Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Hans Urs Von Balthasar - ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ (9)

Συνέχεια από Πέμπτη, 25Αυγούστου 2011

ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Όψεις τής θεολογίας τής ιστορίας

2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ, ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

1. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Μεταστροφή και δημιουργία.
Δέν είναι όμως η μοναδική αναθεώρηση που επιβάλλει η χριστιανική ενvοιολόγηση της δημιουργίας. Εάν για τον Πλωτίνο ο χρόνος είναι καταγωγικά το μέτρο της αποστάσεως του Ενός από τον εαυτό —αποξένωση και επιστροφή—, για τον Αυγουστίνο η απόσταση του δημιουργήματος από τον Δημιουργό αποτελεί μέρος της καλής δημιουργίας του Θεού. Σ’αυτό το όραμα της δημιουργίας ο χρόνος δέν είναι πλέον κάτι κακό, κάτι αμαρτωλό. Εξαρτάται από το ριζικό γεγονός πως δέν είναι Θεός του δημιουργήματος, δηλ. για τον Αυγουστίνο, βασικώς, απο την (σωματική ή πνευματική) υλικότητα του. Αυτή η υλικότης είναι η αρχή της ολοκληρωτικής διαμορφοποιήσεως του απο τον Θεό, και όλη η ομοιότης με τον Θεό εξαρτάται απο εκείνη την δύναμη η οποία ανακαλεί το δημιούργημα στον Θεό, εκείνη του Λόγου δηλ., ο οποίος ψαρεύει την μορφή απο την ύλη.

Επιπλέον, επειδή η ύλη δέν μπορεί να σταθεί με τίποτα σε αντίθεση με τον Θεό —όπως ισχυρίζεται σταθερά σε όλο του το έργο εναντίον των Μανιχαίων—αλλά είναι αντιθέτως η ατελείωτη βάση όλων των καλών έργων των δημιουργημένων απο τον Θεό, υπάρχει επίσης ένας αγαθός χρόνος για την δημιουργία, ο οποίος καθ’εαυτός δέν είναι έκφραση «αλλοτριώσεως». Γι’αυτό λοιπόν αυτό το δημιούργημα που καλείται στο Είναι απο το όριο του Μηδενός (ύλη) προς τον Θεό, είναι ουσιαστικώς μία ένταση στην πηγή τού Είναι, καθώς είναι υπερβατική (και γι’αυτό  υπερχρονική), δηλ. τείνει προς τον Θεό.

Αυτή η εκστατική μορφή της υπάρξεως φαίνεται να συρρέει με τον ίδιο τρόπο στον Πλωτίνο και στον Αυγουστίνο στο Χρονικό και πεπερασμένο όν, αλλά το νόημα είναι διαφορετικό. Στον Πλωτίνο η στροφή προς τα πίσω είναι μυστική έκσταση στην ταυτότητα, στον Αυγουστίνο όμως είναι αγαπητική παράδοση στον Θεό: προσευχή σαν Λατρεία, ευχαριστία και αίτημα. Μόνον σαν προσευχή η δημιουργημένη αγάπη ενώνεται με την αιώνια αγάπη του Θεού, υπερβαίνοντας μ’αυτόν τον τρόπο, μέσω της ανυψώσεως πέρα από τον εαυτό —όπως επίσης και πέρα απο την ίδια την ψυχή—, την χρονικότητά της, για να καταλήξει στον Θεό, πέρα από την αστάθεια της, στην απόλυτη αγάπη.

Αυτή η υπέρβαση όμως, όπως ο Αυγουστίνος γνωρίζει και κατανοεί όλο και καλύτερα, είναι έργο εκλογής, της αδιάγνωστης αγαπητικής χάρης του Θεού. Και μόνον από αυτήν έρχεται η δυνατότης απαντήσεως σε εκείνη.

 Έτσι λοιπόν, και πρίν και μετά τις Εξομολογήσεις, βρίσκουμε στον Αυγουστίνο την έννοια του Χρόνου σαν μέσον του καλού και ωραίου έργου του Θεού. Η μουσική είναι ένα Μηδέν που αντηχεί. Μόνον στην καθαρή α-ταυτοποίηση του Χρόνου, που γράφονται τα υπέροχα έργα της, μουσική, αριθμός και τάξη, στο κύλισμα του Χρόνου, οφείλουν την ομορφιά τους. Ακόμη πιο σημαντική είναι η γλώσσα, έκφραση του προσώπου, η οποία όπως και η μουσική αφήνεται σ’αυτό το «μέσον» του μηδενός και συλλαβή μετά την συλλαβή κυλάει μέχρις ότου το νόημα της ομιλίας, απεσταγμένο σαν ουσία κάποιου κρυμμένου πράγματος, συγκεντρώνεται από τον ακροατή.

Με την γλώσσα όμως, καθότι ελεύθερη επικοινωνία προσώπων η οποία πραγματοποιείται όταν και όπως αυτά θέλουν, η χρονική στιγμή αποκτά χαρακτήρα ιστορίας. Εκείνη η πραγματικότης η απολύτως πρωτότυπη στον χρόνο που είναι το πρόσωπο, εκφράζεται με τρόπο ολωσδιόλου πρωτότυπο μέσω της γλώσσας, σαν λέξεις και πράξεις, και γεννά επομένως στον χρόνο κάτι πρωτότυπο. Ο Χρόνος, ακόμη και σαν κενό που δέν υποτάσσεται απο το δημιούργημα , προσφέρει τον απαραίτητο χώρο στον οποίον το πνεύμα μπορεί να ανοίξει με αποφασιστικότητα, να εκφραστεί και να τελειοποιηθεί. Αυτό το ίδιο το αδιαφοροποίητο του κενού χώρου γίνεται η καταγωγή της αυτοβεβαιώσεως, δηλαδή, το απεριόριστο, είναι ένα στοιχείο εκείνου ακριβώς του περιορισμού που συστήνει το «ιστορικό».

Στον Πλωτίνο δέν υπήρχε ιστορία μίας κάποιας φιλοσοφικής αξίας, ούτε γήινη ούτε μυστική. Με τον Αυγουστίνο κάθε γεγονός ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο εγγράφεται στην ιστορική διάσταση. Ιστορική είναι η μεταστροφή του ατόμου, του ίδιου του Αυγουστίνου, ιστορικό θα είναι και το οδοιπορικό της πολιτείας του Θεού μέσα απο το κύλισμα του Χρόνου.

Αλλά η ιστορία δέν είναι μόνον το ξετύλιγμα της σχέσεως ανάμεσα στο αιώνιο πνεύμα και στο χρονικό. Ακόμη και η φυσική πραγματικότης εμπλέκεται στην ιστορικότητα. Η βιβλική παρουσίαση του έργου των έξι ημερών εστιάζει ακριβώς σ’αυτήν την ιστορικότητα της φύσεως. Και όταν ο Αυγουστίνος, σαν φιλόσοφος της φύσεως, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την σημασία της, δέν έχει ανάγκη να αποδείξει την αναφορά σε ολόκληρη την χρονική διάσταση της μυθικής γλώσσας που χρησιμοποιείται. Οπωσδήποτε μόνον ο Θεός είναι καθ’ εαυτός αιώνιος και ο χρόνος είναι εσωτερικός στον κόσμο (αυτό που ο Πλάτων στον Τίμαιο είχε ήδη καθορίσει). Και έτσι ο Θεός δημιουργεί τα πάντα σε μία φορά. Αυτό όμως δέν σημαίνει απλώς την υπερβατικότητα της πρώτης αρχής απέναντι στον χρόνο, και την «συγχρονότητά» της απέναντι απο κάθε στιγμή του χρόνου του κόσμου, αλλά επίσης και την δυνατότητα εκ μέρους του Θεού να θέσει απο την αρχή της αρχές της υπάρξεως των πραγμάτων, οι οποίες «αοράτως, εν δυνάμει, σύμφωνα με τις αιτίες τους» κείτονται μέσα στην ύλη μέχρις ότου έλθουν στο Φώς σαν ολοκληρωμένη πραματικότης «στην απαραίτητη ακολουθία του χρόνου» (Per temporum muoras). Σχόλιο στην Γεν. 5,45/6η.10.

Η ιστορία της φύσεως προσλαμβάνει τοιουτοτρόπως ένα είδος συμμετοχής στην ιδιαίτερη ιστορία του κόσμου, και παρότι βεβαιώνεται με ξεκάθαρο τρόπο πως και ο άνθρωπος επίσης είναι «κρυμμένος» στις rationes seminales (έμφυτους λόγους), γίνεται βασικώς πλέον δυνατόν να παρουσιάσουμε την ιστορία της φύσεως σαν εμβρυακή ανθρωπολογία. Ο Αυγουστίνος όμως με αυτή του την σύλληψη της επαρκούς πράξεως των δευτέρων αιτιών που τοποθετήθηκαν εν ενεργεία από τον δημιουργό δέν θέλησε σε καμμία περίπτωση να του αφαιρέσει την ελευθερία που διατηρεί σε κάθε στιγμή απέναντι στο έργο του. Η δυναμική πρόοδος του κόσμου, ξεκινώντας απο τις ενυπάρχουσες αρχές του, συστήνει περισσότερο την προϋπόθεση για έναν πραγματικό ιστορικό διάλογο, ελευθέρως διεκπεραιωμένο ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση.

Εάν τα πράγματα λοιπόν έχουν τοιουτοτρόπως, τότε εμπλέκεται και το πεπερασμένο του χρόνου. Αυτό εξαρτάται απο το πεπερασμένο του δημιουργημένου Είναι και μάλιστα ταυτίζεται με αυτό! Το πεπερασμένο δημιούργημα κινείται προς στον Θεό, αλλά δέν μπορεί να ξεκινήσει παρα «από» τον Θεό που το δημιούργησε και γι’αυτό «πρός» τον Θεό που το καθορίζει μέσα στα όριά του και το ανακαλεί κοντά του αποσπώντας το απο το βάθος του Είναι του. Το γεγονός πως το αιώνιο Είναι συστήνει «το μέτρο» της υπάρξεως του πεπερασμένου κτίσματος σημαίνει αμέσως επίσης πως η άχρονη αιωνιότης συστήνει το μέτρο της χρονικής υπάρξεώς της. Με το Είναι προσφέρεται στο κτιστό ένας δρόμος, ένας έμφυτος λόγος αναγκαίως πεπερασμένος, ο οποίος αναπτύσσεται σύμφωνα με μία συγκεκριμένη κατεύθυνση προς μία συγκεκριμένη ολοκλήρωση. Και στο μέτρο αυτής της προόδου ξεδιπλώνει η διάρκεια του σαν χρονικό συμβάν. Απαραίτητη συνθήκη αυτής της διάρκειας είναι η ενεργός παρουσία της αιωνιότητος του Θεού, ο οποίος καθοδηγεί και περιορίζει αυτήν την πρόοδο στον χρόνο και ταυτοχρόνως την διατηρεί στην ελευθερία. Η υπερβατικότης όμως αυτής της ενυπάρχουσας αιωνιότητος απέναντι στον χρόνο επιτρέπει στον τελευταίο σε κάθε στιγμή να την τοποθετεί απέναντι όπως στον Άλλον, στον Αιώνιο, έτσι ώστε να καθιστά δυνατό το άνοιγμα ενός διαλόγου ανάμεσα στον χρόνο και στην αιωνιότητα την ίδια.

Αυτή η μυστηριώδης σχέση υπερβατικότητος και ενύπαρξης απέναντι στον χρόνο εκ μέρους της αιωνιότητος (η οποία όχι μόνον επιτρέπει την πρόοδο της χρονικής πραγματικότητος, αλλά την συνοδεύει στην ανάπτυξή της σύμφωνα με την σημασία που της ανήκει, «προορίζοντας» και «προορώντας») εμφανίζουν τις αντινομίες του πέρατος του χρόνου σοβαρές όσο και εκείνες τις περατότητος του δημιουργημένου Είναι. Πώς μπορεί η αναλογία του Είναι να σημάνει μία αυθεντική ανύψωση πρός τον Θεό, και παρ’όλα αυτά και μία παραμονή απέναντι στον Θεό σαν αιωνίως μετρημένο από ψηλά; Πώς μπορεί να επιστρέψει στον Θεό από τον οποίο προήλθε, χωρίς να γίνει ο Θεός ο ίδιος; Η πρώτη όψη φανερώνει την αυθεντική ελευθερία και ανεξαρτησία του χρόνου της δημιουργίας, που της επιτρέπει να στραφεί προσωπικώς και μέσα στην αγάπη και καταγωγή της σαν τελικό της σκοπό και επομένως να επιστρέψει σ’αυτήν σαν ένα αίσιο και καθοριστικό τέλος του οδοιπορικού της. Το δεύτερο φανερώνει τον χρόνο του κτίσματος σαν χρόνο κάθετο-κυκλικό. Ο πεπερασμένος χρόνος αντιπροσωπεύει λοιπόν στ’αλήθεια, σύμφωνα με τον λόγο του Ειρηναίου : «την ωρίμανση του καρπού της αιωνιότητος» (Ενάντια στις αιρέσεις 4,5,1). Φαίνεται λοιπόν από όλο αυτό, πως ο αρχαίος μύθος του κύκλου (ο οριζόντιος) του χρόνου (του κυκλικού χρόνου) σαν αιώνια επανάληψη κρύβει και συστήνει κατα κάποιον τρόπο μία μορφή εξαντλήσεως του αληθινού περιεχομένου του χρόνου. Υπάρχει σε εκείνη την αρχαία κυκλική σύλληψη μία ιδέα του τέλους του χρόνου. Αλλά στο μόνιμο μέτρο της επαναλήψεώς του. Το οδοιπορικό από τον άπειρο Θεό στον άπειρο Θεό μεταφέρεται από το κάθετο επίπεδο στο οριζόντιο και επομένως σε μία αιωνιότητα κενή, χωρίς ελπίδα.

Όλοι αυτοί οι συλλογισμοί όμως στην δημιουργία και στον χρόνο παραμένουν κατα κάποιον τρόπο φανταστικοί, καθώς γνωρίζουμε αυτές τις δύο πραγματικότητες μόνον στην τροπικότητα της πτώσεως και της επιστροφής μέσω της χάρης. Ή μήπως δέν είναι έτσι; Και όμως εκείνο το πρώτο δοξασμένο δημιούργημα, που οι Εξομολογήσεις περιέγραψαν σαν την ουράνια πολιτεία του Θεού, μητέρα μας και πατρίδα μας, δεν μειώθηκε ποτέ απο τον εαυτό της. Πρωτογενώς σκοτεινή και έγχρονη, καθώς όπως όλα τα κτιστά όντα αποσπάστηκε απο την ύλη, προοδεύει παρ’όλα αυτά ανυψούμενη προς το αιώνιο Φώς. Αυτό το όραμα είναι αρκετό για να δηλώσουμε μαζί με τον Αυγουστίνο πως και η φυσική τάξη της δημιουργίας επίσης δέν έχει καμμία δυνατότητα αυθεντικής υπάρξεως παρά μόνον σε μία κάθετη σχέση με την αιωνιότητα, η οποία θα τον απελευθερώσει από την ενοχή και την πτώση.

Ακόμη και εδώ ισχύει πως η έγχρονη δημιουργία —ένα μηδέν που αντηχεί και ομιλεί— υπάρχει αυθεντικά μόνον στην αγαπητική του προσκόλληση στην αιώνια θέληση, και πως το φρούτο που της είναι δυνατό να αντλήσει διασχίζοντας την απόσταση του χρόνου, ωριμάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να τοποθετείται σε σίγουρο μέρος, δηλ. σ’αυτήν την ίδια την βασιλεία του Θεού. Ακόμη και εδώ η οριζόντια διάσταση του χρόνου έχει νόημα μόνον στην αναφορά της της σχέσεώς της με την κάθετη.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Λεωνίδας Κύρκος: Ο Μητσοτάκης της «αριστεράς»!!!

Πηγή : Ρεσάλτο


«Πέθανες- κι έγινες καὶ σύ: ο καλός,
Ὁ λαμπρὸς άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Εφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς υπέροχες υπηρεσίες ποὺ προσέφερες.
Α, ρὲ Λαυρέντη, εγὼ ποὺ μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μιὰ ολόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμού ἐν ειρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθω τὴν ησυχία σου νὰ ταράξω…»

Μανόλης Αναγνωστάκης

Τώρα που πέρασε ο επιτάφιος θρήνος και αρχίζει να καταλαγιάζει η σκόνη από τον κουρνιαχτό των υμνολογιών και αγιογραφιών, λέμε να ασχοληθούμε και εμείς με τον Λεωνίδα Κύρκο.
Ο Λεωνίδας Κύρκος αποτελεί το χαρακτηριστικότερο, ίσως, ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ αποτύπωμα-ορόσημο της «αριστερής τραγωδίας»:
Της πτώσης και του εκφυλισμού του κομμουνιστικού κινήματος, του Ευρωκομουνιστικού σπασμού τής αστικής προσαρμογής και της μετάλλαξής του στην πλέον επιθετική και μοχθηρή γκριμάτσα της Νέας Τάξης. Είναι γνωστό ότι το μπόι κάθε πολιτικού καθορίζεται από το μπόι της εποχής του, από το μπόι αυτού που εκφράζει.

Είναι μεγάλος ένας ηγέτες όταν εκφράζει και βάζει τη σφραγίδα του στα άλματα και τις πτήσεις της ιστορίας, στην ανοδική της, δηλαδή, γραμμή και ΟΧΙ στις πτώσεις της ιστορίας.

Φυσικά και οι ηγέτες των ιστορικών πτώσεων είναι «μεγάλοι» με τον τρόπο τους -όπως έλεγε ο Ένγκελς:

«Μεγάλοι όσο μπορεί να είναι χωρίς να πάψουν να είναι μετριότητες».

Ένας τέτοιος «ηγέτης» της ΠΤΩΣΗΣ και της νεοταξικής μετάλλαξης της «αριστεράς» υπήρξε ο Κύρκος. Μια πολιτική μετριότητα που απέκτησε ξαφνικά ηγετικό ρόλο, ακριβώς γιατί αποτέλεσε το κράμα των ποικίλων στοιχείων της παρακμής και του εκφυλισμού της Αριστεράς.

Δεν θα υπήρχε, ίσως, καταλληλότερος για να εκφράσει τη σήψη και την παρακμή του σταλινισμού, την ιστορική ΠΤΩΣΗ της Αριστεράς, την καθεστωτική της ενσωμάτωση και την τραγική της μετάλλαξη σε «εμπροσθοφυλακή» του διεθνισμού του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, της πολυπολιτισμικότητας και όλων των μακάβριων σχεδιασμών και ιδεολογημάτων της Νέας Τάξης…

Ο Κύρκος θα περνούσε εντελώς απαρατήρητος από την ιστορία, σαν ξεψυχισμένο βογγητό του ευρωκομουνισμού, αν δεν υπήρχε το «βρώμικο 89».

Το 1989 ήταν ένα βαθύ αντεπαναστατικό ΡΗΓΜΑ στην αριστερή σκέψη, ένα «ρήγμα» μετάλλαξης της Αριστεράς.

Η Αριστερά με τη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη νομιμοποίησε τον ταξικό της αντίπαλο και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στη νεοφιλελεύθερη ισοπέδωση και τη νεοταξική επέλαση.

Οι συνέπειες αυτού του εκτρωματικού ελληνικού «ιστορικού συμβιβασμού» (ευρωκομουνιστική καθεστωτική ενσωμάτωση) καταγράφονται σήμερα εφιαλτικά: Είναι οι πρώην δυνάμεις της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς που αποτελούν τους πρωτοπόρους ιδεολογικούς και πολιτικούς απολογητές της νεοταξικής «Δεξιάς», της «νέας Δεξιάς» του «σοσιαλδημοκρατικού νεοφιλελευθερισμού».

Ο Κύρκος ήταν ο «αριστερός», υστερικός πρωταγωνιστής του ιστορικού «οροσήμου» της «Κάθαρσης», του «βρώμικου 89»: Ο «αριστερός» αρχιερέας της «Κάθαρσης», αγκαλιά με τον άλλο «αρχιερέα» της ακραιφνούς, νεοφιλελεύθερης αχρειότητας, τον Μητσοτάκη!!!

Το 89 σφραγίζει ανεξίτηλα το «ποιοτικό άλμα» των «ποσοτικών συσσωρεύσεων» της εκφυλιστικής πορείας της Αριστεράς και αναδεικνύει τον Κύρκο σε «μεγάλο» ηγέτη αυτού του ιστορικού «άλματος» προς την ολοκληρωτική καθεστωτική ενσωμάτωση.

Μια ενσωμάτωση με την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη κακουργία και την πιο παρακμιακή μορφή της κοινοβουλευτικής αχρειότητας: Το μητσοτακισμό.

Ο Λεωνίδας Κύρκος, θα μπορούσαμε, χωρίς υπερβολή να πούμε, ήταν ο «Μητσοτάκης» της καθεστωτικής «αριστεράς». Ακριβέστερα: Το μητσοτακικό απόστημα στο σώμα της μεταλλαγμένης «αριστεράς»…



Σημείωση: Ο μητσοτακισμός είναι η πλέον μακάβρια γκριμάτσα της κοινοβουλευτικής αχρειότητας και παρακμής: Ο καθεστωτικός φαρισαϊσμός στην πιο αποκρουστική του μορφή…

Γι’ αυτό και ο Μητσοτάκης φιλοτέχνησε, από τους πρώτους, το «ηρωικό» πορτρέτο του Κύρκου και μίλησε για «μεγάλη απώλεια»…

Συμβολική «σύμπτωση»: Δύο παράλληλοι και ταυτόχρονοι δορυφόροι των νέων πολιτικών παιχνιδιών βγήκαν από τα σπλάχνα της παραδοσιακής Δεξιάς και της καθεστωτικής «αριστεράς»: Το κόμμα της Ντόρας και το κόμμα του Φώτη Κουβέλη.

Το ένα έχει τη «στάμπα» του Μητσοτάκη και το άλλο του Κύρκου: του «αριστερού» Μητσοτάκη….

Δεν προκαλεί, συνεπώς, καμιά έκπληξη ότι σύσσωμος ο κόσμος του κεφαλαίου και τα πολύχρωμα πολιτικά και δημοσιογραφικά του παπαγαλάκια αγιογραφούν το «θαρραλέο» πολιτικό της «αριστεράς» (ακόμα και ο Ανδριανόπουλος και η Διαμαντοπούλου) και εγκωμιάζουν τις «μεγάλες» πολιτικές του παρακαταθήκες: Την «τέχνη», δηλαδή, να μεταμορφώνεσαι από κομμουνιστής σε νεοφιλελεύθερο και γενίτσαρο της Νέας Τάξης…

Πράγματι, για τη Νέα Τάξη και τα ανδρείκελά της ο Κύρκος ήταν «μεγάλος», ακριβώς γιατί έβαλε τη σφραγίδα του στην ιστορική ΠΤΩΣΗ και καθεστωτική μόλυνση της Αριστεράς, στη μετάλλαξή της και στη θεμελίωση του χώρου της Συνασπισμένης «χρήσιμης ηλιθιότητας»:
Τη «θεμελίωση» του «αριστερού», καθεστωτικού χωνευτηρίου μέσα στο οποίο μεταλλάσσονται οι Αριστερές Ιδέες σε νεοταξικό, φωταδιστικό ιδεολόγημα…

Στη «θεμελίωση» ποικίλων «αριστερών» χώρων και καθεστωτικών ειδώλων που παρέχουν το τεκμήριο και το άλλοθι στη νέα καπιταλιστική βαρβαρότητα και σε όλα τα ιδεολογήματά της: Της Νέας Τάξης…

Θρηνείστε τους νεκρούς σας, κύριοι. Ο κόσμος του Κύρκου και οι «πολυπλόκαμοι» συνεχιστές αυτού του χώρου είναι δικός σας κόσμος και δεν έχει καμία σχέση με τη Θεωρία και την Πράξη της αυθεντικής Αριστεράς, παρά μόνο με τις «αριστερές» εμπορικές φίρμες…

ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΩΣ ΧΡΕΟΣ

"Το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους." Δείτε ένα συγκλονιστικό άρθρο.

πηγή : ΗΠΕΙΡΟΣ-ΕΛΛΑΣ

Γράφει ο Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος.
Ίσως ο λόγος μου, σήμερα, να είναι επιτάφιος, επικήδειος επάνω στο άταφο σώμα της Παιδείας μας, της πάλαι ποτέ Εθνικής και νυν νεοταξικής και καλύτερα δαιμονικής. "Το κακό θα έρθει από τους διαβασμένους" έλεγε ο Πατροκοσμάς... και το κακό ήρθε!

Η παιδεία... "Παιδεία, εστί ου την υδρίαν πληρώσαι, αλλά ανάψαι αυτήν." (Πλάτωνας.) Η Παιδεία είναι, όχι το γέμισμα του άδειου δοχείου (ο εγκέφαλος του παιδιού), αλλά άναμμα ψυχής, είναι φώς. Η παιδεία με αξίες, η σπουδαιότητα της αγωγής που πρέπει να λαμβάνει ο άνθρωπος στη παιδική ηλικία. Ο λόγος του Πατροκοσμά είναι αδυσώπητος: "Είναι μια μηλιά και κάνει ξινά μήλα. Εμείς τώρα τι πρέπει να κατηγορησούμε, τα μήλα ή τη μηλιά; Φυσικά τη μηλιά. Λοιπόν κάνετε καλά εσείς οι γονείς, οι δάσκαλοι συμπληρώνω, όπου είστενε η μηλιά, να γίνονται και τα μήλα γλυκά. Εκ γαρ του...
καρπού το δένδρον γινώσκεται".
Τώρα είμαστε σε κρίση, δηλαδή σε σάπισμα...
Και για να φθάσουμε στο σάπισμα των καρπών, έπρεπε να πληγούν καίρια πρώτα οι γονείς, μετά οι δάσκαλοι και τελευταίοι, μέσω των βιβλίων, οι μαθητές.

Ο Έλληνας, ο Ρωμιός, ο Γραικός -όλα δικά μας είναι- υποκορίστηκε, έγινε Γραικύλος. Νόμισε ο δυστυχής πως αν παραμείνει Έλληνας, όπως τον έμαθαν οι πατεράδες του, θα μείνει πίσω, θα είναι συντηρητικός. "Έκοψε" δρόμο, έχασε τον προσανατολισμό του, βρέθηκε στο γκρεμό. Τον έφαγε η πρόοδος η πολλή, η αχώνευτη.

Ύψωσε σε Εθνικό ιδεώδες έναν "πολιτισμό" (Δύση) διαφορετικό από πολλές απόψεις από τον δικό του, μόνο και μόνο επειδή ήταν υλικά υπέρτερος! Η λαϊκή θυμοσοφία συνόψισε ευθύβολα την περιρρέουσα σκυβαλοκρατία: "τα λίγα βγαίνουν με κόπο, τα πολλά με κόλπο! "

Πάχυνε το σώμα του, φτώχυνε η ψυχή του.
Αλλάζει τον τρόπο ανατροφής των παιδιών του.
Ανατρέφει μοσχοανθρεμμένους μοναχογιούς και μοναχοκόρες, παρέχοντάς τους άφθονα υλικά αγαθά, γιατί δεν μπορούσε να τους προσφέρει το φυσικό λίπασμα της ανατροφής των παιδιών, την αγάπη, γιατί "όσο πλεονάζεις τω πλούτω τοσούπω ελλείπεις τη αγάπη" (Μέγας Βασίλειος).

Λησμόνησε ο αξιοθρήνητος το ευλογημένο "όχι".
Φοβήθηκε μην τον πούν οπισθοδρομικό.
Έτρεμε, όπως προείαμε, και τις λοιδορίες των κατ΄επάγγελμα προοδευτικών...

Γιατί Παιδεία θα πει γλώσσα.
Και η Ελληνική γλώσσα είναι πρώτα δουλειά της μάνας.
Οι μαστοί είναι τρείς.
Οι δυο για το γάλα και ο τρίτος το στόμα της, η λαλιά της, η γνήσια και άδολη πηγή της γλώσσας. Όταν αυτός ο δροσερός σταλακτίτης στερεύει, τότε αντικαθίσταται από το αναίσχυντο στόμα της τηλοψίας.

Σειρά έχει ο δάσκαλος.
Καταστρέψαμε τον δάσκαλο ως θεμέλιο και ψυχή του σχολείου, για να τον μεταβάλλουμε σε συνδικαλιστή και φροντιστή., σε πρότυπο ιδιοτέλειας και αδιαφορίας, σε πανταροκυνηγό που ξέρει απλώς να έχει διεκδικήσεις και να πολιτικολογεί.
Δεν καταλαβαινουμε πως καλό είναι το σχολείο με αφοσιωμένους δασκάλους, με δασκάλους οι οποίοι, μετ΄επιστήμης, χαλυβδώνουν τα παιδιά με ψυχή και Χριστό, με φιλοπατρία και φιλοτιμία, με πρότυπο τον άγιο και τον ήρωα, τον Πατροκοσμά και τον Καραϊσκάκη.

Ο λαός μας έλεγε: "κάλλιο γνώση παρά γρόσι".
Τώρα η γνώση υποκλίνεται στην πληροφορία, στο εφήμερο, στο άχρηστο, για να καταλήξουμε σε έναν νέο τύπο ανθρώπου: στον μορφωμένο βάρβαρο.

O tempora o mores...
και για όσους δεν καταλάβαν...
"ώ καιροί, ώ ήθη!"

Από το περιοδικό ΡΩΜΝΙΟC. Περιοδικό του Κέντρου ενότητος και μελέτης - προβολής των αξιών μας "ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ".

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ (38) – Marie-Louise von Franz



Κεφάλαιο  9 (1ο μέρος)
Η ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΑΝ ΜΙΑ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ

Το κύριο μέρος του κειμένου του Κομάριου συνεχίζει ως εξής:

«Αλλά όταν το σκοτεινό, δυσώδες πνεύμα απομακρυνθεί, έτσι ώστε καμμία οσμή και κανένα σκοτεινό χρώμα να μην διακρίνεται πλέον, τότε το σώμα φωτίζεται, και η ψυχή, το πνεύμα και το σώμα χαίρονται που το σκοτάδι υποχώρησε. Τότε η ψυχή καλεί πίσω το φωτισμένο σώμα να επιστρέψει: “Σήκω από τον Άδη και ορθώσου από τον τάφο και ξύπνα από το σκοτάδι. Γιατί έχεις ντύσει τον εαυτό σου με πνευματικότητα και θεϊκότητα. Γιατί το κάλεσμα της ανάστασης ήχησε και το ελιξίριο της ζωής (φάρμακον της ζωής) μπήκε μέσα σου”. Πνεύμα και ψυχή χαίρονται και πάλι που κατοικούν μέσα στο σώμα. Η ψυχή, γεμάτη χαρά, σπεύδει να αγκαλιάσει όσο μπορεί πιο γρήγορα το σώμα (και το αγκαλιάζει). Το σκοτάδι δεν μπορεί να το κυριεύσει πια, γιατί έχει υποταχθεί στο φως, μην επιτρέποντας πια τον χωρισμό τους στην αιωνιότητα. Και η ψυχή χαίρεται την κατοικία της επειδή, αφού πέρασε ο χρόνος που το σώμα ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι, (το πνεύμα) το ξαναβρήκε γεμάτο φως. Η ψυχή ενώθηκε με το σώμα, αφού είχε γίνει πλέον θεϊκό μέσω της σχέσης του με την ψυχή, και αυτό κατοίκησε στην ψυχή. Επειδή το σώμα έντυσε τον εαυτό του με το φως της θεϊκότητας, και το σκοτάδι έφυγε από αυτό, και όλα ενώθηκαν με την αγάπη, το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα, και όλα έγιναν ένα· μέσα σ’ αυτό το γεγονός βρίσκεται κρυμμένο το μυστήριο.
Αλλά το μυστήριο βρήκε την πλήρωσή του στην ένωσή τους, και το σπίτι σφραγίσθηκε και το άγαλμα (ανδριάς) στήθηκε, γεμάτο φως και θεϊκότητα. Επειδή η φωτιά τα μεταμόρφωσε και τα έκανε ένα, και αυτό (το ένα) προήλθε από την μήτρα της. Με τον ίδιο τρόπο αυτό έχει προέλθει από την μήτρα του νερού και του αέρα, τα οποία υπηρετούν τα σώματα, και ο αέρας(1) τα έχει μεταφέρει από το σκοτάδι στο φως, από τον πόνο στην ακτινοβολία της χαράς, από την ασθένεια στην υγεία και από τον θάνατο στην ζωή. Και έχουν ντυθεί με την θεϊκή πνευματική δόξα, που δεν την είχαν πριν, γιατί εκεί μέσα βρίσκεται κρυμμένο ολόκληρο το μυστήριο, επειδή το θείο δεν μπορεί να αλλάξει. Αλλά εξαιτίας της ενεργητικής τους φύσης τα σώματα διαπερνούν το ένα το άλλο, και, όταν βγαίνουν έξω από την γη, ντύνονται με φως και θεϊκή δόξα, ανάλογη με την φύση τους… Και αυτή η δόξα τα έφερε σε μία μοναδική ενότητα, και το άγαλμα (ή το ομοίωμα: εικών) ολοκληρώθηκε, έχοντας σώμα, ψυχή και πνεύμα, και αυτά έγιναν ένα. Επειδή η φωτιά υποτάχθηκε στο νερό, και το γήινο τμήμα(2) στον αέρα. Με τον ίδιο τρόπο ενώθηκαν ο αέρας με την φωτιά και η γη με το νερό και το νερό με την γη και τον αέρα. Και αυτά, επίσης, έγιναν ένα. Τα φυτά και η καπνιά (α ί θ α λ ο ν) έγιναν ένα, και η φύση και τα θεϊκά στοιχεία έγιναν όλα θεϊκά. Οι φύσεις κυρίεψαν τις φύσεις και τις κατέκτησαν, και φύσεις και σώματα με αυτό τον τρόπο άλλαξαν… επειδή το φευγαλέο έχει διεισδύσει στο μη-φευγαλέο και το ισχυρό στο αδύναμο, και όλα έχουν γίνει ένα»(3).

Το απόσπασμα αυτό ακολουθείται από άλλες γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την διάταξη του κόσμου και την δομή του αστρολογικού «άξονα του ουρανού». Έπειτα το κείμενο συνεχίζει:

«Και τώρα σας λέω ότι ο ουρανός έχει αρχίσει τις κινήσεις των τεσσάρων στοιχείων, και δεν μένει ποτέ βουβός. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία φυτεύτηκαν στην δική μας γη της Αιθιοπίας, από την οποία παίρνουμε φυτά, πέτρες και θεϊκές ουσίες (σώματα), που ο θεός τα έχει φυτέψει εκεί και όχι ο άνθρωπος. Αλλά ο δημιουργός έχει βάλει μέσα σε κάθε ένα από αυτά μια δύναμη. Σε μερικά την δύναμη να πρασινίζουν, σε άλλα την δύναμη να μην πρασινίζουν, σε μερικά ξηρότητα, σε άλλα υγρασία, σε μερικά την δύναμη να παραμένουν σταθερά, σε άλλα ακόμη την δύναμη να χωρίζονται, σε ορισμένα δύναμη κατοχής, και σε άλλα υποχώρησης. Και όταν συναντώνται κατακτούν το ένα το άλλο… και υπάρχει χαρά στο κάθε ένα που λάμπει μέσα του. Και έρχεται στο φως η μια φύση που καταδιώκει και κυριεύει όλες τις φύσεις, και αυτή η μια κατακτάει κάθε φύση, δηλαδή την φωτιά και την γη, και μεταμορφώνει όλες τις δυνάμεις τους. Και σας λέω ότι ο στόχος (της μιας φύσης) είναι ο εξής: όταν ολοκληρωθεί, γίνεται ένα θανατηφόρο φάρμακο που κυκλοφορεί μέσα στο σώμα. Με τον ίδιο τρόπο που μπαίνει στο ίδιο της το σώμα, έτσι επίσης εισχωρεί στα άλλα σώματα. Στην αποσύνθεση και την θερμότητα δημιουργείται ένα φάρμακο που εισχωρεί σε όλα τα σώματα χωρίς εμπόδιο»(4).

Αυτό που φαίνεται να είναι σημαντικό εδώ είναι το γεγονός ότι η επανένωση της ψυχής και του σώματος δεν είναι πλέον μια ένωση αντιθέτων, αφού το σώμα δεν είναι πια σώμα αλλά έχει γίνει και αυτό ψυχή, αλλά με μια φύση. Επομένως η σωματική ψυχή είναι αυτή που αφομοιώνεται και γίνεται μέρος της μίας φύσης, και όχι το βαρύ υλικό σώμα. Αυτή η ιδέα εμφανίζεται επίσης στον Petrus Bonus, στο έργο του «Νέοι πολύτιμοι μαργαρίτες»:

«Μέσα από την γνώση τους για την τέχνη οι παλαιοί φιλόσοφοι γνώριζαν τον ερχομό του τέλους του κόσμου και την ανάσταση των νεκρών. Τότε η ψυχή θα ενωθεί με το αρχικό της σώμα για να μείνει μέσα του αιώνια. Το σώμα θα μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά (θα γίνει δοξασμένο), θα είναι άφθαρτο, και από την απίστευτη φωτεινότητά του και τη σχεδόν απίστευτη λεπτότητά του, θα διαπερνά όλα τα στενά η φύση του θα είναι τόσο πνευματική όσο και σωματική»(5).

Είναι αδύνατον να ερμηνεύσουμε λεπτομερώς κάθε πρόταση από το σκοτεινό, ελλειπώς μεταφρασμένο και μερικά κατεστραμμένο κείμενο του Κομάριου. Διάλεξα επομένως, τα πιο καθαρά διατυπωμένα στοιχεία. Ένα είναι πάντως σαφές, ότι η παραγωγή του ελιξήριου των αλχημιστών (συνώνυμο της φιλοσοφικής λίθου) είχε συνδεθεί στενά από την πρώτη στιγμή με το θέμα της ανάστασης των νεκρών.

Στο τέλος της διαδικασίας εμφανιζόταν μεταξύ άλλων και ο αποκαλούμενος ανδριάς, δηλαδή το ανθρωπόμορφο άγαλμα – κάτι στέρεο και συγχρόνως θανατηφόρος ουσία που ήταν στην πραγματικότητα κάποιο φάρμακο, ή δηλητήριο, ή γιατρικό και μπορούσε να διαπεράσει όλα τα στερεά.

Η διαδικασία της ανάστασης όπως περιγράφεται σε αυτό το μέρος του κειμένου συνίσταται σε μια επανένωση του πνεύματος, της ψυχής, και του εξαγνισμένου, θεοποιημένου ή μεταμορφωμένου σώματος. Ένα σχετικά ανάλογο μοτίβο στην Αίγυπτο αποτελούσε η ένωση του ba με το ka και την μούμια. Το τελικό ον ονομαζόταν «ο μεταμορφωμένος» (Ach). Στην αρχή, το θεοποιημένο σώμα ήταν περίπου νεκρό ή ακίνητο, μέχρι που το ba και το ka ενώνονταν μαζί του (6). Μόνον τότε ο νεκρός  γινόταν ένας Ach, ένας μεταμορφωμένος και γεμάτος πάλι ζωή.

Το ba ήταν ένα ελεύθερα και αενάως κινούμενο μέρος της ψυχής του ανθρώπου. Είχε την μορφή ενός πουλιού, προκειμένου να τονιστεί η πνευματική του φύση, αλλά ταυτόχρονα και τη μορφή αστεριού ή το σχήμα ανθρώπου(7). Στο ιερογλυφικό για το αστέρι, η σύνδεση του ba με την ουράνια σφαίρα τονιζόταν με έμφαση.

Ο Helmut Jacobsohn λέει ότι το ba αντιπροσωπεύει την ατομικότητα του ανθρώπου που είναι ακόμη ασυνείδητη, δηλαδή το εσώτερο κέντρο της ύπαρξής του (το «βασικό έδαφος της ψυχής», στην γλώσσα των χριστιανώ μυστικών). Αποκαλύπτεται σαν μια εσωτερική φωνή, που την ίδια στιγμή είναι και η πεμπτουσία του φυσικού εσωτερικού ανθρώπου καθώς και μια θεϊκή coincidentia oppositorum (σύμπτωση των αντιθέτων)(8). Αντίθετα από το ba, του ka (που μεταφράζεται συνήθως σαν «σκιά») φαίνεται να συνδέεται πιο στενά με την ζωική δύναμη του ανθρώπου, την ικανότητα και την επιδεξιότητα. Είναι ένα είδος πανομοιότυπης εικόνας, που όμως ζει συνήθως μέσα στο σώμα, και «την συλλαμβάνει κανείς», μετά τον θάνατο, όπως στο άγαλμα του νεκρού. Στην περιοχή της Άνω Νιγηρίας και της Άνω Βόλτα παρόμοιες ιδέες επικρατούν ακόμη και σήμερα(9).

Στο κείμενο του Κομάριου αυτό που προέρχεται από την ένωση ονομάζεται εικών (ομοίωμα). Στον ελληνικό κόσμο των ιδεών η αντίληψη για την ψυχή ήταν επίσης πολύπλευρη και ρευστή (10). Για τον Όμηρο η ψυχή και το είδωλον (εικόνα) ήταν αρχικά τα ίδια, ενώ μετά τον θάνατο πήγαιναν στον Άδη. Επιπλέον, υπήρχε ο θυμός, που θα μπορούσε κανείς να τον ερμηνεύσει σαν «ζωική ορμή». Αυτός ήταν θνητός (11). Η εικόνα (είδωλον) εθεωρείτο επίσης ένα είδος ορατής μάσκας, πίσω από την οποία κρύβεται το ακατανόητο.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες στην άποψή τους περί αθανασίας της ψυχής είχαν επηρεασθεί από τους Αιγύπτιους (αναφέρουμε σαν παραδείγματα τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα)(12). Κατά τον Αριστοτέλη η ψυχή γινόταν μία εντελέχεια, η οποία χτίζει το ίδιο της το σώμα. Σ’ αυτήν περιέχεται και ο αθάνατος νους –η λογική ψυχή– που ανήκει περισσότερο στην καθαρά θεϊκή περιοχή της ύπαρξης. Η άποψη των Ρωμαίων για το genius (πνεύμα) πέρασε από μία παρόμοια μεταμόρφωση. Το genius γινόταν πρώτα αντιληπτό σαν θνητή ουσία του όντος ή της ταυτότητας του ατόμου. Αργότερα, κάτω από την Ελληνο-αιγυπτιακή επίδραση, μεταμορφώθηκε σε μία οντότητα που επιβιώνει μετά τον θάνατο.

Στην Αίγυπτο, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η μούμια ονομαζόταν «εικόνα». Ο θεός της γης Aker φρουρούσε την «μεγάλη εικόνα». Αλλά ταυτόχρονα η μούμια ήταν και ένα «μυστήριο», γιατί ακριβώς επάνω ή μέσα σε αυτήν άρχιζε η διαδικασία της εκ νέου μεταμόρφωσης. Το Ka –με τις ιδιότητες που οι Ρωμαίοι απέδιδαν στο genius– παρέμενε κοντά στην μούμια ή σε ένα άγαλμα του νεκρού, ενώ το ba μπορούσε να συνοδεύει τον θεό του ήλιου κατά την διαδρομή του στον ουρανό, ή να ενωθεί με τα αστέρια που «ποτέ δεν δύουν» και ακολουθούν κυκλική πορεία γύρω από έναν άξονα. Στο κείμενο του Κομάριου, που χωρίς αμφιβολία βασίζεται στις αιγυπτιακές απόψεις, το πνεύμα, η ψυχή και το σώμα ενώνονται και πάλι. Το πνεύμα πιθανότητα αναφέρεται στο ba και η ψυχή στο ka. Ομολογουμένως, δεν πρέπει κανείς να παίρνει τέτοιου είδους «ερμηνείες» κατά γράμμα, επειδή ακόμη και για τους ίδιους τους Έλληνες και τους Αιγύπτιους, αυτοί οι όροι αναφέρονταν σε αόριστες και ρευστές ιδέες. Το τρίτο στοιχείο στο κείμενο του Κομάριου είναι το εξαγνισμένο σώμα, ντυμένο με δόξα, το οποίο εκπροσωπεί η μούμια μετά την αναζωοποίησή της και την ένωση με το πνεύμα και την ψυχή. Το ολόκληρο, αναζωογονημένο σώμα είναι το ίδιο με αυτό που τα αιγυπτιακά κείμενα συχνά ονόμαζαν ach, «ο μεταμορφωμένος».

Η μεταμόρφωση περιγράφεται επίσης σαν απόκτηση ενός ενδύματος από φως. Στην Αιγυπτιακή «Βίβλο του Am-Tuat», o Re λέει στους θεούς-μούμιες κατά την όγδοη ώρα: «Είσαστε στολισμένοι με την ενδυμασία σας, προστατευόσαστε  με τα ενδύματά σας». Και στο «Βιβλίο των Πυλών», γίνεται η εξής προσφώνηση στις αναζωογονημένες μούμιες: «Χαίρε, εσύ, Achu (μεταμορφωμένε, ευλογημένε νεκρέ)… χαίρετε, εσείς, χθόνιοι… Ας λάμπετε μέσα από τα λευκά σας ενδύματα, ας ακτινοβολείτε με την λάμψη του Re». Στο «Βιβλίο των Σπηλαίων», λέγεται ότι οι νεκροί «ντύνονται με την μορφή του Όσιρι»(13), με τον ίδιο τρόπο που το κείμενο του Κομάριου μιλάει για το σώμα του νεκρού σαν να είναι ντυμένο «με θεϊκή δόξα».

Το στοιχείο της δόξας είναι πιθανόν να οφείλεται όχι τόσο στην αιγυπτιακή παράδοση, όσο στην επίδραση περσικών ιδεών, δια μέσου γνωστικών πηγών. Η δόξα θυμίζει το περσικό xυarnah, το οποίο έρχεται να συναντήσει κάποιον μόλις πεθάνει, και που ονομάζεται ακόμη «φως της δόξας», «νίκη» και «νικητήρια φωτιά». Στην Μιθραϊκή λατρεία αυτό το φως-δόξα σήμαινε επίσης την εκπλήρωση της μοίρας του κάθε ανθρώπου. Αυτό φωτίζει τον νεκρό, μαζί με την daena του – την anima του, στον άλλο κόσμο (14). Αυτή η imago gloriae (εικόνα δόξας) περιβάλλει ολόκληρη την ψυχή του ανθρώπου που πεθαίνει, σαν ένας «λαμπρός φωτισμός από μια πνευματική φωτιά, που φλογίζει την ψυχή και την αναζωογονεί». Είναι το ίδιο το φως της γνώσης που ταυτόχρονα θεραπεύει. Την ίδια εικόνα συναντάμε και στις γνωστικές «Πράξεις» του Θωμά.

«Μετά την επανένωση», συνεχίζει το κείμενο του Κομάριου, «το σπίτι σφραγίστηκε και το άγαλμα στήθηκε, γεμάτο φως και θεϊκότητα». Πιθανόν να αναφέρεται στο τέλος της αιγυπτιακής τελετής της ταφής, όταν νεκρικός θάλαμος θα σφραγίζεται, και στήνεται ο στύλος που ονομάζεται djed μαζί με το άγαλμα του νεκρού, μέσα στο serdab. Το άγαλμα (ανδριάς) ονομάζεται επίσης εικών, «ομοίωμα». Αποτελείται από τα τέσσερα στοιχεία που έχουν ενωθεί σε ένα, είναι φάρμακο (ελιξήριο) που εισχωρεί στα πάντα, και είναι, συγχρόνως, στερεό.

Το ανθρωπάριο-ιερέας, που, στα οράματα του Ζώσιμου, σχίζει πρώτα τον εαυτό του σε κομμάτια, μεταμορφώνεται τελικά σε έναν «χρυσό άνδρα». Το κείμενο συνεχίζει:

«Με λίγα λόγια, φίλε μου, χτίσε ένα ιερό από μια μοναδική πέτρα, όμοια με τον λευκό μόλυβδο, με το αλάβαστρο, με το μάρμαρο της Προποννήσου (15), χωρίς ούτε τέλος ούτε αρχή στην κατασκευή του. Ας έχει μέσα του μια πηγή με το πιο καθαρό νερό, που ακτινοβολεί σαν τον ήλιο… Ένας δράκοντας βρίσκεται στην είσοδο και φυλάει το ιερό. Κράτησέ τον· πρώτα θυσίασέ τον· μετά βγάλε το δέρμα του, και, παίρνοντας την σάρκα μαζί με τα κόκκαλα, χώρισε τα μέλη του· έπειτα, βάζοντας την σάρκα από τα μέλη μαζί με τα κόκκαλα, κάνε τα σκαλοπάτι στην είσοδο του ιερού, ανέβα επάνω και μπες μέσα. Εκεί θα βρεις αυτό που ζητάς. Τον ιερέα, αυτόν τον μπρούντζινο άνθρωπο που βλέπεις να κάθεται στην πηγή και να συνθέτει την ουσία, μην τον κοιτάξεις σαν μπρούντζινο άνθρωπο, διότι έχει αλλάξει το χρώμα της φύσης του και έχει γίνει ασημένιος· αν το επιθυμείς σύντομα θα τον έχεις χρυσό»(16).

Στο ίδιο κείμενο λέγεται επίσης για το ανθρωπάριο-ιερέα ότι «κάνει τα μάτια ενορατικά, και ανασταίνει τους νεκρούς»(17). Ο διαμελισμός (και, σε παραλλαγές, το μαγείρεμα) της αρχικής ουσίας περιγράφεται με λεπτομέρειες σαν ταριχεία (μουμιοποίηση)(18). Η θυσία του δράκοντα είναι σε μερικές παραλλαγές θυσία και του ίδιου του ιερέα. Κατά την αλχημιστική άποψη, αντιπροσωπεύει τον μικρόκοσμό ή την μονάδα, την αρχική ουσία, η οποία περιέχει τον τελικό σκοπό του έργου. Ο διαμελισμός του σημαίνει μία νέα συνειδητή διάταξη της αρχικής χαώδους φύσης του (19).

Σημαντικό για εμάς εδώ είναι το μονολιθικό ιερό, το ιερό που χτίζεται από μία μοναδική πέτρα μέσα στο οποίο αναβλύζει η πηγή της ζωής, «ένας υπαινιγμός ότι η παρασκευή της στρογγυλής ολότητας, της πέτρας, είναι εγγύηση ζωτικότητας. Το φως που λάμπει μέσα της μπορεί να υπονοεί την φώτιση που φέρνει η ολοκλήρωση. Η φώτιση είναι μία επαύξηση της συνειδητότητας»(20). Ο χρυσός άνθρωπος που κάθεται επάνω στην πέτρα εικονίζει τον εσωτερικό άνθρωπο, που σταδιακά έχει αποκτήσει την ύψιστη αξία(21).

Η πέτρα ήταν ήδη ένα σπουδαίο θεϊκό σύμβολο στην θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου. Στο άδυτο του ιερού στην Ηλιούπολη (On) λατρευόταν μία μυστηριώδης θεϊκή πέτρα, που ονομαζόταν Benben. Το όνομά της συνδέεται με την λέξη ω-b-n, που σημαίνει «ανατέλλω, λάμπω», ιδιαίτερα σε σχέση με τον ήλιο ή με τα αστέρια. Το πουλί b-n-ω σχηματίζεται από το ίδιο λεκτικό θέμα. Το όνομα του φοίνικα, η πέτρα Benben και το πουλί b-n-ω εθεωρούντο σαν εξωτερικές μορφές του Atum, του ύψιστου από τους θεούς(22). Η πέτρα ήταν επίσης μία εικόνα του αρχικού λόφου, που αναδύθηκε πρώτος από τα αρχέγονα νερά, και σήμαινε την αρχή του κόσμου. Ο φοίνικας έγινε αργότερα σύμβολο του ba. Benbenet ονομάστηκε αργότερα η κορυφή της πυραμίδας, και ακόμη αργότερα οι νεκροί ελάμβαναν μία μικρή πέτρα benbenet σαν ταφική προσφορά. Ο νεκρός βασιλιάς έβλεπε τον ήλιο να δύει από την κορυφή μιας πυραμίδας, έτσι η πέτρα benbenet φαίνεται ότι θα μπορούσε να έχει σχέση με την ανάσταση ή με ένα ξύπνημα του νεκρού σε μία νέα συνειδητότητα. O Jacobsohn επισήμανε σωστά μία αναλογία ανάμεσα στην πέτρα Benben στην Αίγυπτο και την αλχημιστική «λίθο», που και τα δύο συμβολίζουν την ψυχική ολοκλήρωση και μία complexio oppositorum (συναρμογή των αντιθέτων).


Αμέθυστος

Σημειώσεις
1. Σύμφωνα με τον Παρισινό κώδικα του 1478.
2. «ho chous» – κατά γράμμα «χαλίκι», εδώ το γήινο – συγκεκριμένο.
3. Berthelot: «Συλλογή», τόμος 2, σ.σ. 296 κ.ε., παρ. 15-16.
4. Αυτόθι, σ.σ. 298 κ.ε.
5. Σελ. 39. Σημείωση στο Jung: «Ψυχολογία και Αλχημεία», παρ. 374.
6. «Αιγυπτιακά βιβλία του Κάτω Κόσμου», σ. 38.
7. Αυτόθι, σ. 37.
8. H. Jacobsohn: «Ο θεϊκός Λόγος και η θεϊκή Πέτρα», σ. 231.
9. Σύγκρινε G. Thausing: «Αρχαίες αιγυπτιακές θρησκευτικές ιδέες στην σημερινή Αφρική», σ. 91.
10. Για τα επόμενα, σύγκρινε Βernard Uhde: «Ψυχή: ένα σύμβολο;», σ.σ. 103 κ.ε.
11. Αυτόθι, σ. 110.
12. «Οι Ιστορίες», ΙΙ, 123.
13. «Αιγυπτιακά Βιβλία του Κάτω Κόσμου», σ.σ. 204, 263, 330-333.
14. Σύγκρινε: Η. Cobrin: «Πνευματικό σώμα και ουράνια γη», σ.σ. 37 κ.ε.
15. «Το νησί της Προκοννήσου ήταν το μέρος όπου βρισκόταν το περίφημο λατομείου μαρμάρου της Ελλάδας, που τώρα ονομάζεται Μαρμαράς (βρίσκεται στην Τουρκία)» (Jung: Αλχημιστικές μελετές, παρ. 87, τμήμα 14).
16. Αυτόθι, παρ. 87.
17. Αυτόθι, παρ. 86.
18. Αυτόθι, παρ. 91 κ.ε.
19. Σύγκρινε: Αυτόθι, παρ. 118.
20. Αυτόθι, παρ. 112.
21. Σύγκρινε: Αυτόθι, παρ. 118-119.
22. Σύγκρινε: H. Jacobsohn, ο.π., παρ. 234 κ.ε.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος:«Ολόκληρη η Ορθοδοξία μοιάζει να κοιμάται»

Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ
«Οἱ ταγοὶ τοῦ λαοῦ –Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι– προδίδουν τὴν Ἐκκλησία χωρὶς δισταγμὸ ἀνοίγουν τὴν πόρτα στὸν Οἰκουμενισμό»

(Ὁμιλία εἰς τὸν προφ. Ἡσαΐα, ἀριθ. 85, 1997, Ἱ. Μ. Παντοκράτορος)

«...Καὶ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ καθεύδει καὶ νὰ ἔχει ἀνάγκη αὐτῆς τῆς ἀφυπνίσεως. Θὰ λέγαμε ἀκόμη, ἂν ξεχωρίσουμε πρόσωπα μόνο, ὅτι καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ὅπως θὰ συμβεῖ καὶ συμβαίνει ἤδη στὰ ἔσχατα, διότι εἴμεθα στὴν περιοχὴ τῶν ἐσχάτων, ἐν ὄψει τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ ἀντιχρίστου), ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι σὲ μιὰ κατάσταση ναρκώσεως, ἔξω ἀπὸ πρόσωπα, ἔξω ἀπὸ πρόσωπα -τὸ λέγω δυὸ φορές-, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι σὲ κατάσταση ἐγρηγόρσεως.

Ὁ Χριστὸς πόσες φορὲς τὸ εἶπε: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Αὐτὸ τὸ «γρηγορεῖτε» εἶναι ἀναγκαιότατον σύνθημα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ βέβαια δὲν γρηγοροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· μακάριοι ὅμως οἱ γρηγοροῦντες. Καὶ τοῦτο διότι ἔρχεται φοβερὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὴν ἐποχὴ αὐτή, ἔχουμε εἰσέλθει στὴν περιοχὴ αὐτῆς τῆς φοβερῆς ἐποχῆς.
Ἔτσι, ὅταν θὰ ἀρχίσει νὰ ἁπλώνεται –καὶ ἁπλώνεται– ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ στὴν πατρίδα μας, καὶ στὰ Πατριαρχεῖα μας, –τὸ ἀκούσατε ἄραγε;– καὶ στὰ πατριαρχεῖα μας, καὶ στὶς Ἀρχιεπισκοπές μας, τότε δὲν εἶναι ἀπέξω ὁ ἐχθρός· καὶ ὅταν ἡ τελευταία, θὰ λέγαμε, πράξη εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, καὶ θὰ εἶναι ἐργαλεῖο στὰ χέρια τοῦ ἀντιχρίστου, συνεπῶς, δὲν πρέπει νὰ εἴμεθα ξύπνιοι; Ναί, πρέπει, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ μπορεῖ νὰ μὴ εἶναι ξύπνιοι. Ἔτσι θὰ λέγαμε, ὅτι μοιάζει κάποτε ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία νὰ κοιμᾶται, ὅταν Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι μπορεῖ νὰ τὴν προδίδουν. Ναί. Τότε μοιάζει μ’ ἐκεῖνο τὸ πλοιάριο στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς κάποτε ἐκοιμᾶτο. Ἐκεῖνο τὸ πλοιάριο μὲ τοὺς μαθητὰς εἶναι τύπος τῆς Ἐκλλησίας...
Καὶ βλέπουμε σ’ αὐτὴν τὴν εἰκόνα: ὁ Χριστὸς καθεύδει. Ποιός καθεύδει; Μοιάζει ὅτι καθεύδει ὁ Χριστός. Ἔτσι, σὲ μιὰ ἐποχὴ παρακμῆς καὶ καθιζήσεως πνευματικῆς, οἱ λίγοι σωστοὶ πιστοὶ κραυγάζουν τὸν ἴδιο λόγο: «ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα, βοήθησον ἡμῖν». Τότε τὸν εἶπαν ἐπιστάτη, προϊστάμενο. Σήμερα λέμε: «Κύριε χανόμαστε, βάλε τὸ χέρι Σου». Δὲν τὸ λέμε; Τὸ λέμε μὲ πόνο, μὲ ὀδύνη, μὲ δάκρυα...

Μήπως καὶ ἡ ἐποχή μας κάπου ἐκεῖ βρίσκεται; Ὅταν τὴν πόρτα τῆς Ὀρθοδοξίας κρούουν οἱ αἱρέσεις, ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ νεοειδωλολατρία καί, χωρὶς δισταγμό, ἀνοίγουν τὴν πόρτα ἱκανοὶ ταγοὶ τοῦ λαοῦ, καὶ ὁ λαὸς νυσταγμένα καὶ χωρὶς κρίση δὲν καταλαβαίνει τί τοῦ γίνεται καὶ ἀκολουθεῖ; Ὅμως ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὴν Ἐκκλησίαν Του καὶ ἐντέλλεται σ’ αὐτὴν (γιὰ νὰ ξαναγυρίσω στὸν Ἡσαΐα): «ἔνδυσαι τὴν ἰσχύν σου, Σιών, καὶ ἔνδυσαι τὴν δόξαν σου»... Καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ δόξα; Εἶναι ὁ Χριστός.

...Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ράκη, τὰ κουρέλια καὶ τὰ σκουπίδια ἱδρύσεως οἰκονομικῶν τραπεζῶν (τὸ ἀκούσατε αὐτό;) καὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν ἐν Χριστῷ πτωχεία, ὅταν οἱ κληρικοὶ βυθίζονται στὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα καὶ δὲν λάμπει ἡ καθαρότητα τοῦ βίου καὶ ἡ παρθενία, ὅταν τὸ ποιμαντικὸν ἔργον ἐπενευαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλλιπέστατον καὶ ὁ λαὸς ἔχει παραδοθεῖ στὴν πιὸ σκοτεινὴ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ... καὶ κανεὶς πιὰ δὲν ἐνδιαφέρεται, οὔτε ἀπὸ τοὺς ποιμένες, οὔτε ἀπὸ τοὺς ποιμαινομένους, ὅταν δὲν κηρύσσεται τὸ ὀρθόδοξον δόγμα καὶ τὸ ὀρθόδοξον ἦθος; Λέμε ὀρθοδοξία, τὴν ἔχουμε βάλλει, ὅμως, ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, κάπως ἔτσι, ἀλλὰ δὲν ξέρω.... Ὅταν ἡ Ἐκκλησία δείχνει στοιχεῖα νεκρώσεως καὶ ὄχι ζωῆς καὶ δυνάμεως καὶ λάμψεως καὶ δόξης, ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὰ ράκη μας, τὰ κουρέλια μας, τὴν πτώση μας, τὸν πνευματικό μας θάνατο. Γι’ αὐτὸ εἶναι κήρυγμα ἀφυπνίσεως, αὐτὸ τοῦ Ἡσαΐου, ὅταν ἐξαγγέλλεται· μόνο ποὺ χρειάζεται, καθ’ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ἱστορίας, τοὺς ἐξαγγελεῖς ποὺ νὰ τὸ ἀνανεώνουν: «ἐξεγείρου, ἐξεγείρου Σιών, ἔνδυσαι τὴν ἰσχύν σου, καὶ τὴν δόξαν σου»....
Πότε, ἀγαπητοί μου θὰ ξυπνήσουμε, πότε θὰ ἐπιστρέψουμε;...

Συνεχίζουμε...Τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία, εἶναι δόγμα Πίστεως.

...Ἐν τούτοις δὲν εἶναι οὐτοπιστικὸ ἱστορικά, ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσβάλλεται καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς αἱρέσεως καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς ἠθικῆς σήψεως. Λένε οἱ Πατέρες ὅτι, ὅταν ὑπάρχει μόλυσμα σήψεως ἠθικῆς, τότε θὰ γεννήσει αὐτὸ δόγματα ὄχι καλά, ὄχι σωστά. Καὶ ἀντίστροφα, τὰ δόγματα τὰ μὴ σωστά, θὰ γεννήσουν ἦθος ὄχι σωστό. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε Ὀρθοπραξία καὶ Ὀρθοδοξία δεμένα ἀδιαχώριστα... Καὶ δὲν ἔχετε παρὰ νὰ δεῖτε στὴν σύγχρονη ἐποχή μας, τόσο τὴν ἠθικὴ σήψη, ὅσο καὶ τὴν μόλυνση τὴν δογματικὴ μὲ τὸν –ἐν παραδείγματι– Οἰκουμενισμόν..., ποὺ προσβάλλει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς πιστούς.
Καὶ θὰ πεῖτε: τότε, διαψεύδεται ἡ Γραφὴ ποὺ λέγει ὅτι εἶναι ἄμωμος, Ἁγία ἡ Ἐκκλησία; Καθόλου ἀγαπητοί μου. Μάλιστα γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος τὰ ἑξῆς: «Ὁ Χριστός ἐστι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος» (Ἐφ. 5, 23). Γράφει ὅμως στὸ ἴδιο κεφάλαιο: «ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι (εἶναι τὸ βάπτισμα), ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ (κοντά του) ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (ἀκατηγόρητη)... «ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Εἴδατε, εἴμεθα μέλη τοῦ σώματός Του... καὶ μάλιστα, δὲν τὸν προσλαμβάνουμε, ὅταν κοινωνοῦμε, ἀλλὰ μᾶς προσλαμβάνει.
Ὲὰν λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ σῶμα Του, τότε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἀνεκτόν, τὸ σῶμα Του νὰ προσβάλλεται ἀπὸ τὴν αἵρεση ἢ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι δυνατόν; Ἄτοπον πέρα γιὰ πέρα. Λέγει ὁ Παῦλος: «οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο». Οὐσιαστικά, ὅμως, αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει τί κάνει; Ἐκκόπτεται, ἀποβάλλεται σὰν κάτι τὸ ξένο, καὶ εἰς πῦρ βάλλεται... Γι’ αὐτὸ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπαγορεύουν τὴν Θ. Κοινωνία σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιμένει νὰ ἁμαρτάνει... Δηλ. ἀφορίζεται. Δηλ. δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, προσωρινὰ βέβαια αὐτό, ἀφοῦ ἀναμένεται ἡ ἐπιστροφὴ ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, ἡ μετάνοια...
Ἀπὸ τὸν ἱερὸν κλῆρον πολλοὶ εἶναι ἀνάξιοι, χάριν ὅμως τῶν πιστῶν δὲν τιμωρήθηκαν ἀκόμη. Δὲν ἔχουν ὅμως τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ... Εἶναι σὰν τὶς σωλῆνες τοῦ νεροῦ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ ὑδραγωγεῖο, μᾶς φέρνουν τὸ νερὸ στὸ σπίτι, ἀλλὰ οἱ σωλῆνες δὲν πίνουν τίποτα. Εἶναι οἱ ἀγωγοὶ Θείας Χάριτος καὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν τὴν Θείαν Χάριν. Εἶναι οὐσιαστικὰ ξεκομμένοι. Εἶναι φρικτὸ καὶ μόνο νὰ τὸ σκεφθεῖ κανείς.

Ἡ Ἐκκλησία (ὅμως) εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ· καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι Ἅγιον».

Ἀπομαγνητοφώνηση: «Φ. Ε. “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”»

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΤΟΥ.

Πηγή : ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ο πόνος μας για τον θάνατο των πλησίον μας θα ήταν απαρηγόρητος και απέραντος εάν ό Κύριος δεν μας είχε δώσει την αιώνια ζωή. Η ζωή μας θα ήταν κενή νοήματος αν τελείωνε με τον θάνατο. Τί όφελος, τότε, θα υπήρχε από την αρετή ή τις αγαθές πράξεις; Θα είχαν δίκιο αυτοί πού λένε: «Ας φάμε και ας πιούμε, αύριο πεθαίνουμε!». Αλλά ό άνθρωπος δημιουργήθηκε για αιώνια ζωή, και διά του Άναστάντος Χριστού άνοιξαν οι πύλες της Ουράνιας Βασιλείας, της αιώνιας μακαριότητας, για εκείνους πού πιστεύουν σ' Αυτόν και πού ζουν ενάρετα. Η επίγεια ζωή μας είναι προετοιμασία για τη μελλοντική μας ζωή, και αυτή ή προετοιμασία τελειώνει με τον θάνατο μας. «Και καθ' όσον απόκηται τοις άνθρώποις άπαξ άποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Πρός Εβραίους 9:27). Τότε ό άνθρωπος αφήνει πίσω όλες τις επίγειες φροντίδες του• το σώμα του διαλύεται για να εγερθεί ξανά κατά τη γενική ανάσταση. Η ψυχή του, ωστόσο, συνεχίζει να ζει• ούτε για ένα λεπτό δεν σταματάει να υπάρχει.

Πολλές εμφανίσεις νεκρών μας έχουν επιτρέψει να γνωρίζουμε εν μέρει τί συμβαίνει στην ψυχή όταν αφήνει τον σώμα. Όταν πια δεν βλέπουμε με τα σωματικά μάτια, η πνευματική μας όραση είναι ενεργή. Αυτό συχνά συμβαίνει και πριν τον πραγματικό μας θάνατο ενώ ό ετοιμοθάνατος βλέπει και ακόμα συνομιλεί με τούς παρευρισκομένους, ωστόσο, βλέπει και κάτι πού οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Αφήνοντας το σώμα, η ψυχή βρίσκεται μεταξύ άλλων πνευμάτων, καλών και κακών. Συνήθως, αγωνίζεται εναντίον εκείνων των πνευμάτων πού ομοιάζουν περισσότερο προς αυτήν αλλά αν όσο βρισκόταν στο σώμα ήταν υπό την επίδραση συγκεκριμένων πνευμάτων, η ψυχή συνεχίζει να εξαρτάται απέραντος' αυτά ακόμα και όταν αφήνει τον σώμα, ανεξάρτητα από τον πόσο δυσάρεστη μπορεί να αποδειχτεί η συνάντησή της με τα πνεύματα.


Για δύο ήμερες ή ψυχή απολαμβάνει σχετική ελευθερία και μπορεί να επισκεφτεί αγαπημένα της μέρη στην γη, άλλα την τρίτη μέρα παίρνει τον δρόμο προς άλλους κόσμους. Κατά τον χρόνο της τρίτης μέρας περνάει μέσα από ορδή μοχθηρών πνευμάτων, τα όποια εμποδίζουν τη διάβασή της και κατηγορούν την ψυχή για διάφορες αμαρτίες, μέσω των όποιων τα ίδια τα πνεύματα την είχαν εξαπατήσει. Σύμφωνα με αποκαλύψεις, υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, ονομαζόμενα «φυλάκια διοδίων». Σε κάθε εμπόδιο η ψυχή ελέγχεται για μία συγκεκριμένη αμαρτία. Αφού περάσει το ένα εμπόδιο, πηγαίνει στο επόμενο, και μόνο όταν έχει επιτυχώς περάσει όλα τα εμπόδια μπορεί η ψυχή να συνεχίσει τον δρόμο της και να μην πέσει αμέσως στην γέεννα. Αυτοί οι δαίμονες και οι δοκιμασίες τους είναι τόσο φρικτά, ώστε η Θεοτόκος η ίδια όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ για την επικείμενη ανάπαυσή της, ικέτευσε τον Υιό της να την απαλλάξει από εκείνους τούς δαίμονες και, για να ανταποκριθεί στην προσευχή της, ό ίδιος ό Κύριος Ιησούς Χριστός φανερώθηκε από τον Ουρανό για να πάρει την ψυχή της Υπεραγίας Θεοτόκου και να τη μεταφέρει στον Ουρανό. Η τρίτη μέρα είναι τρομακτική για την ψυχή, ή οποία ιδιαιτέρως έχει ανάγκη της προσευχής.


Όταν έχει περάσει με ασφαλή τρόπο από τα φυλάκια διοδίων και έχει υποκλιθεί ενώπιον του Θεού, ή ψυχή τις επόμενες τριάντα επτά μέρες επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τα χάσματα του Αδη χωρίς να γνωρίζει που θα βρεθεί, και μόνο την τεσσαρακοστή μέρα προσδιορίζεται ό τόπος της αναμονής μέχρι την ανάσταση των νεκρών. Κάποιες ψυχές προγεύονται την αιώνια χαρά και μακαριότητα και κάποιες άλλες έχουν εμπειρία του φόβου των αιωνίων βασάνων, πού θα αρχίσουν τελεσίδικα μετά τη φοβερή Κρίση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλαγές στην κατάσταση της ψυχής είναι ακόμα πιθανές, ιδιαίτερα μέσω της προσφοράς στο όνομά τους της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόνευση κατά τη Θεία Λειτουργία) και ομοίως μέσω των προσευχών.


ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ,
ΒΙΒΛ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ.

Ανακοίνωση του ΕΠΑΜ


Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ

Η συγχώνευση Alpha-Eurobank αποτελεί μια χαρακτηριστική έκφραση του βαθέματος της κρίσης βιωσιμότητας που διαπερνά ολόκληρο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Οι συγκεκριμένες τράπεζες επιβιώνουν ήδη εδώ και καιρό στο «κόκκινο». Η κεφαλαιακή τους επάρκεια είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και επιβιώνουν αποκλειστικά χάρις στην επιδότηση από το κράτος και στις ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ. Η συγχώνευσή τους επιδεινώνει δραματικά τα δεδομένα της οικονομίας και των τραπεζών:

Πρώτο: Ενισχύει την ολιγοπωλιακή σύνθεση ενός τραπεζικού τομέα, ο οποίος ήδη πάσχει σοβαρά από έναν από τους υψηλότερους δείχτες μονοπωλιακής συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Σ’ έναν τραπεζικό τομέα που λειτουργεί εδώ και χρόνια με «συμφωνίες κυρίων», με πρακτικές καρτέλ και τραστ, προστίθεται ένα ακόμη τραπεζικό μονοπώλιο. Πρόκειται για ένα νέο τραπεζικό μονοπώλιο που θα εντείνει ακόμη περισσότερο τον τοκογλυφικό, σαράφικο και πειρατικό χαρακτήρα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με κύριο σκοπό να εκμεταλλευθεί άμεσα την μονοπωλιακή του θέση για να «παρκάρει» στα ταμεία του περισσότερο ρευστό σε βάρος της οικονομίας, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών.

Δεύτερο: Επιδιώκει να εμφανίσει ότι θα ενισχύσει κεφαλαιακά τους δύο ομίλους ώστε να κάνει ευκολότερη την άντληση ρευστότητας, από την οποία εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά και οι δυο τράπεζες. Στην πραγματικότητα η βελτίωση της εικόνας θα είναι μόνο λογιστική καθότι η κεφαλαιακή ενίσχυση δεν θα γίνει με ρευστό, αλλά κυρίως με τραπεζικούς τίτλους και ανταλλαγές μετοχών. Στόχος του νέου τραπεζικού ομίλου είναι να αποφύγει ένα «πιστωτικό γεγονός» το αμέσως επόμενο διάστημα, λόγω της διόγκωσης των επισφαλειών (κυρίως των μη εξυπηρετήσιμων δανείων) και των χρεών που συσσωρεύουν στα ενεργητικά τους και οι δυο τράπεζες.

Τρίτο: Επενδύει στην δημιουργία τεχνητών προσδοκιών στο χρηματιστήριο, ώστε οι βασικοί μέτοχοι, οι οικογένειες που ελέγχουν τις τράπεζες και τα βασικά στελέχη τους να κερδοσκοπήσουν με την πλασματική άνοδο των τραπεζικών μετοχών. Η συγχώνευση επιδιώκει να δημιουργήσει μια νέα, έστω πρόσκαιρη, χρηματιστική φούσκα για να κερδοσκοπήσουν οι γνωστοί ημέτεροι. Πρόκειται για την γνωστή τακτική «άρπαξε όσα μπορείς και τρέχα», που σημειώνεται πάντα στις παραμονές μεγάλων καταρρεύσεων.

Τέταρτο: Ενισχύει τις πιθανότητες ενός σοβαρού «πιστωτικού γεγονότος» γιατί η συγχώνευση ενώ δεν βελτιώνει ουσιαστικά την κεφαλαιακή επάρκεια, επιδεινώνει την κατάσταση επισφαλειών, αλλά και της υπερχρέωσης των τραπεζών ιδίως προς την ΕΚΤ. Σκοπός της συγχώνευσης είναι να εξασφαλίσει μεγαλύτερες επιδοτήσεις από το κράτος και χαριστικές παροχές εκβιάζοντας με το μέγεθος του τραπεζικού ομίλου, αλλά και με το επιχείρημα ότι τυχόν κατάρρευσή του θα συμπαρασύρει και την οικονομία.

Πέμπτο: Ενισχύεται η κερδοσκοπική εξάρτηση από το εξωτερικό με την συμμετοχή του Κατάρ, το οποίο συμβάλει ασήμαντα στην κεφαλαιακή επάρκεια του ομίλου και μάλιστα με την μορφή δανείου. Η συμμετοχή του έχει σαν βασικό στόχο, αφενός, να ενισχυθεί η προστατευμένη διαρροή κεφαλαίων και κερδών προς το εξωτερικό, που ήδη αποτελεί μέγιστη αιμορραγία για την ελληνική οικονομία, και, αφετέρου, να λειτουργήσει ως μεσάζοντας για να βρεθεί ενδιαφερόμενος για την προίκα του ομίλου με τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές που διαθέτει στο εξωτερικό και κυρίως στα Βαλκάνια.

Τέλος, ο τρόπος που μεθοδεύτηκε και ενισχύθηκε από την κυβέρνηση και την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων – με εξαίρεση το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ – αποδεικνύει την στενή διαπλοκή και ταύτιση του πολιτικού κόσμου με τους τραπεζίτες και τα συμφέροντά τους. Αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ποιος ενισχύει αυτά τα κόμματα και ποιος τα θέλει στην Βουλή προκειμένου να εξυπηρετούν τα συμφέροντά του.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η κριτική των απολογητών του Hegel -- Περί ολοκληρωτικού κράτους (5)


Συνέχεια απο : Τετάρτη, 6 Ιουλίου 2011

Ernst Topitsch
Kritik der Hegel-Apologeten
Η κριτική των απολογητών του
Hegel 3
Από τον συλλογικό τόμο:
Hegel und die Folgen
Gerd-Klaus Kaltenbrunner(Herausgeber)Verlag Rombach Freiburg, 1970

Ελάχιστα πειστικές είναι και οι επισημάνσεις του Weil για την αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής φιλοσοφίας του Hegel και των ιδεολογιών περί κράτους ισχύος κατά την εποχή του Bismarck και του εθνικοσοσιαλισμού. Το ότι υπάρχουν ορισμένες διαφορές έχει ήδη τονιστεί. Δεν είναι όμως θεμιτό να εκφράζεται κανείς περί των ερωτημάτων αυτών, χωρίς να αναφερθεί στις συσχετίσεις και τον ρόλο που έπαιξαν οι παραδόσεις, που προέκυψαν από την φιλοσοφία του Hegel, στην προετοιμασία του Τρίτου Ράιχ και του ιταλικού φασισμού, έτσι όπως τις παρουσίασε ο Heller. Το αν Weil δεν γνώριζε τα δεδομένα αυτά ή συνειδητά τα αποσιώπησε, μένει ανοικτό.[1]

Έχει ήδη υπονοηθεί, πως ο Weil δεν κάνει καμιά ανάλυση και κριτική εκτίμηση των εξειδικευμένων μορφών σκέψης του Hegel, όπως και των εφαρμογών τους στο κοινωνικό επίπεδο. Στην προσπάθεια του λοιπόν να ερμηνεύσει τον φιλόσοφο, περιπλέκεται σε δυσκολίες στις οποίες θα αναφερθούμε αργότερα.[2]

Ποιο πολλές εξηγήσεις προσφέρει το βιβλίο του Theodor Litt, το οποίο επίσης δεν έχει ως μοναδικό σκοπό την απολογητική υπέρ του Hegel. Ο Litt επισημαίνει, ασκώντας σαφή κριτική, περί της διδασκαλίας περί κράτους του Hegel, πως “από την μία, οι επιδράσεις αυτής της θεωρίας, με την βοήθεια των δυνατότητων εφαρμογής που της δόθηκαν, ξεπέρασαν κατά πολύ τον στενό κύκλο της σχολής, από την άλλη όμως, σε λίγα σημεία της φιλοσοφίας αυτής το ιδιοφυές και το βαθύ, καταπόθηκαν ανεπιστρεπτί μαζί με την βίαιη διόρθωση και την αφ' υψηλού αποδοκιμασία.”[3] Ο Litt βέβαια δεν αναλύει περαιτέρω την εφαρμογή της εγελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, και τα με αυτήν συνδεδεμένα ερωτήματα που τίθενται στο παρόν δοκίμιο.

Ασχολείται όμως εμπεριστατωμένα με την θέση περί της “θεϊκής φύσης του κράτους” (Göttlichkeit des Staates), και παίρνει πολύ στα σοβαρά τις αμφιβολίες και τους φόβους που συνδέονται με την θέση αυτή: “Είναι αυτονόητο, πως η θέωση αυτή του κράτους, που έγινε για να βγουν μερικά πρακτικά συμπεράσματα, περιέπεσε σε αντίφαση.”Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να γίνει έτσι απλά αποδεχτό, “το ότι βρίσκουμε το όνομα του Θεού συνδεδεμένο με ένα θεσμό που με τα έργα και τις επιδράσεις του τόσο συχνά αντιφάσκει προς την ονομασία του.”[4]

Για να καταλάβουμε όμως ορθά την “θέωση του κράτους, πρέπει να την τοποθετήσουμε-όπως τονίζει και ο Litt-στα πλαίσια των στοχασμών περί “θεού εν γενέσει”, που είναι θεμελιώδεις για όλο το σύστημα του Hegel. Αυτός ο θεός δεν είναι μέσα στην αιώνια και μακάρια τελειότητα του διαφοροποιημένος από τον κόσμο, αλλά είναι μάλλον η ίδια η ουσία (αυτού του θεού) του, “το ότι πρέπει να περάσει από όλο το κοσμικό γίγνεσθαι, και μόνο αντέχοντας την σκληρότητα, τις ανάγκες και τις αντιθέσεις, μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του”. Ο θεός εν γενέσει πρέπει να γίνει πεπερασμένος, ώστε πάνω στον δρόμο διά μέσου του πεπερασμένου, να το υπερβεί, και να φτάσει έτσι στην αληθινή του θεότητα και τελειότητα. Στον δρόμο αυτόν η περιοχή του “αντικειμενικού πνεύματος”, των ανθρώπινων κοινωνικών μορφών, ανήκει ακόμα στο πεπερασμένο. Το πεπερασμένο υπερβαίνεται μόνο εντός του “απόλυτου πνεύματος”(τέχνη, θρησκεία, φιλοσοφία). Έτσι και η ανώτατη κοινωνική μορφή, το κράτος, δεν μπορεί να θεωρείται ως θεϊκή, ως να έχει επιτύχει την τέλεια μορφή του εν τη γενέσει θεού.[5]

Παραμένοντας στα πλαίσια του πεπερασμένου, διαπιστώνεται μάλλον “πως (το κράτος) ανήκει σε εκείνη την 'πραγματικότητα', από την οποία το απόλυτο πνεύμα είναι τελείως αποκομμένο. Εντός όμως των πλαισίων αυτών, ο θεσμός αυτός είναι χωρίς ανταγωνισμό και θριαμβεύει πάνω από κάθε αντίσταση. Είναι απόλυτη εξουσία 'επί της γης', και για τον λόγο αυτό ο θεός ο οποίος εμφανίζεται μέσα στο πεπερασμένο.” Από εδώ προκύπτει πως το κράτος λαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στον χώρο της κοσμικής ζωής, και είναι κάτι πολύ περισσότερο από “ένα είδος παιχνιδιού, όπου οι άνθρωποι συναυλίζονται, κάτι περισσότερο από την κατάσταση όπου τα άλλα είδη παιχνιδιού είναι ίσα, ή και πάνω από αυτό.”[6] Πρέπει να απορριφθούν λοιπόν οι θεωρίες περί συμβολαίου, από την εποχή του διαφωτισμού, βάσει των οποίων τα άτομα θεσπίζουν την τάξη του κράτους δυνάμει συμφωνίας. Μια τέτοια αντίληψη παραμένει μάλλον φυλακισμένη εντός “της αφηρημένης σκέψης”, και οδηγεί έτσι σε εκείνο το “κράτος ανάγκης και διανόησης”, το οποίο θα ανυψωθεί διαλεκτικά σε “κράτος σοφίας”.

Η κριτική ερμηνεία του Litt δεν περιορίζεται στο να παρουσιάσει με τρόπο διαφωτιστικό τις διδασκαλίες του φιλοσόφου, και να θέσει δικλείδες προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Αγγίζει μάλλον με ερωτήματα θέματα, τα οποία είναι μεν παρόντα στις τοποθετήσεις του Hegel, αλλά δεν εξετάζονται επαρκώς, ούτε βέβαια απαντιούνται τα ερωτήματα. Ένα τέτοιο ερώτημα προκύπτει από το γεγονός πως ο φιλόσοφος δεν αποδίδει την “θεότητα”, ακόμα και με την πιο πάνω εκτεθειμένη, καθορισμένη έννοια, σε κάθε υπαρκτό κράτος, αλλά τονίζει πως τέτοια κράτη, αφού έχουν πολλές φορές “αποσχηματιστεί”(defiguriert), μπορεί να απομακρυνθούν πολύ από την ιδέα, την οποία έχουν κληθεί να ενσαρκώσουν. Αν μόνο ένα κράτος απομακρυνθεί από αυτή την ιδέα, τότε ενσαρκώνει μια αληθινή “πραγματικότητα”, αλλά την γυμνή “ύπαρξη”. “Ένα κακό κράτος είναι ένα κράτος το οποίο απλώς υπάρχει, ένα άρρωστο σώμα υπάρχει επίσης, αλλά δεν έχει καμιά αληθινή πραγματικότητα.” Αλλά και το κράτος το οποίο “απλώς υπάρχει”, συνεχίζει να είναι κράτος, όπως και “ο πιο άσχημος άνθρωπος, ο εγκληματίας, ο άρρωστος και ο ανάπηρος συνεχίζουν να είναι ζωντανοί άνθρωποι”. Όπως για ένα ζωντανό όν, έτσι και για το κράτος υπάρχει μια δεδομένη “ιδανική προδιαγραφή”, μια προσδιορισμένη κανονική μορφή, ή “μια προσδιορισμένη έννοια της ουσίας του”, την οποία πρέπει να πραγματοποιήσει, για να είναι αληθινά “πραγματικό”, και όχι “αποσχηματισμένο”, και συνεπώς “απλά υπάρχον”.[7]Στην προσδιορισμένη αυτή έννοια αντιστοιχεί και η “αντικειμενική βούληση”, η οποία είναι σώφρον, ασχέτως εάν η εμπειρική βούληση του κάθε ατόμου συμφωνεί με αυτήν η όχι.

Από εδώ προκύπτουν και μερικά πρακτικά-πολιτικά ερωτήματα. Σε τι συνίσταται εκείνη η “ιδανική σύλληψη” ή “έννοια περί της ουσίας” του κράτους, όπως και “η αντικειμενική βούληση” η οποία αντιστοιχεί στην έννοια αυτή; Πως μπορούν να ελεγχθούν οι ισχυρισμοί περί των οντοτήτων αυτών; Ποιες οι πρακτικές συνέπειες-πρέπει πχ να φερθούν οι στο κράτος ανήκοντες, όταν το κράτος δεν ανταποκρίνεται στην “έννοια της ουσίας” του; Πως φέρεται “η αντικειμενική βούληση” του κράτους προς τις μοναδιαίες βουλήσεις των κατοίκων του;


[1] E. Weil, S. 63
[2] Πρβλ παρακάτω.
[3] Th. Litt. Versuch einer kritischen Erneuerung. 2 Aufl. Heidelberg 1961, S. 99.
[4] Th. Litt., S. 113
[5] Th. Litt., S. 114
[6] Th. Litt., S. 115
[7] Th. Litt., S. 114
Συνεχίζεται

Αμέθυστος