Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου - ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

           To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου

                                                                       ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

     
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Φώτιος Ιωαννίδης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο ιερός Αυγουστίνος είναι άγιος της Εκκλησίας, ένας από τους εκκλησιαστικούς Πατέρες της Δύσης αλλά και φιλόσοφος, του οποίου οι θεολογικές και φιλοσοφικές απόψεις παραμένουν μέχρι τις μέρες μας ευρέως διαδεδομένες. Στην πιο γόνιμη θεολογική περίοδο των Μέσων χρόνων το περιεχόμενο του έργου του Περί Διδασκάλου αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού και συζητήσεων. Ακόμα και στις μέρες μας μελετάται ενδελεχώς, επειδή πρόκειται για μια σημαντική φιλοσοφική και παιδαγωγική πηγή, αλλά και επειδή θίγει προβλήματα που σχετίζονται με τη σημασία και την αξία της γλώσσας.

Σκοπός της παρούσας εργασίας σε πρώτο επίπεδο είναι η σκιαγράφηση του διαλόγου που αναπτύσσεται στο έργο ανάμεσα στον Αυγουστίνο και το γιο του, αφού πρώτα τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο χρονολογικό και πραγματολογικό πλαίσιο. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, στόχος είναι να γίνει μια θεώρηση του έργου από θεολογική, φιλοσοφική και παιδαγωγική σκοπιά.

Τέλος, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κάποιες άλλες παράμετροι, όπως είναι η πολύπλοκη αλλά και στριφνή γλώσσα όπως αυτή αναδύεται μέσα από την αγγλική μετάφραση του έργου καθώς επίσης και το ανεπαρκές βιβλιογραφικό υλικό ειδικά για αυτό το έργο ενός γενικά τόσο σχολιασμένου συγγραφέα, το οποίο δυσκολεύει την ερμηνευτική του προσέγγιση. Ωστόσο, επιχειρείται μια ανάλυση που φρονούμε ότι δεν αποκλίνει από τα πλαίσια της θεματικής.
Ευχαριστίες οφείλονται σε όλους όσους καθ’ οιανδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με βοήθησαν για τη σύνταξη αυτής της εργασίας και ιδιαίτερα στον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Φώτιο Ιωαννίδη για τη συνεχή συμπαράσταση και καθοδήγησή του.
ΑΔΒ Θεσσαλονίκη, Μάιος 2011

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ΒΙΟΣ, ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ Η ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

1. Βιογραφικό Σχεδίασμα
2. Οι σπουδές και τα πρότυπά του
3. Το συγγραφικό του έργο
Α΄ ΜΕΡΟΣ
ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ DE MAGISTRO

1. Χρονολόγηση και γνησιότητα του έργου
2. Πηγές και πρότυπα
3. Γλώσσα, ύφος, τεχνική
4. Δομή του συγγράμματος
5. Η δομή του επιχειρήματος στο έργο
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

1. Ο διάλογος στο De Magistro
2. Η διδασκαλία ως υπενθύμιση
3. H διδασκαλία ως παρουσίαση
4. Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας
ΙΙ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
1. Φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο του έργου
2. O ρόλος των λέξεων και των σημείων στη διδασκαλία
3. Η ερμηνεία των σημείων: Ο εσωτερικός Διδάσκαλος
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Α΄ ΜΕΡΟΣ
ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ DE MAGISTRO

1. Χρονολόγηση και γνησιότητα του έργου


Ο Αυγουστίνος έγραψε το έργο De Magistro (Περί Διδασκάλου) στην Ταγάστη της Αφρικής, το 389, δυο χρόνια μετά τη βάπτισή του και λίγο μετά την επιστροφή του στην Ιταλία. Είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου και πρόκειται για μια αναφορά στη συζήτηση που είχε με το γιο του Αδεοδάτο, ο οποίος στα δεκαέξι του χρόνια διακρινόταν για το ταλέντο του, που ήταν όμοιο με αυτό του πατέρα του. Δεν είναι σίγουρη η ακριβής ημερομηνία θανάτου του γιου του. Οι πιο πιθανές χρονολογίες είναι το 389 ή ένα χρόνο αργότερα. Αν η πιθανή χρονολογία είναι σωστή, ενδέχεται το έργο αυτό του Αυγουστίνου να αποτελεί ένα δώρο για το γιο του.

Στο έργο του Retractationes (Αναθεωρήσεις), που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, σχολιάζει εν συντομία το De Magistro (Περί Διδασκάλου) και επισημαίνει την πνευματική ικανότητα του γιου του καθώς και τη μεγάλη συμβολή και συνεισφορά του στο έργο αυτό. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος υπενθυμίζει ρητά ότι το έργο αυτό γράφηκε περίπου την ίδια εποχή με το De Genesi contra Manichaeos (Περί Γενέσεως κατά Μανιχαίων (388-389). Οι εικασίες ότι το έργο του Αυγουστίνου De Magistro γράφηκε περίπου την ίδια εποχή με το Περί Γενέσεως κατά Μανιχαίων οφείλονται στο γεγονός ότι στο De Magistro πραγματεύεται θέματα που είναι βαθιά συνδεδεμένα με την προσπάθειά του να κατανοήσει το έργο της δημιουργίας του κόσμου από το Θεό. Πράγματι, ο Αυγουστίνος προαναγγέλλει ρητά τη σχέση μεταξύ διδασκαλίας και δημιουργικότητας του Θεού στο Confessiones (Εξομολογήσεις). Επίσης επισημαίνει τις συνδέσεις σε συμβολικό επίπεδο ανάμεσα στο Λόγο του Θεού, την ανθρώπινη ομιλία και το φωτισμό, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης για τη διδασκαλία, τη μάθηση και την κατανόηση στο De Magistro.

2. Πηγές και πρότυπα


Το De Magistro ονομάζεται επίσης και εσωτερικός φωτισμός, όπως είχε προταθεί αρχικά από τον ίδιο τον Αυγουστίνο, ο οποίος τονίζει ότι τα έργα των Πλατωνικών φιλοσόφων ήταν αυτά που τον βοήθησαν να ανακαλύψει την εσωτερική σύνδεση του Θεού με την ανθρώπινη ψυχή και το φωτισμό της από τον Θεό.

Ο Αυγουστίνος θεωρούσε τον Πλάτωνα έναν από τους πιο χαρισματικούς αρχαίους φιλοσόφους, ο οποίος είχε συγκρίνει την αρχή της εξυπνάδας με το φως του ήλιου και την πνευματική γνώση με την όψη του σώματος. O όρος μάλιστα ‘Χριστιανικός Πλατωνισμός’ την πρώτη μεταχριστιανική χιλιετία καλύπτει μια ευρύτατη ποικιλία διαφορών, ώστε είναι πολύ δύσκολο να τον προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια ως ένα και μοναδικό. Εστιάζοντας στον Αυγουστίνειο Πλατωνισμό, που ήταν απλά ένα είδος Χριστιανικής σκέψης επηρεασμένης από τον Πλάτωνα, η πρόθεσή μας είναι να δώσουμε έμφαση σε αυτό που βάσιμα έγινε η ερμηνεία της Πλατωνικής παράδοσης που επέδρασε στη Χριστιανική Λατινική Δύση. Μελέτησε τα κείμενα του Πλάτωνα από μετάφραση του Μάριου Βικτωρίνου. Η συζήτηση του Αυγουστίνου επηρέασε πολύ τον τρόπο που τα μοναστηριακά σχολεία της μεσαιωνικής περιόδου θεράπευσαν τη θεία και την ανθρώπινη γλώσσα ως σημεία και ιδιαίτερα μέσα από την περαιτέρω επεξεργασία στα δύο πρώιμα έργα του το De Magistro και το De Doctrina Christiana (Περί Χριστιανικής Διδαχής). Εδώ εξηγεί ότι υπάρχει μια αντιληπτή πραγματικότητα πίσω από τις λέξεις και εάν γνωρίζουμε τι σημαίνουν οι λέξεις, ανακαλούμε στη μνήμη μια γνωστή αλήθεια, την οποία ο Αυγουστίνος ονομάζει ανάμνηση. Αυτό είναι ένα είδος τροποποιημένου Πλατωνισμού, διότι η αλήθεια δεν είναι έμφυτη στον ανθρώπινο νου, κατά τον Αυγουστίνο, αλλά πρέπει να μαθευτεί. Η θεία δίκη είναι ανεξιχνίαστη. Επιπλέον, παρέδωσε την αρχική του εμπιστοσύνη σε μια πιθανή διάταξη των ζωών των ανθρώπων ατομικά ή συνολικά.

Ο Αυγουστίνος στο πλαίσιο της θεολογίας κάνει λόγο για τον εκχριστιανισμό της ελληνικής φιλοσοφίας. Είναι ο πρώτος που εκφράζει απόψεις για τη σχέση πίστης και λόγου στο Μεσαίωνα. Ουσιαστικά δεν υποστήριξε την αντίθεση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, αλλά για αλληλεπίδρασή του λόγου και της πίστης. Δεν θεωρούσε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη φύση, ως αντικείμενο της φιλοσοφίας και το υπερφυσικό, ως αντικείμενο της θεολογίας. Μέσα στη θρησκεία δεν κυριαρχεί μόνο η πίστη, η οποία παρέρχεται, όταν η νόηση διαιωνίζεται. Επιπλέον, η πίστη ως αποδοχή υποκαθιστά την έλλογη γνώση. Πιστεύουμε όλα όσα γνωρίζουμε. Στο πεδίο της θρησκείας και της φιλοσοφίας λόγος και πίστη συνεργάζονται. Για να κατανοούμε πρέπει να πιστεύουμε και για να πιστεύουμε πρέπει να κατανοούμε.

Ο Αυγουστίνος προσλαμβάνει σημαντικά μέρη κυρίως νεοπλατωνικής φιλοσοφίας· ωστόσο ταυτόχρονα επιχειρεί σε κεντρικά σημεία ριζοσπαστικές μεταβολές. Αντικαθιστά για παράδειγμα την κυκλική εικόνα της ιστορίας με την ευθύγραμμη ιστορική αντίληψη, εκμεταλλευόμενος συνάμα με κριτικό τρόπο παλαιότερες εκτιμήσεις, όπως τις απόψεις του Βιργιλίου για την ιστορία. Επίσης, μεταβάλλει ριζικά την άποψη (που υπάρχει και στον πλατωνισμό) ότι ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχή και τη θεϊκή της απαρχή υπάρχει ένα πλατύ χάσμα: δεν αναγνωρίζει στον άνθρωπο κανένα ποσοστό συμμετοχής στην προσπάθεια για ευτυχία. Κατά τον Αυγουστίνο η λύση στο πρόβλημα της σωτηρίας του ανθρώπου δεν βρίσκεται μέσα από κοσμολογικές παρατηρήσεις, αλλά μόνο αν στρέψει κανείς το βλέμμα του στην ψυχή του και στο Θεό.

Η κύρια ιδέα που υπάρχει στην σκέψη του ιερού Πατέρα είναι η έννοια της τάξης. Η πρώτη ιδιότητα της κοσμικής τάξης είναι η ολότητά της. Το όλο υπάρχει μέσα στον κόσμο και όχι έξω από αυτόν. Στο εσωτερικό του κόσμου, του όλου, δεν ξεφεύγει τίποτα από την τάξη. Τίποτα δεν αντιτίθεται στην τάξη. Θεός, κόσμος, άνθρωπος, Εκκλησία, Πολιτεία, σωτηρία και βασιλεία των ουρανών ερμηνεύονται σε μια ιεραρχημένη διάρθρωση. Σ’ όλες αυτές τις τάξεις, που είναι κλειστές και τυποποιημένες στα πλαίσια του δικαιικού πνεύματος, εντοπίζονται τελικά οι προϋποθέσεις για τη μακαριότητα των όντων.

Σύμφωνα με τη θεωρία της έλαμψης, ο θεϊκός νους παρεμβαίνει στον παθητικό ανθρώπινο νου και τον φωτίζει. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος οδηγείται στην αληθινή γνώση. Η έλαμψη φέρνει το νου του Θεού σε απευθείας επαφή με το δικό μας νου. Είναι ο πρώτος που εκφράζει απόψεις για τη σχέση πίστης - λόγου στο Μεσαίωνα. Δέχεται την εμπειρία ως έγκυρη πηγή γνώσης αλλά όχι ως μοναδική και ανώτερη. Ανώτερη είναι η Θεία Φώτιση. Αυτό σημαίνει ότι μέσω του Θεού αντιλαμβανόμαστε και συνειδητοποιούμε την αιώνια αλήθεια για τον εξωτερικό κόσμο. Όλα, όπως η ιδέα του ωραίου, της κανονικότητας και η μαθηματική σκέψη δίνονται από το Θεό. Για να γνωρίσουμε την αλήθεια των πραγμάτων, χρειάζεται να μας φωτίσει ο Θεός. Η αλήθεια των πραγμάτων γίνεται κατανοητή μόνο μέσω του φωτισμού τους από το θείο φως. Για τη γνώση του Θεού, η λογική δεν είναι η μόνη οδός· είναι και η ενόραση. Όπως ο ήλιος είναι ορατός με τα μάτια του σώματος, έτσι και ο Θεός είναι θεατός με τα μάτια της ψυχής. Ο Αυγουστίνος δεν ασχολείται ως επί το πλείστον με την καθαρή φιλοσοφία αλλά, όταν συμβαίνει, δείχνει πολύ μεγάλη ικανότητα. Είναι ο πρώτος μιας μακράς σειράς φιλοσόφων που οι καθαρά θεωρητικές απόψεις επηρεάζονται από την ανάγκη της συμφωνίας με τις Γραφές. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τους προγενέστερους χριστιανούς φιλοσόφους, όπως για παράδειγμα τον Ωριγένη. Στον Ωριγένη, Χριστιανισμός και Πλατωνισμός κείνται παράπλευρα και δεν διεισδύουν ο ένας στον άλλο. Αντίθετα, στον Άγιο Αυγουστίνο, η αρχική σκέψη από καθαρά φιλοσοφική πλευρά, διεγείρεται από το γεγονός ότι ο Πλατωνισμός, από ορισμένες απόψεις, δεν εναρμονίζεται με τη Γένεση.

Ο Αυγουστίνος στα πλαίσια του χριστιανισμού και θέλοντας να ενισχύσει το δόγμα του, καθιστά τη γνώση αποκλειστικό προνόμιο του Θεού. Ο Θεός είναι αυτός που παραχωρεί τη σταθερή και πραγματική γνώση. Οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι αδύναμα όντα και δεν μπορούν να αποκτήσουν την πραγματική γνώση με τις δικές τους φυσικές δυνάμεις. Η καθαυτό αγαθότητα του Θεού διακρίνεται από την αγαθότητα των δημιουργημάτων που υπάρχει κατά μετοχή.

Ο Αυγουστίνος επηρεάζεται από τον πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό. Η θεωρία της έλαμψης είναι η εκδοχή του Αγίου για τη θεωρία της ανάμνησης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνα για την ανάμνηση, όλες οι περιπτώσεις μάθησης είναι φαινομενικές. Η μάθηση στην πραγματικότητα είναι «ανάμνηση» της ψυχής των αληθειών που ήδη διαθέτει : η ανάμνηση είναι η «ανάδυση» γνώσεων που βρίσκονται ήδη μέσα στον άνθρωπο. Ο Πλάτων στηρίζει αυτή τη θεωρία για την ανάμνηση στο ζωντανό παράδειγμα του διαλόγου ανάμεσα στο Σωκράτη και το δούλο Μένωνα.

Όπως στην πλατωνική θεωρία υπάρχει η ανώτερη γνώση, η οποία είναι η γνώση των ιδεών, κατά τον ίδιο τρόπο στον Αυγουστίνο η πραγματική γνώση είναι κάτι το υψηλό, ένα είδος ιδανικής γνωστικής κατάστασης, οριστικής και αμετάβλητης. Αναζητώντας μια βάση για τη γνώση, ο Αυγουστίνος κατέληξε στη θεωρία των αιώνιων ιδεών που υπάρχουν πέρα από κάθε υλικό αντικείμενο.

Ο κόσμος των αισθήσεων είναι για τον Πλάτωνα ο κόσμος των εφήμερων και μεταβλητών πραγμάτων. Ο ιδανικός κόσμος είναι για τον Πλάτωνα ο κόσμος των ιδεών. Κατά τον ίδιο τρόπο και για τον Αυγουστίνο, ο κόσμος των αισθήσεων δεν μας παρέχει πληροφορίες για τα αμετάβλητα, αιώνια πράγματα αλλά για τα μεταβλητά και τα εφήμερα πράγματα. Κάνει και αυτός λόγο για ένα ανώτερο, ιδανικό κόσμο, ο οποίος είναι ανώτερος από αυτόν των αισθήσεων. Τα αντικείμενα της γνώσης δεν είναι για τον Αυγουστίνο τα αντικείμενα των αισθήσεων αλλά τα ανώτερα, ιδανικά πράγματα. Τα αντικείμενα που του παρουσιάζονται άμεσα μπορεί να τα γνωρίσει με ανώτερο τρόπο.

Στον κόσμο των αισθητών δεν υπάρχουν οι ιδανικές έννοιες, όπως είναι η τέλεια δικαιοσύνη, το ιδανικό κάλλος, ο τέλειος κύκλος. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος στηριζόμενος στον εμπειρικό κόσμο να επινοήσει από μόνος του τις ιδανικές έννοιες. Είναι σε θέση να συγκρίνει κάποια αντικείμενα με κριτήριο την τελειότητα ή την ομορφιά. Ο άνθρωπος κατέχει κάποια γνώση που προϋποθέτει τις ιδανικές έννοιες. Απαιτείται μια άμεση επαφή με τα ιδανικά αντικείμενα.

Η διαφορά μεταξύ Πλάτωνα και Αυγουστίνου είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ανθρώπινος νους έρχεται σε επαφή με τα ιδανικά αντικείμενα γνώσης. Για τον Πλάτωνα, η επαφή που είχαμε με τον ιδανικό κόσμο δεν πραγματοποιείται σε αυτή τη ζωή, αλλά συνέβη πριν η ψυχή εισχωρήσει στο σώμα. Αποδέχεται την ιδέα της προΰπαρξης της ψυχής. Η ψυχή γνώριζε τον ιδανικό κόσμο των ιδεών, πριν ενσωματωθεί και εισέλθει στον κόσμο των αισθήσεων. Με την έλευσή της σε αυτόν τον κόσμο ξέχασε τις ιδέες και την πραγματική, ιδανική γνώση. Η ψυχή αρχίζει μέσα από την παρουσία της στον αισθητό κόσμο και με τα ερεθίσματα που δέχεται από τις αισθήσεις να θυμάται σταδιακά αυτά που γνώριζε στον κόσμο των ιδεών. Επομένως η γνώση είναι ανάμνηση.

Αυτή είναι η βέβαιη γνώση για τον Πλάτωνα, η γνώση μέσω αναπαράστασης. Για τον Αυγουστίνο βέβαιη γνώση είναι η άμεση γνώση και όχι η γνώση μέσω αναπαράστασης. Αυτά που προσφέρουν την άμεση γνώση είναι τα αμετάβλητα και θεϊκά αντικείμενα. Αυτού του είδους τα αντικείμενα είναι σκέψεις μέσα στο νου του Θεού, θεϊκές ιδέες. Πρόκειται για τις πλατωνικές ιδέες, οι οποίες βρίσκονται στο νου του Θεού. Στον Πλάτωνα οι ιδέες είναι οι αυθύπαρκτες, ανεξάρτητες υποστάσεις, οι οποίες δεν ανήκουν κάπου. Ο Πλάτων δεν ισχυρίζεται ότι οι ιδέες βρίσκονται στο νου του Θεού.

Με την κριτική του ο Αυγουστίνος επιχειρεί να συνδέσει τη χριστιανική πίστη και τη θεία φώτιση με την πλατωνική γνωσιολογική θεωρία περί ιδεών. «Η θεωρία της έλαμψης καθιστά τη γνώση υπόθεση υπερφυσικής χάριτος».

3. Γλώσσα, ύφος, τεχνική

Το έργο του Αυγουστίνου De Magistro ξεκινάει με ένα βασικό στοιχείο της αυγουστίνειας τεχνικής που είναι ο διάλογος. Ο διάλογος ως ζωντανό μέσο έκφρασης δυο κεντρικών ηρώων – συνομιλητών, έχει ως στόχο να εξάρει την ενάργεια και αμεσότητα του λόγου τους και με τη γρήγορη εναλλαγή των ερωταποκρίσεών τους να δώσει μια δυνατότερη εκφραστική απόχρωση στο περιεχόμενο της σκέψης τους.

Η ποικιλία του γλωσσικού και υφολογικού ρεπερτορίου που διαθέτει ο Αυγουστίνος είναι πολύ μεγάλη. Υφολογικές διαφορές παρατηρούνται ακόμη και στο εσωτερικό ενός και του αυτού έργου. Προβληματικές, αλλά ενδιαφέρουσες ιστορικά, είναι και οι ποιητικές απόπειρες του Αυγουστίνου.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αυγουστίνειου τρόπου γραφής φαίνονται καλύτερα αν κάνουμε μια σύγκριση με τον Κικέρωνα. Είναι γνωστό ότι κατά τη σύνθεση των έργων των Λατίνων πεζογράφων εμφανίζονται κάποιες ελευθερίες οι οποίες οφείλονται στο τρόπο χρήσης των πηγών, στην τάση για παρεκβάσεις και παραδείγματα, κυρίως όμως στην καθημερινή συνήθεια της ανταλλαγής σκέψεων στα πλαίσια των συζητήσεών τους με φίλους και όπως αυτές διατυπώνονται μέσα από τους διαλόγους.

Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Τη στιγμή της συγγραφής της σκέψης του Κικέρωνα μοιάζει να έχει φτάσει ήδη σχεδόν στο τέλος της και η μορφή του έργου του δίνει την εντύπωση μιας κατά κάποιον τρόπο «πλαστικότητας». Αντίθετα ο Αυγουστίνος βάζει τους αναγνώστες να βιώσουν και οι ίδιοι την εξέλιξη των σκέψεών του, όπως δηλαδή γίνεται σε μια μουσική παράσταση. Στη μια περίπτωση ο διαλογισμός προηγείται της καταγραφής, η οποία έτσι αποκτά το χαρακτήρα μιας περιγραφής. Αντίθετα, στην περίπτωση του Αυγουστίνου η πρόζα είναι η ίδια διαλογισμός και συνδέει την έρευνα με τη διδασκαλία. Ένα σύμπτωμα αυτού του φαινομένου είναι η συχνή χρήση ερωτηματικών προτάσεων μεγάλης έκτασης. Η κατά κύριο λόγο ρητορική της δημοκρατικής περιόδου έγινε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ρητορική της μαθησιακής διαδικασίας, του εσωτερικού διαλόγου και μονολόγου. Είναι και αυτός ένας από τους παράγοντες στους οποίους στηρίζεται η ζωηρότητα και η θέρμη του αυγουστίνειου λόγου που παρασύρει άμεσα τον αναγνώστη στην πνευματική διαδικασία.

4. Δομή του συγγράμματος

Η ερμηνεία του έργου De Magistro έγινε αφορμή να διατυπωθούν διάφορες απόψεις σχετικά με τη διαίρεση και τη σπουδαιότητα των μερών του, παρά τη γενική συμφωνία ως προς τη βασική θέση του διαλόγου. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος στις Αναθεωρήσεις μας μιλάει για το σκοπό της συνομιλίας: «…στο οποίο συζητούμε και διερευνούμε και καταλήγουμε ότι διδάσκαλος δεν υπάρχει άλλος, ο οποίος να διδάσκει τη γνώση, παρά μόνο ο Θεός…».
Με βάση αυτό το σύντομο ορισμό, διάφοροι μελετητές διαιρούν το διάλογο σε δύο τμήματα: το ένα είναι η συζήτηση, στην οποία ανακαλύπτεται ότι Διδάσκαλος που να διδάσκει τη γνώση, άλλος από το Χριστό, το εσωτερικό φως, δεν υπάρχει (§38ff), και το άλλο είναι όλα όσα προηγούνται (§§ 1-37)…

5. Η δομή του επιχειρήματος στο έργο


Το βασικό επιχείρημα του Αυγουστίνου εναντίον της μεταβίβασης της διδασκαλίας παρουσιάζεται ως μαθησιακό παράδοξο: δεν μπορώ να γνωρίζω ότι ένα σημείο είναι ένα σημάδι, αν δε γνωρίζω τι σημαίνει αυτό αλλά στη συνέχεια δε μαθαίνω τίποτα από το σημείο. Οι γνώσεις για κάθε ένδειξη προϋποτίθεται ότι αποτελούν ένα σημείο εξαρχής. Η γνώση προέρχεται άμεσα από τα πράγματα. Κανένας προφανής ορισμός δεν μπορεί να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από αυτό το παράδοξο. Οι λέξεις μπορούν μόνο να μας βοηθήσουν να αναζητήσουμε τα πράγματα από τα οποία αποκομίζουμε γνώσεις.

Η δομή του επιχειρήματος στο έργο ακολουθεί τρία παράδοξα που εμπλέκονται στον προσδιορισμό τριών διαφορετικών τρόπων διδασκαλίας ή μετάδοσης της γνώσης. Οι τρεις τρόποι διδασκαλίας είναι οι εξής:
• Η διδασκαλία ως υπενθύμιση
• Η διδασκαλία ως παρουσίαση και
• Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας

Η διδασκαλία ως υπενθύμιση, χαρακτηρίζεται από την παροχή εκ μέρους του δασκάλου ενδείξεων με την έννοια ότι ο μαθητής κατευθύνεται προς το να εξοικειωθεί με αυτό που διδάσκεται.
Η διδασκαλία ως παρουσίαση κινείται πέρα από τη χρήση συμβατικών σημείων και εφιστά την προσοχή του μαθητή σε πραγματικότητες μέσα από τα σημεία.
Η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας αφαιρεί το ρόλο του εκπαιδευτικού από τον άνθρωπο και τον ρόλο αυτό τον αποδίδει στο Θεό ως εσωτερικό φωτιστή των μαθητών αλλά και των δασκάλων.

Κάθε τρόπος διδασκαλίας γεννά μια σειρά από συζητήσεις γύρω από τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο δάσκαλο και τον τρόπο διδασκαλίας αλλά και με το τελικό προϊόν, τη γνώση που ανακαλύφθηκε. Το παράδοξο που προκύπτει από τη διαδικασία της διδασκαλίας ως υπενθύμιση είναι αν αυτό που διδάσκεται είναι απλώς μια λέξη, ένα σημάδι ή μια πραγματικότητα. Το παράδοξο που προκύπτει από τη διαδικασία της διδασκαλίας ως παρουσίασης επικεντρώνεται στο εάν, σε ένα τέτοιο είδος διδασκαλίας, διδάσκεται μόνο το όνομα ή διδάσκεται και η γνώση της πραγματικότητας. Το παράδοξο που προκύπτει από τη διαδικασία της διδασκαλίας ως εσωτερικής αναζήτησης της αλήθειας έγκειται στο πώς ένα άτομο επιτυγχάνει τη βεβαιότητα. Προέρχεται η πραγματικότητα από τον τρόπο που σχετίζονται μεταξύ τους οι πραγματικότητες και ερμηνεύονται ή από τον τρόπο που ερμηνεύονται τα σημάδια ή προέρχεται η βεβαιότητα από τη σχέση ανάμεσα στα σημεία και την πραγματικότητα;

Η διαλεκτική του Περί Διδασκάλου ανιχνεύει τα παράδοξα που εμπλέκονται στους τρεις τρόπους διδασκαλίας με επικέντρωση στην αντιμετώπιση των ακόλουθων θεμάτων:
1. τη φύση των σημείων
2. την πραγματικότητα που δείχνουν τα σημάδια
3. τη φύση του δικαίου και της αλήθειας

Τα ζητήματα αυτά προκύπτουν διαλεκτικά από τα παρακάτω ερωτήματα. Μπορεί να διδαχτεί κάτι χωρίς σημάδια; Μπορεί η πραγματικότητα να γίνει κατανοητή, όταν προκύπτει άμεσα από την επισήμανση ή την απόδοση; Τέλος μπορούν οι λέξεις ή τα σημάδια να οδηγήσουν στη βεβαιότητα;

Η διαλεύκανση αυτών των ζητημάτων και ερωτημάτων αποκαλύπτει ιεραρχικά τρεις αρχές:
• Η διδασκαλία ως υπενθύμιση αποκαλύπτει την αρχή της καθολικότητας που συνδέεται με το νόημα στη γλώσσα.
• Η διδασκαλία ως υπενθύμιση αποκαλύπτει την αρχή της αξίας στη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και σημείων.
• Τέλος, η διδασκαλία ως εσωτερική αναζήτηση της αλήθειας αποδίδεται στη βεβαιότητα της αλήθειας και ως εκ τούτου αποτελεί πηγή και αρχή όλων των επικοινωνιών στη διδασκαλία, στη μάθηση και στην κατανόηση.

Η οικουμενικότητα του νοήματος μέσα στη γλώσσα συνεπάγεται για τον Αυγουστίνο μια ιεραρχία της αξίας, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την αλήθεια ως έδαφος επικοινωνίας. Η σημασία στη γλώσσα είναι καθολική καθώς η γλώσσα μπορεί να μεταφραστεί από το ένα ιδίωμα σε κάποιο άλλο. Οι κρίσεις της αλήθειας και η αξία αυτής της αλήθειας, για τον Αυγουστίνο εξαρτάται από μια αρχή της αλήθειας που συμπίπτει με το Θεό.

Επιπλέον, το έργο Περί Διδασκάλου σχετίζεται και με το βαθμό διδασκαλίας καθώς παρέχει το φωτισμό της αλήθειας. Ως αποτέλεσμα τίθεται θέμα συζήτησης το τι πρέπει να διδάσκεται, τα χαρακτηριστικά στοιχεία των δραστηριοτήτων της διδασκαλίας ή ακόμα και η φύση του μαθητή. Ο Αυγουστίνος φωτίζει όλες αυτές τις διαστάσεις, δείχνοντας πως μπορούν να συνενωθούν όλα αυτά μαζί αριστοτεχνικά μέσα στο πλαίσιο ενός διαλόγου ανάμεσα σε ένα χαρισματικό μαθητή και δάσκαλο.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου