Συνέχεια από: Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2011
Αγκαλιάζοντας με μια ματιά το όλον, φτάνουμε εύκολα να συμπεράνουμε πώς τό Τριαδικό εκκλησιαστικό δόγμα δικαιώνεται κατ’αρχάς και κυρίως μέσω της αρνητικής οδού, αποδεικνύοντας την έλλειψη διεξόδου απο οποιοδήποτε άλλο δρόμο. Αυτή είναι ίσως καί η μοναδική διαπίστωση την οποία μπορούμε πραγματικά να κάνουμε. Το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν να κατανοηθεί ουσιαστικώς μόνον μ’έναν αρνητικό τρόπο, σαν μία μοναδική σταθερή στάση απορρίψεως κάθε επιθυμίας κατανοήσεως, σαν ομολογία του άλυτου μυστηρίου του Θεού. Διότι όλα γίνονται προβληματικά όταν απλοποιούμε το γεγονός σε μια απλή θετική επιθυμία για γνώση. Εάν υπάρχει κάτι που αποδεικνύει η κουραστική ιστορία της ανθρώπινης και της Χριστιανικής πάλης για τον Θεό, είναι πώς κάθε προσπάθεια να συλλάβουμε τον Θεό με την δική μας κατανόηση οδηγεί στο παράλογο. Μπορούμε να μιλήσουμε σωστά γι’αυτόν μόνον εάν εγκαταλείψουμε την απαίτηση να τον κατανοήσουμε και τον αφήσουμε να ενυπάρχει στην ακατανοησία του. Το τριαδικό δόγμα δέν θα μπορέσει ποτέ να γίνει η κατανόηση του Θεού. Θα παραμείνει για πάντα μία οριακή δήλωση, μία ενδεικτική χειρονομία που αναφέρεται στο άρρητο. Αλλά ποτέ ένας ορισμός που καθορίζει ένα πράγμα και το τοποθετεί στα συρτάρια της ανθρώπινης γνώσεως, ούτε μία έννοια, η οποία θα παρέδιδε το πράγμα στα χέρια του ανθρωπίνου πνεύματος, δια πάσαν χρήσιν.
Αυτός ο υπαινικτικός χαρακτήρας, όπου η έννοια γίνεται μόνον ένα σημείο, η κατανόηση μόνον μία τάση πρός το ακατανόητο, θα μπορούσε να περγραφεί με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις Εκκλησιαστικές εκφράσεις και την προϊστορία τους. Καθεμία απο τις βασικές έννοιες του Τριαδικού δόγματος καταδικάστηκε κάποια φορά. Όλες οι έννοιες έγιναν αποδεκτές μόνον μετά το πέρασμα τους απο μία περιπέτεια καταδίκης. Αξίζουν μόνον διότι χαρακτηρίζοντας ταυτοχρόνως και ώς ακατάλληλες, για να γίνουν τοιουτοτρόπως αποδεκτές μόνον σαν ένα δυστυχισμένο τραύλισμα, και τίποτε παραπάνω.
Η έννοια του προσώπου όπως έχουμε ήδη πεί, καταδικάστηκε μία φορά, ο κεντρικός όρος, το «ομοούσιος» που σημαίνει της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα, ο οποίος στον τέταρτο αιώνα θα αποτελούσε τον καθορισμό της Ορθοδοξίας, είχε καταδικαστεί τον τρίτο αιώνα.
Η έννοια της «προόδου» (με την οποία οι καθολικοί μεταφράζουν λανθασμένα την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) έχει και αυτή επίσης μία καταδίκη στην πλάτη της. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε.
Κατα την άποψη μου, θα έπρεπε να πούμε πώς αυτές οι καταδίκες των εκφράσεων, οι οποίες στην συνέχεια θα γινόντουσαν όροι της πίστεως μας, αποτελούν ένα ουσιώδες στοιχείο. Φαίνονται χρήσιμες τελικώς μόνον μέσω της αρνήσεως και μόνον στην άπειρη μεσολάβηση που προσφέρεται μαζί τους: το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν μόνον σαν έμμεση θεολογία.
Υπάρχει όμως ακόμη μία παρατήρηση να προσθέσουμε: κάθε φορά που εξετάζουμε την ιστορία του Τριαδικού δόγματος, όπως καθρεπτίζεται σε ένα μοντέρνο βιβλίο θεολογίας, φαίνεται να είναι ένα νεκροταφείο αιρέσεων, τα στοιχεία των οποίων η θεολογία μεταφέρει μέχρι σήμερα στη γύρα, σαν θριάμβους νικηφόρων πολέμων.
Με μία παρόμοια άποψη όμως δέν κατανοείται και πολύ καλά το θέμα διότι όλες οι προσπάθειες, οι οποίες στην διάρκεια μίας μακράς διαμάχης, στο τέλος απορρίφθηκαν σαν απορίες, και επομένως σαν αιρέσεις, δέν είναι μόνον μνημεία μίας μάταιης ανθρώπινης έρευνας, κυττάζοντας τα οποία μπορούμε να βεβαιωθούμε πόσες φορές η ανθρώπινη σκέψη απέτυχε, και τα οποία τώρα, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να στοχαστούμε, χωρίς κανένα συγκεκριμένο φρούτο, με καθαρή οπισθοδρομική περιέργεια. Κάθε αίρεση αντιθέτως είναι ταυτοχρόνως και μία κρυπτογράφηση, ένα «μονόγραμμα» μίας αιωνίου αλήθειας, που εμείς πρέπει να δατηρήσουμε μαζί με άλλες σύγχρονες και νόμιμες ομολογίες, ξέχωρα απο τις οποίες μας προσφέρεται μία ψεύτικη άποψη.(Εδώ βρισκονται τά θεμέλια τής ένωσης τών εκκλησιών). Μ’άλλα λόγια, όλες αυτές οι ηλώσεις μόνον κυπαρρίσια των ταφών δέν είναι, αλλά πέτρες για να κατασκευαστεί ένας καθεδρικός ναός, οι οποίες είναι όμως χρήσιμες μόνον εάν δέν στέκουν απομονωμένες, αλλά εισάγωνται σε μία πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη. Με τον ίδιο τρόπο ακόμη και οι εκφράσεις που έχουν γίνει αποδεκτές, αξίζουν μόνον όταν διατηρούν ταυτοχρόνως την συνείδηση της ανεπάρκειας τους.
Ο Giansenista Saint Cyram είπε μία μέρα τούτο το καταπληκτικό : η πίστη συστήνεται απο μία σειρά αντιτειθέμενες βεβαιώσεις, οι οποίες συγκρατούνται μαζί απο την χάρη. Κάνοντας αυτή τη δήλωση εξέφρασε στο χώρο της θεολογίας μία γνώση η οποία με την φυσική αποτελεί μέρος των φυσικών επιστημών σαν ο νόμος της συμπληρωματικότητος ( ο Niels Bohr, ο οποίος εισήγαγε τον παραπάνω νόμο στην φυσική, επικαλείται με την σειρά του την θεολογία : την συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία του Θεού)
Σήμερα ο Φυσικός κατανοεί με αυξανόμενη καθαρότητα πώς δέν μπορούμε να συλλάβουμε τις δεδομένες πραγματικότητες—όπως για παράδειγμα την δομή του φωτός ή της ύλης—σε μία μοναδική πειραματική φόρμα και επομένως σε μία μοναδική μορφή βεβαιώσεως, αλλά κατορθώνουμε να δούμε μία και μόνον πλευρά κάθε φορά, απο διαφορετικές γωνίες και δέν μπορούμε να ενώσουμε την μία με την άλλη.
Αντιθέτως πρέπει να τις υπολογίσουμε μαζί –για παράδειγμα την δομή των σωματιδίων και το κύμα- χωρίς να μπορούμε να βρούμε κάτι που να τα περιέχει όλα σαν προηγούμενο του όλου, που σαν ολότης, και λόγω του περιορισμού της απόψεως μας δέν είναι προσβάσιμο στην ενότητα του. Αυτό που συμβαίνει στο φυσικό πεδίο, σαν αποτέλεσμα του περιορισμού των αισθητηριακών μας ικανοτήτων, συμβαίνει και σε έναν απείρως μεγαλύτερο βαθμό απέναντι στις πνευματικές πραγματικότητες και στον Θεό. Ακόμη και εδώ μπορούμε να κοιτάξουμε τα πράγματα μόνον απο μία πλευρά συλλαμβάνοντας μόνον μία άποψη κάθε φορά, και όπου κάθε μία φαίνεται να είναι σε αντίφαση με την άλλη και σε μοναδικό συνδυασμό μ’αυτό είναι η μυστική μας κλήση προς εκείνο το όλον που δέν κατορθώνουμε να πούμε και να αγκαλιάσουμε. Γυρίζοντας μόνον γύρω του, παρατηρώντας και πειραματιζόμενοι όλες αυτές τις πλευρές και απόψεις, φαινομενικώς αντιφατικές κατορθώνουμε να πλησιάσουμε την αλήθεια την οποία όμως στην ολότητα της δέν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να δούμε.
Η νοητική προσέγγιση σ’αυτό το σημείο, της συγχρόνου φυσικής, μας προσφέρει ίσως μεγαλύτερη βοήθεια απο εκείνη που κατόρθωνε να δώσει η Αριστοτελική φιλοσοφία.
Η φυσική σήμερα, γνωρίζει πώς γύρω απο την δομή τις ύλης μπορούμε να μιλήσουμε μόνον αόριστα. Ξεκινώντας απο διαφορετικές προσεγγίσεις. Γνωρίζει ακόμη πώς το αποτέλεσμα της έρευνας γύρω απο την φύση, εξαρτάται απο το σημείο παρατήρησης απο το οποίο ξεκινά κάθε φορά ο επιστήμων. Τότε γιατί δέν πρέπει νά κατανοήσουμε και εμείς απο την αρχή πώς, μιλώντας για τον Θεό, δέν μπορούμε να βρούμε με τον τρόπο του Αριστοτέλη μία τελευταία έννοια, ικανή να αγκαλιάσει το όλον, αλλά πώς πρέπει να ασχοληθούμε με μία πολλαπλότητα απόψεων που εξαρτώνται απο την τοποθέτηση του παρατηρητού και πώς εμείς κατα βάθος, δέν βλέπουμε πλέον όλοι μαζί, αλλά κατορθώνουμε να συλλάβουμε κάτι μόνον ένας ένας, χωρίς να κατορθώναμε να εκφράσουμε το έσχατο;
Και φτάνουμε σ’αυτό το σημείο στην μυστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πίστη και στην σύγχρονη σκέψη.
Το γεγονός πώς η σύγχρονη φυσική σκέφτεται μ’αυτόν τον τρόπο βαδίζοντας πέρα απο την δομή της αριστοτελικής λογικής, αντιπροσωπεύει ήδη καθ’εαυτό ένα αποτέλεσμα της νέας διαστάσεως η οποία άνοιξε απο την Χριστιανική θεολογία, μία αντανάκλαση της ανάγκης της ότι οφείλη να σκεφτει πλέον με όρους συμπληρωματικότητος!
Υ.Γ. Αυτός είναι ο μοντέρνος κόσμος ο οποίος βάφτισε την οπισθοδρόμηση πρόοδο, την βαρβαρότητα πολιτισμό. Όποιος παρακολουθεί την προσπάθεια μας και την θεματογραφία μας ίσως αρχίσει να κατανοεί κάποια στιγμή πώς η φιλοσοφία και η φυσική βρίσκονται εθελουσίως αγκυροβολημένες στην προσωκρατική γνώση. Ότι αγνοείται ο δεύτερος πλούς τον οποίο απέρριψε ο Γερμανικός ιδεαλισμός ταυτίζοντας την μεταφυσική με την μαγική καμπάλα, καταλήγοντας τελικώς στην σύγχυση ανθρώπου και φύσεως την διάκριση των οποίων είχε ηρωικά κατορθώσει η Ελληνική φιλοσοφία.
ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί
Β) Τα θέματα οδηγοί
Δ) το τριαδικό δόγμα σαν αρνητική (αποφατική) θεολογία!
Αγκαλιάζοντας με μια ματιά το όλον, φτάνουμε εύκολα να συμπεράνουμε πώς τό Τριαδικό εκκλησιαστικό δόγμα δικαιώνεται κατ’αρχάς και κυρίως μέσω της αρνητικής οδού, αποδεικνύοντας την έλλειψη διεξόδου απο οποιοδήποτε άλλο δρόμο. Αυτή είναι ίσως καί η μοναδική διαπίστωση την οποία μπορούμε πραγματικά να κάνουμε. Το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν να κατανοηθεί ουσιαστικώς μόνον μ’έναν αρνητικό τρόπο, σαν μία μοναδική σταθερή στάση απορρίψεως κάθε επιθυμίας κατανοήσεως, σαν ομολογία του άλυτου μυστηρίου του Θεού. Διότι όλα γίνονται προβληματικά όταν απλοποιούμε το γεγονός σε μια απλή θετική επιθυμία για γνώση. Εάν υπάρχει κάτι που αποδεικνύει η κουραστική ιστορία της ανθρώπινης και της Χριστιανικής πάλης για τον Θεό, είναι πώς κάθε προσπάθεια να συλλάβουμε τον Θεό με την δική μας κατανόηση οδηγεί στο παράλογο. Μπορούμε να μιλήσουμε σωστά γι’αυτόν μόνον εάν εγκαταλείψουμε την απαίτηση να τον κατανοήσουμε και τον αφήσουμε να ενυπάρχει στην ακατανοησία του. Το τριαδικό δόγμα δέν θα μπορέσει ποτέ να γίνει η κατανόηση του Θεού. Θα παραμείνει για πάντα μία οριακή δήλωση, μία ενδεικτική χειρονομία που αναφέρεται στο άρρητο. Αλλά ποτέ ένας ορισμός που καθορίζει ένα πράγμα και το τοποθετεί στα συρτάρια της ανθρώπινης γνώσεως, ούτε μία έννοια, η οποία θα παρέδιδε το πράγμα στα χέρια του ανθρωπίνου πνεύματος, δια πάσαν χρήσιν.
Αυτός ο υπαινικτικός χαρακτήρας, όπου η έννοια γίνεται μόνον ένα σημείο, η κατανόηση μόνον μία τάση πρός το ακατανόητο, θα μπορούσε να περγραφεί με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις Εκκλησιαστικές εκφράσεις και την προϊστορία τους. Καθεμία απο τις βασικές έννοιες του Τριαδικού δόγματος καταδικάστηκε κάποια φορά. Όλες οι έννοιες έγιναν αποδεκτές μόνον μετά το πέρασμα τους απο μία περιπέτεια καταδίκης. Αξίζουν μόνον διότι χαρακτηρίζοντας ταυτοχρόνως και ώς ακατάλληλες, για να γίνουν τοιουτοτρόπως αποδεκτές μόνον σαν ένα δυστυχισμένο τραύλισμα, και τίποτε παραπάνω.
Η έννοια του προσώπου όπως έχουμε ήδη πεί, καταδικάστηκε μία φορά, ο κεντρικός όρος, το «ομοούσιος» που σημαίνει της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα, ο οποίος στον τέταρτο αιώνα θα αποτελούσε τον καθορισμό της Ορθοδοξίας, είχε καταδικαστεί τον τρίτο αιώνα.
Η έννοια της «προόδου» (με την οποία οι καθολικοί μεταφράζουν λανθασμένα την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) έχει και αυτή επίσης μία καταδίκη στην πλάτη της. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε.
Κατα την άποψη μου, θα έπρεπε να πούμε πώς αυτές οι καταδίκες των εκφράσεων, οι οποίες στην συνέχεια θα γινόντουσαν όροι της πίστεως μας, αποτελούν ένα ουσιώδες στοιχείο. Φαίνονται χρήσιμες τελικώς μόνον μέσω της αρνήσεως και μόνον στην άπειρη μεσολάβηση που προσφέρεται μαζί τους: το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν μόνον σαν έμμεση θεολογία.
Υπάρχει όμως ακόμη μία παρατήρηση να προσθέσουμε: κάθε φορά που εξετάζουμε την ιστορία του Τριαδικού δόγματος, όπως καθρεπτίζεται σε ένα μοντέρνο βιβλίο θεολογίας, φαίνεται να είναι ένα νεκροταφείο αιρέσεων, τα στοιχεία των οποίων η θεολογία μεταφέρει μέχρι σήμερα στη γύρα, σαν θριάμβους νικηφόρων πολέμων.
Με μία παρόμοια άποψη όμως δέν κατανοείται και πολύ καλά το θέμα διότι όλες οι προσπάθειες, οι οποίες στην διάρκεια μίας μακράς διαμάχης, στο τέλος απορρίφθηκαν σαν απορίες, και επομένως σαν αιρέσεις, δέν είναι μόνον μνημεία μίας μάταιης ανθρώπινης έρευνας, κυττάζοντας τα οποία μπορούμε να βεβαιωθούμε πόσες φορές η ανθρώπινη σκέψη απέτυχε, και τα οποία τώρα, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να στοχαστούμε, χωρίς κανένα συγκεκριμένο φρούτο, με καθαρή οπισθοδρομική περιέργεια. Κάθε αίρεση αντιθέτως είναι ταυτοχρόνως και μία κρυπτογράφηση, ένα «μονόγραμμα» μίας αιωνίου αλήθειας, που εμείς πρέπει να δατηρήσουμε μαζί με άλλες σύγχρονες και νόμιμες ομολογίες, ξέχωρα απο τις οποίες μας προσφέρεται μία ψεύτικη άποψη.(Εδώ βρισκονται τά θεμέλια τής ένωσης τών εκκλησιών). Μ’άλλα λόγια, όλες αυτές οι ηλώσεις μόνον κυπαρρίσια των ταφών δέν είναι, αλλά πέτρες για να κατασκευαστεί ένας καθεδρικός ναός, οι οποίες είναι όμως χρήσιμες μόνον εάν δέν στέκουν απομονωμένες, αλλά εισάγωνται σε μία πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη. Με τον ίδιο τρόπο ακόμη και οι εκφράσεις που έχουν γίνει αποδεκτές, αξίζουν μόνον όταν διατηρούν ταυτοχρόνως την συνείδηση της ανεπάρκειας τους.
Ο Giansenista Saint Cyram είπε μία μέρα τούτο το καταπληκτικό : η πίστη συστήνεται απο μία σειρά αντιτειθέμενες βεβαιώσεις, οι οποίες συγκρατούνται μαζί απο την χάρη. Κάνοντας αυτή τη δήλωση εξέφρασε στο χώρο της θεολογίας μία γνώση η οποία με την φυσική αποτελεί μέρος των φυσικών επιστημών σαν ο νόμος της συμπληρωματικότητος ( ο Niels Bohr, ο οποίος εισήγαγε τον παραπάνω νόμο στην φυσική, επικαλείται με την σειρά του την θεολογία : την συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία του Θεού)
Σήμερα ο Φυσικός κατανοεί με αυξανόμενη καθαρότητα πώς δέν μπορούμε να συλλάβουμε τις δεδομένες πραγματικότητες—όπως για παράδειγμα την δομή του φωτός ή της ύλης—σε μία μοναδική πειραματική φόρμα και επομένως σε μία μοναδική μορφή βεβαιώσεως, αλλά κατορθώνουμε να δούμε μία και μόνον πλευρά κάθε φορά, απο διαφορετικές γωνίες και δέν μπορούμε να ενώσουμε την μία με την άλλη.
Αντιθέτως πρέπει να τις υπολογίσουμε μαζί –για παράδειγμα την δομή των σωματιδίων και το κύμα- χωρίς να μπορούμε να βρούμε κάτι που να τα περιέχει όλα σαν προηγούμενο του όλου, που σαν ολότης, και λόγω του περιορισμού της απόψεως μας δέν είναι προσβάσιμο στην ενότητα του. Αυτό που συμβαίνει στο φυσικό πεδίο, σαν αποτέλεσμα του περιορισμού των αισθητηριακών μας ικανοτήτων, συμβαίνει και σε έναν απείρως μεγαλύτερο βαθμό απέναντι στις πνευματικές πραγματικότητες και στον Θεό. Ακόμη και εδώ μπορούμε να κοιτάξουμε τα πράγματα μόνον απο μία πλευρά συλλαμβάνοντας μόνον μία άποψη κάθε φορά, και όπου κάθε μία φαίνεται να είναι σε αντίφαση με την άλλη και σε μοναδικό συνδυασμό μ’αυτό είναι η μυστική μας κλήση προς εκείνο το όλον που δέν κατορθώνουμε να πούμε και να αγκαλιάσουμε. Γυρίζοντας μόνον γύρω του, παρατηρώντας και πειραματιζόμενοι όλες αυτές τις πλευρές και απόψεις, φαινομενικώς αντιφατικές κατορθώνουμε να πλησιάσουμε την αλήθεια την οποία όμως στην ολότητα της δέν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να δούμε.
Η νοητική προσέγγιση σ’αυτό το σημείο, της συγχρόνου φυσικής, μας προσφέρει ίσως μεγαλύτερη βοήθεια απο εκείνη που κατόρθωνε να δώσει η Αριστοτελική φιλοσοφία.
Η φυσική σήμερα, γνωρίζει πώς γύρω απο την δομή τις ύλης μπορούμε να μιλήσουμε μόνον αόριστα. Ξεκινώντας απο διαφορετικές προσεγγίσεις. Γνωρίζει ακόμη πώς το αποτέλεσμα της έρευνας γύρω απο την φύση, εξαρτάται απο το σημείο παρατήρησης απο το οποίο ξεκινά κάθε φορά ο επιστήμων. Τότε γιατί δέν πρέπει νά κατανοήσουμε και εμείς απο την αρχή πώς, μιλώντας για τον Θεό, δέν μπορούμε να βρούμε με τον τρόπο του Αριστοτέλη μία τελευταία έννοια, ικανή να αγκαλιάσει το όλον, αλλά πώς πρέπει να ασχοληθούμε με μία πολλαπλότητα απόψεων που εξαρτώνται απο την τοποθέτηση του παρατηρητού και πώς εμείς κατα βάθος, δέν βλέπουμε πλέον όλοι μαζί, αλλά κατορθώνουμε να συλλάβουμε κάτι μόνον ένας ένας, χωρίς να κατορθώναμε να εκφράσουμε το έσχατο;
Και φτάνουμε σ’αυτό το σημείο στην μυστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πίστη και στην σύγχρονη σκέψη.
Το γεγονός πώς η σύγχρονη φυσική σκέφτεται μ’αυτόν τον τρόπο βαδίζοντας πέρα απο την δομή της αριστοτελικής λογικής, αντιπροσωπεύει ήδη καθ’εαυτό ένα αποτέλεσμα της νέας διαστάσεως η οποία άνοιξε απο την Χριστιανική θεολογία, μία αντανάκλαση της ανάγκης της ότι οφείλη να σκεφτει πλέον με όρους συμπληρωματικότητος!
Υ.Γ. Αυτός είναι ο μοντέρνος κόσμος ο οποίος βάφτισε την οπισθοδρόμηση πρόοδο, την βαρβαρότητα πολιτισμό. Όποιος παρακολουθεί την προσπάθεια μας και την θεματογραφία μας ίσως αρχίσει να κατανοεί κάποια στιγμή πώς η φιλοσοφία και η φυσική βρίσκονται εθελουσίως αγκυροβολημένες στην προσωκρατική γνώση. Ότι αγνοείται ο δεύτερος πλούς τον οποίο απέρριψε ο Γερμανικός ιδεαλισμός ταυτίζοντας την μεταφυσική με την μαγική καμπάλα, καταλήγοντας τελικώς στην σύγχυση ανθρώπου και φύσεως την διάκριση των οποίων είχε ηρωικά κατορθώσει η Ελληνική φιλοσοφία.
Σήμερα η ανθρώπινη φύσις είναι υπερβατική, μία έκσταση απο την φύση ή για να το πούμε με την έκφραση του Λουδοβίκου, έκστασις της φύσεως.
Αυτή η νέα ανθρώπινη φύσις ουδεμία σχέση έχει όμως με την δημιουργία του Θεού και με το δημιούργημα του.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου