Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (94)

Συνέχεια από: Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Giovanni Reale
ΠΛΑΤΩΝ
XV
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΔΥΟΝΤΑΙ
ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Η «ερμηνευτική» εμβέλεια του πλατωνικού διαλόγου και η διαλεκτική δομή της «ερώτησης» και της «απάντησης»

ΟΠΩΣ ΕΙΔΑΜΕ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ο Πλάτωνας παρουσίασε, με τον δικό του τρόπο, μια «υπεράσπιση» της γραφής έναντι των επικριτών της και μάλιστα εμφανίστηκε ως δάσκαλος της τέχνης του γράφειν, υποδεικνύοντας τους κανόνες της γραφής με βάση τη διαλεκτική. Ωστόσο, τοποθέτησε με τρόπο απολύτως σαφή το ίδιο το φιλοσοφείν πάνω από το γράφειν.

Λέγεται, όμως, ότι χωρίς τη γραφή ο Πλάτωνας δεν θα μπορούσε να μεταδώσει τα εξαιρετικά μηνύματα που μετέφερε με τους γραπτούς διαλόγους του.

Η πρώτη απάντηση σε αυτή την αντίρρηση είναι η εξής: τα ίδια αυτά μηνύματα των γραπτών διαλόγων, με τον ιδιαίτερο τρόπο και τη δομική μορφή με την οποία παρουσιάζονται, αποδεικνύονται από πολλές απόψεις επαναστατικά στον ίδιο τον χώρο της γραφής. Αυτό οφείλεται σε εκείνη τη θαυμαστή «εικόνα» του διαλόγου, η οποία αναπαράγει γραπτώς το «πρότυπο» της προφορικότητας, τόσο στη δυναμική της εξέλιξης, όσο και στις πολυάριθμες και συχνές διασταυρούμενες αναφορές σε ό,τι υπερβαίνει την εικόνα και παραπέμπει στο ίδιο το πρότυπο, δηλαδή στην προφορικότητα καθαυτή.
Με άλλα λόγια: ο πλατωνικός διάλογος προαναγγέλλει, από ορισμένες απόψεις, τη σύγχρονη «ερμηνευτική».

Στο σημείο αυτό είχε ήδη στρέψει την προσοχή ο Gadamer με ιδιαίτερα μετρημένες και εύστοχες παρατηρήσεις (Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, ιδίως στις σελίδες 418-437).

Στη θεμελιώδη ερμηνευτική κατάσταση, η «ερώτηση» έχει καίρια σημασία. Κάθε γνωστική εμπειρία καθίσταται δυνατή μόνο μέσω της υποβολής ερωτήσεων, δηλαδή μέσω της διερώτησης για το αν τα πράγματα είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Συνεπώς, η λογική δομή της «ανοιχτότητας» που χαρακτηρίζει την ερμηνευτική συνείδηση συμπίπτει με την ίδια τη δομή της ερώτησης αν το πράγμα είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η «ερώτηση»;


Η ερώτηση υποδεικνύει, χάρη στον ορθό τρόπο με τον οποίο τίθεται, το νόημα ή την κατεύθυνση μέσα από την οποία μπορεί να βρεθεί η απάντηση. Επομένως, η ερώτηση «μετατοπίζει» το αντικείμενο της ερώτησης σε μια συγκεκριμένη προοπτική και, ως εκ τούτου, δίνει σε αυτό το αντικείμενο ένα «νόημα», σύμφωνα με το ίδιο το νόημα που θέτει η ερώτηση.

Ο Gadamer αναδεικνύει έτσι την ουσιώδη ερμηνευτική σημασία της «ερώτησης» στα πλατωνικά κείμενα:
«Μία από τις μεγάλες διαισθήσεις (διαπιστώσεις) που βρίσκουμε στην πλατωνική παρουσίαση του Σωκράτη είναι ότι, αντίθετα προς κάθε κοινή αντίληψη, το να ρωτά κανείς είναι δυσκολότερο από το να απαντά. Όταν οι συνομιλητές του σωκρατικού διαλόγου, αμήχανοι μπροστά στην ανάγκη να απαντήσουν στις πιεστικές ερωτήσεις του Σωκράτη, επιθυμούν να αντιστρέψουν τους ρόλους και διεκδικούν για τον εαυτό τους τον, κατά τη γνώμη τους, πιο πλεονεκτικό ρόλο του ερωτώντος, τότε ακριβώς αποτυγχάνουν πλήρως. Πίσω από αυτή την κωμική κίνηση του πλατωνικού διαλόγου κρύβεται η κριτική διάκριση ανάμεσα στον αυθεντικό και στον μη αυθεντικό λόγο. Όποιος στον λόγο δεν επιδιώκει να διεισδύσει στην ουσία του προβλήματος αλλά μόνο να έχει δίκιο, θα θεωρήσει φυσικά το να ρωτάς ευκολότερο από το να απαντάς. Γιατί το να ρωτάς δεν εμπεριέχει τον κίνδυνο να συναντήσει κανείς μια ερώτηση στην οποία δεν γνωρίζει την απάντηση. Όμως η προαναφερθείσα αντιστροφή και η αποτυχία που τη συνοδεύει δείχνουν ότι, στην πραγματικότητα, αυτός που πιστεύει πως γνωρίζει περισσότερα δεν είναι ικανός να ρωτά. Για να μπορεί κανείς να ρωτά πρέπει να θέλει να γνωρίζει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να γνωρίζει πως δεν γνωρίζει. Στην εναλλαγή των ρόλων μεταξύ ερωτώντος και ερωτώμενου, μεταξύ γνώσης και άγνοιας, που μας εκθέτει ο Πλάτωνας, αναδεικνύεται ο προκαταρκτικός χαρακτήρας της ερώτησης έναντι κάθε αληθινής γνώσης και κάθε αληθινού διαλόγου. Ένας διάλογος που επιδιώκει να φωτίσει το πράγμα πρέπει να ανοίξει τον δρόμο προς αυτό μέσω της ερώτησης»(Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, 419-420).

Ο Gadamer παραπέμπει ως παράδειγμα στον Πρωταγόρα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τον Γοργία: πρόκειται για τους δύο διαλόγους όπου το θέμα αυτό τίθεται και αναπτύσσεται με τρόπο άρτιο και ολοκληρωμένο, είτε σε κωμικό (στον πρώτο) είτε σε τραγικό (στον δεύτερο) τόνο.

Ο Gadamer διευκρινίζει περαιτέρω ότι η ερώτηση απαιτεί μια ανοιχτή διάθεση, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να τίθεται με συγκεκριμένο και προσδιορισμένο τρόπο, σύμφωνα με έναν ορισμένο ορίζοντα:
«Ακόμη και η διατύπωση μιας ερώτησης μπορεί συνεπώς να είναι σωστή ή λανθασμένη, αναλόγως αν περιλαμβάνει ή όχι το πεδίο αυτού που είναι πραγματικά ανοιχτό. Λανθασμένη θα είναι, λοιπόν, η ερώτηση που δεν φτάνει σε αυτό που είναι ανοιχτό αλλά το συγκαλύπτει με την υιοθέτηση ψευδών προϋποθέσεων. Εμφανίζεται με τον χαρακτήρα μιας φαινομενικής ανοιχτότητας και δυνατότητας απόφασης. Αλλά εκεί όπου το αντικείμενο της ερώτησης δεν ορίζεται σωστά σε σχέση με τις πραγματικές προϋποθέσεις μέσα στις οποίες εντάσσεται, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ανοιχτότητα και επομένως δεν υπάρχει πεδίο για πραγματική απόφαση»(Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, 420).

Εάν διαβάσουμε εκ νέου τους πλατωνικούς διαλόγους υπό αυτό το πρίσμα, θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν πρότυπο της ερμηνευτικής τεχνικής της ερώτησης· μιας τεχνικής που εφαρμόζεται και εκτίθεται με τρόπο υποδειγματικό.
Η διαλεκτική στην αρχική της σημασία, και σε κάθε περίπτωση στο βασικό της επίπεδο, συνίσταται ακριβώς στην τέχνη του να θέτει κανείς ερωτήσεις, διατηρώντας σταθερά την ερώτηση: τη σωστή κατεύθυνση, την ανοιχτότητά της και την οριοθέτησή της.
Ο διάλογος όμως προχωρεί μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων. Και ποιο είναι, από ερμηνευτική άποψη, το νόημα των βραχυλογικών —και ενίοτε μονοσύλλαβων— απαντήσεων που συναντούμε σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους;

Ο Gadamer απαντά:

«Ο διάλογος έχει αναγκαστικά τη δομή της ερώτησης και της απάντησης. Η πρώτη προϋπόθεση της τέχνης του διαλόγου είναι ο συνομιλητής να μπορεί πάντοτε να τον παρακολουθεί. Αυτό φαίνεται υπερβολικά καθαρά στο συνεχές “ναι” των συνομιλητών στους πλατωνικούς διαλόγους. Το θετικό στοιχείο αυτής της μονοτονίας είναι η εσωτερική συνέπεια με την οποία προχωρεί στο διάλογο η ανάπτυξη του επιχειρήματος. Το να διεξάγει κανείς διάλογο σημαίνει να υποτάσσει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αντικειμένου που έχουν θέσει ως στόχο οι συνομιλητές. Ο διάλογος απαιτεί να μην υποτιμά κανείς τους λόγους του συνομιλητή, αλλά να τους αξιολογεί ως προς τη νοηματική τους βαρύτητα. Η διαλεκτική είναι λοιπόν η τέχνη της δοκιμασίας»(Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, 428).

Σε μία συνέντευξη που μου παραχώρησε ο ίδιος ο Gadamer τον Σεπτέμβριο του 1996, διευκρινίζει ακόμη περισσότερο το νόημα αυτών των βραχυλογικών απαντήσεων, που πολλοί αναγνώστες θεωρούν μάλιστα ενοχλητικές:
«Από τη δική μου οπτική, ο Πλάτωνας με γοήτευε πάντα —και σε αυτόν νιώθω πολύ κοντά— επειδή επέμενε διαρκώς στη διαλεκτική της ερώτησης και της απάντησης. Θυμάμαι μια συζήτηση με έναν δημοσιογράφο και ευφυή συνάδελφο, ο οποίος παραπονιόταν ότι οι άλλοι χαρακτήρες στους πλατωνικούς διαλόγους λένε μόνο “ναι”, “όχι”, “ίσως” κ.λπ., και τίποτε άλλο. Του είπα τότε: ναι, αυτές οι απαντήσεις μπορεί κανείς λίγο–πολύ να τις αντικαταστήσει, αλλά αυτό ανήκει στην τεχνική των διαλόγων. Πρόκειται για μια τεχνική που και το νέο ενδιαφέρον για τη μορφή του διαλόγου αρχίζει να ανακτά. Ίσως είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς αυτή την τεχνική στους άλλους χαρακτήρες, με λίγες εξαιρέσεις· συνήθως, ωστόσο, πρόκειται για μια τεχνική κρυμμένης διδασκαλίας του Πλάτωνα». [Αυτή η συνέντευξη, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη σελίδα πολιτισμού της εφημερίδας Sole 24 Ore, στις 6 Οκτωβρίου 1996, επανεκδόθηκε από εμένα ως Παράρτημα XI στην εικοστή έκδοση του έργου μου Per una nuova interpretazione di Platone... (το κείμενο αναφέρεται στη σελίδα 849) και από τον G. Girgenti στο βιβλίο La nuova interpretazione di Platone. Ένας διάλογος του Hans-Georg Gadamer με τη Σχολή της Τυβίγγης και του Μιλάνου και άλλους μελετητές (Τυβίγγη, 3 Σεπτεμβρίου 1996), Εισαγωγή του H.-G. Gadamer, Πρόλογος, μετάφραση από τα γερμανικά και σημειώσεις του G. Girgenti, Rusconi Milano 1998 (το ίδιο κείμενο στο βιβλίο του Girgenti βρίσκεται στις σελίδες 131-132).]

Πέρα όμως από αυτές τις ακριβείς παρατηρήσεις του Gadamer, έχω εντοπίσει και ένα άλλο, εξίσου σημαντικό στοιχείο της ερμηνευτικής που συναντάμε στον Πλάτωνα: τον «ερμηνευτικό κύκλο», για τον οποίο πρέπει τώρα να μιλήσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου