Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: Aυτός που ορίζει τα πάντα και δεν ορίζεται από κανένα περιλαμβάνεται σε μία πρόχειρη και μικρή φάτνη
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ομιλία 58, Στην κατά σάρκα σωτηριώδη Γέννησι του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού
1 Η τωρινή τελετή είναι της παρθενικής γέννας. Και κατ’ ανάγκη ο λόγος θα συνυψωθή με το μέγεθος της εορτής και θα προχωρήση μέσα στο μυστήριο, όσο είναι εφικτό και θεμιτό και επιτρεπτό από τον καιρό, ώστε να φανερώση και σε μας κάτι από τη μέσα του δύναμι. Εντείνετε λοιπόν και σεις, παρακαλώ, αδελφοί, και υψώσατε μαζί τη διάνοια, ώστε, σαν να πυρσεύθηκε λαμπρώς από θείο μετέωρο, να αντιληφθή καθαρώτερα το φως της θείας επιγνώσεως. Διότι σήμερα βλέπω μια ομοτιμία ουρανού και γης και άνοδο των κάτω προς τα επέκεινα όλων, που είναι εφάμιλλη προς τη συγκατάβασι των άνω.
Ό,τι και αν είναι ο ουρανός των ουρανών, ό,τι και αν είναι τα υπερώα ύδατα που στεγάζουν τα ουράνια, όποιος και αν είναι ο υπερκόσμιος τόπος η στάσις η τάξις, δεν έχει τίποτε το θαυμασιώτερο και τιμιώτερο από το σπήλαιο και τη φάτνη και από τα βρεφικά ραντιστήρια και σπάργανα. Διότι τίποτε ανάμεσα σε όσα έγιναν ανά τους αιώνες από τον Θεό δεν είναι κοινωφελέστερο ή θειότερο από τα γενέθλια του Χριστού, τα οποία εορτάζομε σήμερα.
2 Ο προαιώνιος και απερίληπτος και παντοκράτωρ Λόγος γεννάται τώρα κατά σάρκα σε σπήλαιο ως ανέστιος, άστεγος, άοικος, είναι βαλμένος ως βρέφος επάνω στη φάτνη και βλέπεται με οφθαλμούς και ψηλαφίζεται με χέρια και περιτυλίσσεται με σειρές σπαργάνων.
Δεν πρόκειται για νοερά ουσία που εφέρθηκε σε κτίσι ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχε· δεν πρόκειται για σάρκα που ήλθε σε γένεσι και έπειτα από λίγο θα διαλυθή· δεν πρόκειται για σάρκα και νου που ενώθηκαν μεταξύ τους προς συγκρότησι ενός λογικού ζώου· αλλά πρόκειται περί Θεού και σαρκός που εμίχθηκαν διά νου ασυγχύτως προς συγκρότησι μιας θεανδρικής υποστάσεως, η οποία εισχώρησε τελευταίως σε παρθενική κοιλία, στην οποία και από την οποία μ’ ευδοκία του Πατρός και συνεργία του Πνεύματος ήλθε σε ουσιοποίησι ο υπερούσιος Λόγος, που τώρα λύεται από την γαστέρα και γεννάται ως βρέφος χωρίς να λύση τα σύμβολα της παρθενίας αλλά τηρώντας τα ανέπαφα.
Εγεννήθηκε απαθώς, όπως συνελήφθηκε απαθώς, διότι η τεκούσα όπως εφάνηκε ανωτέρα εμπαθούς ηδονής κατά την σύλληψι, έτσι εφάνηκε ανωτέρα ωδίνων και κατά τη γέννησι διότι κατά την φωνή του Ησαΐου «πριν να έλθη σ’ αυτήν ο πόνος των ωδίνων τον διέφυγε» κι’ εγέννησε σαρκικώς τον προαιώνιο Λόγο, του οποίου όχι μόνο η θεότης είναι ανεξιχνίαστη, αλλά και ο τρόπος της ενώσεως με την σάρκα είναι απερινόητος και η συγκατάβασις ανυπέρβλητη και το θείο και απόρρητο ύψος του προσλήμματος υπεροχικό κάθε νου και κάθε λόγου, ώστε ούτε αυτό να μη μπορή να δεχθή καμμιά σύγκρισι με την κτίσι.
Διότι, κι’ αν βλέπης κατά σάρκα τον γεννηθέντα τώρα από απείρανδρη κόρη, αλλά και πάλι υπερβαίνει τη σύγκρισι· διότι, λέγει, «είναι ωραίος στην όψι περισσότερο από τους ανθρώπους». Δεν είπε ωραιότερος, αλλά απλώς ωραίος, για να μη συγκρίνη τα ασύγκριτα, δηλαδή την ομόθεη φύσι με τους απλούς ανθρώπους.
3 «Σε έχρισε», λέγει, «ο Θεός ο Θεός σου με έλαιο αγαλλιάσεως επάνω από τους συντρόφους σου». Ο ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος τέλειος· ο ίδιος είναι Θεός, και ο χρίων και ο χριόμενος. Διότι, λέγει, «σε έχρισε ο Θεός ο Θεός σου»· ο από τον Θεό Πατέρα ο Λόγος χρίεται σαν άνθρωπος.
Και χρίεται με το συναΐδιο και ομοφυές Πνεύμα διότι αυτό είναι το έλαιο της αγαλλιάσεως, γι’ αυτό και ο ίδιος πάλι είναι Θεός, και το θείο χρίσμα και ο χριόμενος. Πραγματικά, και αν ακόμη χρίεται σαν άνθρωπος, αλλά ως Θεός έχει μέσα του την πηγή του χρίσματος. Γι’ αυτό και εκείνος που βλέπει θείως είδε και προανήγγειλε ως μετόχους Αυτού όλους όσοι χρίονται από τον Θεό· διότι μόνο του Θεού είναι ιδιότης να μη μετέχη αλλά να μετέχεται και να έχη μετόχους τους αγαλλιωμένους κατά το Πνεύμα.
Τέτοιος είναι σ’ εμάς ο γεννώμενος τώρα σε πενιχρό σπήλαιο και από εμάς υμνούμενος ως βρέφος επάνω στη φάτνη.
4 Διότι αυτός που παρήγαγε τα πάντα εκ μη όντων, επίγεια και επουράνια, όταν είδε τα λογικά κτίσματά του ν’ αχρειώνωνται από πόθο των μεγαλυτέρων, τους χαρίζει τον εαυτό του, του οποίου τίποτε μεγαλύτερο ούτε ίσο ούτε πλησίον δεν υπάρχει και προβάλλεται για μέθεξι από τους επιθυμούντας· για να μπορούμε στο εξής να χρησιμοποιούμε ακινδύνως την άφεσι του κρείττονος, εξ αιτίας της οποίας στην αρχή καταντήσαμε στον έσχατο κίνδυνο, και, ποθώντας ο καθένας μας να γίνη Θεός, να μη είμαστε μόνο ακατάκριτοι, αλλά και να επιτυγχάνωμε την επιθυμία.
Λύει δε παραδόξως την πρόφασι της αρχικής πτώσεως, που ήταν η παρατηρουμένη στα όντα διαφοροποίησις, δηλαδή η υπεροχή και η ελάττωσις, και ο από αυτά φθόνος και δόλος, καθώς και οι φανερές και αφανείς έριδες. Θέλοντας δηλαδή ο αρχέκακος να μη είναι κανενός αγγέλου κατώτερος, αλλά να εξομοιωθή σ’ εξοχότητα και με τον ίδιο τον κτίστη, υπέστη πρώτος τη φοβερή πτώσι, χωρίς να έχη προηγηθή άλλος.
Έπειτα, αφού εβλήθηκε [κυριεύτηκε] από φθόνο κι’ έβαλε με δόλο, έσυρε και τον Αδάμ προς τον πυθμένα του άδη, με την ιδία έφεσι, οπότε κατέστησε την πτώσι γι’ αυτόν μεν δυσθεράπευτη και χρειαζόμενη την εξαισία παρουσία του Θεού, που τώρα επραγματοποιήθηκε, για ν’ ανακληθή, για τον εαυτό του δε τελείως αθεράπευτη, διότι είχε αποκτήσει την έπαρσι όχι από μέθεξι, αλλά από αυτοκακία, και είχε γίνει πλήρωμα κακίας και προεβαλλόταν για μέθεξι του κακού από τους θέλοντας.
5 Αφού λοιπόν ο Θεός τώρα ευδόκησε να λύση την πρόφασι της υπερηφανείας που κατέρριπτε τα λογικά πλάσματά του, εξομοιώνει το παν με τον εαυτό του· και επειδή αυτός είναι ίσος με τον εαυτό του κατά φύσι και ομότιμος, καθιστά και τη φύσι κατά χάρι ίση με εαυτήν και ομότιμη.
Κι’ αυτό πώς;
Ο ίδιος ο από τον Θεό Θεός Λόγος, που εκένωσε εαυτόν απορρήτως και κατέβηκε από άνω στην ανθρωπίνη εσχατιά, και την συνέδεσε με τον εαυτό του άλυτα, που εταπεινώθηκε κι’ επτώχευσε σαν εμάς, έκαμε επάνω τα κάτω ή μάλλον συνήγαγε τα δύο σε ένα, αναμιγνύοντας την ανθρωπότητα με την θεότητα, κι’ έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνωσι ως οδό που φέρει προς τα άνω, παρουσιάζοντας σήμερα τον εαυτό του για παράδειγμα σε ανθρώπους και σε αγίους αγγέλους.
6 Από αυτό τώρα οι άγγελοι έλαβαν την ιδιότητα του αμεταστρόφου [να είναι αμετάβλητοι προς το κακό], αφού έμαθαν εμπράκτως από τον Δεσπότη ότι η οδός της υψώσεως και της προς αυτόν ομοιώσεως δεν είναι η έπαρσις, αλλά η ταπείνωσις· από αυτό οι άνθρωποι έχουν το ευκολοδιόρθωτο, αφού αναγνωρίσουν ότι η ταπείνωσις είναι οδός ανακλήσεως.
Από αυτό ο αρχέκακος, που είναι η ίδια η έπαρσις, καταισχύνθηκε και κατανικήθηκε, ενώ προηγουμένως εφανταζόταν ότι κάπως εστεκόταν και ήταν κάτι. Ενώ άλλους μεν από επιθυμία του μεγαλυτέρου είχε υποδουλώσει και καταρρίψει, άλλους δε ήλπιζε να υποδουλώση από μωρία, εφάνηκε καλώς σαν παίγνιο από εκείνους που προηγουμένως είχαν απατηθή κακώς.
Και τώρα που εγεννήθηκε ο Χριστός, πατείται από εκείνους που προηγουμένως ήταν κάτω από τα πόδια του, οι οποίοι δεν είναι υπερόπτες τώρα, όπως εσυμβούλευε αυτός ο διαφθορεύς, αλλά συμβαδίζουν με τους ταπεινούς, όπως υπέδειξε με πράξεις ο Σωτήρ, και διά της ταπεινώσεως αποκτούν την υπερκόσμιο ύψωσι.
7 Γι’ αυτό ο Θεός, που κάθεται επάνω στα Χερουβίμ, ευρίσκεται σήμερα ως βρέφος επάνω στη γη· αυτός που είναι αθέατος από τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, που δεν μπορούν να ιδούν ατενώς [που δεν μπορούν να τον ατενίσουν] όχι μόνο τη φύσι του αλλ’ ούτε την αίγλη της δόξης του, γι’ αυτό και επισκιάζουν τα μάτια με τις πτέρυγες, βλέπεται αισθητώς και υποπίπτει στους σαρκικούς οφθαλμούς, αφού έγινε σάρκα· αυτός που ορίζει τα πάντα και δεν ορίζεται από κανένα περιλαμβάνεται σε μία πρόχειρη και μικρή φάτνη· αυτός που κατέχει και συσφίγγει το παν με την χεριά του περιτυλίσσεται σε μικρά σπάργανα και σφίγγεται με απλά δέματα [δεσίματα, κόμπους που κάνουν στα σπάργανα]· αυτός που έχει τον πλούτο των ακενώτων θησαυρών τέτοια πτωχεία υφίσταται εκουσίως, ώστε ούτε τόπο να μη ευρίσκη στο κατάλυμα γι’ αυτό και εισέρχεται σε σπήλαιο, και μάλιστα την ώρα που τίκτεται, ο γεννηθείς από τον Θεό αχρόνως και απαθώς και ανάρχως.
Και (τι θαύμα!) δεν ενδύεται μόνο την κάτω ευρισκομένη φύσι διά γεννήσεως αυτός που είναι συμφυής με τον ύψιστο Πατέρα, ούτε υφίσταται αυτήν την άκρα πτωχεία μόνο γεννώμενος σε πενιχρό σπήλαιο, αλλά καταδέχεται ευθύς εξ αρχής με την κυοφορία του ακόμη την εσχάτη καταδίκη της φύσεώς μας και τοποθετείται και απογράφεται μαζί με τους δούλους ο φύσει δεσπότης του παντός, οπωσδήποτε κάνοντας τη δουλεία να μη είναι κατά τίποτε ατιμότερη της δεσποτείας, μάλλον δε αναδεικνύοντας και τιμιωτέρους από δεσπότη τους κάτω τότε δούλους, αν βέβαια θα αντιλαμβάνονταν και θα υπήκουαν στο μεγαλείο της χάριτος· διότι ο φαινόμενος να είναι τότε δεσπότης της γης δεν είχε συναριθμηθή με τον βασιλέα των ουρανών, αλλά μόνο όλοι οι υπόδουλοι, και δεν συγκατελέγη με αυτούς ο τότε κυρίαρχος της γης, αλλά ο ουράνιος.
8 Ψάλλει κάπου προς τον Θεό ο Δαβίδ, που εξ αιτίας του τώρα γεννηθέντος από την πατριά του είναι θεοπάτωρ, «τα χέρια σου με έκαμαν και μ’ έπλασαν, συνέτισέ με και θα μάθω τις εντολές σου». Γιατί το λέγει αυτό; Διότι μόνο στου πλάστη τα χέρια είναι να παράσχη την πραγματική κατανόησι.
Όποιος συνετίσθηκε και κατενόησε την τιμή που έλαβε η φύσις μας από τον Θεό με το να πλασθή από τα χέρια του κατά την εικόνα, αφού αντιληφθή τη φιλανθρωπία του, θα προστρέξη σ’ αυτόν, θα ακούση και θα μάθη τις εντολές του πόσο περισσότερο, αν κατανοήση κατά το δυνατό το μέγα τούτο μυστήριο της αναπλάσεως και ανακλήσεώς μας;
Όταν έπλασε με το χέρι του την από τη γη φύσι μας κι’ εμφύσησε ο ίδιος ζωή, αυτός που όλα τα άλλα τα παρήγαγε με μόνο το λόγο, την άφησε να κατευθύνεται από τους δικούς της λογισμούς, εφ’ όσον ήταν κτισμένη λογική και κυρία της γνώμης της.
Αυτή τότε, απομονωμένη, εξαπατήθηκε από τη συμβουλή του πονηρού και μη μπορώντας ν’ ανθέξη στην επιβουλή δεν εφύλαξε το κατά φύσι, αλλά εγλύστρησε προς το παρά φύσι γι’ αυτό τώρα όχι μόνο την αναπλάττει με το χέρι κατά τρόπο παράδοξο, αλλά και την κρατεί κοντά του, αφού όχι μόνο την επήρε και την εσήκωσε από την πτώσι, αλλά και την ενδύθηκε αφράστως και συνδέθηκε με αυτήν αδιαιρέτως και εγεννήθηκε Θεός μαζί και άνθρωπος από γυναίκα, για ν’ αναλάβη την ίδια εκείνη φύσι που έπλασε στους προπάτορες, από παρθένο μάλιστα γυναίκα, για να καταστήση τον άνθρωπον νέον.
9 Πραγματικά, αν ήταν από σπέρμα, δεν θα ήταν νέος άνθρωπος, ούτε, αφού θα ήταν της παλαιάς μερίδος και κληρονόμος εκείνου του πταίσματος θα μπορούσε να δεχθή μέσα του το πλήρωμα της άφθαρτης θεότητος και να γίνη πηγή του αγιασμού ανεξάντλητης κι’ έτσι όχι μόνο εκείνων των προπατόρων δεν θα μπορούσε ν’ αποπλύνη με περισσή δύναμι τον από την αμαρτία μολυσμό, αλλά ούτε στους απογόνους των δεν θα επαρκούσε για αγιασμό.
Όπως δηλαδή δεν πρόκειται να αρκέση σε μια πόλι ύδωρ τοποθετημένο σε σκεύος για να πίνη διαρκώς, αλλά χρειάζεται να φέρη πηγή, οπότε ποτέ δεν θα παραδοθή στους εχθρούς από δίψα, έτσι δεν μπορούσε ν’ αρκέση για συνεχή αγιασμό σε όλους ούτε άνθρωπος ούτε άγιος άγγελος που έχει αποκτήσει από μετοχή την ιδιότητα του αγιάζειν, αλλά η κτίσις εχρειαζόταν κρήνη που να έχη την πηγή μέσα της και με αυτόν τον τρόπο οι πλησιάζοντες αυτήν και χορταίνοντες από αυτήν να μένουν αήττητοι από τους επιτιθεμένους εναντίον των εμφύτων ασθενειών και στερήσεών της.
Γι’ αυτό δεν ήλθε άγγελος ούτε άνθρωπος, αλλ’ ήλθε ο ίδιος ο Κύριος και μας έσωσε, αφού έγινε για μας κατά τον τρόπο μας άνθρωπος και έμεινε αναλλοίωτος Θεός.
Οικοδομώντας τώρα τη νέα Ιερουσαλήμ και ανεγείροντας για τον εαυτό του ναό με εμψύχους λίθους και συνάγοντάς μας ως Εκκλησία ιερά και παγκόσμια, εγκαθιστά στο θεμέλιο της, που είναι ο Χριστός, την αένναη πηγή της χάριτος.
Διότι η πλήρης ζωή και δεσποτική και αΐδιος, η πάνσοφη και παντοδύναμη φύσις ενώνεται μ’ εκείνη τη φύσι που από αβουλία απατήθηκε και από ασθένεια υποδουλώθηκε στον Πονηρό και από στέρησι θείας ζωής είναι πεταμένη στους μυχούς [στα βαθύτατα σημεία] του άδη, για να εισφέρη σ’ αυτήν σοφία και δύναμι και ελευθερία και ζωή αδιάπτωτη.
Συνεχίζεται
Από τον τόμο «Γρηγορίου Παλαμά, έργα 11» των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Παναγιώτης Κ. Χρήστου.
Από τον τόμο «Γρηγορίου Παλαμά, έργα 11» των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Παναγιώτης Κ. Χρήστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου