Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (αποσπάσματα) (16)

Συνέχεια από:  Τετάρτη, 6 Ιουλίου 2011
ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί

Δ) το τριαδικό δόγμα σαν αρνητική (αποφατική) θεολογία

Θα ήθελα να σημειώσω ακόμη με συντομία, μέσα στο παρόν πλαίσιο, δυο βοηθητικές έννοιες που προέρχονται από την φυσική. Ο Σρέντινγκερ όρισε την δομή τής ύλης σαν «πακέτα κυμάτων» εκφράζοντας τοιουτοτρόπως την ιδέα ενός Είναι χωρίς ουσία, αλλά καθαρά εν ενεργεία του οποίου η φαινομενική «ουσιαστικότης» είναι το αποτέλεσμα και μόνον της κινήσεως μιας σειράς από κύματα τα οποία συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο. Στο πεδίο της ύλης μία τέτοια υπόθεση θα μπορούσε να είναι από την πλευρά της φυσικής και της φιλοσοφίας, διφορούμενη, παραμένει όμως παρ’όλα αυτά μία γοητευτική μεταφορά της actualitas divinas του απολύτου ενεργεία του Θεού, και του γεγονότος πώς το πλέον αδιαπέραστο Είναι –Ο Θεός μπορεί να ενυπάρχει μόνον σε μία πολλαπλότητα σχέσεων οι οποίες δέν είναι ουσίες, αλλά τίποτε άλλο από «κύματα», τα οποία αποτελούν μία και μόνη πραγματικότητα, την πληρότητα του Είναι. Θα επιστρέψουμε στη συνέχεια σ’αυτή την σκέψη την οποία εξέφρασε ήδη στον καιρό του ο Αυγουστίνος όταν ανέπτυξε την ιδέα της καθαρής υπάρξεως εν ενεργεία (του πακέτου των κυμάτων) αναλύοντας την εις βάθος.

Και να ο δεύτερος υπαινιγμός που μπορεί να μας βοηθήσει σε μία εννοιολόγηση η οποία μας προσφέρεται από τις φυσικές επιστήμες.

Γνωρίζουμε σήμερα πώς στο πείραμα της φυσικής εισέρχεται και ο ίδιος ο παρατηρητής, ο οποίος μόνον μ’αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να αποκτήσει φυσική εμπειρία. Η συνέπεια όμως αυτού τού γεγονότος είναι πώς η καθαρή αντικειμενικότης δέν υφίσταται ούτε στην φυσική διότι ακόμη και εδώ το αποτέλεσμα του πειράματος, η απάντηση της φύσεως, εξαρτάται από την ερώτηση που της απευθύνουμε. Στην απάντηση περιέχεται πάντοτε και ένα μικρό μέρος της ερωτήσεως και του ιδίου του ερωτώντος, «έτσι ώστε αυτή δέν αντικατοπτρίζει μόνον την φύση καθ’εαυτή, στην καθαρή της αντικειμενικότητα, αλλά φανερώνει και κάτι από τον άνθρωπο, από την ιδιαιτερότητα του, ένα μέρος του ανθρωπίνου υποκειμένου.

Αυτή η κατάσταση λοιπόν βρίσκει αντιστοιχία στην έρευνα μας γύρω από το πρόβλημα του Θεού. Ο καθαρός παρατηρητής δέν υφίσταται. Όπως δέν υφίσταται και η καθαρή αντικειμενικότης.

Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη πώς, όσο πιό πολύτιμο είναι ένα αντικείμενο απο την ανθρώπινη οπτική γωνία τόσο περισσότερο ενδιαφέρει το προσωπικό κέντρο και εμπλέκει το εσωτερικό του θεατού, τόσο λιγότερο είναι δυνατόν να λάβουμε την απόσταση που απαιτείται σ’έναν ψυχρό παρατηρητή. Και γι’αυτό κάθε φορά που μία απάντηση της φύσεως δόθηκε σαν απαθής αντικειμενικότης σαν βεβαίωση η οποία υπερβαίνει επιτέλους τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και μας δίνει πληροφόρηση με τρόπο καθαρό και αντικειμενικό και επιστημονικό, πρέπει να πούμε πώς αυτός που μας το διαβεβαίωσε είχε πέσει σε πλάνη. Αυτός ο τύπος αντικειμενικότητος είναι απαγορευμένος στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δέν μπορεί να υπάρξει και να ρωτήσει σαν απλός παρατηρητής.

Όποιος προσπαθεί να είναι ένας απλός παρατηρητής δέν μαθαίνει τίποτα. Ακόμη και η πραγματικότης «Θεός» μπορεί να συλληφθεί μόνον από εκείνον ο οποίος συμμετέχει προσωπικός στο πείραμα με τον Θεό : σε κείνο το πείραμα που εμείς ονομάζουμε πίστη.

Μόνον συμμετέχοντας μαθαίνουμε, μόνον παίρνοντας απευθείας μέρος στο πείραμα αναρωτώμεθα και μόνον όποιος αναρωτάται παίρνει απάντηση.

Ο Πασκάλ το εξέφρασε στο διάσημο επιχείρημα του στοιχήματος με μία ανυπόφορη καθαρότητα και με μία ακρίβεια που φτάνει τα όρια της αντοχής μας. Ο διάλογος με τον ερωτώντα άθεο, φτάνει σ’ένα σημείο όπου αυτός παραδέχεται πώς πρέπει να πάρει μία απόφαση, στο θέμα του Θεού. Αλλά θα ήθελε να αποφύγει ένα πήδημα στο σκοτάδι, θα ήθελε να έχει μαζί του την μαθηματική καθαρότητα : «αλλά επιτέλους δέν υπάρχει κανένας τρόπος για να αποτολμήσουμε το σκοτάδι, το τίποτα, περιορίζοντας τον κίνδυνο της κινήσεως ; -βεβαίως και υπάρχει, μάλιστα παραπάνω απο ένας : Η Αγία Γραφή καί όλες οι μαρτυρίες τής θρησκείας -ναί αλλά αισθάνομαι τα χέρια μου δεμένα, τα χείλη μου κλειστά. Φαίνεται πώς είμαι φτιαγμένος ανίκανος να πιστέψω. Τί πρέπει να κάνω; -Δέχεστε λοιπόν πώς η αδυναμία σας να πιστέψετε δέν προέρχεται από τή λογική μάλιστα δέ πώς η λογική και η νόηση σάς οδηγούν στην πίστη; Πώς η άρνησή σας έχει μία διαφορετική πηγή; Πώς δέν έχει λοιπόν καμμία αξία να προσπαθήσω να σας πείσω με περισσότερα επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεου; Πώς πρέπει πάνω απ’όλα να καταπολεμήσετε τα πάθη σας; Πώς θέλετε να αποκτήσετε πίστη αλλα δέν γνωρίζετε τον τρόπο, τον δρόμο; Θέλετε να θεραπευθείτε από την απιστία αλλα δέν γνωρίζετε το φάρμακο; Μάθε τότε από όσους στον καιρό τους, όπως και εσείς, ταλαιπωρήθηκαν από την αμφιβολία. Μιμήσου την συμπεριφορά τους, κάνε όσα απαιτεί η πίστη, σαν να είστε ήδη ένας πιστός. Λάβε μέρος στην λειτουργία, χρησιμοποίησε τον αγιασμό κ.τ.λ. Όλα αυτά θα σού δώσουν αναμφίβολα μίαν απλότητα την καρδιά, και θα σέ οδηγήσουν στην πίστη» [Πασκάλ, απόσπασμα 233]. Σ’αυτό το τόσο πρωτότυπο κείμενο λοιπόν υπάρχει ένα πράγμα ακριβέστατο. Η απλή και ουδέτερη περιέργεια του πνεύματος, το οποίο απαιτεί να παραμείνει  έξω από το παιχνίδι, δέν μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε ούτε απέναντι από τον άνθρωπο, ούτε από τον Θεό. Το πείραμα με τον Θεό δέν πραγματοποιείται χωρίς τον άνθρωπο.

Ισχύει επομένως και εδώ όπως στην φυσική και ακόμη περισσότερο– η διαπίστωση, πώς όποιος εμπλέκεται στο πείραμα της πίστεως, παίρνει μία απάντηση η οποία δέν αφορά μόνον τον Θεό, αλλά και την ερώτησή του, και εκφράζει κάτι από τον Θεό, μέσω της διαθλάσεως αυτού που είναι δικό μας. Ακόμη και οι δογματικοί τύποι—για παράδειγμα «μία ουσία σε τρία πρόσωπα» εμπεριέχουν αυτή την ανθρώπινη διάθλαση. Στην περίπτωση μας αντικαθρεφτίζουν τον άνθρωπο της τελευταίας περιόδου της αρχαιότητος, ο οποίος αναζητά και πειραματίζεται, με τις κατηγορίες της φιλοσοφίας της όψιμης αρχαιότητος, διότι σ’αυτές βρίσκει τον τόπο της αναζητήσεώς του. Οφείλουμε μάλιστα να κάνουμε ακόμη ένα βήμα μπρός, αναγνωρίζοντας πώς εάν μπορούμε να αναζητήσουμε και να πειραματιστούμε, οφείλεται ακριβώς στο ότι ο Θεός, απο μέρους του, εμπλέκεται στο πείραμα, αυτός ο ίδιος εισήλθε στο πείραμα με το να γίνει άνθρωπος.

Μέσω της ανθρώπινης διαθλάσεως αυτού του μοναδικού ανθρώπου μπορούμε να γνωρίσουμε εμπειρικά κάτι παραπάνω ενός απλού ανθρώπου. Διότι σ’αυτόν, που είναι άνθρωπος και Θεός, ο Θεός εφανερώθη ανθρωπίνως, επιτρέποντας μας να συναντήσουμε αυτόν τον ίδιο μέσα στον άνθρωπο.

Συνεχίζεται


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου