ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
Τὸ βιβλίο αὐτὸ πρωτοδημοσιεύτηκε πρὶν εἴκοσι χρόνια. Ήταν ἡ πρώτη μου μελέτη ποὺ ἔφτανε στὸ τυπογραφεῖο – πρῶτος ἐλάχιστος καρπὸς στὴ μέχρι τώρα μακρὰ πορεία σπουδῆς καὶ ἔρευνας. Ἡ ἔρευνα ἀφοροῦσε στὴ διασάφηση τῶν διαφορῶν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ Παράδοσης ἀπὸ τὴ δυτικοευρωπαϊκή. Διαφορῶν ποὺ δὲν ἐξαντλοῦνται στατικὰ στὸν τόπο τῆς θεωρίας, ἀλλὰ καθορίζουν τὸν τρόπο ἢ τὴν πρακτικὴ τοῦ βίου, δηλαδὴ ὅ,τι ὀνομάζουμε πολιτισμό.
Μὲ τὴ συγγραφὴ τῶν σελίδων ποὺ ἀκολουθοῦν ξεκίνησα σπουδάζοντας τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ δυτική κατανόηση τοῦ ἀποφατισμοῦ τῆς γνώσης. Σήμερα - εἴκοσι χρόνια μετὰ θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιολογήσω σαφέστερα αὐτὴ τὴν πρώτη ἐπιλογή: Εἶναι, σίγουρα, τὸ καίριο καὶ ἀφετηριακό θέμα ποὺ κρίνει κάθε ἄλλη διαφορὰ τῶν δυὸ παραδόσεων ἢ πολιτισμῶν. Οἱ διαφορές τόσο στὸ ἐπίπεδο τῆς ὀντολογίας (ποὺ ἀναλύθηκαν στὸ βιβλίο Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, 1976) ὅσο καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἠθικῆς (ποὺ ἀναλύθηκαν στὸ βιβλίο Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, 1979) πιστεύω ὅτι προκύπτουν -τουλάχιστον μὲ τὴ λογικὴ τῆς ἔρευνας- ἀπὸ τὴν ἀνατροπὴ τῶν ὅρων τῆς ἑλληνικῆς γνωσιοθεωρίας, ποὺ συντελέστηκε στη Δύση, κυρίως ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα καὶ μετά. Στὰ μεταγενέστερα βιβλία μου: Σχεδίασμα Εἰσαγωγῆς στὴ Φιλοσοφία (1980-81), ᾿Ορθὸς λόγος καὶ κοινωνική πρακτική (1984), Προτάσεις κριτικῆς ἐντολογίας (1985), ἡ προτεραιότητα τῆς γνωσιοθεωρητικῆς ἀντίθεσης, σὲ σχέση μὲ τὶς ὀντολογικὲς καὶ ἠθικὲς ἢ κοινωνικοπολιτικές διαφορές, θέλω νὰ πιστεύω ὅτι δείχνεται πιὸ συστηματικὰ καὶ ὁλοκληρωμένα. Ξέρω ὅτι τὰ βιβλία αὐτὰ εἶναι δύσκολα καὶ κουραστικά, τὸ ἀναγνωστικό τους κοινό ἐξαιρετικά περιορισμένο, καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσω ἕνα αἴσθημα ἀνέλπιδου μόχθου σὲ πολλὲς στιγμὲς αὐτῆς τῆς μακρόχρονης διερευνητικῆς πορείας.
Κάποτε, βέβαια, ἐμφανίζονται καὶ παρήγορα σημάδια κάποιας άλλαγῆς ποὺ μοιάζει νὰ συντελεῖται μὲ τὴ συμβολή πολλῶν παρόμοιων ἀνέλπίδων μόχθων. Όταν πρωτοκυκλοφόρησε αὐτὸ τὸ βιβλίο, πρὶν εἴκοσι χρόνια, ἀκόμα καὶ ἡ λέξη ἀποφατισμὸς ἠχοῦσε στὰ φιλοσοφικά περιβάλλοντα σὰν παραδοξολόγημα, καὶ στὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογία τῆς ἐποχῆς προκαλοῦσε τὴν ὑποψία τοῦ ἀγνωστικισμοῦ. «Ὁ ἀποφατισμός, καὶ ὡς ὅρος σημαίνων ἄρνησιν», έγραφε τότε ὁ πανεπιστημιακός καθηγητής Κωνσταντίνος Μουρατίδης, «εἶναι ἀπαράδεκτος ὡς προϋπόθεσις καὶ ἀφετηρία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἥτις ἐρείδεται οὐχὶ ἐπὶ τοῦ ἀκαταλήπτου, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, δι' ἧς προσδιορίζεται το τε καταληπτὸν καὶ τὸ ἀκατάληπτον τῶν ἀποκαλυφθεισῶν ἀληθειῶν καὶ ἡ μέθοδος προσεγγίσεως αὐτῶν».
Τέτοιες ἀποφάνσεις διατυπώνονταν δίχως «αἰδὼ ἢ λύπην» γιὰ τὴν παιδαριώδη ἄγνοια τῶν θεμελιωδών διαφορῶν τῆς ἑλληνικῆς ᾿Ανατολῆς ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ Δύση. Ἡ ἀντικειμενοποιημένη σὲ κωδικὰ ἰδεολογήματα «ἀποκάλυψη» προσδιόριζε «τό τε καταληπτὸν καὶ τὸ ἀκατάληπτον» κάθε ἀλήθειας, ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια ταυτιζόταν μὲ τὸ ἐννόημα – μὲ ἀναχρονισμὸ καθυστέρησης ὀκτὼ αἰώνων ἀπὸ τὸν «ὑψηλὸ σχολαστικισμό». Καὶ κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν κυρίαρχη νοησιαρχία σήμαινε ροπή πρὸς τὸν ἀγνωστικισμό.
Γι' αὐτὸ καὶ σὲ δραματικότερους τόνους ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας μοῦ ἔγραφε τότε ὡς –«εἰς ἡγαπημένον μαθητὴν»– μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔκδοση αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ βιβλίου: «Φοβοῦμαι ὅτι ἐξελίσσεσαι εἰς ἀγνωστικὸν τῶν ἄκρων... Σὲ βλέπω κινδυνεύοντα νὰ πνιγεῖς εἰς τὸ σκότος καὶ τὴν ἀμφιβολίαν τοῦ ᾿Αγνωστικισμοῦ». Καὶ κατέστεφε ὁ ἴδιος τὴν πελώρια συγγραφική προσπάθεια τῆς ζωῆς του μὲ τὴν τραγικὰ ἀφελή, ἀλλὰ φανατισμένη κατασυκοφάντηση τοῦ ἀποφατισμοῦ, στὴ μελέτη του Μυστικισμὸς - ἀποφατισμός - καταφατική θεολογία (1974-75).[ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ]
Μερικά χρόνια ἀργότερα, μὲ τὴν ἴδια λογικὴ τῶν ἀπαιτήσεων θετικισμοῦ τῆς γνώσης (ἀκριβῶς στὰ χνάρια τοῦ Μουρατίδη καὶ τοῦ Τρεμπέλα – καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο) θὰ καταπολεμοῦσε τὸν «μυστικισμό» στὸ πρόσωπό μου, ἐξίσου φανατισμένα, καὶ ἡ «ἐπιστημονική» πρωτοπορεία τῆς ὀρθόδοξης μαρξιστικῆς ἀριστερᾶς...
Νομίζω ὅτι σήμερα πιὰ αὐτὲς οἱ γρανιτώδεις σκληρύνσεις τοῦ ἐκδυτικισμοῦ καὶ τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ νεοελληνικοῦ πνευματικοῦ βίου ἔχουν ὑποστεῖ κρίσιμες ρωγμές. ᾿Ακόμα καὶ ὁ μέσος μορφωμένος Ἕλληνας, ποὺ διαθέτει ἔστω καὶ ἐλάχιστη φιλοσοφικὴ ἢ θεολογική παιδεία, ὑποψιάζεται ἢ ξέρει ὅτι τὴν πολιτιστική του ἰδιαιτερότητα τὴν προσδιορίζει ἀποφασιστικὰ ἡ ἀποφατικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀλήθειας – ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡράκλειτου ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Εἶναι σίγουρα μιὰ πρόοδος, ὅσο κι ἂν δὲν ἀρκεῖ νὰ «ξέρεις» τί εἶναι ὁ ἀποφατισμὸς καὶ νὰ τὸν ἐκλαμβάνεις ὡς μέθοδο. Γιατὶ ὁ ἀποφατισμός συνιστᾶ πρωταρχικά μιὰ στάση ἀπέναντι στὴ γνώση καὶ στὴν ἐπαλήθευση τῆς γνώσης. Εἶναι ἄρνηση τῶν ανοητῶν εἰδώλων», ἄρνηση τῶν ψυχολογικῶν στηριγμάτων ἐγωκεντρικῆς ἐξασφάλισης καὶ συναισθηματικῆς προστασίας ποὺ παρέχουν οἱ νοητικές βεβαιότητες.
Καὶ τὴ δυναμικὴ αὐτῆς τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἄρνησης θέλει νὰ ὑπηρετήσει μὲ τὴν ἐπανέκδοσή του τὸ μικρό μου βιβλίο.
᾿Αθήνα, Δεκέμβριος 1986
Χρ. Γιανν.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
1. Ἡ μεταφυσικὴ ἄρνηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ
2. Τὸ ἱστορικὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ»
3. Ὁ μηδενισμὸς ὡς προϋπόθεση τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ
B' - Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ
1. Ἡ ἀπόφαση ὡς ἄρνηση καὶ ὡς παραίτηση
2. Ὁ «μηδενισμός» τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ
3. Ἡ ἀποφατικὴ γνώση ὡς προσωπική μετοχή
4. Ἡ ἀποφατικὴ γνώση ὡς ἐρωτικὴ κοινωνία
Ρωμαϊκός βωμός του 100 π.Χ. αφιερωμένος «Τω αγνώστω Θεώ», στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης.
Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
Πραξ. 17,22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.
Πραξ. 17,23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Πραξ. 17,24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,
Πραξ. 17,25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα·
Πραξ. 17,26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
Πραξ. 17,27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.
Πραξ. 17,28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
Πραξ. 17,29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.
Πραξ. 17,30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,
Πραξ. 17,31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
Πραξ. 17,32 ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου.
Πραξ. 17,33 καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.
Β Κορ. 6,16 τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου