Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Hans Urs Von Balthasar - ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Hans Urs Von Balthasar

ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Οψεις της θεολογίας της ιστορίας

Παρουσίαση.

Στη διάρκεια των χρόνων του 40, ο Μπαλτάσαρ άρχισε έναν μακρύ διάλογο με τον Karl Barth. Από τον προτεστάντη συγγραφέα θαύμασε ιδιαιτέρως το δόγμα της εκλογής, «αυτή την ιδιοφυή υπέρβαση του Καλβίνου» σύμφωνα με τήν οποία στον Χριστό, ο Θεός εξέφρασε την συγκατάθεσή του, είπε το Ναί, για τον κόσμο και για κάθε άνθρωπο. Παρ’όλα αυτά όμως βλέπει και τις αντιρρήσεις οι οποίες είναι δυνατόν να απευθυνθούν στον Μπάρτ : τί νόημα έχει η ιστορία πρίν απο τον Χριστό; Μπορούμε ακόμη να ομιλήσουμε για Χριστιανική ιστορία εάν όλα εξαρτώνται από το μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός του Χριστού; Ο Μπάλτασαρ προσπάθησε να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά και οι απαντήσεις του συμπυκνώνονται σε τούτο το βιβλίο, όπου η καθοδηγητική αρχή είναι το ερώτημα γιά την σημασία του χρόνου απέναντι στην αιωνιότητα.

Σύμφωνα με τον διάσημο ορισμό του Αυγουστίνου, το παρόν έχει μία τριπλή διάσταση : το παρόν του παρελθόντος (για το οποίο μαρτυρεί η μνήμη), το παρόν του παρόντος, που είναι η στιγμή την οποία με δυσκολία κατορθώνουμε να αντιληφθούμε και η οποία την στιγμή του διαλογισμού έχει ήδη παρέλθει, και το παρόν του μέλλοντος σαν διαίσθηση της πραγματικότητος που μας περιμένει. Είναι η διασκόρπιση απέναντι στην ενότητα για την οποία ο Αυγουστίνος προσεύχεται. Εάν ο χρόνος είναι διασκορπισμός, τότε έχει εις εαυτόν κάτι αρνητικό. Ο Αυγουστίνος όμως επαναστατεί σ’αυτό το συμπέρασμα, ωθούμενος περισσότερο απο την φιλοσοφική του μόρφωση παρά απο την πίστη του. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΩΡΙΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Και με την σειρά του ο Μπαλτάσαρ επιμένει ακόμη παραπάνω γύρω απο τον δεσμό ανάμεσα στον Χρόνο και στην αιωνιότητα [φαίνεται σαν να ερμηνεύουν την χάρη σαν αιωνιοτητα και αυτή σαν Θεό, θα δούμε].

Μόνον η ενσάρκωση του Λόγου αποκαλύπτει πραγματικά τί είναι ο χρόνος : είναι η αντανάκλαση της διαθέσεως του Υιού να γίνει ολοκληρωτικά και αιώνια δεκτός από τον Πατέρα. Με ευγνωμοσύνη. Σ’αυτή την υποδοχή την ταπεινή και ευχάριστη ανοίγει ο χώρος (ο χρόνος) για την ευχάριστη και λατρευτική αφιέρωση και συγκέντρωση και από μέρους της φύσεως.

Πάνω σ’αυτή την μεγαλόψυχη δυνατότητα που προσέφερε ο Θεός, εισήλθε η πτώση του ανθρώπου, η οποία εισήγαγε σκιώδεις και απειλητικές κηλίδες στο αγαθό σχέδιο του Θεού. Ακόμη και ο Χρόνος, όπως και η ιστορία, βρίσκεται περιπεπλεγμένος στην αμφιβολία απο την οποία μόνον η πρόσληψη της χάριτος του Πατρός, η οποία προσφέρθηκε εκ νέου και φανερώθηκε με κάθε βεβαιότητα στον Χριστό, μπορεί να ελευθερώσει. Επιπλέον αυτή η πρόσληψη, η οποία τελείται μόνον με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη  (η οποία δέν παρέρχεται), εισάγει ήδη την αιωνιότητα στον Χρόνο. Αυτή η είσοδος του Οριστικού στο περαστικό, που απαιτεί απο τον Χριστιανό μία σταθερή προσπάθεια ώστε απο το απόσπασμα να ξανασυγκροτηθεί το Όλον, απελευθερώνει την ίδια στιγμή την αντίδραση των δυνάμεων του κόσμου τούτου. Είναι η συμπύκνωση του δράματος στο οποίο απο το ένα μέρος ο εχθρός, που γνωρίζουμε ότι έχει ηττηθεί, προσπαθεί να εξαφανίσει όση πραγματικότητα μπορεί περισσότερη και η οποία μαζί του χάνεται οριστικά, εγκαταλειμμένη στο παρελθόν, ενώ οι μαθητές του Αμνού προσπαθούν να συμπυκνώσουν και να μεταφέρουν σ’ Αυτόν όλη την πραγματικότητα, ώστε με την σειρά του να κατορθώσει να την παρουσιάσει στον πατέρα, στον οποίον ανήκει αποκλειστικά.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε όποιον προσπαθεί σήμερα υπακούοντας στον Λόγο του Θεού να στοχαστεί και να μιλήσει για τον Θεό και τον άνθρωπο, παρουσιάζεται το δύσκολο χρέος να διασχίσει το στενό μονοπάτι που διέρχεται ανάμεσα σε δύο μορφές τιτανισμού. Η μία, η αρχαία, η οποία φτάνει στον Κων/νο και συνίσταται στον εξαναγκασμό και στον περιορισμό της πολιτικής εξουσίας στην υπηρεσία της βασιλείας του Χριστού, σήμερα απορρίπτεται διότι εκ των πραγμάτων η Εκκλησία έχασε αυτή την εξουσία. Η άλλη, η νέα, συνίσταται στην ταύτιση ή τουλάχιστον σε μία συμπόρευση ανάμεσα στην τεχνολογική πρόοδο του κόσμου και στην ανάπτυξη της βασιλείας του Θεού. Και οι δύο τιτανισμοί είναι, όπως θα δούμε, μορφές μόνον του παιχνιδιού του ολοκληρωτισμού, η πρώτη μορφή αντιδραστική, η δεύτερη προοδευτική, η πρώτη κληρικαλιστική, η δεύτερη λαϊκή. Και οι δύο προσπαθούν να προμηθεύσουν στην βασιλεία του εσταυρωμένου μία γήινη δύναμη, διότι και οι δύο μορφές αναμειγνύουν το γήινο βασίλειο με τό Θείο. Οι πρώτοι επειδή βλέπουν την αόρατη βασιλεία να αντιπροσωπεύεται συμβολικά σε μία ορατή, οι άλλοι επειδή μειώνουν το αόρατο στο επίπεδο της πηγής ενέργειας η οποία είναι στην υπηρεσία του ορατού. Οι αρχαίοι στρίμωξαν τον χρόνο, μπροστά στον θρόνο, ώστε να ντυθεί μία αιωνιότητα η οποία βρισκόταν στα χέρια τους, οι μοντέρνοι ακολουθούν τον χρόνο πεπεισμένοι ότι θα φτάσουν μ’αυτόν τον τρόπο στη σωτηρία. Εκείνοι πολέμησαν γήινους πολέμους και λύγισαν τον «Λέοντα του Ιούδα» στη νίκη τους, ετούτοι θριαμβολογούν για την ανθρώπινη συμμαχία με τους λύκους.

Ο αμνός του Θεού όμως δέν ήλθε ούτε σαν λέων ούτε σαν Λύκος. Περπάτησε στην στενή οδό και μας χάρισε, προσκαλώντας μας να τον μιμηθούμε, την ελπίδα οτι θα κατορθώσουμε να αποφύγουμε κάθε ανθρώπινο τιτανισμό. Οι «δεξιοί» και οι «αριστεροί» δέν ανέχονται ότι η ύπαρξη στον χρόνο είναι αποσπασματική. Προσφέρουν φόρμουλες για να κατορθώσουμε να κάνουμε το απόσπασμα το όλον, ή ακόμη περισσότερο, για να μπορέσει να θεωρηθεί το όλον καθ’εαυτό (τό απόσπασμα). Η δυναμική αριστερά λαμβάνει υπ’όψιν της το κοινωνικό πρόγραμμα των προφητών και την επαναστατική δύναμη τής επι του Όρους ομιλίας. Η δεξιά εισάγει, στατική, την ιερατειο-ιεραρχική μορφή που συστήθηκε από τον Κύριο σαν άχρονη και καθοριστική φόρμα στην ύλη του κόσμου.

Το «πρόγραμμα» του Αμνού που παραμένει πιστό στη γη, επειδή είναι στ’αλήθεια ταπεινό από καρδίας δέν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό ούτε από το ένα ούτε από το άλλο μέρος.

Δέν επιτρέπει τον φυλακισμό σε ένα γήινο πρόγμαμμα, δέν του προσφέρει τίποτε, δέν είναι εκμεταλλεύσιμο. Χρησιμοποιημένο σαν «manifesto» παρουσιάζεται με επιτυχία και διαθέτει μεγάλη δύναμη στο επίπεδο της προπαγάνδας, αλλά αυτή η μυστικοποίηση του Ευαγγελίου δέν μπορεί να κρυφτεί για πολύ καιρό. Έτσι λοιπόν στον Μεσαίωνα πήραν σαν σημείο αναφοράς την «πολιτεία του Θεού» του Αυγουστίνου, η οποία έλεγε ακριβώς το αντίθετο. Τουλάχιστον υπήρξαν ειλικρινείς με την έννοια ότι θεώρησαν  «το ταξείδι της Βασιλείας του Θεού σε χώρα ξένη μέσα στη νύχτα» σαν την ψυχή και το πνεύμα με τα οποία έδιναν φόρμα σ’ ένα γήινο σώμα.

Η ριζική σύλληψη του Χρόνου που πρότεινε ο Αυγουστίνος θα είναι το σημείο εκκινήσεως μας και θα μας επιτρέψει να καταγγείλουμε τουλάχιστον αρνητικά, τα ψεύτικα συμπεράσματα και τις ανακρίβειες που τυραννούν μέχρι σήμερα τον Χριστιανικό στοχασμό.

Η προοπτική της κλασσικής αρχαιότητος, σύμφωνα με την οποία το φιλοσοφικό ερώτημα («σε τί πράγμα συνίσταται το Είναι αυτού που υπάρχει; Γιατί ο,τιδήποτε μας δόθηκε διαθέτει την ποιότητα του Είναι;»), το οποίο ήταν άρρηκτως συνδεδεμένο με το βασικό θεολογικό ερώτημα (« τί πράγμα μας λέει ο Λόγος του Θεού σχετικά με τον Θεό;»), μας είναι ακόμη αναγκαία. Εάν δέν τίθεται πλέον το φιλοσοφικό ερώτημα αλλά μόνον εκείνο της λεγόμενης «Θετικής» επιστήμης, η οποία θεωρείται σήμερα αυτάρκης και προσπαθεί να υποκαταστήσει τον φιλοσοφικό στοχασμό, τότε η πραγματικότητα αυτού που μας δόθηκε «προϋποτίθεται» και επομένως γύρω απο την ποιότητα του Είναι που μας δόθηκε δέν αναρωτιέται πλέον κανείς. Η εξαφάνιση του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος έχει συνέπειες πάνω στην θεολογία με την έννοια πως το ενδιαφέρον αυτό, αντί να παραμείνει πιστό στο ασύλληπτο θαυμάσιο της Θείας αποκαλύψεως σαν ένα θεμελιώδες φαινόμενο, κλέβει χωρίς καμμία ανησυχία κάποιο περιεχόμενο υποτιθέμενο και αμέσως προσπαθεί να το διπλώσει στις δικές του προγραμματικές ανάγκες (συντηρητικές ή προοδευτικές) και έτσι λοιπόν, όπως προτρέπει ο έμπειρος των «θετικών» επιστημών τον φιλόσοφο να μην στέκεται στο άγονο θέμα του Είναι, αλλά να προχωρήσει μπροστά, έτσι μας προτρέπει και ο «θετικός» θεολόγος  (ο δογματικός, ο ηθικός, ο ερμηνευτής κ.τ.λ) με την σειρά του να επιστρέψουμε σε κείνον τον τύπο γνώσεως που είναι «σίγουρος» και μας επιτρέπει να αποκτήσουμε «χειροπιαστά» αποτελέσματα!


Ο πειρασμός της «ακρίβειας» είναι ιδιαιτέρως δυνατός στην θεματική αυτού του βιβλίου. Διότι ακριβώς, ποιός ξεκινά να ομιλεί για κάτι εάν του είναι αδύνατον να παρουσιάσει «αποτελέσματα» που να ικανοποιούν στην έρευνά του; Το δικό μας θεματικό πεδίο είναι η θεολογία της ιστορίας : πόσες λοιπόν από τις διαβεβαιώσεις που μπορούν να γίνουν σ’αυτό το πεδίο, γύρω από την βιβλική αποκάλυψη, αποφεύγουν την γειτνίαση με το πεδίο της φιλοσοφίας της ιστορίας; Πολύ λίγες και πολύ πιθανόν και αυτές με επιφυλάξεις. Πάντως όμως μπορούμε να προσπαθούμε την αποφυγή τέτοιων υπερβάσεων των ορίων και να προφθάσουμε μεθοδολογικές συγχύσεις. Οι συνθέσεις συνήθως σχεδιάζονται βιαστικά και απολαμβάνουν την λαϊκή αποδοχή. Το γκρέμισμα είναι συνήθως πολύ κουραστικό και άδοξο. Για τους φιλοσόφους και τους θεολόγους στην πραγματικότητα η ιστορία προσφέρεται αποσπασματικά. Και εάν δέν γνωρίζεις έτσι αν ένα απόσπασμα ενός συμφωνικού κομματιού είναι ένα πέμπτο ή ένα εικοστό του συνόλου, είναι αδύνατον να ξανασυσταθεί το όλον. Ούτε ο Hegel, ο οποίος ξέρει τα πάντα, δέν κατόρθωσε να συστήσει το μέλλον, πόσο μάλλον εμείς που γνωρίζουμε λιγότερα δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την απαίτηση να φτάσουμε, μέσω των αποσπασμάτων της κοσμικής ιστορίας, στο όλον του απολύτου πνεύματος, του υπερφυσικού;;;

Στους φανατικούς των «αποτελεσμάτων» και των «αναπτύξεων» η προσπάθεια μας μπορεί να φανεί σαν επιστροφή σε μία ανατολική σύλληψη, ήδη ξεπερασμένη, δηλ. σε μία αναχρονιστική γνώση η οποία έχει ήδη υποτιμηθεί. Είναι όμως η Ασία τόσο αδιάφορη για μας, ώστε να μπορούμε να αδιαφορούμε απολύτως για την πνευματική της παράδοση; Ο Αυγουστίνος, με τον οποίον ασχολούμαστε, πήρε πολύ στα σοβαρά, ακολουθώντας σ’ αυτό τόν Πλωτίνο, αυτό τό σημείο αναφοράς, αναπτύσσοντάς το θετικά, όπως το έπραξε ο Bubber με την Χασσιδική παράδοση, κι ο Σολόβιεφ με τον Hegel και με τους Γνωστικούς Βαλεντινιανούς. Ο Αυγουστίνος ενσωμάτωσε αυτό που ήταν βαθειά αυθεντικό στην εμπειρία της ησυχίας (distension) στην Χριστιανική θεωρία, απορρίπτοντας την μείωση της σε μία ταυτότητα γνωστικού τύπου και αντικαθιστώντας την με μία μεταφυσική τής απολύτου αγάπης.

Είναι δυνατόν οπωσδήποτε να προχωρήσουμε πέρα απο τον Αυγουστίνο (για παράδειγμα με τον Σολόβιεφ), τονίζοντας την ιδέα της «αναπτύξεως» της προόδου του κόσμου: έχοντας όμως υπ’ όψιν πως το τελευταίο νόημα της ιστορίας βρίσκεται εκεί που το τοποθέτησε ο Αυγουστίνος.

Δέν θα ερευνήσουμε καθολικά την θεολογία της ιστορίας. Θα ασχοληθούμε μόνον με μερικά βασικά θέματα και λόγω της «κυκλικής» κινήσεως της σκέψης, τα ίδια προβλήματα —ή άλλα ανάλογα— θα ξαναεξεταστούν πάνω απο μία φορά και σε διαφορετικά επίπεδα. Θα βρίσκουμε έτσι μπροστά μας σχεδόν σταθερά, θέματα όπως το πρόβλημα του χρόνου, του κέντρου και του τέλους του χρόνου, το ερώτημα του ανοίγματος της νοήσεως και της αποκαλύψεως, το πρόβλημα των Ιουδαίων και των Εθνικών και πάει λέγοντας. Τα ερωτήματα έχουν επιλεγεί σύμφωνα με μία ακριβέστατη αναφορά στο γενικό θέμα που υποδεικνύεται στον τίτλο: πού πρέπει να κατευθύνουμε το βλέμμα μας για να αντιληφθούμε, μέσα στην αποσπασματικότητα της υπάρξεως μας, μία τάση προς το Όλον; Κάθε κομμάτι απο ένα αγγείο κεραμικής αποδεικνύει την ολότητα του βάζου, θα είναι μήπως η ύπαρξή μας η εξαίρεση; Θα αφεθούμε εύκολα στην πεποίθηση πως εκείνο το ίδιο απόσπασμα που είναι η ύπαρξή μας αποτελεί το Όλον; Αλλά εάν το δεχθούμε και συμμαχήσουμε μ’αυτό, δέν θα έχουμε εγκαταλείψει την ιδέα να βρούμε ένα νόημα στην ίδια την αποσπασματικότητα, παραδιδόμενοι στο χωρίς-νόημα; Στο ασήμαντο;

Έτσι ακριβώς ερευνούμε τον εαυτό μας, και υποβάλλοντας αυτή την ερώτηση είμαστε σίγουροι πως είμαστε κάτι περισσότερο από μία απλή απορία. Πιστεύουμε πως κάποιος θα έπρεπε να γνωρίζει με σιγουριά. Και πιστεύουμε πως αυτός ο κάποιος μπορεί να απαντήσει στην απορία μας για τον εαυτό μας.

 Συνεχίζεται

 Αμέθυστος

1 σχόλιο: