριστική.
Ο Αριστοτέλης δεν παρουσιάζει έναν μόνο κατάλογο των διαφόρων σημασιών του «είναι», αλλά ένας από αυτούς υπερισχύει: αυτός που εκτίθεται στο έβδομο κεφάλαιο του πέμπτου βιβλίου, ένας κατάλογος που λειτουργεί ως δομή αναφοράς στο έκτο βιβλίο, ιδιαίτερα στα κεφάλαια δύο, τρία και τέσσερα.
Αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει τέσσερις σημασίες του «είναι»:
1) το «είναι» κατά συμβεβηκός,
2) το «είναι» ως αληθές και το «μη είναι» ως ψευδές,
3) το «είναι» ως κατηγορίες,
4) το «είναι» ως δυνάμει και ως ενεργεία.
Θα δούμε ότι, περισσότερο από τέσσερις σημασίες, πρόκειται στην πραγματικότητα για τέσσερις ομάδες εννοιών, με αποτέλεσμα η πολλαπλότητα των σημασιών του «είναι» να γίνεται ακόμη πιο σύνθετη.
Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι ήταν ο ίδιος ο Brentano που επέβαλε στη σύγχρονη έρευνα τη σημασία αυτής της τετραμερούς διάκρισης (τετραπλής διαίρεσης), η οποία προηγουμένως είχε σχεδόν εντελώς παραμεληθεί, ενώ η αξία της είχε αμφισβητηθεί ή παρερμηνευθεί. Ακόμη και ένας μελετητής του διαμετρήματος του Paul Natorp τη θεωρούσε παραπλανητική, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα των κεφαλαίων Ε 2-4.
Σύμφωνα με τον Natorp, αυτό το τμήμα του βιβλίου Ε δεν συμμορφώνεται προς το σχήμα που προκύπτει από την προβληματική των αποριών του βιβλίου Β, διασπώντας τη σύνδεση μεταξύ όσων προηγούνται και όσων έπονται. Έτσι, δεν διστάζει να δηλώσει:
«Όποιος, παρά τις παραπάνω παρατηρήσεις, εξακολουθεί να πιστεύει ότι η συγγραφή αυτού του τμήματος πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο τον Αριστοτέλη, αναμφίβολα δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση εκείνη την αριστοτελική ικανότητα για αρχιτεκτονική του κειμένου, την οποία αποδεικνύουν ευρέως τα φυσικά του συγγράμματα. Τέτοια μεγάλα κενά δεν μπορούν πλέον να δικαιολογηθούν επικαλούμενοι τη δυσκολία του εγχειρήματος ή την ημιτελή φύση του έργου, αλλά πρέπει να αποδοθούν αποκλειστικά στην ανεπάρκεια του συγγραφέα, ο οποίος, φυσικά, δεν είναι ο Αριστοτέλης».
Ο Natorp εξηγεί την παρεμβολή των κεφαλαίων Ε 2-4 ως εξής:
«Στον συντάκτη [σ.σ. του τελικού σχεδίου της Μεταφυσικής], ο οποίος γνώριζε τις τέσσερις σημασίες του "είναι" από το βιβλίο Περί των διαφόρων σημασιών του είναι [σ.σ. το οποίο ενσωματώθηκε ως πέμπτο βιβλίο στη Μεταφυσική], φάνηκε περίεργο το γεγονός ότι, κατά τον καθορισμό του αντικειμένου της, η επιστήμη που έπρεπε να ασχοληθεί με το "είναι" δεν έλαβε υπόψη της τρεις από αυτές τις σημασίες. Έκρινε λοιπόν ότι έπρεπε να διορθώσει αυτή την παράλειψη και εισήγαγε αποσπάσματα δικής του σύνθεσης, αν και σαφώς εμπνευσμένα από αριστοτελικές παραδοχές. Για τη συγγραφή των κεφαλαίων Ε 2-3, τείνω να πιστεύω ότι πρόκειται για έναν ελάσσονα Περιπατητικό, ο οποίος γνώριζε τη λογική σημασία του "είναι κατά συμβεβηκός" (ὂν κατὰ συμβεβηκός) από το Α 7 και τη φυσική του σημασία, πολύ πιο συγκεκριμένη, από τα Φυσικά ΙΙ 5. Εξ ολοκλήρου επινοημένη είναι, τέλος, η αρνητική συζήτηση περί του "είναι" ως αληθούς (ἀληθές) στο Ε 4».
Η ερμηνεία του Brentano, από την άλλη πλευρά, είναι υπό ορισμένες απόψεις η ακριβής αντίθεση, ο ακριβής αντίποδας εκείνης του Natorp (του οποίου τις θεωρητικές βάσεις συζητήσαμε στην Εισαγωγή του βιβλίου του): η τετραμερής διάκριση (τετραπλή διαίρεση) των εννοιών του "είναι" βρίσκεται στο κέντρο της μεταφυσικής σκέψης του Αριστοτέλη και η ανάλυση των κεφαλαίων Ε 2-4 συνιστά τη διασαφήνιση και την απομάκρυνση εκείνων των σημασιών του "είναι" που δεν αποκαλύπτουν τη φύση του. Ως εκ τούτου, και εύλογα, ο Brentano υιοθετεί αυτή τη διάρθρωση ως το βασικό περίγραμμα της δικής του πραγματείας.
2. Το νόημα του είναι κατά συμβεβηκός (η σημασία του τυχαίου όντος) και ο αποκλεισμός του από τη μεταφυσική διερεύνηση, εφόσον δεν αποκαλύπτει τη φύση του είναι
Το είναι κατά συμβεβηκός αποτελεί ένα είδος τυχαίου και συμπτωματικού είναι. Ως τέτοιο, δεν μπορεί να υφίσταται αφ’ εαυτού, αλλά μόνο σε συνάρτηση με κάτι άλλο και χάρη στην ύπαρξη αυτού.
Ο περίφημος ορισμός που δίνει ο Αριστοτέλης είναι ο εξής: «Συμβεβηκός είναι εκείνο που δεν υπάρχει ούτε πάντοτε ούτε τις περισσότερες φορές».
Για παράδειγμα, δεν συμβαίνει πάντοτε ή τις περισσότερες φορές ένα τριφύλλι να έχει τέσσερα φύλλα, όπως δεν συμβαίνει πάντοτε ή τις περισσότερες φορές να κάνει κρύο κατά την περίοδο του καύσωνα.
Συνεπώς, ενώ από αυτό που ανήκει ουσιωδώς σε ένα υποκείμενο είναι δυνατόν να προκύψει κάποια γνώση για τη φύση του υποκειμένου, από αυτό που ανήκει στο υποκείμενο μόνο κατά συμβεβηκός (τυχαία) δεν συμβαίνει το ίδιο: «Και σε αυτή την περίπτωση είναι αδύνατο να αποκτήσουμε, ξεκινώντας από το κατηγορούμενο, κάποια γνώση για τη φύση του υποκειμένου, και να ρίξουμε, ξεκινώντας από το είναι, μια ματιά στην ουσία εκείνου που κατά αυτόν τον τρόπο αποκαλείται ον».
Επιπλέον, εφόσον η επιστήμη ασχολείται μόνο με ό,τι υπάρχει πάντοτε ή τις περισσότερες φορές, ενώ το συμβεβηκός είναι αυτό που ακριβώς δεν υπάρχει ούτε πάντοτε ούτε τις περισσότερες φορές, δεν μπορεί να υπάρξει επιστήμη του συμβεβηκότος.
Αλλά τότε, πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε για το συμβεβηκός και να το ορίσουμε με ορθό τρόπο;
Η απάντηση που δίνει ο Brentano είναι πραγματικά άψογη: «Όπως η έννοια του ατόμου δεν είναι η ίδια ένα άτομο, έτσι και η έννοια του είναι κατά συμβεβηκός, του τυχαίου όντος (ὂν κατὰ συμβεβηκός) δεν είναι κάτι στο οποίο ανήκει να είναι ένα είναι κατά συμβεβηκός, ένα τυχαίο ον (ὂν κατὰ συμβεβηκός). Επομένως, όπως δεν είναι δυνατή μια επιστήμη του ατόμου, αλλά παρ’ όλα αυτά η έννοια του ατόμου, η σχέση του με το είδος κ.λπ. μπορούν να συζητηθούν επιστημονικά, και το άτομο, γενικά, μπορεί να διακριθεί σε ατομική ουσία και ατομικό συμβεβηκός, για τον ίδιο λόγο η αδυναμία επιστημονικής διερεύνησης των πραγμάτων που τυχαίνει να είναι κατά συμβεβηκός (κατὰ συμβεβηκός) δεν αναιρεί τη δυνατότητα το ίδιο το είναι κατά συμβεβηκός (ὂν κατὰ συμβεβηκός) να εξεταστεί επιστημονικά ως τέτοιο».
Ο Brentano δίνει ιδιαίτερη έμφαση και στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διατύπωση του Β’ 2: «Το συμβεβηκός είναι σχεδόν ένα καθαρό όνομα», αν και αφιερώνει λιγότερη προσοχή στη συναφή και, κατά τη γνώμη μας, καθοριστική δήλωση με την οποία ο Αριστοτέλης εξηγεί την πρώτη: «Γι’ αυτό ο Πλάτων, κατά κάποιον τρόπο δικαίως, θεώρησε τη σοφιστική ως επιστήμη του μη-είναι, καθώς οι λόγοι των σοφιστών περιστρέφονται, τρόπον τινά, κυρίως γύρω από το συμβεβηκός. [...] Το συμβεβηκός, πράγματι, αποδεικνύεται κάτι που προσεγγίζει το μη-είναι».
Ο Αριστοτέλης αποδίδει στο συμβεβηκός μια τέτοια οντολογική αστάθεια, ώστε, ενώ μιλά για διάφορες σημασίες του μη-είναι ως αντιφατικές αντιθέσεις των τριών άλλων σημασιών, δεν μιλά καθόλου για ένα μη-είναι ως αντιφατική αντίθεση του είναι κατά συμβεβηκός, ακριβώς επειδή το θεωρεί «κάτι που προσεγγίζει το μη-είναι, και ως τέτοιο δεν αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τη φύση του είναι».
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου