Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Γιατί ο ΟΗΕ προάγει τη θρησκεία των μαγισσών και τον παγανισμό

ΥΨΗΛΟΒΑΘΜΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΟΥ ΟΗΕ ΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΑΤΑΝΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΜΕ ΑΝΤΡΟ ΤΟΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ

 Γράφει η Χρυσούλα Μπουκουβάλα


Στην προηγούμενη ανάρτησή μας περιγράψαμε πως ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Μωρίς Στρονγκ, επινόησε το τέχνασμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη από το διοξείδιο του άνθρακα, για να αλλάξει τη συμπεριφορά των μαζών με τρόπο ώστε να μην αντιδρούν στην επιβολή ενός παγκόσμιου τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού.

Ο Στρονγκ όμως μέσα σε όλες τις άλλες ηγετικές θέσεις που είχε, υπήρξε και πρόεδρος της αποκρυφιστικής οργάνωσης «Ναός της Κατανόησης» που συνδέεται με τη λατρεία των μαγισσών Γουίκα και τον τεκτονικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Νέας Υόρκης, αποδεδειγμένο άντρο παγανιστικών τελετών.

Δυστυχώς, ο περισσότερος κόσμος αγνοεί την πραγματική λειτουργία του ΟΗΕ και ποιοι κρύβονται πίσω του, όπως αγνοεί και την πραγματική ιστορία και προϊστορία.

Η βαρβαρότητα στην οποία έχει περιπέσει η Δύση, θα σταματήσει μόνο όταν οι περισσότεροι άνθρωποι μάθουν ότι μη εκλεγμένα άτομα και σκοτεινοί οργανισμοί αποφασίζουν για τις τύχες μας εξαιτίας της άγνοιάς μας και ότι η προϊστορία και η ιστορία δεν ήταν ποτέ αυτή που νομίζουμε.

Η θρησκεία Γουίκα

Η θρησκεία Γουίκα (Wicca) προήλθε από ένα νεοπαγανιστικό κίνημα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, που δεν ήρθε στην επιφάνεια παρά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου νομιμοποιήθηκε ως θρησκεία η οποία προωθεί τη μαγεία.

Η Γουίκα είναι ένα συνονθύλευμα παγανιστικών πρακτικών δανεισμένων από τις προ-χριστιανικές θρησκείες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της δυτικής Ασίας, της Ινδίας και της βόρειας Αφρικής, και σήμερα είναι πλέον η κορυφαία διεθνής ένωση μαγισσών στον κόσμο.

Τον γουικανισμό (wiccanism) εμπνεύστηκε ο Βρετανός συγγραφέας, θεοσοφιστής, ροδόσταυρος και τέκτονας, Τζέραλντ Γκάρντερ (Gerald Gardner, 1884-1964), που ισχυρίστηκε ότι συνέλαβε την ιδέα την αναβίωσης της μεσαιωνικής μαγείας, αφού μυήθηκε σ’ αυτόν από μία ομάδα μαγισσών.

Ο ιδρυτής της Γουίκα, Τζέραλντ Γκάρντερ.

Οι Γουικανοί (Wiccans) σήμερα μοιράζουν τη λατρεία τους σε τουλάχιστον άλλες τρεις παραλλαγές και ισχυρίζονται ότι είναι οικολόγοι, φυσιολάτρες, περιβαλλοντιστές και ακροαριστεροί, ενώ παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό ΛΟΑΤΚΙ πιστών από κάθε άλλη θρησκεία στον κόσμο, και γι’ αυτό έχουν γίνει τα αγαπημένα παιδιά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Αρχικά, οι Γουικανοί λάτρευαν δύο θεούς: έναν κερασφόρο θεό, και τη Μεγάλη Μητέρα, η ύπαρξη των οποίων ανάγεται στην παλαιολιθική εποχή.

Ο μεν αρσενικός θεός αντιστοιχίζεται με τον Σατανά των χριστιανών, τον Μολώχ – Βάαλ – Πάνα και Κερνούνο αντίστοιχα των Βαβυλώνιων – Καρχηδόνιων/Φοινίκων – Ελλήνων και Γαλατών, και η Μεγάλη Μητέρα με τη σκοτεινή θεά της Σελήνης Κυβέλη – Αστάρτη – Εκάτη – Λίλιθ. Ωστόσο, σήμερα στη Γουίκα στην πραγματικότητα έχει κυριαρχήσει ο μονισμός και η λατρεία μίας και μόνο ερμαφρόδιτης θεότητας.

Η θρησκεία Γουίκα χρησιμοποιεί τα δικά της τελετουργικά και ως ιερό βιβλίο έχει το «Βιβλίο των Σκιών», που η συγγραφή του αποδίδεται στον διάσημο βρετανό μαύρο μάγο, τέκτονα και πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, Άλιστερ Κρόουλυ (Aleister Crowley, 1875-1947), στοιχείο πολύ σημαντικό, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω.

Αγγλικανοί και Γουίκα

Στις HΠΑ, όσο και αν φαίνεται σε πολλούς αδιανόητο, ο μεγάλος χορηγός της Γουίκα είναι η Αγγλικανική επισκοπή της Νέας Υόρκης, που επί σχεδόν μία εικοσαετία είχε επίσκοπο στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (Saint John the Divine) που βρίσκεται στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης, έναν περιβόητο ιερέα: τον Πωλ Μουρ (Paul Moore).

Ο Μουρ, απόφοιτος του νεοταξίτικου πανεπιστημίου Γέηλ, υπήρξε μανιακός του σεξ, βιαστής νεαρών ιερέων και παγανο-σατανιστής, που με την ανοχή της ιεραρχίας του χειροτονούσε συστηματικά λεσβίες ως ιερείς, χρησιμοποιώντας το ναό ως φωλέα των ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών του συνευρέσεων και πανθρησκειακό κρυσφύγετο.

Αυτός ο δήθεν θεοσεβούμενος ιερέας −που καταγγέλθηκε από την ίδια του την τρανσέξουαλ κόρη για αιμομειξία− επισκεπτόταν επίσης για χρόνια την Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου μαζί με έναν από τους εραστές του.

Επίσημα, ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, προώθησε τη διάδοση της γουικανικής μαγείας μέσω της Ένωσης Lindisfarne (Lindisfarne Association) των Ροκφέλερ που χρησιμοποίησε το ναό ως έδρα της επί πολλά χρόνια, και η οποία από το 1972 μέχρι το 2012 λειτούργησε υποτίθεται ως «δεξαμενή σκέψης της αντικουλτούρας για έναν νέο, πλανητικό πολιτισμό».

Ως μέρος της ιδεολογίας της Ένωσης Lindisfarne αναφέρεται ένας μακρύς κατάλογος πνευματικών και εσωτερικών παραδόσεων, όπως η γιόγκα, ο θιβετιανός βουδισμός, η κινεζική παραδοσιακή ιατρική, ο ερμητισμός, ο κελτικός ανιμισμός, ο γνωστικισμός, η καμπάλα, η γεωμαντεία, η γεωθεσία με βάση τις γραμμές Λέι (Lay Lines), ο πυθαγορισμός και οι προϊστορικές λατρείες.

Ο Γρέγκορι Μπέιτσον (Gregory Bateson), πατέρας της επιστήμης της κυβερνητικής, και πρώην σύζυγος της διάσημης κοινωνικής ανθρωπολόγου Μάργκαρετ Μιντ (Margaret Mead), μέσω της Ένωσης Lindisfarne διεξήγαγε μια τρομακτική επιχείρηση κυβερνητικής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στην οποία έχουμε αναφερθεί αναλυτικά.

Επίσης, μέχρι τη δεκαετία του 1970 –και ίσως ακόμα και σήμερα– η κρύπτη του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου του Μανχάταν, ήταν η έδρα των επίσημων τελετών του Βρετανικού Τάγματος της Μάλτας στο οποίο ανήκε η Μιντ.

Η λεσβία Μιντ και άλλα διάσημα πρόσωπα, υποστήριζαν διακαώς την ανατροπή του χριστιανισμού και των παραδοσιακών κοινωνιών, και προωθούσαν την Eποχή του Υδροχόου (Αge of Aquarius).

Η εποχή του Υδροχόου

Τι είναι όμως στην πραγματικότητα η Εποχή του Υδροχόου, πέραν της αστρολογικής της σημασίας; Η «Εποχή του Υδροχόου» ή αλλιώς «Νέα Εποχή», είναι μια γενική ονομασία που υιοθετήθηκε από το σύγχρονο γουικανικό κίνημα που αυτοπροβάλλεται ως εωσφορικό, δηλαδή που υποτίθεται ότι φέρνει το φως της γνώσης, προκειμένου να παραπλανήσει τους αδαείς.

Θεμελιωτές του κινήματος της Εποχής του Υδροχόου θεωρούνται ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Φρειδερίκος Νίτσε, και βεβαίως ο Άλιστερ Κρόουλυ. Σύμφωνα άλλωστε με τους ίδιους τους Υδροχοϊστές, οι απαρχές του σύγχρονου σατανισμού ξεκίνησαν από τον (ψυχοπαθή και άρρωστο) Νίτσε και τον (ψυχοπαθή και ναρκομανή) Κρόουλυ.

Ο υπερανθρωπιστής και αντίχριστος Νίτσε είχε δηλώσει ότι ο 20ός αιώνας θα έβλεπε επιτέλους το τέλος της Εποχής των Ιχθύων, την οποία οι Υδροχοϊστές συνδέουν με τις μορφές του Σωκράτη και του Χριστού, και θεωρούν ότι η επίδρασή τους πρέπει πλέον να εκλείψει. Συγκεκριμένα δε, ο Νίτσε προφήτεψε ότι η Εποχή του Υδροχόου θα ταυτιζόταν με τη φιγούρα του Διονύσου, που κατ’ αυτόν, θα αρχίσει ξανά να λατρεύεται.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Κρόουλυ, αναμορφωτής της αποκρυφιστικής οργάνωσης OTO (Ordo Templi Orientis), ήταν θιασώτης της λατρείας της «Νέας Εποχής» του Νίτσε, και μάλιστα την είχε υποδείξει ως την προτιμώμενη επιλογή του ονόματος του Σατανά.

Ο ημίτρελος και ναρκομανής «μάγος», Άλιστερ Κρόουλυ ως Όσιρις. Στην κηδεία του ως επικήδιος αναγνώστηκε το έργο του «Ύμνος στον Πάνα», που περιγράφηκε από τις εφημερίδες της εποχής ως «μαύρη» λειτουργία.

Σύμφωνα με τους σκληροπυρηνικούς μυημένους, η Νέα Εποχή διαμορφώνει το δόγμα της πάνω στην αρχαία λατρεία του ζωροαστρικού θεού του φωτός Μίθρα, και τη σεξουαλική μαγεία ως πηγή υπέρτατης δύναμης.

Επισημαίνουμε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Χέρμαν Γκέρινγκ ήταν μεταξύ των αξιοσημείωτων φυσιογνωμιών που ασπάζονταν τον μιθραϊσμό.

Επίσης, ο πασίγνωστος συγγραφέας του Πολέμου των Κόσμων και άλλων διάσημων μυθιστορημάτων, Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (H. G. Wells), μέλος της σοσιαλιστικής Φαβιανής Εταιρείας και στέλεχος της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε βασικό πρόσωπο της Υδροχοϊκής συνωμοσίας για την έλευση του Αντίχριστου, γεγονός που οι αναγνώστες του το αγνοούν.

Άλλοι βασικοί συνωμότες της Υδροχοϊκής συνομωσίας ήταν ο υποστηρικτής του Γουέλς, Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russel), και ο φίλος του Ράσελ, Ρόμπερτ Χάτσινς (Robert Hutchins), πρύτανης του Πανεπιστημίου του Σικάγου, πρόεδρος του Ιδρύματος Φορντ και συνιδρυτής του Ινστιτούτου Άσπεν). Τόσο η Μάργκαρετ Μιντ, όσο και ο σύζυγός της Γκρέγκορι Μπέιτσον, ήταν στενοί συνεργάτες του Ράσελ και του Χάτσινς τουλάχιστον από το 1938.

Όλοι, μια συμμορία, μια παρέα…

Τα δε αδέλφια Άλντους και Τζούλιαν Χάξλεϊ γόνοι μιας από τις πλέον ισχυρές βρετανικές οικογένειες, ήταν συνεργάτες του Γουέλς, ενώ το 1930 ο Άλντους είχε στρατολογηθεί στο Βερολίνο στη σατανιστική λατρεία του Κρόουλυ όπου μυήθηκε στη χρήση παραισθησιογόνων ναρκωτικών.

Ο Τζούλιαν Χάξλεϊ, ήταν εξελικτικός βιολόγος, και επινοητής του όρου transhumanism (υπερανθρωπισμός), πρώτος διευθυντής της UNESCO, ιδρυτικό μέλος του Παγκόσμιου Ταμείου για την Άγρια Ζωή (WWF) και εξέχον μέλος της Βρετανικής Ευγονικής Εταιρείας, ενώ ο Άλντους Χάξλεϊ, μυστικιστής συγγραφέας του μελλοντολογικού βιβλίου «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» και θαυμαστής του Κρόουλυ.

Η λατρεία της Κυβέλης

Ας πάμε τώρα στην αρχαία Ανατολία, από όπου ο σατανισμός μεταδόθηκε στη Ρώμη και από εκεί στη δυτική Ευρώπη.

Επισημαίνουμε όμως ότι με την έννοια «σατανισμός» αναφερόμαστε σε οποιοδήποτε δόγμα απαιτεί ανθρωποθυσίες, τελετουργικά σεξουαλικά όργια περιλαμβανομένων της παιδεραστείας και της κτηνοβασίας, και γενικότερα βασανιστήρια ανθρώπων ή και ζώων, και ο,τιδήποτε στρέφεται εναντίον της αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας του ανθρώπου.

Η φρυγική Κυβέλη, η Μητέρα του Όρους ή αλλιώς Ορεία Μήτηρ (Matar Cubileya) ήταν ερμαφρόδιτη και ονομάστηκε έτσι διότι πίστευαν πως ήταν γεννημένη από έναν «ιερό» βράχο, (που δεν ήταν παρά μετεωρόλιθος), ο οποίος ονομαζόταν Άγδος, στο όρος Δίδυμο της Φρυγίας.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Δίας αποκοιμήθηκε πάνω σε εκείνο τον βράχο, έπαθε ονείρωξη και έτσι γεννήθηκε ο/η Άγδιστις, ένα ερμαφρόδιτο πλάσμα που είχε και ανδρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα. Αυτό το «δαιμονικό» πλάσμα, από τους Έλληνες λατρευόταν πότε ως Ρέα και πότε ως Δήμητρα, ενώ από τους Ρωμαίους αφομοιώθηκε ως Κυβέλη.

Η προώθηση των σημερινών τρανσέξουαλ στις δυτικές κοινωνίες είναι αναβίωση της φιγούρας της ερμαφρόδιτης Κυβέλης – Άγδιστης, χάρη στη μεγάλη εξάπλωση των σκοτεινών ανατολικών λατρειών.

Όταν οι άλλοι θεοί είδαν το φοβερό αυτό πλάσμα, τρόμαξαν, και αποφάσισαν να του κόψουν το ανδρικό του μόριο προκαλώντας του ένα ατύχημα. Από το κομμένο μόριο φύτρωσε μία αμυγδαλιά και όταν η κόρη του βασιλιά Σαγγάριου έβαλε ένα αμύγδαλο στον κόρφο της, έμεινε έγκυος. Το μωρό που γέννησε, όταν μεγάλωσε έγινε ένας πανέμορφος νέος, ο Άττης.

Ο Άττης ερωτεύτηκε μια πριγκιποπούλα και θα την παντρευόταν. Ωστόσο, η ευνουχισμένη πλέον Κυβέλη, που είχε ερωτευτεί τον Άττη (που τρόπον τινά, ήταν γιος της) και τον ήθελε δικό της, παρουσιάστηκε στο γάμο και προκάλεσε μανία στον Άττη και στους συνοδούς του. Έτσι, ο δύστυχος Άττης και οι φίλοι του αυτοευνουχίστηκαν και πέθαναν. Γι’ αυτό το λόγο αργότερα, οι ιερείς της Κυβέλης, που ονομάζονταν Γάλλοι (Galli) ήταν ευνούχοι.

Επισημαίνουμε ότι η κυρίαρχη φιγούρα των μεγαλύτερων προϊστορικών λατρειών του κόσμου ήταν θηλυκή, και η δευτερεύουσα, ανδρική. Δεν πρέπει, ωστόσο, να γίνεται σύγχυση: στις λεγόμενες σατανιστικές λατρείες η κυρίαρχη δύναμη (θεότητα) δεν είναι θηλυκή και αγαθή, αλλά μισάνθρωπη, μοχθηρή, κακή και ερμαφρόδιτη. Στον σατανισμό, δεν κυριαρχεί μία «καλή» Μεγάλη Μητέρα του Κόσμου και των Θεών, αλλά η μητέρα του Σατανά, που είναι η ερμαφρόδιτη «Πόρνη της Βαβυλώνας», δηλαδή ανάλογα με το πως αφομοιώθηκε από τον κάθε λαό, είναι η Ίσις των Αιγυπτίων, η Ιστάρ των Χαλδαίων, η Αστάρτη των Φοινίκων, η Κυβέλη – Άγδιστη των Φρυγών.

Σήμερα, η λατρεία αυτής της ερμαφρόδιτης δύναμης με τα πολλά ονόματα, έχει επανακάμψει δριμύτερη. Γι’ αυτό επιχειρείται η λυσσώδης προώθηση του ευνουχισμού των μικρών αγοριών και των ενηλίκων ανδρών και η αρρενοποίηση των μικρών κοριτσιών και των ενηλίκων γυναικών, που η Νέα Τάξη Πραγμάτων πιέζει αφόρητα να αλλάξουν φύλο χειρουργικά και ορμονικά, και μάλιστα να πληρώνουν γι’ αυτό, ει δυνατόν, οι «straight» φορολογούμενοι πολίτες, τερατώδης επέμβαση που είναι μη αναστρέψιμη και συχνά θανατηφόρα για τα παρασυρμένα θύματα.

Θηλυκοποίηση άνδρα.

Αρρενοποίηση γυναίκας.

Συνεχίζεται:

Προεκλογική εξέλιξη στην Κύπρο για το Ουκρανικό

                           

σχόλιο Γ.Θ : Πρόδωσε τα πιστεύω του για να γίνει Αρχιεπίσκοπος. Ήταν από αυτούς που αντέδρασαν (μαζί με τον Λεμεσού), στην αιρετική απόφαση του εκλιπόντος να αναγνωρίσει την ναζιστική ψευτοκεκκλησιά της Ουκρανίας. Είχε τσακωθεί με τον εκλιπόντα για αυτό αλλά τώρα τα πρόδωσε όλα γιατί ήξερε ότι δεν θα τον στήριζαν οι φιλοφαναριώτες -  αμερικανόφιλοι επίσκοποι της συνόδου. Κρίμα. Πραγματικά κρίμα.

Γράφει η Μαρία Κοσμίδου
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα…

Ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής, της Εκκλησίας της Κύπρου, Ησαΐας, σε συνέντευξή του σε κυπριακό μέσο ενημέρωσης, αναφερόμενος στην στάση του απέναντι στο Ουκρανικό και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δήλωσε ότι έθεσε τον εαυτό του στην διάθεση του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου.Είναι ο ίδιος Μητροπολίτης που δήλωνε την στήριξή του στην κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας και ανήκε στους “παραδοσιακούς” Μητροπολίτες της Κύπρου.

Είναι ο ίδιος Μητροπολίτης ο οποίος μαζί με άλλους πέντε  Μητροπολίτες υποστήριζαν πως η πράξη του οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να χορηγήσει αυτοκεφαλία στις σχισματικές δομές της ουκρανικής εκκλησίας αποτελεί ενέργεια αυθαίρετη, αντικανονική και αντιεκκλησιαστική. Τάραξαν για λίγο τα ύδατα… Και μετά σιωπή.

Σήμερα, ο Ταμασού Ησαΐας ομιλεί σαν διπλωμάτης: “Πρέπει να στηρίξουμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και πρέπει με τον τρόπο μας να επιλυθεί το πρόβλημα, πάντοτε με τον συντονιστικό ρόλο του Πατριάρχη. Πρέπει να κρατήσουμε την Εθνική μας ενότητα, να υποστηρίξουμε το δίκαιο και με την προσευχή και την δράση μας να υποστηρίξουμε τους ανθρώπους που υποφέρουν αυτή την στιγμή και δεν είναι λίγοι.

Η Κύπρος είναι γεμάτη πρόσφυγες, πεδίο δόξης λαμπρό για ανθρωπιστική αποστολή. Εγώ στηρίζω ανθρώπους και μία από τις πρώτες δράσεις μου ήταν όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, να χρηματοδοτώ οδηγούς για να απεγκλωβίζω ανθρώπους…”

Πώς σκέφτεται ο Μητρ. Ησαΐας να απεγκλωβίσει τους πιστούς και τον εαυτό του από τα δίχτυα του Οικουμενισμού; Ιδού η απορία.

 πηγή

https://yiorgosthalassis.blogspot.com/2022/11/blog-post_67.html#more

Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΟ «ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ», ΣΛΑΪΕΡΜΑΧΕΡ - 18

 Συνέχεια από:Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία μεταλλάχθηκε σε Θρησκεία

Η ΠΙΣΤΗ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


Αρχές και Επίλογος της “Glaubenslehre”, της Διδασκαλίας πίστεως!

Σε κάθε περίπτωση, για τον Σλαϊερμάχερ, η πίστις ή καλύτερα το βίωμα της πίστης προηγείται έναντι του δόγματος, το οποίο παραμένει δευτερεύον. Υποστηρίζει ακριβώς πως «τα κεφάλαια της χριστιανικής πίστης είναι εννοιολογήσεις των χριστιανικών θρησκευτικών βιωμάτων ξεδιπλωμένων στον λόγο». Συνεπώς η θεολογία συγκροτείται ξεκινώντας από την θρησκευτική αυτοσυνειδησία και από την άμεση έκφρασή της. «Τα δόγματα είναι προτάσεις πίστεως του δογματικο-εκθεσιακού είδους στις οποίες κατακτώνται οι πιο υψηλοί βαθμοί ακρίβειας». 
«Όλες οι ιδιότητες που αποδίδουμε στον θεό δεν δείχνουν κάτι συγκεκριμένο στον θεό αλλά μόνον κάτι ιδιαίτερο στον τρόπο με τον οποίο αναφέρουμε σ' αυτόν το αίσθημα της απολύτου εξαρτήσεως». Τοποθετώντας λοιπόν, παρότι με υπερβατικό τρόπο, το πρωτείο της “συνειδήσεως” και αναβαθμίζοντας το “αίσθημα” παρότι και αυτό σε μια θρησκευτική προοπτική, προσδιορισμένη σαν “απόλυτη εξάρτηση”, ο Σλαϊερμάχερ, ήταν αναγκασμένος να συλλάβει τα δόγματα σαν ερμηνείες θρησκευτικών συναισθημάτων, εκφράσεις της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας ιστορικά προσδιορισμένης. Γι' αυτό αδιαφορεί πλήρως για το δόγμα της Τριάδος.
 
Τα πράγματα όμως αλλάζουν εντελώς στην περίπτωση του Χριστολογικού δόγματος. Εάν συμφωνήσουμε με το αρχαίο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο στον «Ιησού Χριστό η θεία φύσις και η ανθρώπινη φύσις ήταν ενωμένες σε ένα πρόσωπο», θα ανοίξουμε έναν δρόμο με πάρα πολλές απορίες και αμφιβολίες. Η σχέση ανάμεσα στην Φύση και στο πρόσωπο η οποία ανακοινώνεται εδώ είναι εντελώς αντιφατική με όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις όπου η ίδια Φύση ανήκει σε πολλά άτομα ή πρόσωπα. Εδώ ένα πρόσωπο πρέπει να 'χει μέρος σε δύο φύσεις. Τί σημαίνει όμως ακριβώς πρόσωπο; Ο Σλαϊερμάχερ αποφεύγει να δώσει μια ακριβή απάντηση. Τυχαίως σε κάποιο σημείο μιλά για το πρόσωπο σαν μια «σταθερή μονάδα ζωής» και σαν «ένα εγώ ταυτόσημο σε όλες τις στιγμές που εναλλάσσονται». Παρόλα αυτά κατανοεί ξεκάθαρα πως οι Χριστολογικοί ορισμοί πρέπει να συμφωνούν με τους Τριαδικούς.
 
Στην χριστολογία ομιλούμε για ενότητα προσώπου και ενότητα Φύσεως, στο τριαδικό δόγμα για τριάδα προσώπων και ουσιώδη (essenza) μονάδα. Παρότι όμως αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική, καθώς ο όρος essenza (αληθινό Είναι), συμφωνώντας με τον Αυγουστίνο είναι ορθότερος του όρου Φύσις, παρόλα αυτά τίθεται το πρόβλημα της συσχετίσεως μ' αυτή την Ενότητα της Ουσίας. Πώς είναι και στα τρία πρόσωπα, εκείνη που ονομάζουμε στον Χριστό η Θεϊκή Του φύσις, και αν καθένα από τα τρία πρόσωπα, εκτός από τη συμμετοχή του στην θεία ουσία, έχει και μια δική του φύση, ή μήπως αυτό ανήκει μόνον στο δεύτερο πρόσωπο; Μια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στην Χριστολογία ούτε στο Τριαδικό δόγμα. Το θέμα γίνεται ακόμη πιο θολό με την άλλη χρήση της λέξεως πρόσωπο που επινοήθηκε για το τριαδικό δόγμα από ολόκληρη την Δυτική δογματική. Έτσι αν μεταφέρουμε και στο τριαδικό δόγμα τις εξηγήσεις που δίνονται συνήθως στην λέξη πρόσωπο, στο σχετικό δόγμα περί του Χριστού (και αυτή η δυνατότης μπορεί να υπάρξει εάν πούμε πως ο Χριστός δεν έγινε πρόσωπο κυρίως λόγω της ενώσεως των δύο φύσεων, αλλά ότι ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπό Του), τα τρία πρόσωπα θα κατέληγαν να συνυπάρχουν και να υπάρχουν ανεξαρτήτως δι' εαυτά. Εάν δε ακόμη κάθε ένα από τα πρόσωπα είναι μια Φύσις φτάνουμε σε τρεις θεϊκές φύσεις για τα τρία θεϊκά πρόσωπα τα οποία συνυπάρχουν σε μια θεϊκή ουσία. Εάν αντιθέτως η ίδια λέξη πρόσωπο πρέπει να σημαίνει στο ένα δόγμα κάτι διαφορετικό από το άλλο, καθώς στο πρόσωπο του Χριστού υπεισέρχεται ακόμη ένα άλλο πρόσωπο, στην άλλη σημασία του όρου, τότε συμπεραίνει ο Σλαϊερμάχερ, το μπέρδεμα μεγαλώνει.
 
Ο χριστολογικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο στην ενσάρκωση η θεία φύσις προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην ενότητα του προσώπου του, είναι ανεπαρκής για πολλούς λόγους. Όχι μόνον λόγω του όρου θεϊκή φύσις, αλλά πάνω απ' όλα επειδή παρουσιάζει την προσωπικότητα του Χριστού, εξαρτημένη από την προσωπικότητα του δεύτερου προσώπου στην Θεία Ουσία!  «Το χειρότερο όμως είναι πως η ανθρώπινη φύσις μ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι πρόσωπο μόνον με την έννοια που ταιριάζει σ' ένα πρόσωπο της Τριάδος και βρισκόμαστε τοιουτοτρόπως μπροστά στο εξής δίλημμα: ή τα τρία πρόσωπα πρέπει να είναι, όπως τα ανθρώπινα πρόσωπα, άτομα που υφίστανται δι' εαυτόν μ' έναν τρόπο εντελώς ανεξάρτητο, ή ο Χριστός σαν άνθρωπος, δεν υπήρξε ένας αληθινός άνθρωπος, οπότε η φιγούρα του Χριστού χάνεται εντελώς στον Δοκησισμό. Είναι πιο σίγουρο λοιπόν να σταθεροποιήσουμε το δόγμα γύρω από τον Χριστό ανεξαρτήτως του άλλου δόγματος».
 
Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι το πνευματολογικό. Ο Σλαϊερμάχερ το χειρίζεται μιλώντας πάνω απ' όλα για “κοινό πνεύμα”, εννοώντας μ' αυτό και το Άγιο Πνεύμα της Θεολογίας και την ειδική υποκειμενικότητα της Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας την Έκφραση “κοινό πνεύμα” ο Σλαϊερμάχερ θέλει να μεταφέρει το “εις εαυτόν” του πνεύματος της Τριαδικής προοπτικής στο “για μας” της ιστορικής οικονομίας όπου πραγματοποιείται η θρησκευτική αυτοσυνειδησία. Και σ' αυτή την περίπτωση όμως όπως και στην Χριστολογία, προσπαθεί να ξαναορίσει τα κλασσικά θέματα με τους όρους της δικής του δογματικής συλλήψεως. Έτσι λοιπόν ισχυρίζεται πως δεν μπορούν όλες οι αναπαραστάσεις που σχετίζονται με την τοποθέτηση του Αγίου Πνεύματος στο Τριαδικό δόγμα, να στηριχθούν στην Κ.Δ., όπου το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται μόνον και πάντοτε στους πιστούς.

Απ' αυτήν την άποψη ο Σλαϊερμάχερ ορίζει το Άγιο Πνεύμα σαν την εσώτατη ζωτική εντελέχεια της Ολότητος της Χριστιανικής Εκκλησίας ή ακόμη σαν την ένωση του Θείου Είναι με την ανθρώπινη Φύση στην μορφή του κοινού πνεύματος το οποίο ψυχώνει το σύνολο των πιστών. 

Στην Χριστολογία ο Σλαϊερμάχερ είχε αφήσει στην άκρη το πρόβλημα που προέκυπτε από το θείο στοιχείο του Χριστού. Εάν δηλαδή το θείο στοιχείο του Χριστού, ανεξαρτήτως της ενώσεως με την ανθρώπινη Φύση, υπήρξε ή υπάρχει ακόμη, σαν δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, σαν κάτι συγκεκριμένο στο θείο Είναι ή όχι. Τώρα αφήνει μετέωρο το ανάλογο πρόβλημα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Προτίμησε να αφήσει στον επίλογο του βιβλίου του το συνολικό του όραμα για τις ενδοτριαδικές σχέσεις, ενώ στο θέμα της πνευματολογίας περιορίζεται μόνον στη «σχέση ανάμεσα στο ανώτερο Είναι και στην ανθρώπινη Φύση, στο μέτρο που επηρεάζει με τα αποτελέσματά της την αυτοσυνειδησία μας». Έτσι λοιπόν η Τριαδικότης είναι περισσότερο η ολοκλήρωση της προόδου της συνειδήσεως της Χάριτος!
 
Συμπερασματικά σ' αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να πούμε πως για τον Σλαϊερμάχερ το κλειδί ολόκληρου του Χριστιανικού δόγματος είναι τα δύο στοιχεία τα οποία ενώνουν την θεία Φύση με την ανθρώπινη! Το ένα που ενώνει την ανθρώπινη Φύση με την Θεία μέσω της προσωπικότητος του Χριστού και το άλλο μέσω του “κοινού πνεύματος”.
 
Το ουσιαστικό “Τριάδα” βασίζεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός πως οι δύο ενώσεις του θείου Είναι, αυτή του Χριστού και εκείνη του Εκκλησιαστικού πνεύματος επαναλαμβάνονται σε «έναν διαχωρισμό ανεξάρτητο από τις ενώσεις αυτές και με αιώνιο τρόπο, μέσα στο ίδιο το ανώτατο Είναι». Με άλλα λόγια ο Σλαϊερμάχερ ομολογεί πως οι διακρίσεις της αυτοφανέρωσης του νέου στην ιστορία αντιστοιχούν σε διακρίσεις του Θεού στην αιωνιότητα. Η Οικονομική Τριάδα, θα λέγαμε σήμερα, είναι η μόνιμη ενυπάρχουσα Τριάδα και το αντίστροφο! Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να αναφερθούν σε μια άμεση θρησκευτική αυτοσυνειδησία, στην οποία η Τριάδα και η διάκρισή της σε δύο τρόπους δεν έχουν θέση. Η διάκριση ενός Θεού δι' εαυτόν από έναν Θεό ενωτικό, για μας, έρχεται σε δεύτερο χρόνο. Τα κύρια σημεία του Χριστιανικού δόγματος δηλαδή το Είναι του θεού στον Χριστό και στην Εκκλησία, πρέπει να θεωρηθούν ανεξάρτητα από το Τριαδικό δόγμα. Ο Σλαϊερμάχερ δηλώνει απερίφραστα πως δεν θα μπορούσε να βρει καμμιά θέση στην Χριστιανική δογματική ένα Τριαδολογικό δόγμα, το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί από γενικές έννοιες ή έννοιες a priori, χωρίς καμμία αναφορά στην Ιστορική Λύτρωση και χωρίς καμμία αναφορά στις Γραφές.
 
Το Εκκλησιαστικό Χριστιανικό δόγμα απαιτεί να σκεφτούμε καθένα από τα τρία πρόσωπα ίσο με την θεία Ουσία και τανάπαλιν, και καθένα από τα τρία πρόσωπα ίσο με τα άλλα. Μόνον έτσι η “ένωσή” μας με τον Χριστό είναι αληθινή κοινωνία με τον Θεό. Αυτή η Σωτηριολογική αξία του δόγματος επιβάλλει την πίστη στην Εκκλησιαστική Τριάδα. Παρότι εμείς δεν είμαστε ικανοί και δεν μπορούμε να σκεφτούμε ούτε την Ισότητα κάθε προσώπου με την Θεία Ουσία, ούτε την Ισότητα των προσώπων μεταξύ των. Μπορούμε μόνον να αναπαραστήσουμε τα πρόσωπα σε μια Ιεραρχία και ταυτόχρονα την ενότητα της Ουσίας, μπορούμε να την αναπαραστήσουμε ή μικρότερη των προσώπων ή μεγαλύτερη. Ο Σλαϊερμάχερ δεν μπορεί να κατανοήσει μια θεία γένεση η οποία δεν εμπλέκει μια σχέση εξαρτήσεως και υποταγής του Υιού στον Πατέρα. Ούτε μπορεί να κατανοήσει την Εκπόρευση του Πνεύματος από τον Πατέρα χωρίς αυτή η εκπόρευση να σημαίνει υποταγή του Πνεύματος στον Πατέρα. 

Ο Πατήρ επομένως θα ήταν πάντοτε πάνω από όλους, ενώ θα μας έμενε να αποφασίσουμε μόνον εάν τα δύο πρόσωπα είναι μεταξύ τους ίσα ή εάν το ένα είναι κατώτερο του άλλου!
 
Παρότι δεν μπορούμε να μην εκπλαγούμε ήδη με όσα ομολογεί για το δόγμα της Αγίας Τριάδος, ο Σλαϊερμάχερ κρύβει και άλλες εκπλήξεις. Ισχυρίζεται λοιπόν πως στις δογματικές εκθέσεις συνήθως η Τριάδα αναφέρεται ελάχιστα, αφού δεν θίγονται διόλου η ουσία και οι θείες Ιδιότητες, ούτε στην Χριστολογία ούτε στην Εκκλησιολογία. Βεβαίως ίσως έχει κάποιο δίκηο όταν καταγγέλλει πως το Χριστιανικό δόγμα δεν είναι πάντοτε ελεύθερο από δισταγμούς ανάμεσα στην ισότητα και στην υποταγή, ή ανάμεσα στον τριθεϊσμό και στην ενότητα, τα οποία συσκοτίζουν την αιώνια διάκριση των προσώπων. Γιατί όμως αντιτιθέμενος στον Εκκλησιαστικό τρόπο αναπαραστάσεως της Αγίας Τριάδος, ο Σαβελλιανισμός πρέπει να στέκεται στο ίδιο επίπεδο με τον τρόπο του Μ. Αθανασίου; [Διότι διαθέτει το ίδιο όργανο που διαθέτει και ο Σλαϊερμάχερ, την ΛΟΓΙΚΗ, όπως και όλες οι αιρέσεις, ακόμη και οι σημερινές]. 

Δεν είχε γράψει ο ίδιος ο Σλαϊερμάχερ πως «για να στερεώσουμε ένα δογματικό σύστημα της πίστεως πρέπει κατ' αρχάς να καθαρίσουμε τον χώρο από κάθε αιρετικό στοιχείο και να κρατήσουμε μόνον τα Εκκλησιαστικά;» Όλως αντιθέτως όμως συμβουλεύει να μην καταδικάζουμε με ευκολία τα λάθη, διότι τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά αντιθέσεις στις τρέχουσες εκφράσεις του Τριαδικού δόγματοςΈτσι λοιπόν συμπεραίνει πως «εμείς μ' αυτή την κατάσταση μπορούμε να εξασφαλίσουμε μόνον την ελευθερία για μια βαθειά κριτική της μορφής του δόγματος, που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα, και από την άλλη μπορούμε να ετοιμάσουμε και να εισάγουμε μια μεταμόρφωση του δόγματος, συνεπή με τις σύγχρονες συνθήκες των δογμάτων που είναι παραπλήσια στην πίστη».
 
Εάν η σχετική συνείδησή μας έχει βασιστεί στο θείο Είναι του Χριστού και στο “κοινό πνεύμα” της Εκκλησίας, η πρώτη δουλειά του Τριαδικού δόγματος φαίνεται να είναι η προσπάθεια να καθορίσουμε αυτό το ιδιαίτερο Είναι του Θεού, σε κάτι άλλο. Και στην συσχέτισή του με το Είναι του Θεού καθ' εαυτό και με το Είναι του Θεού στην σχέση του με τον κόσμο γενικώς. Το ενδιαφέρον για ένα τέτοιο έργο πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς!
 
Δεν είναι τελικώς ανησυχητικό ότι ο Σλαϊερμάχερ δηλώνει πως υπάρχει αντίφαση, για να το πούμε με τον Hegel, ανάμεσα στην “έννοια” και στην “αναπαράσταση” της Τριάδος; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε οι εξωτερικές πρόοδοι της θεότητος να οδηγήσουν σε εξάρτηση και υποταγή; Δεν λύθηκαν αυτά τα προβλήματα από την εποχή του Αρειανισμού; Το γεγονός πως η εσωτερική ζωή του Θεού είναι άφατη και Μυστηριώδης είναι τόσο υποτιμητικό για τον άνθρωπο;
 

Για ποιόν άνθρωπο;
 

ΣΧΟΛΙΟ : "Σε κάθε περίπτωση, για τον Σλαϊερμάχερ, η πίστις ή  καλύτερα το βίωμα της πίστης προηγείται έναντι του δόγματος, το οποίο παραμένει δευτερεύον". 

Στό θέμα τής αυτοσυνειδήσεως όμως μπορούμε νά ζητήσουμε καί τήν βοήθεια τού Γέροντος Αιμιλιανού: Ο άνθρωπος ζη κάθε ημέρα μέσα σε ένα τρελό μεθύσι, σε μιά ευφροσύνη, σε μία ικανοποίηση, σε μία «ευτυχία» και «ανάπαυσι», σε μία ευαρέσκεια και αυτάρκεια. Κάθε ημέρα αναπαύεται σε ένα στρώμα το οποίο προέρχεται από τις ποικίλες αμαρτίες του, στην πραγματικότητα όμως πίνει και τρώει τον ευατό του, ζυμώνει το είναι του με τον εαυτό του.

Προηγεῖται τῆς σωματικῆς θεραπείας ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς

 

(Ἐπαναδημοσίευση ἀπό 30-11-2021)
Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική - Ἐπιμέλεια:
Σάββας Ἠλιάδης
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ὁμιλία Ιδ΄ εἰς το κατά Ματθαῖον)
«Νῦν δέ, ἄν μέν σωματικόν ἔχομεν πάθος, πάντα ποιοῦμεν καί πραγματευόμεθα, ὥστε ἀπαλλαγῆναι τοῦ λυποῦντος ἡμᾶς,`τής δέ ψυχῆς ἡμῶν κακῶς διακειμένης, μέλλομεν καί ἀναδυόμεθα. Διά τοῦτο οὐδέ ἐκείνων ἀπαλλασσόμεθα, ἐπειδή τα μέν ἀναγκαία ἡμῖν πάρεργα γίνεται, τά δέ πάρεργα ἀναγκαία` καί τήν πηγήν τῶν κακῶν ἀφέντες, τούς ρύακας ἐκκαθαίρειν ἐθέλομεν.
Ὅτι γάρ τῶν ἐν τῷ σώματι κακῶν ἡ πονηρία τῆς ψυχῆς αἰτία καί ὁ παραλελυμένος τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη καί ὁ διά τοῦ στέγους χαλασθείς καί πρό τούτων δέ ὁ Κάϊν ἐδήλωσε` καί πανταχόθεν δέ ἐτέρωθεν τοῦτο ἄν τίς κατίδοι. Ἀνέλωμεν τοίνυν...τῶν κακῶν τήν πηγήν καί πάντα στήσεται τῶν νοσημάτων τά ρεύματα. Οὐ,Οὗ γάρ τό παραλελύσθαι μόνον νόσημα, ἀλλά καί τό ἀμαρτάνειν` καί τοῦτο μᾶλλον ἤ ἐκεῖνο, ὅσῳ καί ψυχῇ σώματος ἀμείνων».
Μετάφραση:
Καί τώρα, ἄν μέν ἔχουμε κάποιο πάθος σωματικό, κάνουμε τά πάντα καί φροντίζουμε, ὥστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτό, πού μᾶς προκαλεῖ τήν λύπη, τήν στεναχώρια. Ἀλλά γιά τήν ψυχή μας, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ κακή κατάσταση, τό ἀναβάλλουμε καί τό ἀποφεύγουμε. Γί` αὐτόν τόν λόγο οὔτε καί ἀπό ἐκεῖνα, τά σωματικά γλιτώνουμε. Ἐπειδή, τα μέν ἀναγκαία γιά μας, τά μετατρέπουμε σέ δευτερεύοντα, τά δέ δευτερεύοντα σέ ἀναγκαία.,ἀναγκαῖα. Καί ἀδιαφορῶντας καί ἀφήνοντας βρώμικη τήν πηγή τῶν κακῶν, θέλουμε νά καθαρίσουμε τά ρυάκια, πού μας τά μεταφέρουν.
Τό ὅτι δέ ἡ αἰτία τῶν κακῶν πού προσβάλλουν τό σῶμα εἶναι ἡ πονηρία τῆς ψυχῆς, μᾶς τό φανέρωσε καί αὐτός πού ἦταν παράλυτος ἐπί τριάντα ὀκτώ χρόνια καί ὁ ἄλλος παράλυτος, τόν ὁποῖο κατέβασαν ἀπό τήν στέγη καί πιό μπροστά ἀπό αὐτούς ὁ Κάϊν` ἀλλά καί ἀπό παντοῦ ἀλλοῦ καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις θά μποροῦσε νά τό δεῖ αὐτό ὁ καθένας. Ἄς κόψουμε, λοιπόν, τήν πηγή τῶν κακῶν καί θά σταματήσουν ὅλα τά ρεύματα τῶν ἀσθενειῶν. Διότι, δέν εἶναι ἀσθένεια μόνο ἡ παραλυσία ἀλλά καί ἡ ἁμαρτία. Καί αὐτή, ἡ ἁμαρτία, εἶναι περισσότερο βαριά τόσο, ὅσο σπουδαιότερη εἶναι ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα.
Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική - Ἐπιμέλεια:
Σάββας Ἠλιάδης
Κιλκίς, 30-11-2021


ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.  ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ, Η ΜΟΡΦΗ, Η ΟΜΟΡΦΙΑ, ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (147)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από Πέμπτη, 24 Νοεμβρίου  2022

                                                       Jacob Burckhardt
                                                           ΤΟΜΟΣ 3ος
                                    ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΟΙ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Ι. Η αφύπνιση της τέχνης
ΙΙ. Τα είδη της τέχνης
ΙΙΙ. Οι φιλόσοφοι, οι πολιτικοί και η τέχνη

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ι. Οι απαρχές
ΙΙ. Εξαμετρική ποίηση
ΙΙΙ. Η μουσική
ΙV. Η ποίηση εκτός του απλού εξάμετρου

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡΑΔΕΙΑ

Ι. Παροτρύνσεις και προσκόμματα
ΙΙ. Η ρήξη με το μύθο
ΙΙΙ. Η ευγλωττία
IV. Ο ατομισμός
V. Η επιστημονική έρευνα
VI. Ιστορία και εθνολογία

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΟΙ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Ι. Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Τα επιτεύγματα στα οποία οι Έλληνες υπερέβησαν κατά πολύ τους λαούς και τις εποχές που ακολούθησαν είναι βασικά η τέχνη και η ποίηση. Η εκτίμηση αυτή μας προτρέπει να μην επαναπαυθούμε σε θεωρίες όπως αυτές που περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, στην Ιστορία του Πολιτισμού του Hellwald. Στην επισήμανση αυτού του έργου ότι η καλλιτεχνική και ποιητική εξέλιξη των Ελλήνων οφείλεται όχι μόνο στην αποχή από τη χειρωνακτική εργασία (παραχωρημένη στους δούλους), αλλά και την απουσία επιστημονικής δραστηριότητας, μπορούμε τουλάχιστον να αντιτείνουμε αρχικά ότι τα επιστημονικά επιτεύγματα έχουν διαφορετικό χαρακτήρα από τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα, επειδή οτιδήποτε παραμεληθεί από ένα λαό στο επιστημονικό πεδίο θα καλυφθεί από έναν άλλο λαό, ή σε έναν άλλο αιώνα, ενώ η τέχνη και η ποίηση επιτυγχάνουν σε μια μοναδική στιγμή κάτι που δεν μπορεί να επαναληφθεί ποτέ ξανά. Από μια διαφορετική σκοπιά, αν επιχειρήσουμε τελικά να επιβάλλουμε την προτεραιότητα του επιστημονικού δηλαδή του υλικού πολιτισμού επί της τέχνης, θα χρειαστεί τουλάχιστον να αποδείξουμε ότι ο πολιτισμός αυτός δεν συνεισφέρει μόνο στην πρόοδο των λαών, αλλά τους καθιστά επίσης και ευδαίμονες. Πραγματικά οι ευκαιρίες που θα είχαμε να αποδείξουμε κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες. Και μόνον επειδή για την ουσιαστική πραγμάτωση της ύπαρξης δεν αρκούν ούτε η τέχνη, ούτε η γνώση, χρειάζεται και ένα τρίτο στοιχείο.

Η τέχνη αυτή, η οποία διατήρησε την αίγλη της με μιαν απρόσμενη ζωτικότητα και εξακολούθησε να ανθίζει με μια τόσο αξιοθαύμαστη μεγαλοπρέπεια, ως την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάνει άμεσα αισθητή την εμφάνισή της στα αρχαιότερα διασωθέντα αντικείμενα, προσφέροντας μια πλούσια ποικιλία ειδών και μορφών, προοιωνίζοντας ένα εξαιρετικά λαμπρό μέλλον. Αναρωτιόμαστε ποιο από όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ελληνική φυλή (Πελασγοί, Κάριοι, Λέλεγες, Κρήτες, Φρύγιοι) καλλιέργησε στα σπλάχνα του αυτή τη σπίθα του Κάλλους, και ποιο διέθετε τις βέλτιστες προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Σημαντικός υπήρξε ασφαλώς ο ρόλος της πολυπλοκότητας του βίου από τους αρχαιότατους χρόνους, ξεκινώντας από τον μεγάλο αριθμό πριγκηπικών και αριστοκρατικών οίκων, καθώς επίσης και η ανεξαρτησία και ποικιλομορφία της τοπικής λατρείας, όλες αυτές οι ευκαιρίες που καλλιέργησαν από πολύ νωρίς την έννοια της άμιλλας. Παράλληλα ήταν ήδη απαραίτητο, από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του έθνους και του πολιτισμού του, να εφευρεθεί μια πρακτική τέχνη, ένας τρόπος μορφοποίησης κάθε είδους αντικειμένων, και για τούτο, πολύ πριν απασχολήσουν τους ανθρώπους τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού, φάνηκε απαραίτητο να προσδιοριστούν οι πηγές έμπνευσης που θα συνιστούσαν τη βάση κάθε εικονικής αναπαράστασης. Σημείο εκκίνησης υπήρξε αναμφίβολα η λατρεία των θεών, με την αναπαράσταση της θεότητας και τις απεικονίσεις των προσφορών, όπως και η απόδωση τιμής στους νεκρούς με τα γλυπτά και τις μορφές που περιστοίχιζαν τα ταφικά μνημεία, και οι οποίες απέκτησαν εξ αρχής εμβληματική τεχνοτροπία. Ακολουθεί, σε δεύτερο πλάνο η κατασκευή μνημείων, η οποία προϋπέθετε την χρήση άφθαρτων υλικών, χωρίς να παραλείψουμε επίσης την ύπαρξη μιας δαιδαλώδους ξυλογλυπτικής τέχνης. Και παράλληλα μ’ αυτή τη δραστηριότητα, βλέπουμε να γεννιέται μια ιδιαίτερη φροντίδα για τον περίτεχνο στολισμό, που εμφανίζεται ήδη με ένταση στους πρωτόγονους λαούς, και καταλήγει σε εξαιρετικά καλαίσθητες δημιουργίες, ιδιαίτερα εξεζητημένες, ακόμη και ως προς την επιλογή των υλικών, και η οποία σε ορισμένους πολιτισμούς συνυφαίνεται στη συνέχεια απόλυτα με την εξουσία και τον πλούτο.

Οι ανασκαφές του Σλήμαν είναι κυρίως αυτές που μαρτυρούν την ύπαρξη αυτών των τόσο αρχαίων έργων της τέχνης. Παρατηρώντας τις εντυπωσιαζόμαστε κυρίως από τον όγκο του χρυσού. Ας θυμηθούμε μόνο το κύπελλο της Τροίας, με μορφή πλεούμενου, που μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κανείς και από τις δύο πλευρές, το δέπας αμφικύπελλον του Σλήμαν, καθώς και άλλα τρωικά αγγεία, και ένα μεγάλο αριθμό από σμιλεμένα φύλλα χρυσού, που χρησίμευαν ως στολίδια (νεκρικές μάσκες) των νεκρών που είχαν ταφεί στην ακρόπολη, στο αρχαιότερο επίπεδο ανασκαφών των Μυκηνών. Θα αντιπαρέλθουμε εδώ το ερώτημα σε ποιο βαθμό για ορισμένες μορφές τέχνης προηγείται ο τάπητας, ή το ξυλόγλυπτο, και ποιες μορφές προέκυψαν από την «τεχνική εντύπωσης»· ορθώς ο Milchhöfer θεωρεί ότι προηγήθηκαν τα κοσμήματα σε σπειροειδή μορφή από τυλιγμένο και συγκολλημένο νήμα. Το σημαντικό είναι ότι η τεχνοτροπία που επιλέχθηκε για την απεικόνιση των πρώτων μορφών ζώων (πρωτόγονες θαλάσσιες μορφές), και ανθρώπων, είναι ήδη μια τεχνοτροπία καθορισμένη. Οι μάσκες σε φυσικό μέγεθος, από φύλλα επεξεργασμένου χρυσού, με χαρακτηριστικά συχνά απωθητικά αλλά εξαιρετικά ρεαλιστικά, έχουν ιδιαίτερη αξία διότι αποτελούν την πρώτη αντιπροσωπευτική αποτύπωση της μορφής του Έλληνα. Ο ιπτάμενος γυπαετός και η σφίγγα εμφανίζονται αργότερα, αλλά τα αντικείμενα από καθαρό χρυσό συνιστούν πραγματικά έργα τέχνης: οι «μπούκλες» με θαυμαστές αναπαραστάσεις από μάχες ή κυνήγια, τα «δαχτυλίδια» με αντίστοιχες απεικονίσεις, και κυρίως τεράστιοι πολύτιμοι λίθοι με θεϊκές μορφές, που το αντίστοιχό τους, κατά τον Milchhöfer, συναντάται και στην ινδική τέχνη. Αυτοί οι πολύτιμοι λίθοι απαιτούσαν μιαν ιδιαίτερα εξελιγμένη τεχνική, δύσκολη και απαιτητική, διότι δεν πρόκειται μόνο για εργασία σε μαλακή πέτρα (στεατίτη και αιματίτη), αλλά επίσης, στα μεταγενέστερα ευρήματα σε όνυχα, αχάτη, ίασπι, χαλκηδόνιο λίθο και χαλαζία.

Εκτός από αυτούς τους θησαυρούς, που πρέπει να είναι αρχαιότεροι από τους θαλάμους των μυκηναϊκών θησαυρών και την Πύλη των Λεόντων, αλλά μαρτυρούν μιαν έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ειδώλια ανθρώπων και ζώων, κυρίως τα άλογα από χαλκό (και από κεραμική), των οποίων μεγάλοι αριθμοί ανακαλύφθηκαν στην Ολυμπία, κοντά στην περιοχή του θυσιαστηρίου, στα χαμηλότερα στρώματα μαύρης γης. Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ως τις αρχαιότερες επαληθεύσιμες προσφορές της ελληνικής τέχνης· ένα μέρος απ’ αυτές παρατείνεται ως τις θαυμαστές συλλογές του 5ου και του 4ου αιώνα. Τα ευρήματα αυτά, που αποτελούν τα πρώτα δείγματα μιας ανεπανάληπτης τέχνης, αξίζουν τον ανάλογο σεβασμό.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τα αρχαιότερα διασωθέντα μνημεία αρχιτεκτονικής: τα Κυκλώπεια Τείχη, τους Θησαυρούς, την Πύλη των Λεόντων, που αποτελούν τα πρώτα δείγματα αρχιτεκτονικής τέχνης σε ελληνικό έδαφος, βλέπουμε να αναδύεται μιαν έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα, που προηγείται ήδη της δωρικής καθόδου. Παρατηρούμε όμως ταυτόχρονα την ύπαρξη ενός μεγάλου χάσματος, ανάμεσα σ’ αυτή την τέχνη και τις μετέπειτα δημιουργίες, που εκτείνεται μέχρι τον 6ο αιώνα, και το οποίο θα ήταν σκόπιμο να καλύψουμε.

Ορισμένα ίχνη που μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε τη συνέχιση της μυκηναϊκής τέχνης μας προσφέρει η εποποιία, στον Όμηρο και τον Ησίοδο, με την περιγραφή των δύο ασπίδων. Διακρίνουμε εδώ αναπαραστάσεις από ένα ολόκληρο κόσμο, και όχι μόνο σε ανάγλυφη μορφή αλλά με τη μέθοδο μιας πολύχρωμης μεταλλικής επιστρωμάτωσης. Στην ασπίδα του Αχιλλέα, για παράδειγμα, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη μαύρων σταφυλιών, χρυσών πασσάλων, περίφραξης από κασσίτερο, και μια σκούρα χέρσα έκταση· παρόμοιες αναπαραστάσεις βρίσκουμε στη μυκηναϊκή τέχνη, κυρίως στις λάμες χάλκινων μαχαιριών, στις οποίες έχουν χαραχτεί σκηνές κυνηγιού, με μικροσκοπικές λεπτεπίλεπτες μορφές. Είναι φυσικό όμως έργα τέχνης από μέταλλο να μην διασώθηκαν, εκεί όπου, σε αντίθεση με την Τροία και τις Μυκήνες, δεν το ευνόησαν οι συνθήκες· το ίδιο ισχύει, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Milchhöfer, και για την ξυλογλυπτική, της οποίας εκπρόσωποι υπήρξαν για εμάς ο Δαίδαλος και οι Δαιδαλίδες, από τους οποίους η μετέπειτα αρχαιότητα διέσωσε τη λάρνακα του Κύψελου και άλλα παρόμοια έργα τέχνης. Η λιθογλυπτική, που κάνε την εμφάνισή της επίσης για πρώτη φορά στις Μυκήνες, εξελίχθηκε αρκετά αργότερα με βραδείς ρυθμούς, και επειδή τελικά η «ψημένη γη» ήταν αυτή που επέζησε σε περιόδους έλλειψης άλλου είδους έργων τέχνης, η έρευνα περιορίστηκε στην κεραμική και ορθώς τα αγγεία υπήρξαν τελικά τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα επισταμένης μελέτης.

Εκείνο όμως που προέχει είναι να προσδιορίσουμε τους θετικούς και τους αρνητικούς παράγοντες που οδήγησαν σε μια τόσο εξαιρετική άνθηση της τέχνης, και εδώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η καλλιτεχνική ελευθερία. Τη στιγμή που η ποίηση είχε προ πολλού αποδώσει στους θεούς μιαν αξιοθαύμαστη ιδανική και ζωντανή μορφή, η τέχνη παρέμεινε για καιρό πιστή, ως προς τα αγάλματα των θεών, στους αρχαίους τύπους κατασκευής, όπως τους είχε ορίσει η παράδοση· είναι όμως γεγονός ότι η αντίληψη περί των θεών εμφορείτο από την αίσθηση του κάλλους, πολύ πριν αυτό αποτυπωθεί στα αγάλματα της θεότητας· για αρκετούς αιώνες μετά τον Όμηρο τα αγάλματα διατηρούν την αρχαία ξύλινη μορφή (ξόανο). Όμως η τέχνη δεν υποβλήθηκε εδώ σε κανενός είδους εξαναγκασμό. Ενώ στους Βαρβάρους της Ανατολής, που έζησαν τους εξαναγκασμούς μιας ισχυρής ιερατικής κάστας, και ενός αποπνικτικού εθνικισμού, το θείο και το θρησκευτικό συναίσθημα όφειλε να εκφραστεί με μιαν απωθητική συμβολική, επειδή ήταν αναγκαίο να ενταχθεί στην απτή πραγματικότητα, η οποία και δεν του επέτρεψε να αποφύγει την μείξη με ζωώδεις μορφές, όπως η κτηνώδης κεφαλή του θεού στην Αίγυπτο, ο πολλαπλασιασμός των μελών στην Ινδία, ή η κάλυψη με πέπλο και οι τελετουργικές κινήσεις στην Ασσυρία, και όλα αυτά σε μια εποχή κατά την οποία το επίπεδο του πολιτισμού στο σύνολό του υιοθετούσε με θέρμη το καθαυτό μνημειώδες, και επέτρεπε ακριβώς σε τερατώδεις κατασκευές από το πλέον συμπαγές υλικό να κατακτήσουν ένα υψηλό επίπεδο τελειότητας, στους Έλληνες δεν υπήρξε κανενός είδους ιερατείο, καμία δηλαδή παγιωμένη εξουσία, ικανή να επιβάλει πρόωρα και τυραννικά την εικονική αντίληψη του θείου και να την διατηρήσει. Δεν πρόκειται όμως για ένα οριστικά αρνητικό ιστορικό συμβάν, διότι αν οι Έλληνες δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσουν ένα τέτοιο ιερατείο, είχαν όμως μία Πόλη, η οποία μπορούσε να υποχρεώσει τον καλλιτέχνη να τιμήσει αυτό που αντιπροσώπευε μια καθολική αξία, έτσι ώστε να αναδειχθεί τελικά μια τεχνοτροπία ομοιογενής, αλλά όχι ομοιόμορφη.

Το ζήτημα αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι και οι Έλληνες είχαν τις δικές τους τερατογενέσεις. Οι ομηρικές επωνυμίες της Ήρας (βωόπις) και της Αθηνάς (γλαυκώπις) παραπέμπουν σε μιαν αρχαιότατη εποχή στην οποία οι θεοί των Ελλήνων, όπως και των Αιγυπτίων, είχαν κεφαλές ζώων, και οι δαιμονικές υπάρξεις στους αποκαλούμενους νησιωτικούς βράχους απεικονίζουν τις πλέον φρικώδεις υβριδικές μορφές· και ο ίδιος ο μύθος περικλείει απεχθείς περιγραφές, όπως η γέννηση της Αθηνάς και του Διονύσου. Αλλά αυτές οι εκδοχές απωθήθηκαν γρήγορα από την τέχνη. Ήδη ο Όμηρος ερμήνευε την επωνυμία της Αθηνάς όπως οι μετέπειτα γενεές, που αναφέρονταν στη γαλανομάτα θεά, και βαθμιαία οι τρομακτικές υβριδικές υπάρξεις εξαφανίστηκαν από τη φαντασία του λαού, εκτός από κάποιες, όπως οι μορφές στο μύθο του Περσέα, οι οποίες όμως στην αντίληψη του λαού είχαν πλέον την κατοικία τους στις εσχατιές του κόσμου. Ο ίδιος ο μύθος φρόντισε ορισμένες φορές να τις εξαφανίσει· έτσι οι Αρπυίες, φρικτές τερατώδεις μορφές, επέζησαν μέχρι της εποχή των Αργοναυτών, και ήρθε ο καιρός που τις εξολόθρευσαν οι Βορεάδες. Χάρη στους αοιδούς, η αντίληψη περί των θεών και των δαιμονικών υπάρξεων, όπως την γνωρίσαμε και μέσα από τον Όμηρο, κατέληξε να είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τις αλλόκοτες μορφές των νησιωτικών βράχων, μη δυνάμενη να επιζήσει στη διάνοια των Ελλήνων. Έτσι η μοναδική υβριδική μορφή που παρέμεινε ήταν αυτή του Πάνα, ο οποίος όμως στον 19ο Ομηρικό Ύμνο οφείλει να γίνει αρεστός στον πατέρα του Ερμή, και τους υπόλοιπους θεούς. Πιθανότατα η φαντασιακή μορφή του Πάνα να είχε ενσωματωθεί τόσο βαθειά στον καθαρά ποιμενικό πληθυσμό, ώστε να μην ήταν δυνατόν να τον αγγίξει η μεγάλη μεταμόρφωση των υβριδικών όντων. Οι υβριδικές υπάρξεις που επέζησαν δεν είχαν πλέον καμιά σχέση με τους θεούς, και αποτελούσαν μόνο θρυλικές δαιμονικές μορφές.


(συνεχίζεται)
      

Μία επανεξέταση της Νεο-πατερικής σύνθεσης; Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER (4)

  Συνέχεια από: Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

του αιδεσιμώτατου Δρ. Μπράντον Γκάλαχερ

II. Το «παράδειγμα» στο έργο του Φλωρόφσκυ: Αντι-δυτική πολεμική και Χριστιανικός Ελληνισμός

Ωστόσο, θα ήταν σφάλμα να σκεφθεί κανείς ότι η πολεμική του Φλωρόφσκυ στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον του Bulgakov και της ρωσικής θρησκευτικής φιλοσοφίας στο βαθμό που αυτή αποτελούσε ένα παράσιτο του γερμανικού ρομαντισμού ως μορφή αρνητικής δυτικής επιρροής πού οδηγεί στην ετεροδοξία. Στην πραγματικότητα, η πολεμική του Φλωρόφσκυ εναντίον της ρωσικής θρησκευτικής φιλοσοφίας αποτελούσε μέρος της ευρύτερης πολεμικής του εναντίον της δυτικής θεολογίας πριν και μετά το μέγα σχίσμα. Εν όψει μίας τέτοιας θεολογίας, υποστήριξε ότι η ανατολική Ορθοδοξία αποτελεί την κοινή παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας, ότι ο χριστιανικός Ελληνισμός περιλάμβανε όχι μόνο τον Μ. Βασίλειο και τον Γρηγόριο Νύσσης, αλλά και τον Αυγουστίνο ως ένα είδος επίτιμου Έλληνα Πατέρα60. Θα πρέπει, παρ’ όλα αυτά, να σημειωθεί εδώ ότι όταν μιλάμε για αντιδυτική «πολεμική» στη σκέψη του Φλωρόφσκυ, αυτή θα πρέπει να διακρίνεται προσεκτικά από την αντίστοιχη πολεμική άλλων στοχαστών, όπως ο Έλληνας θεολόγος και πατρολόγος π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς (1935-)61, των οποίων οι οξείες κριτικές και βαριές κατηγορίες εναντίον της Δύσης (που ανάγουν κάθε σύγχρονο κακό στον Θωμά τον Ακινάτη και τον Αυγουστίνο), στερούνται της καθολικότητας και της καλής ιστορικής αίσθησης τού Φλωρόφσκυ.

Ο Ρωμανίδης, μαθητής τού Φλωρόφσκυ στο Harvard και συνάδελφός του στην Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού (Brookline, Mass.) στα τέλη της δεκαετίας τού 1950, ανέπτυξε έναν περίτεχνο ιστορικό «μύθο» για την διαφθορά της δυτικής θεολογίας, η οποία, όπως ισχυρίζεται, στην αρχή υπήρξε ευρύτατα ελληνιστική, αλλά διεφθάρη με την κατάκτηση της Δυτικής «Ρωμαϊκής» (Βυζαντινής Ορθόδοξης) Αυτοκρατορίας κατά τους 8ο και 9ο αιώνες από τα βαρβαρικά φύλα των «Φράγκων». Γι’ αυτόν, δεν υπάρχουν Λατίνοι ή Έλληνες Πατέρες, παρά μόνο Ορθόδοξοι «Ρωμαίοι» στη Δύση και στην ελεύθερη Ανατολή, οι οποίοι διδάσκουν «ρωμαϊκή Ορθόδοξη θεολογία» και όχι την «καρολίγγεια φραγκική» αίρεση. Η πτώση της Δύσης στους Φράγκους οδηγεί σε κάθε είδους αίρεση, ειδικά όμως στο Filioque (απηχώντας εδώ τον Lossky και τον Lev Karsavin (1882-1952), το οποίο «είναι τόσο κακό όσο και ο Αρειανισμός» και αποτελεί ένα είδος διεφθαρμένης ρίζας του δυτικού Χριστιανισμού. Επίσης τα περισσότερα από αυτά τα σφάλματα μπορούν να ανιχνευθούν στο έργο του Αυγουστίνου, ο οποίος διέφερε από τον «Ρωμαίο» Αμβρόσιο62. Αν μία τέτοια «χολή» ακούγεται παράδοξη στον δυτικό αναγνώστη, τότε η έμμονη ιδέα του Γιανναρά ότι «η Δύση» έχει, κατά μία προσφιλή του έκφραση, «διαστρέψει το χριστιανικό Ευαγγέλιο» θα φανεί ακόμη πιο παράξενη63. 

Ο Γιανναράς, ακολουθώντας τον Ρωμανίδη, βλέπει τη «δυτική εκτροπή» να έχει τις ρίζες της πίσω στον Αυγουστίνο, ο οποίος θα «παρέμενε μάλλον ένας μεμονωμένος αιρετικός στοχαστής [...] αν κατά τον 9ο αιώνα οι Φράγκοι δεν ανακάλυπταν τη σημασία των αιρετικών διδαχών του»64. Ακόμη πιο σθεναρά, ανιχνεύει τις απαρχές «του φαινομένου που σήμερα ονομάζουμε ολοκληρωτισμό» στον υψηλό σχολαστικισμό ιδιαίτερα του Ακινάτη65. Ισχυρίζεται ότι από τον Αυγουστίνο «ως τον Θωμά Ακινάτη και έως τον Καλβίνο» διαμορφώθηκε μία νέα εκδοχή «εκκλησιαστικής ορθοδοξίας» (σε αντιδιαστολή με την ανατολική Ορθοδοξία), όπου η Ορθοδοξία καταντά μία «θρησκεία» και αποτελεί πλέον «επιβεβαίωση (sic) στη θεσμοποιημένη ιδεολογία που είναι κυρίαρχη, γιατί είναι λογικά και κοινωνικά και μεταφυσικά υποχρεωτική»66. Ο Γιανναράς γράφει ότι ως «σύγχρονος Έλληνας», ενσαρκώνει την αντίθεση και την αποξένωση των απομειναριών της «εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας», διψώντας για το «ορθό», κουβαλώντας ωστόσο, ταυτόχρονα την δυστυχή πραγματικότητα του «εσφαλμένου» σε μία κοινωνία «εκδυτικισμένη κατά τρόπο ριζικό και δυστυχή». Στην κριτική του για τη Δύση, υποστηρίζει, προβαίνει απλώς σε μία «αυτοκριτική• αυτή αναφέρεται στο δικό μου ολοκληρωτικά δυτικό τρόπο ζωής»67. Ωστόσο, στον Γιανναρά, «η Δύση» μοιάζει συνεχώς να ταυτίζεται με το «ξένο»68, με τον θρίαμβο των βαρβαρικών γερμανικών φύλων πάνω στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία69, και οι δυτικές εκκλησίες70 με τις διάφορες προϋποθέσεις που ορίζουν το δυτικό Χριστιανισμό71, τις οποίες, όπως είδαμε, ανιχνεύει στο δυτικό «σχολαστικισμό», του οποίου δηλητηριώδης πηγή υπήρξε ο Αυγουστίνος και οι «δάσκαλοί» του, (ο Τερτυλλιανός και ο Αμβρόσιος)72. Αντίθετα, η «Ανατολή» είναι αναπόφευκτα δεμένη με το «ελληνικό πνεύμα»73, με το οποίο εννοεί όχι μόνο τούς Έλληνες Πατέρες και τις χαρακτηριστικές τους διδασκαλίες74, αλλά και τη μοναδικά ελληνική προσέγγιση της πραγματικότητας75, η οποία εκφράστηκε από τον χριστιανικό Ελληνισμό76 και έχει ξεκάθαρα τις απαρχές του στην ελληνόφωνη Ανατολική Αύτοκρατορία77.

Αν και ο Γιανναράς και ο Ρωμανίδης εκθέτουν αναμφίβολα το ίδιο παράδειγμα που εντοπίζεται και στον Φλωρόφσκυ, φαίνεται ότι στερούνται το φιλελεύθερο πνεύμα του Φλωρόφσκυ, την οξεία ιστορική του αίσθηση και την οικουμενική συμπόνια, με συνέπεια το ίδιο παράδειγμα να εκδιπλώνεται σ’ αυτούς χωρίς κάποια ιδιαίτερη επεξεργασία. Η εννοιολογικά περισσότερο επεξεργασμένη πολεμική του ίδιου του Φλωρόφσκυ εκτείνεται από την απερίφραστη απόρριψη της εθνικής «Λατινικότητας», ως την αποπομπή όλων των αποχρώσεων του Σχολαστικισμού και την πιο διακριτική συμπερίληψη της δυτικής πατερικής σκέψης στον χριστιανικό Ελληνισμό, ο οποίος έχει ανατολικό και ελληνικό χαρακτήρα. Μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της όψιμης σκέψης του Φλωρόφσκυ - όπως η πολεμική στάση του έναντι της Δύσης, (έναντι του ορθολογισμού που έχει εμποτίσει τον δυτικό κόσμο), η εμφασή του στη «βυζαντινό-σλαβική» κληρονομιά ως την ανεξάντλητη πηγή της «ρωσικής ψυχής» και ευρύτερα της ορθόδοξης “δημιουργικής προσωπικότητας” («η ένταση του ρωσικού λαού και του ορθόδοξου πνεύματος. Εδώ από αρχαιοτάτων χρόνων βρίσκεται ο τόπος της πολιτισμικής δημιουργικότητας»)78 μπορεί να ανιχνευθεί ιδιαίτερα στην προ-θεολογική, συγκεκριμένα στη φιλοσοφική του περίοδο μέ σημαντικότερο γεγονός τη συγγένειά του με την ευρασιανική κίνηση τη δεκαετία του ’20. Πριν την οριστική του ρήξη με τους Ευρασιάτες το 1928 (79), ο Φλωρόφσκυ έδωσε ένα κείμενο σε μία συλλογή των Ευρασιατών υπό τόν τίτλο Russia and Latinity(1923)80, η οποία, όπως έγραψε πρόσφατα ο διάκονος P. Gavrilyuk, «προήγαγε τον ισχυρισμό ότι ο προσηλυτισμός στο Ρωμαιοκαθολικισμό ενός Ορθοδόξου πιστού στη Γαλλία ήταν χειρότερος από τη δολοφονία του από τους Μπολσεβίκους στην κομμουνιστική Ρωσία, με δεδομένο ότι το πρώτο οδηγούσε στην αιώνια απώλεια της ψυχής, ενώ το δεύτερο προξενούσε μόνο την προσωρινή καταστροφή τού σώματος». Όταν ο πασίγνωστος διπλωμάτης και λαϊκός εκκλησιαστικός άνδρας, πρίγκιπας Γρηγόριος N. Trubetskoy (1874-1930), επέκρινε την ιδέα αυτή στο περιοδικό Put’, οι Ευρασιάτες απάντησαν με μία ανοικτή επιστολή, την οποία υπέγραψε ο Φλωρόφσκυ και η οποία υπερασπίστηκε την ηθική συσχέτιση ανάμεσα στην καταπιεστική φύση του Μπολσεβικισμού και τον Ρωμαιοκαθολικισμό81.

ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΤΟΣΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΩΣΤΕ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ.

Σημειώσεις

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (2)-επανάληψη

                             Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας 
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης

1.2 Οι τρεις Εγκύκλιοι. Συγκριτική μελέτη και ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών. 

Η Εγκύκλιος του 1895[1].
Θεωρούμε ότι ένα ζωντανό παράδειγμα ραγδαίας αλλοτρίωσης της ορθόδοξης πίστης από το φαινόμενο του Οικουμενισμού, εκτυλίσσεται από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τις ημέρες μας στον χώρο της χαρακτηρισμένης ως Ορθόδοξης Ανατολής ή στον χώρο που παραδοσιακά ενεργούσε και συνεχίζει να ενεργεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαίτερα δε η ελληνόφωνη.
Μνημονεύουμε την προαναφερθείσα Εγκύκλιο για δυο λόγους: α) διότι στην συγκεκριμένη Εγκύκλιο το Πατριαρχείο συνοψίζει σύντομα και περιεκτικά το σύνολο σχεδόν των αιρετικών δοξασιών και νεωτερισμών της Παπικής κακοδοξίας και β) διότι μπορούμε εμφανώς να δούμε ότι, ενώ το Πατριαρχείο μας δίνει μια ανάγλυφη Ορθόδοξη μαρτυρία με την υπάρχουσα Εγκύκλιο, εν τούτοις εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με την Εγκύκλιο του 1920, πραγματοποιεί μια ολική μεταστροφή στις θέσεις του, σαν να ήταν οι θέσεις που παρουσιάζονται στην Εγκύκλιο του 1895 υπόθεση του Πατριάρχη της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και όχι το αποκαλυπτικό απόσταγμα της σχεδόν δισχιλιόχρονης πορείας της Εκκλησίας του Χριστού.
Η Εγκύκλιος του 1895 αναφέρεται στην υπάρχουσα ομοφωνία της Εκκλησίας της Ρώμης με τις εν Χριστώ Εκκλησίες του Ανατολικού τμήματος, της παλαιότερα ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι και τον ένατο αιώνα[2] και όχι το 1054 όπως έχει πλέον επικρατήσει να λέγεται σε ένα κλίμα πλειοδοσίας καλών προθέσεων. Το μη επιδεχόμενο δεύτερη ερμηνεία, προς Εβραίους 13,7-8, καταλήγει με την προτροπή: «διδαχαῖς ποικίλαις καί ξέναις μη περιφέρεσθε»[3], μας εισάγει και μας προϊδεάζει για το κλίμα της εγκυκλίου αλλά και της στάσης του Πατριαρχείου για τα θέματα που αφορούν στην παρακαταθήκη της πίστεως. Ευθύς τονίζει το παράλογο των παπικών απαιτήσεων (ένωση παπικής εμπνεύσεως) και του άκρατου κληρικαλιστικού πνεύματος του παπικού θεσμού (ο Πάπας κοσμικός άρχων της Εκκλησίας, αντιπρόσωπος του Κυρίου και μόνος χορηγός της χάριτος[4]) καθώς και τη δαιμονική ουνιτική πρακτική της Ρώμης, ιδιαίτερα απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι μας διευκρινίζει ότι αίτια της Πατριαρχικής εγκυκλίου είναι η ευανάγνωστη αλλαγή πλεύσης του Πάπα, όπως φαίνεται με Εγκύκλιο του που εξαποστέλλει προς τις αποκαλούμενες από τους παπικούς Ανατολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, το 1894[5](«ἐγκαταλιποῦσα τήν ὁδόν τῆς πειθοῦς καί τῆς συζητήσεως»[6], όπως αναφέρει χαρακτηριστικά) και η ενεργοποίηση της ουνίας. Χαρακτηρίζει τον Πάπα ψευδαπόστολο, που μετασχηματίζεται σε απόστολο Χριστού, κάνοντας αναφορά και στην ανακολουθία που παρουσιάζει η παπική στάση στο θέμα της  ενώσεως των εκκλησιών. Βέβαια, κι εδώ φαίνεται μια αλλοίωση που παρείσφρησε στο σώμα της Εκκλησίας, καθώς το Πατριαρχείο κάνει λόγο για ένωση, ενώ πιο κάτω θέτει την σωστή διάσταση της ένωσης ως επιστροφή της παπικής κακοδοξίας στην αλήθεια του Κυρίου την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία διακονεί. Στη συνέχεια παραθέτοντας  τις κακοδοξίες της Ρώμης αναφέρει επιγραμματικά το ζήτημα του filioque[7], της τριπλής κατάδυσης, του άζυμου άρτου στην Θεία Ευχαριστία[8], τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και όχι κατά την εκφώνηση «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου»[9], την αποστέρηση από τους λαϊκούς του κοινού ποτηρίου, τα περί καθαρτηρίου πυρός[10] καθώς και τα περί ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης[11], το δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου[12]. Το Πατριαρχείο εστιάζει σ’ αυτό που ο Πάπας θεωρεί ως κύρια και βασική αιτία της διαφωνίας: στη θέση του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία. Το γνωστό «πρωτείο» που, για τον Πάπα, έχει αγιογραφική βάση στη στιχομυθία του Κυρίου με τον Απόστολο Πέτρο. Ο Πάπας διατείνεται ότι και η εκκλησιαστική ιστορία μας εφοδιάζει με πλείστες μαρτυρίες οι οποίες συμπορεύονται με τις απόψεις της Ρώμης εννοώντας κυρίως την ομολογία του Αποστόλου Πέτρου[13]. Αξίζει να αναφέρουμε μια από τις πολλές μαρτυρίες του Αποστόλου Παύλου: «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός»[14] που κονιορτοποιεί οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, πολύ περισσότερο μια ερμηνεία που υποδηλώνει εξουσιαστική λαγνεία. Λαμβάνοντας οι Πατέρες, λοιπόν, τις παραπάνω μαρτυρίες, καθώς και πολλές άλλες αγιογραφικές, ουδέποτε θεώρησαν ότι ο  Απόστολος Πέτρος είχε ένα ιδιαίτερο πρωτείο έναντι των άλλων Αποστόλων. Η ΄΄Εκκλησία΄΄ της Ρώμης πλανά και πλανάται κηρύσσοντας ένα κατεξουσιαστικό κατά βάση πρωτείο, στηριζόμενη σε απόκρυφα του 2ου αιώνα βιβλία, τα λεγόμενα Ψευδοκλημέντια[15], καθώς και στις μεταγενέστερες, «αναβαθμισμένες», Ψευδοισιδώρειες[16] διατάξεις όπου εντοπίζεται ο ισχυρισμός ότι πρώτος επίσκοπος και ιδρυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ήταν ο Πέτρος. Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι ο διάδοχος του Πέτρου είναι ο έχων το πρωτείο, νοούμενο ως δυνατότητα άσκησης και επιβολής εξουσίας και όχι ως πρωτείο τιμής, το οποίο οι Πατέρες ούτως ή άλλως απέδιδαν στον Επίσκοπο Ρώμης, ως Επίσκοπο της πρωτεύουσας πόλης του πολιτειακού μορφώματος, κάτι το οποίο συνέβη αργότερα και με την Κωνσταντινούπολη όταν αυτή παρέλαβε τα σκήπτρα της πρωτεύουσας πόλης. Η ισοτιμία των επισκόπων των εν Χριστώ Εκκλησιών για τους Πατέρες είναι δεδομένη και ουδείς υπαινιγμός γίνεται εξ’ αυτών περί πρώτου Επισκόπου και κριτή των άλλων Εκκλησιών. Κατά την Πατριαρχική Εγκύκλιο, το συνοδικό σύστημα διοικήσεως με κορυφή την Οικουμενική Σύνοδο, σύγκλιση της οποίας γινόταν για θέματα που αφορούσαν το σύνολο των εν Χριστώ Εκκλησιών, είναι το «πολίτευμα» της Εκκλησίας, το οποίο και καταστρατηγεί ο Πάπας ορεγόμενος και την κοσμική εξουσία. Κι ενώ, κατά την Εγκύκλιο, υπάρχει πληθώρα παπών με αιρετικές περγαμηνές όπως οι: Λιβέριος[17] ο οποίος κατά 4ο αιώνα υπέγραψε αρειανή ομολογία, ο Ζώσιμος[18] που κατά τον 5ο αιώνα επιδοκίμασε αιρετική ομολογία, ο Βιγίλιος[19] που καταδικάστηκε τον 6ο αιώνα από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο και ο Ονώριος[20] που ως υποστηρικτής του Μονοθελητισμού καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο και λογική συνέπεια αυτών θα ήταν η ζεστή μεταμέλεια και επιστροφή του Πάπα στα παραδεδομένα, ατυχώς όμως η παπική σύνοδος του 1870 εμμένοντας στις αιρετικές υπερπτήσεις της Ρώμης ανακήρυξε και αλάθητο[21] τον Πάπα. Λαμβάνοντας τα δεδομένα αυτά το Πατριαρχείο δικαίως καυχάται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία Άγια και Αποστολική Εκκλησία η δε Ρωμαϊκή κατέστη ΄΄Εκκλησία΄΄ των καινοτομιών και νοθεύσεων και άρα δίκαια αποκηρύχθηκε και αποκηρύσσεται. Η δόλια αγαπητική διάθεση που εκδηλώνει ο Πάπας προς τα σλαβικά έθνη, επαναλαμβάνοντας τις πάγιες ουνίτικες πρακτικές, αναγκάζει το Πατριαρχείο να μεμφθεί την υποκριτική στάση του Πάπα έναντι των σλαβικών εθνών και υπενθυμίζει την περιπέτεια των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου την περίοδο της ιεραποστολικής τους δράσης στην Μοραβία[22].
Κλείνοντας την Εγκύκλιο το Πατριαρχείο απευθύνεται στους λαούς της Δύσης τονίζοντας τους ότι δεν αρκεί η πίστη στο Χριστό αλλά οφείλουν να πιστεύουν ορθά. Ορθή πίστη δε, είναι αυτή η οποία ακολουθεί Αυτόν που είναι: «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»[23]. Βλέπουμε ότι ο ομολογιακός παλμός του Πατριαρχείου, παρά το τραχύ ιστορικό περιβάλλον, δεν κάμπτεται ούτε γίνεται αυτό αιτία μιας ελαστικότερης στάσης έναντι των παπικών αξιώσεων. Αφού δε ξεκαθαρίζει ποια είναι τα πράγματα της πίστεως, κινούμενο από ιεραποστολικό ζήλο και τιμώντας την ιστορία του, προβαίνει σε έκκληση για επιστροφή στην πίστη των Πατέρων. Βέβαια δεν θα μπούμε στη διαδικασία να εξετάσουμε τη στάση του Πατριαρχείου, αλλά σε κάθε περίπτωση όλη η ποιμαντική εικόνα μας αποκαλύπτει ότι μια ρωμαλέα παράδοση υφίσταται.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]Καρμίρης, 1953, σ. 932.
[2]Ορθά, κατά την άποψή μας, το Πατριαρχείο μιλώντας για κοινή παρακαταθήκη εστιάζει στον ένατο αιώνα.Το σχίσμα του 867 (βλ. Θ.Η.Ε τ. 5, στ. 500-506) το οποίο λέγεται και Μικρό Σχίσμα (έληξε δώδεκα χρόνια αργότερα), έφερε στην επιφάνεια, πέρα από τις τετριμμένες αψιμαχίες των πατριαρχικών δικαιοδοσιών (αντικανονικές αναμίξεις, εισπηδήσεις κ.α.), και το χριστολογικό χάσμα-προσανατολισμό με το οποίο εμφορούταν οι δυο επισκοπές. Ένα χάσμα που ανέδειξαν οι θέσεις του ιερού Αυγουστίνου για το Άγιο Πνεύμα. Στο έργο του ΄΄Περι της Αγίας Τριάδος΄΄ διαβάζουμε: «Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, και βεβαίως ο Θεός είναι άγιος, και ο Θεός είναι πνεύμα, η Αγία Τριάδα μπορεί να ονομάζεται επίσης το Άγιο Πνεύμα. Αλλά το Άγιο Πνεύμα, όχι σαν  Αγία Τριάδα, αλλά ως ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, καλείται Άγιο Πνεύμα για να διακριθεί από τα άλλα πρόσωπα σχετικά, αφού Εκείνος (το Άγιο Πνεύμα) αναφέρεται τόσο στον Πατέρα και στον Υιό, επειδή το Άγιο Πνεύμα είναι το Πνεύμα, τόσο του Πατρός όσο και του Υιού. Αλλά η σχέση δεν είναι το ίδιο εμφανής με αυτό το όνομα, αλλά είναι προφανής όταν καλείται ΄΄το δώρο του Θεού΄΄, διότι είναι το δώρο του Πατρός και του Υιού, διότι «Αυτός εκπορεύεται από τον Πατέρα», όπως και ο Κύριος λέει, και επειδή αυτό το οποίο λέει ο Απόστολος, «Τώρα, αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν είναι αυτού», το λέει φυσικά εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα. Όταν λέμε, λοιπόν, το δώρο του δωρητή  και ο δωρητής του δώρου, μιλάμε και στις δύο περιπτώσεις σχετικά. Ως εκ τούτου, το Άγιο Πνεύμα είναι ένα είδος άρρητης, ανείπωτης κοινωνίας  του Πατρός και του Υιού, και για το λόγο αυτό, ίσως, Αυτός ονομάζεται έτσι, επειδή το ίδιο όνομα είναι κατάλληλο τόσο για τον Πατέρα και τον Υιό. Γι’ αυτό Αυτός ο ίδιος έχει αυτό το όνομα που για τους άλλους είναι κοινό, διότι τόσο ο Πατέρας είναι ένα πνεύμα και ο Υιός είναι πνεύμα, τόσο ο Πατέρας είναι άγιος και ο Υιός άγιος. Προκειμένου, επομένως,  η κοινωνία των δύο να μπορεί να δηλώνεται από ένα όνομα το οποίο είναι κατάλληλο και για τους δύο, το Άγιο Πνεύμα είναι που ονομάζεται το δώρο των δύο. Και αυτή η Τριάδα είναι ένας Θεός, μόνος, καλός, μεγάλος, αιώνιος, παντοδύναμος, Αυτός ο ίδιος είναι η Ενότητα του, Θεότητα του, το μεγαλείο του, η καλοσύνη του, η αιωνιότητα του, η παντοδυναμία του». Το Άγιο Πνεύμα λογίζεται ως το κοινό δώρο ή αλλιώς ο δεσμός της αγάπης που τους ενώνει. Η ενότητα, συμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο, δεν μας οδηγεί στην διθεΐα μιας και οι δυο Θεοί μας δίνουν το αυτό δώρο. Saint Augustine, De Trinitate, V 12.
[3]Καρμίρης, 1953, σ. 933.
[4]«Τί εἶναι ὁ πυρήν τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα=τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἀποθεανθρωποποίησις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὑμανισμοί, ἀκόμη καί οἱ θρησκευτικοί. Ὅλοι ἐπαναφέρουν τόν ἄνθρωπον εἰς την εἰδωλολατρίαν, εἰς τήν πολυθεΐαν, εἰς τόν διπλοῦν θάνατον, τόν πνευματικόν καί τόν φυσικόν. Ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν Θεάνθρωπον, ὁ κάθε οὑμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εἰς μηδενισμόν. Αὐτό δεικνύει ἡ σύγχρονος χρεωκοπία ὅλων τῶν οὑμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν παπισμόν, ἔμμεσον ἢ ἄμεσον, ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον πατέρα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν. Ἡ δέ χρεωκοπία, ἡ καταστρεπτική χρεωκοπία τοῦ παπισμοῦ, ἔγκειται εἰς τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα. Καί εἶναι ἀκριβῶς τό δόγμα αὐτό τό κορύφωμα τοῦ μηδενισμοῦ. Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης κατά δογματικῶς ἀποφασιστικόν τρόπον, ἐκήρυξε τό δόγμα τῆς αὐταρκείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου καί οὕτω τελικῶς ἐφανέρωσεν ὅτι δέν τοῦ χρειάζεται ὁ Θεάνθρωπος καί εἰς τήν γῆν δέν ὑπάρχει θέσις διά τόν Θεάνθρωπον. Ὁ τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ—Vicarius Christi—τόν ἀντικαθιστά πλήρως. Εἰς τήν πραγματικότητα ἀπό αὐτό τό δόγμα ζῇ, τό ἀκολουθεῖ καί ἐπιμόνως τό ὁμολογεί, ὁ κάθε εὐρωπαϊκός οὑμανισμός». Πόποβιτς 1987, σελ.157. Ο Κύριος δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, παρά τη ρητή διαβεβαίωσή του, (πρβ. Κατά Ματθαίον 18, 20, «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»). Ήδη η πίστη ερμηνεύεται ως εξουσία. Πως είναι δυνατόν ο Κύριος να είναι μέρος εξουσιαστικών παιχνιδιών ή ο ευλογών ανομολόγητα πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες στο σώμα του; Θα φαινόταν σαν ο ίδιος ο Κύριος να ήθελε να αυτοκαταργηθεί, καταργώντας το όλο σωτηριώδες έργο Του ή σαν να κουράστηκε από το βάρος της ανθρώπινης αστοχίας και να επιθυμεί να αποτραβηχτεί, αφήνοντας την δημιουργία στο έλεος του χάους. 
[5]Orientalium Dignitas, (βλhttp://www.papalencyclicals.net/Leo13/l13orient.htm). Παπική  Εγκύκλιος σχετική με τις Ανατολικές Καθολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, που εκδόθηκε από τον Πάπα Λέοντα ΧΙΙΙ στις 30 Νοέμβρη του 1894. Η Εγκύκλιος καθορίζει περαιτέρω τα δικαιώματα των Ανατολικών Ρωμαιοκαθολικών ΄΄Εκκλησιών΄΄. Συστήνει την αποφυγή των λατινικών επιρροών μεταξύ των ανατολικών ρωμαιοκαθολικών, την ενθάρρυνση των ανατολικών ρωμαιοκαθολικών να παραμείνουν πιστοί στις παραδόσεις της εκκλησίας τους, και την επέκταση της δικαιοδοσίας του πατριάρχη των Μελχίτων ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Εγκύκλιο, ο Λέων, δηλώνει ότι τα αρχαία έθιμα της Ανατολής είναι μια μαρτυρία για την αποστολικότητα της Ρωμαιοκαθολικής ΄΄Εκκλησίας΄΄, διότι η ποικιλομορφία τους, σύμφωνα με την ενότητα της πίστεως, είναι από μόνη της μια μαρτυρία για την ενότητα της ΄΄Εκκλησίας΄΄ προσθέτουν δε σε αυτήν  αξιοπρέπεια και τιμή. Ως εκ τούτου, τονίζει, η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄ δεν διαθέτει μια μόνο ιεροτελεστία, αλλά αγκαλιάζει όλες τις αρχαίες τελετές της χριστιανοσύνης και άρα η ενότητά της δεν συνίσταται σε μια μηχανική ομοιομορφία όλων των μέρων της, αλλά αντίθετα, στην ποικιλία τους και ζωογονείται από αυτή. Μια ξεκάθαρη άποψη για το πως ακριβώς κατανοεί ο Παπισμός την ΄΄ενότητα΄΄. Θα προσθέταμε ότι, αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας την παπική στάση στο θέμα της γλώσσας της Θείας Λειτουργίας και το γεγονός ότι η χρήση, στη λειτουργία, της κατανοούμενης από το εκκλησίασμα γλώσσας, πέραν της λατινικής γλώσσας, εισήχθη με τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο το 1964/65, η δε Εγκύκλιος που αναφέρουμε είναι του  1894.
[6]Καρμίρης, 1953, σ. 934.
[7]Εκ των βασικών δογματικών εκτροπών που αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι Λατίνοι πρόσθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως την φράση και εκ του Υιού (Filioque). Υποβαθμίζουν κατ’ αυτό την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, διότι το Άγιο Πνεύμα πλέον εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό και αλλοιώνουν έτσι τον λόγο του Χριστού (βλ. Κατά Ιωάννην 15, 26, «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ») και την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε και Συνοδικά με την Β' Οικουμενική Σύνοδο (αλλά και με άλλες Συνόδους) εισάγουν δε δεύτερη αρχή και οδηγούν στην διθεΐα. βλ. Μαντζαρίδης, 1987, σ. 152. Επίσης PG 102 392 BCD. Η Δυτική παράδοση εννόησε το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος αποκλειστικά και μόνο στην «οικονομία». Η παράδοση των Ελλήνων Πατέρων αρνήθηκε να ταυτίσει «οικονομία» και «θεολογία» ή να εισάγει αναλογία στον τρόπο υπάρξεως και την τάξη των υποστάσεων στη «θεολογία» σύμφωνα με τον τρόπο που η «οικονομία» μας αποκαλύπτει. Ο Θεός είναι «φύσει» ελεύθερος και δεν περιορίζεται από τα γεγονότα της «οικονομικής» φανέρωσης. Ελεύθερα ο Θεός εισήλθε στην Ιστορία και στα πεπερασμένα όρια της πραγματικότητας του κτιστού με σκοπό την ανακαίνιση του κατά τον λόγο «ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». Η σύγχυση «θεολογίας» και «οικονομίας», καθώς και πολιτικές σκοπιμότητες, έφεραν στην Ιστορία την πλάνη του Filioque. Επειδή μετέχουμε εν Χριστώ στη ζωή των θείων προσώπων (των ακτίστων ενεργειών), γι’ αυτό και ομολογούμε πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι υφίσταται τρόπος μετοχής μας στην ζωή του Θεού ο οποίος να παρουσιάζει μια αναλογία με τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα θεία πρόσωπα στην τριαδική ζωή. Η «analogia entis» σήμερα φέρνει μια καινούρια χειρότερη πλάνη, τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου σύμφωνα με τον τρόπο υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος, με σχέσεις αγάπης, δημιουργώντας μια Εκκλησιολογία ανεξάρτητη από την Εν Χριστώ ζωή. Βλέπε Ρωμανίδης, 2004, κεφ. 33 –35. Επίσης Μαλαής 2011, σ. 8-9.
[8]Και στη Ρώμη τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας χρησιμοποιούσαν ένζυμο άρτο. Το πιθανότερο η χρήση άζυμου άρτου στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας να εισήχθη περί τον 9ο ή τον 10ο αιώνα. Βλ. Θ.Η.Ε τ. 1, στ. 487-488.  
[9]Η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄ θεωρεί ότι ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων συντελείται με τους λόγους του Κυρίου: «τούτο εστί το σώμα μου» / «τούτο εστί το αίμα μου». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία συντελείται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Διηγείται το φρικτό εκείνο δείπνο, και πως (ο Χριστός) το παρέδωσε πριν από το πάθος στους αγίους Του μαθητές, και πως πήρε στα χέρια Του το ποτήριο και πως έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε τα αγίασε, και τί είπε για να εκφράσει το μυστήριο. Και αφού πει (ο ιερεύς) τα λόγια αυτά, γονατίζει και εύχεται και ικετεύει, τα θεία εκείνα λόγια του μονογενούς Υιού Του και Σωτήρα μας να τα εφαρμόσει (ο Θεός) και στα προκείμενα δώρα και αυτά δεχόμενα το πανάγιο και παντοδύναμο Πνεύμα Του, να μεταβληθούν, ο μεν άρτος σ' αυτό το ίδιο το τίμιο και άγιο σώμα Του, ο δε οίνος σ' αυτό το άχραντο και άγιο αίμα Του». Βλ. PG 150 425 BC.
[10]Θ.Η.Ε. τ. 8, στ. 1013-1018. Σύμφωνα με αυτό, το αίμα του Χριστού εξαλείφει τις αιώνιες ποινές του αμαρτωλού ανθρώπου, οι οποίες έχουν την αιτία τους στις θανάσιμες αμαρτίες. Εκτός όμως από τις αμαρτίες αυτές, υπάρχουν οι βαριές και οι ελαφρές αμαρτίες, οι οποίες επιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αυτές τις ποινές πρέπει ο άνθρωπος να τις εξοφλήσει με έργα μετανοίας, που επιβάλλονται από την ΄΄Εκκλησία΄΄. Ατυχώς όμως πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν εξοφλήσουν αυτές τις ποινές και μεταβαίνουν στο λεγόμενο ΄΄καθαρτήριο πυρ΄΄, η μεσότης παραδείσου και κόλασης, όπου καλούνται να εξαλείψουν το χρέος. Από εκεί, με τις προσευχές του Πάπα και των ζωντανών, οι ψυχές μεταβαίνουν στον παράδεισο. Όμως η ΄΄Εκκλησία΄΄ μπορεί να παραχωρήσει τη λύση των ποινών με βάση το ’’θησαυρό των αξιομισθιών των αγίων’’ (το αίμα του Κυρίου δεν ήταν αρκετό και είναι απαραίτητο και το αίμα των Αγίων, καθίσταται έτσι άσκοπη ή ημιτελής η ενσάρκωση. Συμπληρώνεται από τον Πάπα. Αισχρή πλάνη αντίστοιχη του αλάθητου) τον οποίο διαχειρίζεται ο Πάπας. Ο Πάπας ως χορηγός της χάριτος καθίσταται διαχειριστής της αγιότητας ρυθμίζοντας τα ποιοτικά αλλά και τα ποσοτικά μεγέθη της. Τα αδιέξοδα είναι προφανή. Ορθά λοιπόν λέχτηκε χαριτολογώντας ότι «..ο Κύριος είναι ο αντιπρόσωπος του Πάπα στον Θεό».
[11]Κατά τους παπικούς ο Θεός έστειλε τον Υιό του στον κόσμο να σταυρωθεί, για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη η οποία προσβλήθηκε από την αμαρτία του ανθρώπου. Κατά τον κ. Τσελεγγίδη: «Σύμφωνα μέ τη σαφή διατύπωση τοῦ Ἀνσέλμου “εἶναι ἀναγκαῖο, κάθε ἁμαρτία νά τήν ἀκολουθεῖ ἡ ἱκανοποίηση ἤ ἡ τιμωρία”. Καί τοῦτο, γιατί, ὅπως ἤδη λέχτηκε, δέν ἁρμόζει στό Θεό “νά συγχωρεῖ τήν ἁμαρτία μέ μόνη τήν εὐσπλαχνία χωρίς τήν πλήρη ἐξόφληση τῆς τιμῆς, πού τοῦ ἀφαιρέθηκε”. Ἤ ἐξοφλεῖ ὁ ἄνθρωπος τό χρεός του ἑκουσίως –μέ τή “satisfactio”- ἤ ὁ Θεός εἰσπράττει τό ὀφειλόμενο μέ τή βία. Ὁ Θεός δηλαδή κατά τόν Ἄνσελμο ὑποτάσσει τόν ἄνθρωπο παρά τήν θέλησή του μέ τό νά τόν τιμωρεῖ. Ἔτσι τοῦ ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ Κύριός του, καί ὅτι ὀφείλει νά ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν, πράγμα πού ἑκουσίως ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Θεός ἀποκαθιστα τήν τιμή του». Τσελεγγίδης 2006, σσ. 92-93, αλλά και το σύνολο του πονήματος, νομίζουμε ότι μας αποκαλύπτει την τραγική πορεία του εκφυλισμένου, πλέον, δυτικού χριστιανισμού.
[12]Οι παπικοί τόνισαν υπερβολικά το πρόσωπο της Θεοτόκου, αυτονομώντας το σημαντικά από την Χριστολογία της Εκκλησίας. Έτσι, ανέπτυξαν ανεξάρτητη μαριολογία, η οποία περιλαμβάνει νέα και αιρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο. Μεταξύ των καινοφανών και αιρετικών δογμάτων του Παπισμού συγκατελέγεται και η διδασκαλία, το επίσημο μαριολογικό δόγμα, περί της «ασπίλου συλλήψεως (immaculata conseptio) της Θεοτόκου». Σύμφωνα μ’ αυτό, η Θεοτόκος, επειδή προοριζόταν νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο, ο οποίος θα σαρκωνόταν απ’αυτή, έπρεπε νά είναι παντελώς αναμάρτητη˙ διδάσκουν γι’αυτό ότι ήταν απαλλαγμένη όχι μόνο των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση σε όλους τους ανθρώπους. Γι’αυτό, με την πρόνοια του Θεού, συνελήφθη μεν ως καρπός πατρός και μητρός από τους γονείς της, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα, όμως, «ασπίλως», χωρίς να της μεταδοθεί το προπατορικό αμάρτημα. Οι Παπικοί, χρησιμοποιώντας τον αγαπητό σ’αυτούς ορθολογισμό, ισχυρίζονται ότι ο Θεός θα μπορούσε να γεννηθεί και να σαρκωθεί μόνο από μια θεά και όχι από μία κοινή θνητή γυναίκα. Γι’αυτό και έχουν αναγάγει την Παναγία στη σφαίρα της Θεότητος, την θεωρούν θεά. Η περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου διδασκαλία των Παπικών εισήχθη τόν 12ο αιώνα από δύο Βρετανούς μοναχούς, τούς Έντμερ και Όσμπερτ και περί τό 1140 στή Λυών θεσπίσθηκε σχετική εορτή. Την 8η-12-1854 ο Πάπας Πίος ο 9ος την ανήγαγε σε δόγμα. Την διδασκαλία τους στηρίζουν στο χωρίο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου 1, 28, όπου ανάγράφεται: «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία». Παρερμηνεύουν τη λέξη «κεχαριτωμένη» και ισχυρίζονται ότι σημαίνει αναμάρτητη. Δηλ. η Θεοτόκος ήταν αναμάρτητη, επειδή ήταν πεπληρωμένη χαρίτων. Η διδασκαλία αυτή βέβαια δεν έχει ερείσματα ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Σχ. Θ.Η.Ε τ. 3, στ. 398 και  Merslukin, 1961.
[13]Κατά Ματθαίον 16, 16-18, «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», «κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Η δεύτερη αρχή του παπικού πρωτείου ισχυρίζεται ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης καί μετέφερε αυτή τήν εξουσία στους διαδόχους του. Βέβαια το ερώτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Απόστολος Πέτρος ήταν Απόστολος του Χριστού και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει επίσκοπος παρακούοντας την εντολή του Κυρίου (Ματθαίος 28, 19: πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) και την οικονομία. Για πιο λόγο λοιπόν ο Απόστολος να γίνει επίσκοπος; Στις Προς Τιμόθεον 3, 2  και Προς Τίτον 1, 7 ο Απόστολος Παύλος ορίζει τα χαρακτηριστικά του επισκόπου. Ήταν αυτή η αποστολή του Αποστόλου Πέτρου και των υπολοίπων Αποστόλων;
[14]Α’ Κορινθίους 3, 11.
[15]Τα Ψευδο-Κλημέντια ή Kλημέντια αφορούν σε μια μυθιστορία που αποδίδεται στον Άγιο Κλήμη Ρώμης και αφηγούνται, υποτίθεται, τις περιπέτειές του στο πλευρό του Αποστόλου Πέτρου. Βλ. Κλημέντια, Θ.Η.Ε. τ. 7, στ. 622-625.
[16]Βλ. σχετικά: "Ψευδο-Ισιδώρεαι Διατάξεις", Θ.Η.Ε. τ. 12, στ. 482, καθώς και Στεφανίδης, 1959, σ. 299, κατά τον οποίο: «"Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα». Σύμφωνα, λοιπόν, με τα κείμενα των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων, η ιεροσύνη είναι υπεράνω της πολιτικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό ο Πάπας, ως κεφαλή της ιεροσύνης, είναι η ορατή κεφαλή ολόκληρης της ΄΄Εκκλησίας΄΄, έχοντας την απόλυτη κυριαρχία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά ζητήματα. Κάθε επίσκοπος είναι αντιπρόσωπος του Πάπα, από τον οποίο λαμβάνει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό κάθε επίσκοπος αλλά και οποιαδήποτε σύνοδος είναι δυνατόν να απευθύνει έκκληση βοηθείας προς τον Πάπα για την λύση του προβλήματός τους, διότι αυτός, ως "βικάριος" (βλ. Θ.Η.Ε. τ. 3, στ. 890-891) του Χριστού επί της γης, έχει το προνόμιο να δικάζει και να επιλύει όλες τις διαφορές. Επίσης, δεν είναι δυνατόν να συγκληθεί και να πραγματοποιηθεί καμία σύνοδος, είτε τοπική είτε οικουμενική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Πάπα. Παράλληλα οι αποφάσεις όλων των συνόδων δεν έχουν κανένα κύρος, αν δεν εγκριθούν τελικά από τον εν ενεργεία Πάπα, που εμφανίζεται ως ο ανώτατος δικαστής και διοικητής της ΄΄Εκκλησίας΄΄ υπερκείμενος των Συνόδων.
[17]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 8, στ. 301.
[18]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 5, στ. 1235.
[19]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 3, στ. 884-885.
[20]Σχετικά βλ. Θ.Η.Ε. τ. 9, στ. 935.
[21]Θ.Η.Ε. τ. 9, στ. 1209-1212. Θεωρητικά αποκλείεται η πιθανότητα λάθους εκ μέρους του Πάπα. Αρχικά κάτι τέτοιο αποτελούσε μόνο διδασκαλία όμως το 1870 έγινε δόγμα, από την Α’ Βατικάνεια Σύνοδο. Η Σύνοδος, παρά τις έντονες αντιρρήσεις πολλών επισκόπων, αποφάσισε ότι ο Πάπας, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, όταν δηλαδή δογματίζει σε ότι αφορά στηνπίστη ή στην ηθική, είναι αλάνθαστος και το σύνολο της ΄΄Εκκλησίας΄΄ οφείλει να το τηρεί. Αυτό το υπερφυσικό χαρακτηριστικό ο Πάπας το κατέχει σαν διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου. Ευνόητο είναι να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η αλάνθαστη κρίση του Πάπα κατοχυρώθηκε με την κρίση ανθρώπων που ενίοτε και ατυχώς λανθάνουν.   
[22]Ταχιάος, 1992, σ. 122-130 και 148-155.
[23]Προς Εβραίους 13, 8.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ