Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου (2) - ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

 To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου


                                                                      ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Φώτιος Ιωαννίδης

Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

1. Ο διάλογος στο De Magistro

Η θεωρία ότι κανένας άνθρωπος (homo) δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο δεν υποστηρίζεται από πουθενά παρά μόνο από την αρχή των Γραφών. Επιπλέον, αν αυτή η παράδοξη θεωρία ίσχυε και για τον ίδιο, ο Αυγουστίνος δεν θα μπορούσε να είχε διδαχθεί από τον Ματθαίο (23:10) ούτε θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του Αδεοδάτο, στο διάλογο που παρουσιάζεται στο Περί Διδασκάλου. Αλλά ο Αυγουστίνος συνέχεια μας λέει να το πιστέψουμε, ώστε να μπορέσουμε να το καταλάβουμε. Είναι γεγονός ότι στο διάλογο ο Αδεοδάτος δέχεται ότι δεν έχει διδαχθεί από τον πατέρα του και ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να διδάξει έναν άλλο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το έμαθε. Το ξέρει χωρίς ίχνος αμφιβολίας. Αυτό είναι μια συνειδητή ένδειξη από τον Αυγουστίνο ότι ο διάλογός του έχει σαν στόχο να δείξει το δικό του μήνυμα: Ότι θα καταλάβουμε τη θεωρία του και ίσως να δούμε ότι δεν είναι και τόσο παράλογη, αν την συσχετίσουμε με όλη τη συζήτηση με τον Αδεοδάτο, στην οποία μαθαίνει χωρίς να διδάσκεται. 

Ο Αυγουστίνος, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, πιστεύει πως η διδασκαλία είναι ένας τρόπος μετάδοσης γνώσεων.[ΠΟΛΛΩΝ ΟΧΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ] Το κατά πόσο η ανθρώπινη διδασκαλία είναι εφικτή, στηρίζεται στο κατά πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να μεταδώσει γνώση σε κάποιον άλλο. Γι’ αυτό αξίζει να δούμε την άποψη του Αυγουστίνου για την γνώση (scientia). [ΑΛΛΟ ΜΑΘΗΣΗ ΑΛΛΟ ΓΝΩΣΗ. Η ΓΝΩΣΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ]

2. Η διδασκαλία ως υπενθύμιση 

Το κύριο επιχείρημα από το πρώτο μέρος του Περί Διδασκάλου αφορά στην διδασκαλία μέσω της υπενθύμισης. Το επιχείρημα του Αυγουστίνου βασίζεται στην ιδέα ότι όλες οι λέξεις έχουν μια προσωνυμία και, κατά συνέπεια, ότι όλες οι λέξεις είναι εν δυνάμει ουσιαστικά. Οι λέξεις εξηγούν μια πραγματικότητα, ένα γεγονός, είτε βοηθώντας μας να θυμηθούμε μια κατάσταση ή υποδεικνύοντάς μας την πραγματικότητα την ίδια, όπως ο καπνός που είναι ένα σημάδι της φωτιάς. Αλλά πώς ακριβώς μπορεί να διδαχθεί κανείς από τη διδασκαλία μέσω της υπενθύμισης; Το παράδοξο εδώ είναι ότι αν κάποιος δεν γνωρίζει την πραγματικότητα την οποία τα σημεία υποδεικνύουν, τότε το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί επίσης να αντιληφθεί και το σημείο. Δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος τρόπος διδασκαλίας γίνεται με την χρησιμοποίηση ορισμένων «σημείων» και τις περισσότερες φορές χρησιμοποιώντας λέξεις, αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει την πραγματικότητα αλλά ούτε και την λέξη, η οποία μας δείχνει την πραγματικότητα, τότε η διδασκαλία φαντάζει πολύ δύσκολη. 

Αυτό το παράδοξο μας παρέχει το πλαίσιο για ολόκληρο το τμήμα της διδασκαλίας ως υπενθύμιση. Ο Αυγουστίνος σε διάλογό του με τον Αδεοδάτο, προσπαθεί να παρακάμψει αυτό το παράδοξο με την εύρεση της αρχής της καθολικότητας του νοήματος στη γλώσσα που σχεδιάστηκε ως ένα σύστημα από «σημεία» (λέξεις που υποδεικνύουν μια έννοια). Πρώτος ο Αυγουστίνος έχει αρκετές αντιρρήσεις ως προς την ιδέα ότι ο σκοπός της γλώσσας είναι να διδάξει. Με μια πρώτη ματιά, δραστηριότητες όπως ο προβληματισμός, το τραγούδι και η προσευχή φαίνεται πως δεν έχουν καμία σχέση με την διδασκαλία. Όμως είναι γενικά παραδεκτό ότι ο προβληματισμός και η αμφισβήτηση είναι μια μορφή διδασκαλίας με την έννοια ότι οι ερωτήσεις διδάσκουν αυτό που κάποιος ευελπιστεί να γνωρίζει. Το τραγούδι ξεχωρίζει από την ομιλία και επομένως από τη διδασκαλία, επειδή ο σκοπός του είναι η ευχαρίστηση που πηγάζει από τον ρυθμό και τη μουσική. Όταν οι ιερείς λένε προσευχές δυνατά σε ένα εκκλησίασμα, ανακαλούν στη μνήμη μας και επομένως μας διδάσκουν τη σχέση μας με τα θεία. Ωστόσο, σε μια σιωπηλή προσευχή, όπου τα λόγια δεν βγαίνουν δυνατά από το στόμα αλλά από ‘μέσα’ μας, όπως συνηθίζεται να λέμε, η μνήμη ανακαλεί τις αλήθειες στις οποίες αναφέρονται οι ανείπωτες λέξεις και σκέψεις. 

Ο Αυγουστίνος θέλει να μας δείξει ότι η ομιλία συνδέεται με τη μνήμη. Το πραγματοποιεί με το επιχείρημα πως όλες οι λέξεις είναι σημεία, δηλαδή όλες οι λέξεις εκφράζουν πραγματικότητες που τις θυμόμαστε στο άκουσμα της λέξης. Φτάνει σε αυτή την άποψη αναλύοντας τρία αντιπροσωπευτικά γραμματικά δείγματα της γλώσσας: τον σύνδεσμο «εάν», την πρόθεση «από» και το ουσιαστικό «τίποτα». Ο σύνδεσμος «εάν» φέρνει στο νου ένα είδος αμφιβολίας, η πρόθεση «από» την έννοια κάποιου διαχωρισμού και η λέξη «τίποτα» έχει μια δυσκολία, καθώς τα σημεία, όπως έχει ήδη συμφωνηθεί, αντιπροσωπεύουν πραγματικότητες. Το «τίποτα» επομένως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι το οποίο δεν υπάρχει. Ο Αυγουστίνος σ’ αυτό το σημείο, αιώνες πριν από το σύγχρονο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, είπε ότι το «τίποτα» φέρνει στο νου μια επίδραση της ψυχής. Με τις παραπάνω υποθέσεις ο Αυγουστίνος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι λέξεις έχουν μια λειτουργία προσδιορισμού. Το «εάν» λειτουργεί ως ένα είδος αμφιβολίας, το «από» ως μια μορφή διαχωρισμού και το «τίποτα» δηλώνει την απουσία μιας παρουσίας. Επιπλέον, σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις η σαφήνεια επιτυγχάνεται με την εισαγωγή νέων λέξεων που εξηγούν το νόημα των αρχικών όρων. Έτσι, σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, ένα σημείο ή μια λέξη έχει διδαχθεί μέσω άλλων σημείων ή λέξεων. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε μετακινηθεί ακόμη πέρα από τα σημεία. 

Αυτό δεν εξαντλεί τους τρόπους με τους οποίους τα «σημεία» μπορούν να διδαχθούν. Τα «σημεία» προσελκύουν την προσοχή μας προς τις πραγματικότητες που συμβολίζουν αλλά αυτό μπορεί να γίνει με την πραγματοποίηση μιας ενέργειας ή με επίδειξη. Εάν ερωτηθώ τι σημαίνει το «βάδην», εκτελώ την πράξη του βαδίσματος. Μολαταύτα, και πάλι ίσως υπάρξει σύγχυση, καθώς είναι απροσδιόριστο εάν η πράξη αναφέρεται στο πρόσωπο που βαδίζει ή στην πράξη καθεαυτή που εκτελείται ή ακόμη και στην έννοια της λέξης «βάδην». 

Σε αυτό το σημείο ο Αυγουστίνος προβληματίζεται με τη διάκριση ανάμεσα σε ένα σημείο και την πραγματικότητα που εκφράζεται από το σημείο. Τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα όταν υπάρχουν σημεία των σημείων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η λέξη είναι γραμμένη. Ο γραπτός λόγος είναι σημείο του σημείου. Οι λέξεις «Ρωμύλος», «Ρώμη», «αρετή», «ποτάμι», είναι όλες ουσιαστικά αλλά οι λέξεις, που χρησιμοποιούνται είτε στο γραπτό λόγο είτε στον προφορικό, δεν είναι οι πραγματικότητες καθαυτές που υποδεικνύονται με τη βοήθεια των σημείων αυτών. Ο Αυγουστίνος αναφέρεται σε αυτές τις πραγματικότητες στις πραγματικότητες αυτές που κατευθύνουν τα σημεία ως δυνάμενες να εκφραστούν με σημεία (significables). Οι λέξεις που αναφέρονται είναι όλες παραδείγματα από ουσιαστικά. Το άκουσμα της λέξης «ουσιαστικό» είναι ένα αισθητό σημείο, ενώ η γραπτή λέξη «ουσιαστικό» είναι ένα σημείο του σημείου», ακριβώς όπως η «λέξη», που σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, είναι ένα σημείο του «ουσιαστικού». 

Το σημείο αυτό είναι δύσκολο να κατανοηθεί. O Αυγουστίνος επιχειρεί να δείξει ότι τα σημεία μπορούν να προσδιορίζουν τα ίδια καθαυτά ή να εκφράζουν άλλα σημεία. Για την πρώτη περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η «λέξη» είναι επίσης μια λέξη. Για την δεύτερη περίπτωση, ο Αυγουστίνος πιστεύει οτιδήποτε εκφράζεται από «λέξη», εκφράζεται επίσης και από «ουσιαστικό». Αυτή η κίνηση έχει σχεδιαστεί ώστε να στηρίξει το αξίωμα ότι όλα τα σημεία προσδιορίζουν πραγματικότητες είτε αυτές είναι πραγματικότητες οι ίδιες καθαυτές είτε άλλων πραγμάτων και δεν είναι απλά μέρη της γλώσσας. Για αυτό το λόγο ο Αυγουστίνος θεωρεί σημαντικό να μελετήσει τα γλωσσολογικά σημεία που δεν φαίνονται άμεσα να αναφέρονται σε πραγματικότητες.
 
Οι λέξεις «εάν», «ή» και «από» είναι παραδείγματα γραμματικών συνδέσμων. Αυτές οι τρεις λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να συνδέσουν απλές προτάσεις και να γίνουν σύνθετες. Όμως ενώ η «σύνδεση» είναι αυτή που εκφράζει αυτές τις τρεις λέξεις, αυτές στη συνέχεια από μόνες τους δε φαίνεται να σημαίνουν ‘σύνδεση’. Είναι σύνδεσμοι, αλλά μεμονωμένα καμιά τους δεν φαίνεται να συνδέει κάτι. Έτσι, ο Αυγουστίνος χρειάζεται ένα επιχείρημα για να αποδείξει με ποιο τρόπο όλες οι λέξεις μπορούν να θεωρηθούν ως ψευδο-ουσιαστικά έτσι ώστε για τις λέξεις να αποτελούν σημεία που δείχνουν τις πραγματικότητες. Αυτό το πράττει επικαλούμενος την αυθεντία του Αποστόλου Παύλου και υπερασπιζόμενος, μέσω του Κικέρωνα, τους κανόνες για τη χρήση της γλώσσας. Το βασικό στοιχείο είναι ότι όλα τα μέρη του λόγου, συμπεριλαμβανομένων και των συνδέσμων, κατονομάζονται, όπως για παράδειγμα ουσιαστικό, ή ρήμα, ή πρόθεση. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι σύνδεσμοι λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως ουσιαστικά. Με άλλα λόγια αναφέρονται σε πραγματικότητες. «Ουσιαστικό» και «λέξη» έχουν την ίδια προέκταση και την ίδια στιγμή το ένα εκφράζει το άλλο. Δεδομένου ότι τα σημεία έχουν και τις δύο ιδιότητες, είναι δηλαδή και ουσιαστικό και λέξη και αναφέρονται στα ίδια καθαυτά και καθορίζονται από άλλα σημεία, οι έννοιες που συνδέονται με τα σημεία, κατ’ αρχήν, μπορούν να μεταφραστούν από μια γλώσσα σε μία άλλη. Αυτό που διαφέρει είναι μόνο ο ήχος: nomen, όταν εκφέρεται στα Λατινικά (κατά λέξη «όνομα») και όνομα, όταν εκφέρεται στα Ελληνικά, είναι αυτό που διαφέρει, όχι όμως και το νόημά τους. 

Ευθύς μόλις γίνεται δεκτό ότι όλα τα σημεία είναι ψευδο-ουσιαστικά, κατονομάζουν δηλαδή, και, επομένως υποδεικνύουν μια πραγματικότητα, ο Αυγουστίνος μπορεί να συμπεράνει ότι οι έννοιες οποιασδήποτε πρότασης στη γλώσσα (εφόσον το νόημα καταρχήν είναι δυνατόν να μεταφρασθεί, διότι υπάρχουν πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται τα σημεία) είναι καθολικές και επίσης δεν συνδέονται με μία συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα. Το νόημα, λοιπόν, στη γλώσσα τροφοδοτείται από την πραγματικότητα και ο καθένας έχει πρόσβαση στο νόημα, άσχετα αν η γλώσσα είναι γραπτή ή προφορική. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι παρά προσωρινά βήματα στη διαλεκτική έρευνα και παρά το ότι είναι αποδεκτοί από τους συνομιλητές, παραμένουν αρκετά αμφισβητήσιμοι. Ανεξάρτητα από αυτό, ο Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ριζοσπαστική απροσδιοριστία που συνδέεται με σημεία και σημεία σημείων, ακριβώς όπως υπάρχει μια εγγενής απροσδιοριστία στη διδασκαλία ως παρουσίαση, πράγμα που θα δείξει αργότερα. 

Η αρχή της καθολικότητας του νοήματος καθιστά περίπλοκη την επιχειρηματολογία του Αυγουστίνου. Όταν ασχολούμαστε με την διδασκαλία ως υπενθύμιση, ο δάσκαλος χρησιμοποιεί σημεία και ως συνήθως λέξεις που εκφέρονται. Έτσι, ο δάσκαλος στρέφει την προσοχή του μαθητή σε πραγματικότητες, με τις οποίες είναι ήδη εξοικειωμένος. Έχοντας ξεκαθαρίσει το σημείο αυτό, το επόμενο βήμα του Αυγουστίνου είναι να ερευνήσει κατά πόσο ένας δάσκαλος χρησιμοποιώντας σημεία μπορεί να κατευθύνει την προσοχή του μαθητή σε πραγματικότητες που δεν είναι ήδη γνωστές. 

3. Διδασκαλία ως παρουσίαση 

Αυτό το επόμενο στάδιο της διαλεκτικής ξεκινά με ένα παράδοξο. Η διδασκαλία διεξάγεται επικοινωνώντας τη γνώση των σημείων, τα οποία είναι ονόματα που δείχνουν πραγματικότητες. Προκύπτουν ερωτήματα, όπως εάν επιτυγχάνεται η γνώση με την διδασκαλία ενός σημείου, εφόσον το σημείο πρέπει κατά μία έννοια να είναι ήδη γνωστό, προκειμένου να έχει νόημα. Επίσης, εάν μπορεί ο δάσκαλος να διδάσκει άμεσα κάτι για τις πραγματικότητες ή, οτιδήποτε είναι γνωστό, αφού προηγουμένως έχουν αποκαλυφθεί οι πραγματικότητες είτε με επισήμανση είτε με παράσταση, είναι απλά: α) η γνώση μιας λέξης, ή β) η γνώση της πραγματικότητας καθαυτής ή γ) η γνώση κάποιας σχέσης ανάμεσα σε πραγματικότητα και λέξεις.
 
Δεδομένου ότι η διδασκαλία ως υπενθύμιση, όπως είναι γνωστό, προϋποθέτει ο δάσκαλος να προσελκύσει την προσοχή των μαθητών με τη βοήθεια σημείων καθώς και σημείων των σημείων, απαιτείται ένας νέος τρόπος διδασκαλίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ούτε τα σημεία, ούτε τα σημεία των σημείων διδάσκουν τη γνώση πραγματικοτήτων. Ο Αυγουστίνος εξετάζει τη λατινική φράση utrum homo, nomen sit (εάν ο «άνθρωπος» είναι ουσιαστικό). Η διαλεκτική διερεύνηση αποκαλύπτει ότι οι συλλαβές που εκφωνούνται δεν εκφράζονται από την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια οι συλλαβές ho και mo δεν βρίσκονται σε αυτόν το συγκεκριμένο άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά μας, και ούτε θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να κάνουν κάτι σ’ έναν άνθρωπο. Αν το σκεφτούμε καλά επίσης αποκαλύπτεται ότι η ικανότητα να κατονομάζουμε στη γλώσσα, δεν μπορεί από μόνη της να μετατοπίσει την προσοχή από μια λέξη στην αντίστοιχη πραγματικότητα. Αν δεν γνωρίζουμε ότι η λέξη «ομπρελάς» είναι η λέξη για το επάγγελμα κάποιου που επιδιορθώνει ομπρέλες, τότε η λειτουργία να κατονομάζω δε θα σημαίνει τίποτα. 

Ωστόσο οι κανόνες γραμματικής, γλώσσας και έννοιας επιτρέπουν σ’ ένα δάσκαλο να κατευθύνει την προσοχή του μαθητή στην πραγματικότητα που σηματοδοτείται, υπό την προϋπόθεση ότι η πραγματικότητα είναι κατά μία έννοια ήδη γνωστή. Αν κάποιος ήδη γνωρίζει τη σημασία ή την πραγματικότητα της οποίας  ο «άνθρωπος» είναι το σημείο, τότε ο μαθητής γρήγορα γενικεύει στον κατανοητό ορισμό «λογικό θνητό ζώο», τουλάχιστον σύμφωνα με τον Αυγουστίνο. Η γνώση της λατινικής λέξης “homo” (άνθρωπος) περιλαμβάνει γνώση του ουσιαστικού, γνώση της μοναδικότητας του σημαινόμενου –«λογικός», «θνητός» και «ζώο»- και γνωριμία με τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Η γνώση που εμπεριέχεται στη σημασία που υποδεικνύεται από το σημείο homo απαιτεί γνώση και των τριών στοιχείων αλλά και των σχέσεών τους και στην ιδανική περίπτωση το πώς αυτή η λέξη συγκλίνει με την πραγματικότητα που εκφράζεται μέσα από τις σχέσεις τους και στις κεντρικές διαστάσεις. 

Ο Αυγουστίνος ισχυρίζεται ότι το να γνωρίζεις μια πραγματικότητα και να κατανοείς τη σημασία του συνδεδεμένου με αυτή σημείου δεν εξαρτάται από τη χρήση των λέξεων από μέρους μας, αλλά μάλλον από μια προγενέστερη μνήμη που έχουμε για τις πραγματικότητες. Όταν ασχολούμαστε με την διδασκαλία ως παρουσίαση, αντί να κάνουμε χρήση σημείων, τα οποία είναι ήδη κατανοητά από τον μαθητή, ο δάσκαλος κατευθύνει την προσοχή του σε πραγματικότητες που είναι ήδη κατανοητές. Όμως προτού διερευνήσει τη λειτουργικότητα της διδασκαλίας ως παρουσίασης, ο Αυγουστίνος εξετάζει τη σειρά της εξάρτησης και των σχέσεων ανάμεσα στα σημεία και στις πραγματικότητες που δηλώνουν και τις αξίες που προσδίδουμε στο καθένα. 

Όλη τη συζήτηση του Αυγουστίνου για τη διδασκαλία ως παρουσίαση τη διατρέχει η έννοια της «υπόδειξης». Επιπλέον, δεδομένου ότι ο ρόλος της μνήμης είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διδασκαλία, τη μάθηση και την κατανόηση, ο Αυγουστίνος εισάγει την έννοια «μνήμη του παρόντος» για να εξηγήσει το πώς είναι δυνατή η γνώση των υποδεδειγμένων πραγματικοτήτων. Μερικές φορές ο δάσκαλος κατά την παρουσίαση ή την υπόδειξη μετατοπίζει την προσοχή του μαθητή σε μια άμεση αντίληψη των πραγματικοτήτων, οι οποίες ούτε μελετώνται αμέσως ούτε είναι άμεσα κατανοητές, αλλά μπορεί να ιδιοποιηθούν δια των εικόνων μέσα στη μνήμη του παρόντος (ή τη φαντασία θα λέγαμε). Ο τρόπος αυτός που τίθεται το θέμα βοηθά να κατανοήσει κανείς καταστάσεις όπως οι ακόλουθες. Ας υποθέσουμε ότι ο δάσκαλος θέλει ο μαθητής να προσέξει κάποιες πραγματικότητες τις οποίες δεν έχει προσέξει στο παρελθόν. Ο δάσκαλος μπορεί να πει «Κοιτάξτε εκεί!» και να δείξει  εκείνες τις πραγματικότητες που θέλει. Ο μαθητής τότε παρακολουθεί τις πραγματικότητες μπροστά του και βλέπει μια ομάδα ζώων, που δεν την είχε παρατηρήσει προηγουμένως. Ο δάσκαλος λέει: «Αυτοί είναι λύκοι». Ο μαθητής του οποίου την προσοχή κατηύθυνε ο δάσκαλος εξοικειώνεται με εκείνες τις πραγματικότητες που καμία εμπειρία δεν είχε στο παρελθόν και στη συνέχεια αντλεί το γλωσσικό σημείο για τις νέες πραγματικότητες. Συνεπώς η συζήτηση του Αυγουστίνου για τη διδασκαλία ως παρουσίαση περιέχει μια έρευνα για τη διδασκαλία χωρίς σημεία ή λέξεις. 

Ο Αυγουστίνος ασχολείται επίσης με τη γνώση της αξίας που υπάρχει στις πραγματικότητες. Για τον Αυγουστίνο, τα δυνάμενα να εκφραστούν με σημεία, που είναι οι κατανοητές πραγματικότητες, πρέπει να θεωρηθούν με όρους της σημασίας τους. Δίνει έμφαση σε μια αρχή αξιολόγησης που προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ σημείων, σημείων των σημείων και δυνάμενων να εκφραστούν με σημεία (singificables) ή πραγματικοτήτων που πρόκειται να γίνουν γνωστές. Το καταφέρνει αυτό προσφεύγοντας σε ευρέως αποδεκτές μεταφυσικές αρχές που αναφέρουν ότι «οτιδήποτε υπάρχει για χάρη κάτι άλλου πρέπει να είναι κατώτερο εκείνου χάρη του οποίου υπάρχει». 

Αν η αρχή αυτή γίνει δεκτή, είναι αναπόφευκτο ότι τα σημαινόμενα είναι πιο πολύτιμα από τα σημεία που χρησιμοποιούνται για να τα υποδείξουν. Κάθε σημείο υπάρχει για να δείξει την πραγματικότητα την οποία εκφράζει, έτσι τα σημεία είναι λιγότερο σημαντικά από ότι αυτό που υποδηλώνουν. Αυτή η αρχή της αξίας διαφωτίζεται, όταν εξετάζουμε τι εκτιμούμε περισσότερο. Εξετάζεται τι πράγμα εκτιμούμε περισσότερο: το σημείο μιας πραγματικότητας ή την πραγματικότητα καθαυτή ή τη γνώση μιας πραγματικότητας, ή τη γνώση του σημείου μιας πραγματικότητας. Ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί τα παραδείγματα της «ακαθαρσίας», «κακίας» και «αρετής» για να αποδείξει ότι η γνωστή πραγματικότητα έχει μεγαλύτερη αξία από την πραγματικότητα την ίδια. Επομένως ο Αυγουστίνος δεσμεύεται με τη γνώμη ότι γνώση και πραγματικότητα είναι πολυτιμότερη από ό,τι η πραγματικότητα από μόνη της. Η πραγματικότητα είναι πλεονέκτημα για τη σηματοδότηση, κατά τον ίδιο τρόπο που η γνώση της πραγματικότητας είναι πλεονέκτημα για τη γνώση των σημείων της πραγματικότητας. Είναι ο προσανατολισμός προς αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία και κάνει τη διδασκαλία ως παρουσίαση να υπερτερεί από τη διδασκαλία ως υπενθύμιση.

Με την συλλογή όλων αυτών των στοιχείων, ο Αυγουστίνος έχει δείξει ότι η διδασκαλία ως παρουσίαση συγκεντρώνει όλα τα ήδη γνωστά στοιχεία και τα συνθέτει ξανά σε μια νέα σύνθεση -μνήμη του παρόντος- η οποία παράγει ένα είδος νέας γνώσης. Αλλά γεννάται το ερώτημα: είναι δυνατόν για ένα μαθητή να διδαχθεί οτιδήποτε για πραγματικότητες με τις οποίες το μυαλό δεν είναι καθόλου εξοικειωμένο; Αυτό μας οδηγεί στο τελικό βήμα στη διαλεκτική - διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου