Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η συνεχιζόμενη επίδραση του Immanuel Kant 2

 Συνέχεια από: Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025


Η συνεχιζόμενη επίδραση του Immanuel Kant 2

https://www.youtube.com/watch?v=zBh-5MGLg_E


Του Jochen Kirchhof


Οπότε η αξίωση που προβάλλει ο Kant δεν εκπληρώνεται από τον ίδιο. Δεν πρόκειται καθόλου για μια Kritik der reinen Vernunft. Οι τρεις πηγές της λογικής, λέει, είναι η αισθητικότητα (Sinnlichkeit), η νόηση (Verstand) και ο λόγος (Vernunft). Θα παραλείψω το μεσαίο μέρος. Και μετά ακολουθούν δύο ακόμη επιχειρήματα.

Δεν μπορώ να τα αναπτύξω όλα λεπτομερώς — αυτό θα ήταν μια ξεχωριστή διάλεξη. Από τη διδασκαλία του Kant ότι τα πράγματα καθαυτά είναι αγνώριστα, όταν τους αφαιρέσει κανείς όλα τα αισθητά γνωρίσματα, μπορεί φυσικά κανείς να ρωτήσει: τι υποστηρίζει ο Kant για τα πράγματα αυτά;
Τελικά λέει: αυτά τα πράγματα δεν είναι ούτε χωρικά ούτε χρονικά ούτε υλικά ούτε υπάγονται στη νομοτέλεια της αιτιότητας. Τι είναι λοιπόν; Κριτικοί είπαν: δεν είναι τίποτα. Πρόκειται για έναν Schulbegriff, μια κενή λέξη· ακόμη και ο Nietzsche λέει: αυτό δεν είναι τίποτα.
Δεν υπάρχει πια τίποτα εκεί, δεν υφίστανται πλέον. Είναι καθαρή νοητική κατασκευή. Από αυτό θα ακολουθούσε, λέει ο Schelling, ότι η ουσία των αντικειμένων εκτός ημών θα ήταν μη χωρική και μη αισθητή.
Και αυτό ακριβώς υποστηρίζει. Αν αφαιρέσει κανείς τα πάντα —χρώμα, αισθητηριακότητα, ακόμη και αιτιότητα, χώρο και χρόνο— τι απομένει από τα πράγματα; Είναι η λέξη «πράγμα» καν ακόμη δικαιολογημένη; Αυτή είναι κιόλας η ερώτηση. Και όμως ο Kant μας αφήνει αυτή τη συνέπεια όπως μας αφήνει να φανταστούμε μόνοι μας πώς ο καθεαυτόν μη-χωρικός «υλικός φορέας» (Stoff), τον οποίο προϋποθέτει, αυτός δηλαδή που πρέπει να δώσει την τελική βάση των παραστάσεών μας και των εξωτερικών αντικειμένων, πώς αυτός ο «φορέας» προσαρμόζεται στη μορφή του χώρου στη δική μας εποπτεία — πώς λαμβάνει χωρική μορφή.

Εξαιρετική σκέψη. Ο Schelling κρίνει τον Kant: τι υποστηρίζει ο Kant; Υποστηρίζει ότι ένα μη-χωρικό, μη-αισθητό, δηλαδή υπεραισθητό «κάτι» —το πράγμα καθεαυτό— καλείται κατά κάποιο τρόπο από ένα άλλο υπεραίσθητο κάτι, τον ανθρώπινο νου, να ανασύρει τον χώρο σαν από ένα μαγικό κουτί.
Αυτό ο Kant δεν το έλυσε ποτέ — το έχουμε ήδη υπαινιχθεί. Το υπερβατολογικό υποκείμενο, το καθαρό Εγώ, είναι πάλι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό το άλλο Εγώ που γνωρίσαμε ως το ηθικό Εγώ.
Και ούτω καθεξής. Αυτά είναι μόνο τα πρώτα επιχειρήματα· υπάρχουν και άλλα πολύ ισχυρά. Μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη, υπέροχη κριτική της Kritik der reinen Vernunft, που είναι διανοητική απόλαυση, εφόσον κάνει κανείς τον κόπο να ασχοληθεί στοχαστικά με αυτήν.

Το κείμενο για την ελευθερία του Schelling (Freiheitsschrift) προκάλεσε ελάχιστη επίδραση στη γερμανική πνευματική ιστορία — αντιθέτως, η φυσική φιλοσοφία του είχε μεγάλη επίδραση, έως και τον Jochen Kirchhoff.

Τώρα στον Nietzsche. Ο Schopenhauer, λίγο νεότερος από τον Schelling —ας θυμηθούμε τα βιογραφικά: Ο Schelling γεννήθηκε το 1775 και έζησε έως το 1854· Schopenhauer γεννήθηκε το 1788. Και ο Schopenhauer ξεκινά από τον Kant.
Με ισχυρή αυτοπεποίθηση λέει ότι ό,τι έγινε ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Kant, δηλαδή από τους Γερμανούς ιδεαλιστές, είναι μηδενικό. Fichte, Schelling και Hegel — δεν είναι φιλόσοφοι. Πρέπει, λέει, να εκδιωχθούν από τον ναό της φιλοσοφίας.
Ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Hegel, τον οποίο αδιάκοπα παρουσίαζε ως φλύαρο, ως φαντασιόπληκτο, ως κάποιον που παραβιάζει τους πιο στοιχειώδεις κανόνες της σκέψης. Υπάρχει άλλωστε αυτή η «σκληρή διαμάχη»: αν τοποθετήσει κανείς σε μια βιβλιοθήκη έναν τόμο Hegel δίπλα σε έναν τόμο Schopenhauer, κινδυνεύει να καταρρεύσει ολόκληρο το ράφι.

Παρ’ όλο που —και αυτό είναι αστείο— ο Hegel βοήθησε ώστε ο Schopenhauer να μπορέσει να διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έπρεπε να περάσει μια συνέντευξη αξιολόγησης, ως διδάκτορας πλέον· ο Hegel ήταν μέλος της επιτροπής.
Είπαν τότε: «τον δεχόμαστε». Αλλά ο Schopenhauer τον μισούσε — μισούσε τον Hegel. Τον μισούσε μέχρι και σωματικά. Έλεγε: «Αυτή η φυσιολογία ταβερνιάρη — αρκεί να τον δει κανείς για να ξέρει ότι δεν μπορεί να σκέφτεται».

Τώρα έχει ενδιαφέρον να δούμε: τι υιοθετεί ο Schopenhauer από τον Kant και τι κριτικάρει; Υιοθετεί από τον Kant τον απότομο διαχωρισμό, θα μπορούσε κανείς να πει τον απότομο δυαλισμό, ανάμεσα σε έναν κόσμο πραγμάτων καθεαυτά, του Είναι, αυτού του αγνώστου κάτι που κανείς δεν μπορεί πραγματικά να γνωρίσει — και στη δική μας αισθητηριακή, φυσική πρόσληψη των πραγμάτων, στις κατηγορίες της νόησης.
Εδώ η αισθητηριακή-φυσική πλευρά, η εμπειρική πραγματικότητα· εκεί μια άγνωστη πραγματικότητα που μας είναι εντελώς κλειστή.
Τώρα λέει ο Schopenhauer: «Kant, αυτό είναι μια μεγαλειώδης σκέψη». Τη βρίσκει ιδιοφυή. Τη συνδέει με την ινδική φιλοσοφία και κάνει ένα εκπληκτικό άλμα — το έχω ήδη αναφέρει. Λέει ότι αυτό που ο Kant ονομάζει «κόσμος των φαινομένων» είναι, στην ουσία, το ίδιο που οι Ινδοί αποκαλούσαν Maya.
Τώρα συνδέει την ινδική σκέψη, τις Upanishaden, με την ιδεαλιστική φιλοσοφία. Αυτό είναι, τρόπον τινά, το σημείο εκκίνησής του.
Θα δώσω ένα μικρό παράδειγμα από τον Schopenhauer, που δείχνει πώς σκέφτεται τώρα το θέμα, πώς πιστεύει ότι —χωρίς να πέσει σε μια νέα θεαματική και (υποθετική) σπεκουλατίβ μεταφυσική— αποκαλύπτει πώς μας παρουσιάζεται το Ding an sich, δηλαδή μέσω της ίδιας μας της σωματικότητας. Αυτή είναι η κεντρική σκέψη: μέσω της δικής μας σωματικότητας είμαστε κι εμείς μέρος των πραγμάτων καθαυτά. Όλα τα άλλα πράγματα τα έχουμε έξω· ο καθένας μας εδώ μέσα έχει τον άλλον ως ένα «έξω». Αλλά έχουμε κι εμάς τους ίδιους ως «έξω», μέσα από το δικό μας σώμα.
Δηλαδή, στο ίδιο μας το σώμα έχουμε ταυτόχρονα εσωτερικό και εξωτερικό. Και αυτό αποτελεί αφετηρία. Με αυτό ο Schopenhauer εισάγει το σώμα, το αισθητό σώμα, στη φιλοσοφία. Πριν από αυτό υπήρχαν αφηρημένα φαντάσματα — όχι στον Bruno αλλά στον Descartes, όπου το σώμα σχεδόν δεν υπάρχει πραγματικά.
Ο Schopenhauer εισάγει το σώμα, το ζωντανό σώμα. Ο Schopenhauer αποστασιοποιείται εδώ με απόλυτη σαφήνεια από τον Kant. Στο κεφάλαιο «Περί της γνωσιμότητας του πράγματος καθαυτό» υπάρχει το ακόλουθο απόσπασμα, όπου το θέτει ξεκάθαρα:
«Κατά συνέπεια όλων αυτών, μέσω της αντικειμενικής γνώσης —δηλαδή εκκινώντας από την παράσταση— δεν θα ξεπεράσει ποτέ κανείς την παράσταση, δηλαδή τα όριά της· θα μείνει στην εξωτερική πλευρά των πραγμάτων, χωρίς ποτέ να διεισδύσει στο εσωτερικό τους και να ερευνήσει τι μπορεί αυτά να είναι ως πράγματα καθαυτά, δηλαδή για τον εαυτό τους. Ως εδώ συμφωνώ με τον Kant. Τώρα όμως, ως αντίβαρο αυτής της αλήθειας, τόνισα μια άλλη: ότι δεν είμαστε μόνο το γνωρίζον υποκείμενο, αλλά ταυτόχρονα ανήκουμε και εμείς στο ον που πρέπει να γνωριστεί, είμαστε οι ίδιοι το πράγμα καθαυτό· επομένως, προς εκείνη την εσωτερική ουσία των πραγμάτων στην οποία απ’ έξω δεν μπορούμε να διεισδύσουμε, υπάρχει για εμάς ένας δρόμος από μέσα, σαν ένας υπόγειος διάδρομος, μια μυστική σύνδεση που μας μεταφέρει, σαν με προδοσία, κατευθείαν μέσα στο φρούριο, το οποίο με επίθεση απ’ έξω ήταν αδύνατο να καταληφθεί. Το πράγμα καθαυτό μπορεί, ως τέτοιο, να έρθει άμεσα στη συνείδηση μόνο επειδή αυτοσυνειδητοποιείται.»
Το να θέλει κανείς να γνωρίσει κάτι «αντικειμενικά» σημαίνει να απαιτεί κάτι αντιφατικό — και αυτό το αναπτύσσει μέσω της ανθρώπινης σωματικότητας. Όταν κοιτάζω το ίδιο μου το χέρι, το χέρι είναι ένα αντικείμενο του εξωτερικού, φυσικού-αισθητού κόσμου. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι το χέρι ως εσωτερικό.
Και σε αυτή τη διχοτόμηση εσωτερικού–εξωτερικού μέσω του ίδιου μας του σώματος, λέει ο Schopenhauer, βρίσκεται το σημείο εκκίνησης. Είμαι επίσης το εσωτερικό των πραγμάτων. Και πιστεύει πως αυτό το έχει συλλάβει μέσω της έννοιας της βούλησης.
Δηλαδή: είμαι βούληση που έχει υλοποιηθεί, βούληση που έχει γίνει σώμα. Πριν από πέντε χρόνια κάναμε εδώ το σεμινάριο για τον Schopenhauer και εξετάσαμε όλα αυτά. Η αφετηρία του Schopenhauer είναι: από τη μια ο Kant έχει δίκιο, αυτός ο διαχωρισμός είναι δικαιολογημένος· αλλά αυτό που ο Kant δεν είδε είναι ότι ο άνθρωπος, μέσω της σωματικότητάς του, έχει μερίδιο στα πράγματα καθαυτά· ότι έτσι διαθέτει έναν άμεσο, έμφυτο δρόμο προς αυτά.
Και ο Schopenhauer δεν εννοεί εδώ μεταφυσική παλαιού τύπου — όχι παλιός δογματισμός, αλλά αυτό που ο ίδιος ονομάζει «εμμενής δογματισμός».

Το ότι ο Schopenhauer κατακρίθηκε σε όλη την παράδοση του 19ου αιώνα, και ιδίως στην αριστερή παράδοση, ως ανορθολογιστής, είναι άλλη υπόθεση. Αν και είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και η Σχολή της Φρανκφούρτης, ο νεομαρξισμός, ανακάλυψε αργότερα τον Schopenhauer και τον θεώρησε σημαντικότερο από τον Marx. Για παράδειγμα, ο Max Horkheimer —ήδη από τη δεκαετία του ’50 και ακόμη περισσότερο τη δεκαετία του ’60— ο διάσημος νεομαρξιστής, ο δάσκαλος του Jürgen Habermas, λέει: «Αν το δούμε προσεκτικά, ο Schopenhauer είναι σημαντικότερος από τον Marx.»
Έτσι ο νεομαρξισμός προσέγγισε με παράδοξο τρόπο τον Schopenhauer· μια ενδιαφέρουσα κυματοειδής κίνηση στην ιστορία των ιδεών. Ο Schopenhauer ήταν αρχικά εντελώς άγνωστος — πικρή εμπειρία για εκείνον· κανείς δεν τον λάμβανε υπόψη. Ξαφνικά έγινε διάσημος, χάρη στο βιβλίο του Parerga und Paralipomena — τίτλος τόσο δύσκολος που ο μέσος άνθρωπος δεν ξέρει καν τι σημαίνει· μικρά δοκίμια και συμπληρώματα. Με κριτικές στον αγγλικό Τύπο έγινε ξαφνικά παγκοσμίως γνωστός· ο ηλικιωμένος άνδρας απόλαυσε ακόμη τη διεθνή του δόξα.
Ύστερα ο Schopenhauer έγινε η ηγετική μορφή της γερμανικής φιλοσοφίας. Με αυτόν αναγνώστηκε ξανά και ο Kant. Πολλοί διάβαζαν τον Schopenhauer για να κατανοήσουν τον Kant και αντιστρόφως.
Δεν διάβαζαν τον Kant «επειδή ήταν ο Kant», αλλά επειδή ο Schopenhauer τον θεωρούσε τόσο σημαντικό. Έμμεσα, δηλαδή. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν συνηθισμένο ακόμη και στα γερμανικά πανεπιστήμια να παρατίθενται ορισμένα αποσπάσματα από τη φυσική φιλοσοφία του Hegel ως γελοιογραφίες. «Η ηλεκτρική δύναμη είναι η μορφή που απελευθερώνεται από τον εαυτό της.» Οι φυσικοί γελούσαν.
«Η μορφή που αρχίζει να αίρει την αδιαφορία της…» Μπορεί κανείς να τα διαβάσει. Θεωρούνταν αστεία.

Για πολλούς ο Hegel ήταν παράλογος· η φυσική του φιλοσοφία θεωρούνταν ανεξέλεγκτη, απελπισμένη σπεκουλατίβ φαντασία. Αυτό άλλαξε πάλι μόλις στον 20ό αιώνα. Υπάρχει αυτή η κυματοειδής κίνηση: ο Schopenhauer ξαναβυθίζεται, το άστρο του Hegel ξανανεβαίνει. Σήμερα η κατάσταση παραμένει αμφίρροπη.
Αν κοιτάξει κανείς Hegel και Schopenhauer, έχει συχνά την εντύπωση ότι το άστρο του Schopenhauer ξανανεβαίνει. Αλλά αυτό είναι άλλο, ξεχωριστό κεφάλαιο.

Τώρα στον Nietzsche.
Ήθελα να παρουσιάσω πέντε προσωπικότητες. Αυτό μπορώ να το κάνω μόνο επιγραμματικά. Καθένας τους αξίζει ολόκληρο σεμινάριο — και αυτό το έχουμε ήδη κάνει. Έχετε άλλωστε μελετήσει και τον Lornkircher.

Και ο Nietzsche αναφέρεται πολύ έντονα στον Kant. Από τη μια τον χλευάζει: «Εκείνος ο μηδενιστής με τα χριστιανο-δογματικά εντόσθια. Ο Κινέζος του Königsberg. Ο Kant ως ηλίθιος.» Αχαλίνωτος χλευασμός. Αυτή είναι η μία πλευρά.
Από την άλλη όμως υπάρχουν παράξενες επιδράσεις, που ήρθαν στο φως με κόπο. Κι αυτός που το ανέλυσε πρώτος διεξοδικά ήταν ένας από τους προδρόμους του θετικισμού: ο Hans Vaihinger.
Υπάρχουν οι θετικιστές — πολλοί σοβαροί. Ένα όνομα είναι ο Peter Gustav von Waldkirch, που έπαιξε κάποιο ρόλο στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, με τη θέση ότι η φυσική δεν μπορεί να εξηγεί, αλλά μόνο να περιγράφει. Παραίτηση από την αξίωση της «εξήγησης» στη φυσική. Είχε και επαφή με τον Ernst Mach.

Ο Hans Vaihinger έγραψε ένα βιβλίο — έναν ογκώδη τόμο, που ήταν τότε μπεστ-σέλερ στη σύντομη δημοφιλή εκδοχή του — Die Philosophie des Als Ob. Αυτό το έχει από τον Kant. Ο όρος «Als ob» εμφανίζεται συχνά στον Kant. Έτσι ο Nietzsche συνεχίζει, κατά Vaihinger, τη σκέψη του Kant.
Ένα ωραίο απόσπασμα του Nietzsche από τη Morgenröte (1886) δείχνει τώρα την κριτική του Kant στο απόγειό της:
«Από τι άραγε προέρχεται το γεγονός ότι από τον Plato και μετά όλοι οι οικοδόμοι της φιλοσοφίας στην Ευρώπη έχτισαν μάταια; Ότι όλα απειλούν να καταρρεύσουν ή έχουν ήδη καταρρεύσει; Όλα όσα οι ίδιοι αποκαλούσαν έντιμα και σοβαρά “αιώνια”; Πόσο λανθασμένη είναι η απάντηση που ακόμη και σήμερα δίνεται!
Διότι παραλείψαμε να εξετάσουμε τις προϋποθέσεις τους· την εξέταση του θεμελίου· μια Kritik der gesamten Vernunft!»

Η μία μοιραία απάντηση του Kant — με την οποία δεν μας οδήγησε, εμάς τους σύγχρονους φιλοσόφους, σε σταθερότερο και λιγότερο απατηλό έδαφος. Και αν το σκεφτούμε εκ των υστέρων, δεν ήταν κάπως παράξενο να απαιτεί κανείς από ένα εργαλείο να κρίνει την ίδια του την αρτιότητα και την καταλληλότητά του;
Να γνωρίζει ο ίδιος ο νους (Intellekt) την αξία του, τη δύναμή του, τα όριά του; Δεν ήταν αυτό μάλιστα κάπως αντιφατικό; Ένα εργαλείο δεν μπορεί να κρίνει την ίδια του την καταλληλότητα. Ο νους δεν μπορεί να ορίσει ο ίδιος τα όριά του ούτε αν λειτουργεί σωστά ή εσφαλμένα.
Ο Nietzsche κριτικάρει τον θεμελιώδη ισχυρισμό της Kritik der reinen Vernunft: ότι η Λογική γενικά είναι ικανή να το κάνει αυτό. Για τον Nietzsche ο Intellekt δεν διαχωρίζεται σε νόηση (Verstand) και λόγο (Vernunft) όπως στον Kant· είναι απλώς ο νους ως σύνολο, το πνεύμα γενικά — τίποτε περισσότερο από ένα εργαλείο ενός τελείως άλλου αρχείου, που δεν είναι πνευματικό. Όπως και στον Schopenhauer, μια θεμελιώδης αρχή· μόνο που στον Nietzsche αυτό εξελίσσεται σε μια «διαμόρφωση βούλησης» (Willenskonfiguration).

Άρα απορρίπτει κατηγορηματικά αυτόν τον ισχυρισμό. Αυτό που εδώ κριτικάρει ο Nietzsche —το γράφω και στο δοκίμιό μου για το πρόβλημα της γνώσης στον Nietzsche πριν από 25 χρόνια— είναι ο ισχυρισμός της καντιανής φιλοσοφίας ότι έχει χαράξει τα όρια της Λογικής. Η «φιλοσοφία ως επιστήμη των ορίων της Λογικής», όπως όρισε τη φιλοσοφία ο Kant, είναι κατά Nietzsche κατ’ αρχήν αδύνατη, εφόσον δεν έχουμε πρώτα μια πραγματική γνώση για τη γνώση και την ουσία της ως αφετηρία.
Ξανά Nietzsche: αν δεν ξέρουμε τι είναι γνώση —λέει αυτό που λέει και ο Schelling— δεν μπορούμε να απαντήσουμε αν υπάρχει γνώση. Ο νους δεν μπορεί να αυτοκριθεί· ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συγκριθεί με νου άλλου τύπου· και επειδή η ικανότητά του να γνωρίζει θα φαινόταν μόνο έναντι της αληθινής πραγματικότητας.
Δηλαδή: για να κριτικάρουμε τον νου, θα έπρεπε να είμαστε όντα ανώτερα, με απόλυτη γνώση. Μόνο τότε θα μπορούσαμε. Μόνο από ένα υψηλότερο επίπεδο· όχι εμμενώς.

Αυτό είναι έξυπνα σκεπτόμενο. Το βρίσκουμε και στον Schelling: η ικανότητα πρέπει να αναχθεί σε μια ανώτερη ικανότητα — δεν μπορεί κανείς να την «ακυρώσει» ή να την υπερβεί τόσο εύκολα. Ο κεντρικός ισχυρισμός της Λογικής είναι να αυτοκριθεί. Αυτό ισχυρίζεται ο Kant. Ο Schelling και ο Nietzsche το κριτικάρουν.
Και όμως ο Nietzsche επηρεάζεται πολύ έντονα από τον Kant· διότι τονίζει με ιδιαίτερη δύναμη ότι δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τα πράγματα στην ουσία τους. Χρησιμοποιεί έναν κεντρικό όρο: τον προοπτικισμό (Perspektivismus). Δεν μπορούμε ποτέ να εξέλθουμε από την προοπτική μας. Κάθε γνώση είναι μόνο μια σχεσιακή προοπτικοποίηση. Δεν υπάρχει απόλυτη γνώση.
Αυτό ο Nietzsche το ανέλυσε με θαυμαστή λεπτότητα σε αναρίθμητες σκέψεις· και γι’ αυτό, όπως έδειξε ο Vaihinger, είναι κατά κάποιον τρόπο Kantianer — και συνεχίζει τη σκέψη του Kant.

Από εδώ υπάρχουν ενδιαφέρουσες συνδέσεις με τη μεταγενέστερη φυσική. Λόγου χάρη ο Heisenberg — τον παραθέτω εδώ:
«Ακόμη και στη φυσική, το αντικείμενο της έρευνας δεν είναι πλέον η φύση καθεαυτή, αλλά η φύση εκτεθειμένη στην ανθρώπινη ερώτηση (Fragestellung). Έτσι ο άνθρωπος συναντά και εδώ πάλι τον εαυτό του. Ένας δικός του προοπτικισμός. Αν μπορεί να γίνει λόγος για μια “εικόνα της φύσης” στις σύγχρονες ακριβείς φυσικές επιστήμες, αυτή δεν είναι πλέον μια εικόνα της φύσης, αλλά μια εικόνα της σχέσης μας προς τη φύση.»
Η παλιά διάκριση του κόσμου ως αντικειμενικής πορείας μέσα στον χώρο και τον χρόνο, και της ψυχής μέσα σε αυτή την πορεία —δηλαδή η διάκριση του Descartes μεταξύ res cogitans και res extensa— δεν ταιριάζει πια ως αφετηρία για την κατανόηση της σύγχρονης φυσικής. Και αυτό σχετίζεται, χωρίς να το λέει ο Heisenberg ρητά, με μια φράση του Nietzsche, την οποία θα παραθέσω:
«Είναι άραγε η αλήθεια που καθαυτό σταδιακά διαπιστώνεται από την επιστήμη; Δεν είναι μάλλον ο άνθρωπος που διαπιστώνει τον εαυτό του; Που γεννά ή εξάγει από μέσα του ένα πλήθος οπτικών πλανών και περιορισμών, μέχρις ότου η ολική πλάκα γεμίσει και ο άνθρωπος καθοριστεί σε αυτή την πλάκα στις σχέσεις του προς όλες τις άλλες δυνάμεις;»

Δηλαδή η επιστήμη δεν είναι γνώση του κόσμου, αλλά μια οριοθέτηση του ανθρώπου σε σχέση με τον κόσμο. Αυτό δεν μπορούμε να το συναγάγουμε από κανέναν άλλον.

Ο Nietzsche πηγαίνει ακόμη ένα βήμα παραπέρα από τον Kant ως κριτικός της γνώσης, παρά τα προβλήματά του με τον Kant. Όποιος γνωρίζει κάπως τον Nietzsche ξέρει ότι για εκείνον παίζει κεντρικό ρόλο —από πολύ νωρίς, όταν ήταν ακόμη «Wagnerianer»— το κείμενο Über Wahrheit und Lüge im außermoralischen Sinne (Περί αλήθειας και ψεύδους με μια εξω-ηθική έννοια) (1872/73) έως τα όψιμα αποσπάσματά του. Τον απασχολεί αδιάκοπα το ερώτημα: τι μπορούμε να γνωρίζουμε; τι μπορούμε να κατανοήσουμε; πού έχουμε σταθερό έδαφος; — και απαντά ότι δεν έχουμε. Και θέτει τελικά μια κεντρική αρχή: τη βούληση για δύναμη (Wille zur Macht), που όμως δεν έχει σχέση με τη βούληση όπως την εννοεί ο Schopenhauer.
Και ο Nietzsche λοιπόν ασχολείται εντατικά με τον Kant· και υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες σχέσεις, και προς τον θετικισμό, τον Vaihinger, τον Ernst Mach, τον Gustav Robert Kirchhoff και άλλους στοχαστές αυτής της κατεύθυνσης.

Και τώρα ένα άλμα στον 20ό αιώνα: Karl Friedrich von Weizsäcker, γεννημένος το 1912 — σε λίγο γίνεται 90. Μαθητής του Heisenberg, φιλόσοφος και φυσικός, ασχολήθηκε όσο λίγοι φυσικοί του 20ού αιώνα τόσο εντατικά με τον Kant.
Πιο εντατικά από τους περισσότερους άλλους φυσικούς που το επιχείρησαν. Αναφέρομαι εδώ σε ένα βιβλίο του Weizsäcker με τίτλο Die Einheit der Natur (Ενότης της φύσεως), γραμμένο το 1971. Και μόνο ο τίτλος του βιβλίου αυτού αφήνει να αντηχεί έμμεσα ο Kant.
Διότι ο Kant είχε εκκινήσει από το κεντρικό σημείο της μορφικής ενότητας της φύσης ως της ενότητας των από τον ανθρώπινο νου συλλαμβανόμενων και εμπειρικά προσιτών νόμων της φύσης. Θα σας δώσω μερικές προτάσεις. Το πώς συνεχίζει ο Weizsäcker αυτό το νήμα είναι πολύ σύνθετο και δύσκολο· δεν μπορεί εδώ να αναπτυχθεί εκτενέστερα.
Διατυπώνεται ως εξής (Weizsäcker γράφει το 1966):
«Παρακαλώ επιτρέψτε μου, σε αυτόν τον πρώτο Abschnitt, να συνεχίσω να μιλώ αρκετά προσωπικά. Κατά τη γνώμη μου, για όσους ανθρώπους θέλουν πραγματικά να κατανοήσουν τη φυσική της εποχής μας —δηλαδή όχι απλώς να την εφαρμόζουν πρακτικά, αλλά να την καθιστούν διαυγή— είναι χρήσιμο, σε μια συγκεκριμένη φάση, μάλιστα αναγκαίο, να διαμελετήσουν τη θεωρία του Kant για τη φυσική επιστήμη. Αυτό το λέω στους συναδέλφους μου φυσικούς. Αυτό πρέπει κανείς να το διαμελετήσει.»

Αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό στο οποίο υπαινιχθήκατε πριν, σχετικά με την πρόσληψη των πρώιμων κειμένων του Kant στις φυσικές επιστήμες. Αυτό το γνώριζε άριστα και ο Weizsäcker. Αλλά ανατρέχει σε έναν άλλο Kant.

«Αυτή η εργασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και δεν θα ολοκληρωθεί σύντομα. Γι’ αυτό δεν μπορώ να σας αποδείξω τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητα της καντιανής μελέτης από τα αποτελέσματα. Ας μου επιτραπεί, αντί γι’ αυτό, να σας περιγράψω ενδεικτικά τις εμπειρίες που με οδήγησαν σε αυτή τη γνώμη.»
Στη συνέχεια αναφέρεται στη συνάντησή του με τον Niels Bohr στην Κοπεγχάγη σχετικά με την Κοπεγχαγική ερμηνεία της κβαντομηχανικής και την έννοια της συμπληρωματικότητας (Komplementarität), και πιστεύει ότι εδώ θα έπρεπε να ξαναδιαβαστεί ο Kant. Και ότι αυτός ο Kant —ο Kant των Metaphysische Anfangsgründe der Naturwissenschaft— ουσιαστικά δεν είχε προσληφθεί από τους φυσικούς. Ο Kant, δηλαδή, των «μεταφυσικών αρχών της φυσικής επιστήμης».
Δεν πρόκειται για τα πολυάριθμα επιμέρους σημεία. Εκεί βρίσκονται πολλά λάθη. Αλλά για ένα κεντρικό σημείο.
«Με προσεκτικότερη ανάλυση, η επιχειρηματολογία των metaphysische Anfangsgründe αποδεικνύεται σε πολλά σημεία εύθραυστη. Μπορούμε να θαυμάσουμε μεμονωμένες ιδιοφυείς σκέψεις —μερικές από τις οποίες ανέφερα— αλλά δεν μας δεσμεύουν σε ακολουθία. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το βιβλίο έμεινε εντελώς χωρίς επιρροή στην ιστορία της φυσικής.»
Αλλά, συνεχίζει:
«Η αναποτελεσματικότητά του δεν οφείλεται μόνο στα ελαττώματά του, αλλά και στο ότι ένας βασικός του στοχασμός προηγήθηκε της ιστορικής εξέλιξης της φυσικής κατά περίπου 200 χρόνια.»
Ο Kant, δηλαδή, των Metaphysische Anfangsgründe der Naturwissenschaft (1786) —έργο που αναλαμβάνει εκ νέου ορισμένες στιγμές της Kritik der reinen Vernunft— ήταν, κατά Weizsäcker, 200 χρόνια μπροστά από την εποχή του. Και αυτό υπήρξε μια απελπιστική κατάσταση για έναν συγγραφέα: να γνωρίζει ή να διαισθάνεται κάτι που η επιστημονική γνώση της εποχής του δεν μπορούσε ακόμη να επιβεβαιώσει.
«Πολλά λάθη μεγάλων στοχαστών είναι απεικονίσεις σωστών βασικών ενόρασεων σε λανθασμένες λεπτομέρειες.» Έτσι ερμηνεύει και τον Schelling ο Weizsäcker: «Ένας ιδιοφυής άνθρωπος», λέει, «που είδε πολλά, αλλά δεν μπορούσε να στηρίξει τα επιχειρήματά του σε σταθερό έδαφος, επειδή από τη μία πλευρά ήταν ουσιαστικά πολύ πιο μπροστά από τη φυσική επιστήμη της εποχής του, από την άλλη όμως όχι αρκετά.»

«Ο μόνος φυσικός της εποχής μας που —όσο βλέπω— ξεκίνησε χωρίς καντιανή επιρροή από παρόμοιες βασικές ενόρασεις με τον Kant ήταν ο Niels Bohr…»

Για τον Weizsäcker —ακόμη και σήμερα, για τον υπέργηρο πια, τον ενενηντάχρονο— η ιδέα της μορφικής ενότητας της φύσης παραμένει απολύτως κεντρική. Το πρόγραμμα του Weizsäcker, ως φυσικού και φιλοσοφικού φυσικού, ήταν πάντοτε να φέρει αυτήν τη μορφική ενότητα της φύσης, ως τη μία ενότητα όλων των δυνατών εμπειριών, σε μια συνεκτική θεωρία. Δεν το πέτυχε. Δεν πέτυχε, αλλά εξακολουθεί να δεσμεύεται από αυτό το πρόγραμμα — κι αυτό είναι, στην ουσία, ένα πρόγραμμα και με την καντιανή έννοια.

Αυτό λοιπόν στον Weizsäcker· και τώρα, τελευταίο, πολύ σύντομα, για μένα τον ίδιο.

Όταν συζητιόταν ο τίτλος του βιβλίου μου Räume, Dimensionen, Weltmodelle. Impulse für eine andere Naturwissenschaft, κυκλοφόρησαν διάφοροι τίτλοι. Δεν ήταν αυτός που ήθελα εγώ· υπήρχαν και άλλες προτάσεις. Στο ίδιο το βιβλίο υπάρχει μια διατύπωση όπου αναλαμβάνω συνειδητά τον Kant. Παίρνω την Kritik der reinen Vernunft και λέω ότι το βιβλίο μου —που στρέφεται ενάντια στη σύγχρονη κοσμολογία— είναι κατά βάση μια κριτική της καθαρής κοσμολογικής Λογικής (Kritik der reinen kosmologischen Vernunft).
Το λέω ρητά. Ένας από τους επιμελητές της σειράς, ο Lieber Seins, πρότεινε να χρησιμοποιηθεί αυτό ως υπότιτλος. Δεν έγινε, αλλά έχει κάποια δικαίωση ως ιδέα.
Πρόκειται για μια ριζική κριτική της κοσμολογίας, υπό την έννοια της αμφισβήτησης της καθαρής υποθετικής (spekulativ) αξίωσης αυτής της κοσμολογίας. Δείχνω ότι αυτή η αξίωση δεν μπορεί να εκπληρωθεί· ότι ξεκινά από ορισμένες μεταφυσικές προϋποθέσεις· ότι μπορούν να τεθούν άλλες — όπως κάνω εγώ — και τότε προκύπτουν άλλα αποτελέσματα. Ότι δηλαδή τα μετρητικά αποτελέσματα δεν ερμηνεύονται από μόνα τους, αλλά πρέπει να ερμηνευθούν βάσει συγκεκριμένων προϋποθέσεων.
Έτσι, και στο βιβλίο μου πρόκειται για «μεταφυσικές αρχές της φυσικής επιστήμης», αλλά με άλλον τρόπο. Δείχνω ότι, ξεκινώντας από διαφορετικές προϋποθέσεις, τις ίδιες μετρήσεις μπορεί κανείς να τις ερμηνεύσει εντελώς διαφορετικά — και να φτάσει σε έναν εντελώς διαφορετικό Κόσμο.  Αυτό είναι επίσης, τρόπον τινά, ένα κομμάτι καντιανής κληρονομιάς, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι — παρ’ ότι εγώ ο ίδιος έχω μάλλον κριτική στάση απέναντι στον Kant. Και αποτελεί μια κριτική της καθαρής κοσμολογικής Λογικής· μια κριτική απέναντι στις αχαλίνωτες υποθέσεις που μας παρουσιάζουν συνεχώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι οποίες παίρνουν συχνά γκροτέσκους χαρακτήρες.

Ο Joachim Bublath, ένας από τους «ταυρομάχους» της ZDF (δεύτερο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης), φαντάζεται τον ουρανό μπλε και παρουσιάζει στο έκπληκτο τηλεοπτικό κοινό ως «πραγματικότητα» πράγματα που δεν έχουν τέτοιο χαρακτήρα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα μιας ριζικής κριτικής της καθαρής κοσμολογικής Λογικής από άλλες προϋποθέσεις· άλλες μεταφυσικές αρχές της φυσικής επιστήμης.

Και αυτό είναι επίσης —με έναν τρόπο— ένα κομμάτι κληρονομιάς του Kant· παρότι, όπως λέω, είμαι μάλλον κριτικός απέναντί του.

Και όταν βάζω αυτό στη ζυγαριά — τι άνοιξε ο Kant, τι πνευματικές ωθήσεις απελευθέρωσε πραγματικά; Στη μία πλευρά· και στην άλλη πλευρά βάζω τα αρνητικά στοιχεία — δεν είμαι βέβαιος προς ποια κατεύθυνση γέρνει η ζυγαριά. Διότι, μέσω της τεράστιας αυθεντίας του, άσκησε και μια υποβλητική επιρροή και, από πολλές απόψεις, έχτισε και τοίχους, έκλεισε πόρτες. Δηλαδή η υποβλητική του διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν άλλες πόρτες, αλλά μόνο οι πόρτες.
Και η μεταφυσική του άποψη, ότι όσο είμαστε άνθρωποι, η γνώση μας είναι περιορισμένη σε αυτά τα πλαίσια, λειτούργησε και ως εμπόδιο για πολλούς. Αυτό το είπε και η κυρία —που τώρα δεν είναι πια εδώ— ότι για εκείνη τα Prolegomena ήταν από τη μια σημαντικά, ως μια χειραφέτηση από την Καθολική Εκκλησία, αλλά από την άλλη άνοιξαν κάτι που σήμερα είναι σχεδόν κοινός τόπος. Όπως είπα ήδη, πολλοί δεν διάβασαν Kant —και δεν θέλουν να τον διαβάσουν.
Ο Kant θεωρείται δυσνόητος και επίσης βαρετός. Το καταλαβαίνω, αλλά τα Prolegomena δεν είναι βαρετά, εφόσον τα καταλαβαίνει κανείς. Αν δεν τα καταλαβαίνει, είναι βαρετά ήδη από την πρώτη σελίδα.
Αλλά μπορεί κανείς να καταλάβει ότι ο Kant επηρέασε σε βάθος ακόμη και τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Δηλαδή πράγματα που διατυπώνονται σήμερα χωρίς πολλή σκέψη· αν ρωτήσετε τον «άνθρωπο του δρόμου», οποιονδήποτε — ένας ρεπόρτερ πηγαίνει και ρωτά: «Πιστεύετε ότι υπάρχουν υπεραισθητές ή μεταφυσικές γνώσεις;» — σπάνια θα δοθεί μια απάντηση που δεν είναι επηρεασμένη από τον Kant, ακόμη κι αν ο ερωτώμενος δεν έχει ποτέ διαβάσει Kant, ίσως ούτε το όνομά του.

Με αυτή την έννοια ο Kant είχε μια απίστευτη επίδραση, ακόμη και σε πλάτος πληθυσμού. Για μένα είναι μια αμφίθυμη μορφή: ανοίγει δρόμους από τη μια, και χτίζει τοίχους από την άλλη.
Αλλά εξακολουθεί να είναι μια μορφή που αξίζει να τη μελετά κανείς. Δεν μπορεί κανείς να τον βάλει εύκολα στην άκρη. Αυτό δεν γίνεται.
Λοιπόν, αυτό ήθελα να σας παρουσιάσω μέσα από πέντε σύντομα παραδείγματα. Υπάρχουν πολλά άλλα. Ως παραδείγματα της ιστορίας των επιδράσεων: ο γερμανικός ιδεαλισμός, ο Schelling, έπειτα ο Schopenhauer ως μεταφυσικός της βούλησης, ο Friedrich Nietzsche, κατόπιν ο Karl Friedrich von Weizsäcker και ο Jochen Kirchhoff ως φυσικοφιλόσοφος και γνωσιοθεωρητικός.
Πέντε παραδείγματα — μπορούν να αναφερθούν πολλά ακόμη. Και από αυτά βλέπετε ότι αυτή η σκέψη εξακολουθεί να μας απασχολεί. Δηλαδή εξακολουθεί να απασχολεί τη φιλοσοφία — και θα συνεχίσει να την απασχολεί.
Και στη σύγκρουση μαζί της, και στον διαχωρισμό από αυτήν.
Λοιπόν. Αυτό ήθελα να σας δείξω.
Ίσως μπορούμε τώρα να κάνουμε μια μικρή συζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου