Συνέχεια από Παρασκευή, 12 Αυγούστου 2011
Το εγώ κάποιου που βρίσκεται σε κώμα προφανώς χάνει όχι μόνο την σύνδεσή του με το βαρύ υλικό σώμα, αλλά επίσης και με την σφαίρα των αισθημάτων και των συγκινήσεων (φόβοι, πόθοι, επιθυμίες). Αντίθετα με μερικές από τις παραπάνω περιπτώσεις, ο Jung το αντιλήφθηκε αυτό αρχικά σαν μία στέρηση. Και άλλοι επίσης έχουν τονίσει την μοναξιά που επικρατεί σε αυτή την κατάσταση. Ένας είπε: «Είναι ένα τρομαχτικό αίσθημα μοναξιάς, ένα αίσθημα τέλειας ερημιάς. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος με τον εαυτό μου»(17).
Και ο Jung επίσης αναφέρεται σε ένα περίεργο σταμάτημα της ανθρώπινης ζεστασιάς στο Υπερπέραν, όπου, πάντως, κάτι σαν μία αντικειμενική σχέση φαίνεται δυνατή:
Κεφάλαιο 8 (3ο μέρος)
Η μετατόπιση της ταυτότητας του Εγώ, οι πολλαπλές ψυχές και η μεταστοιχείωσή τους μέσα στον καρπό
Κάτι χάνεται με τον θάνατο, πάντως. Μαζί με το σταμάτημα των αισθημάτων, των επιθυμιών και των συγκινήσεων, πολύ από εκείνο που ονομάζει κανείς "ανθρώπινη ζεστασιά" επίσης φαίνεται να εξαφανίζεται. Μερικές φορές μπορεί κανείς να το παρατηρήσει αυτό σε ανθρώπους που πεθαίνουν, που οι αντιδράσεις τους είναι παράξενα "μακρυνές" και "αποσπασμένες", σαν να μην είχε σημασία πια καμμία ανθρώπινη σχέση(12). Αυτό που φαίνεται να σταματάει επομένως με τον "εξαγνισμό" είναι οι επιθυμίες, οι φόβοι και οι πόθοι του εγώ. Αυτό το κατάλαβα καθαρά από μία δική μου εμπειρία, ένα όνειρο που είδα περίπου τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Είχε πεθάνει ξαφνικά όταν εγώ έλειπα από το σπίτι και φυσικά με απασχολούσε συνεχώς το πρόβλημα της αναχώρησής του. Είδα το εξής όνειρο:
Ήταν περίπου δέκα η ώρα το βράδυ, έξω είχε σκοτάδι. Άκουσα το κουδούνι της πόρτας και "κατάλαβα" με κάποιο τρόπο ότι αυτός που ερχόταν ήταν ο πατέρας μου. Άνοιξα την πόρτα και αυτός στεκόταν εκεί με μία βαλίτσα. Θυμήθηκα από την "Θιβετανική Βίβλο των νεκρών" ότι στους ανθρώπους που πεθαίνουν ξαφνικά πρέπει να ειπωθεί ότι είναι νεκροί, αλλά πριν μπορέσω να το πω μου χαμογέλασε και είπε: «Φυσικά ξέρω ότι είμαι νεκρός, αλλά δεν μπορώ να σε επισκεφθώ;» Είπα: «Βέβαια, πέρασε μέσα», και έπειτα ρώτησα: «Πώς είσαι τώρα; Τί κάνεις; Είσαι ευτυχισμένος;» Αυτός απάντησε: «Ας θυμηθώ τί λέτε εσείς οι ζωντανοί ευτυχισμένο. Ναι, στην γλώσσα σας είμαι ευτυχισμένος. Είμαι στην Βιέννη (την γενέτειρά του, που την αγαπούσε και την νοσταλγούσε σε όλη την ζωή του) και σπουδάζω στην Ακαδημία Μουσικής». Έπειτα μπήκε μέσα στο σπίτι, ανέβηκε τις σκάλες, και εγώ ήθελα να τον οδηγήσω στην παλιά του κρεβατοκάμαρα. Αλλά αυτός είπε: «Ω, όχι, τώρα είμαι απλώς ένας επισκέπτης», και πήγε στο δωμάτιο για τους ξένους. Έπειτα άφησε κάτω την βαλίτσα του και είπε: «Δεν είναι καλό ούτε για τους νεκρούς ούτε για τους ζωντανούς να είναι μαζί για πολύ. Άφησε με τώρα. Καληνύχτα». Και με μία κίνηση μου έκανε νόημα να μην τον αγκαλιάσω, αλλά να φύγω. Πήγα στο δικό μου δωμάτιο, με την σκέψη ότι είχα ξεχάσει να σβήσω την ηλεκτρική σόμπα και ότι υπήρχε κίνδυνος πυρκαγιάς. Εκείνη την στιγμή ξύπνησα, αισθανόμενη τρομερή ζέστη και ιδρωμένη.
Ο Γιούνγκ (Jung) ερμήνευσε αυτό το όνειρο σε αντικειμενικό επίπεδο, δηλαδή σαν ένα όνειρο που είχε σχέση με τον πραγματικό πατέρα μου(13). Είπε ότι ο πατέρας μου βρισκόταν στην Βιέννη, την πολυαγαπημένη του πατρίδα· είχε «επιστρέψει στην γενέτειρά του» όπως λέμε συμβολικά για τους νεκρούς. Ο πατέρας μου αγαπούσε την μουσική αλλά ποτέ δεν είχε τελειοποιήσει αυτό το χάρισμα· προφανώς τότε προσπαθούσε να αναπληρώσει κάτι που είχε παραμελήσει στην ζωή του. Αλλά εκείνη η περίεργη παρατήρηση σχετικά με το αν είναι "ευτυχισμένος" έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι τωρινές του ιδέες για την ευτυχία είναι προφανώς πολύ διαφορετικές από εκείνες που είχε όταν ήταν ζωντανός. Αυτό μας θυμίζει το Βρετονικό παραμύθι, στο οποίο ο ζωντανός θεατής νομίζει ότι ο θάνατος χτυπάει την γυναίκα του βάρβαρα στο πρόσωπο, ενώ αυτή καταλαβαίνει τα χτυπήματα σαν φιλιά αγάπης. Είναι φανερό ότι τα αισθήματα είναι τόσο διαφορετικά μετά τον θάνατο, ώστε σχεδόν δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε πια στην γλώσσα των ζωντανών.
Επίσης άξιο παρατήρησης σε αυτό το όνειρο είναι το τελικό στοιχείο της υπερθερμασμένης σόμπας, και το αίσθημα τρομερής ζέστης που είχα όταν ξύπνησα. Η ερμηνεία του Jung ήταν ότι η επαφή με τον "κρύο" κόσμο των πνευμάτων έφερε μία ισχυρή φυσική αντίδραση, σαν μια προστατευτική άμυνα απέναντι στον κίνδυνο μόλυνσης από την ψύχρα του θανάτου. Μιλάει περισσότερο γι' αυτό το μοτίβο σε ένα γράμμα(14). Ο παραλήπτης του γράμματος είχε αισθανθεί την φασματική "παρουσία" του αδελφού του (που είχε πεθάνει σε ένα ατύχημα στην Δυτική Αφρική) και είχε μιλήσει με το φάντασμά του σε ένα όνειρο. Σε αυτό το όνειρο ο αδελφός ξαφνικά πήδηξε μέσα σε μία λίμνη, και ο ονειρευόμενος πρόσεξε ένα λόφο από μυρμήγκια. Έπειτα η επαφή κόπηκε. Ο ονειρευόμενος είπε ότι ήταν σαν μια τηλεφωνική σύνδεση, όταν το ηλεκτρικό ρεύμα σιγά-σιγά εξασθενεί· καταλαβαίνει κανείς ότι το άλλο πρόσωπο είναι ακόμη εκεί, αλλά ακούει την φωνή του όλο και λιγότερο καθαρά.
Στην απάντησή του, ο Jung είπε ότι ο ονειρευόμενος είχε πραγματικά μιλήσει με τον νεκρό αδελφό του:
«Φυσικά δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μία αντίληψη μιας σχετικά άχρονης και χωρίς χώρο ύπαρξης, αλλά, ψυχολογικά και εμπειρικά, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τις εκδηλώσεις της συνεχούς παρουσίας των νεκρών και της επιρροής τους στην ζωή των ονείρων μας. Επομένως παρακολουθώ τέτοιες εμπειρίες με τη μεγαλύτερη προσοχή, επειδή δείχνουν πολλά πράγματα που ονειρευόμαστε μέσα σε ένα πολύ ιδιότυπο φως, όπου οι "ψυχολογικές" δομές εμφανίζονται σαν όροι ύπαρξης. Αυτή η συνεχής παρουσία είναι επίσης μόνο σχετική, επειδή μετά από μερικές εβδομάδες ή μήνες η σύνδεση γίνεται έμμεση ή διακόπτεται τελείως, αν και αυθόρμητες συναντήσεις φαίνεται πως είναι δυνατές και αργότερα. Αλλά μετά από αυτή την περίοδο η αίσθηση της παρουσίας του νεκρού στην πραγματικότητα σταματάει. Η σύνδεση δεν είναι χωρίς τους κινδύνους της, επειδή παγιδεύει την συνείδηση των ζωντανών πολύ σε εκείνη την υπερβατική κατάσταση, που καταλήγει σε φαινόμενα ασυνειδητότητας και διάσπασης. Αυτό αντανακλάται στο ονειρικό σας όραμα του δρόμου που οδηγεί κατηφορικά προς την λίμνη (το ασυνείδητο). Υπάρχει ένας σωρός από μυρμήγκια, δηλαδή το συμπαθητικό νευρικό σύστημα (=βαθύτατη ασυνειδητότητα και κίνδυνος διάλυσης των ψυχικών στοιχείων στην μορφή μυρμηγκιών που κινούνται συγκεχυμένα) αρχίζει να ενεργοποιείται...
Όσον αφορά την επαφή, με τον αδελφό σας, θα ήθελα να προσθέσω ότι αυτό ενδέχεται να είναι πιθανό μόνο όσο συνεχίζει να υπάρχει το αίσθημα της παρουσίας του νεκρού. Αλλά δεν πρέπει να πειραματισθεί κανείς με αυτό, εξαιτίας του κινδύνου της διάσπασης της συνειδητότητας. Για να είναι κανείς ασφαλής, πρέπει να μείνει ικανοποιημένος με τις αυθόρμητες εμπειρίες. Το να πειραματίζεται κανείς με αυτή την επαφή σε κανονική βάση οδηγεί στο να γίνονται αυτές οι ονομαζόμενες επικοινωνίες όλο και πιο ανόητες(15), ή σε μία επικίνδυνη διάλυση της συνείδησης. Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η συζήτησή σας με τον αδελφό σας είναι μια αυθεντική εμπειρία που δεν μπορεί να εξηγηθεί "ψυχολογικά". Η μόνη "ψυχολογική" ενόχληση σε αυτήν την εμπειρία είναι η λίμνη και ο σωρός των μυρμηγκιών. Αυτή ήταν προφανώς η στιγμή που, πιθανόν και από τις δύο πλευρές, η υπερβολικά δύσκολη επαφή ανάμεσα στις δύο μορφές ύπαρξης δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Υπάρχουν εμπειρίες που δείχνουν πως οι νεκροί εμπλέκονται, ας πούμε, στην φυσιολογία (συμπαθητικό νευρικό σύστημα) των ζωντανών. Αυτό θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει σε καταστάσεις κατοχής»(16).
Το μοτίβο της υπερθερμασμένης σόμπας στο όνειρό μου θα μπορούσε να είναι (σε αντίθεση με αυτό το γεγονός) μία φυσιολογική άμυνα ενάντια σε μία τέτοια πιθανή εμπλοκή. Πάντως πρέπει να τονισθεί ότι ο κόσμος των ζωντανών και ο κόσμος των νεκρών δεν πρέπει να έρθουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον. Η σφαίρα των επιθυμιών, των αισθημάτων και των συγκινήσεων φαίνεται εξαιρετικά αλλαγμένη στο Υπερπέραν.
Το εγώ κάποιου που βρίσκεται σε κώμα προφανώς χάνει όχι μόνο την σύνδεσή του με το βαρύ υλικό σώμα, αλλά επίσης και με την σφαίρα των αισθημάτων και των συγκινήσεων (φόβοι, πόθοι, επιθυμίες). Αντίθετα με μερικές από τις παραπάνω περιπτώσεις, ο Jung το αντιλήφθηκε αυτό αρχικά σαν μία στέρηση. Και άλλοι επίσης έχουν τονίσει την μοναξιά που επικρατεί σε αυτή την κατάσταση. Ένας είπε: «Είναι ένα τρομαχτικό αίσθημα μοναξιάς, ένα αίσθημα τέλειας ερημιάς. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος με τον εαυτό μου»(17).
Και ένας άλλος: «Είχα την εντύπωση όλη την ώρα ότι ήμουν μόνος, πολύ μόνος, σχεδόν σαν ένας επισκέπτης από κάποιο ξένο μέρος. Ήταν σαν να είχαν διακοπεί όλες οι σχέσεις. Ήταν σαν να μην υπήρχε ούτε αγάπη ούτε τίποτε. Όλα ήταν απλώς έτσι τεχνικά. Δεν καταλαβαίνω, πραγματικά»(18).
Και ο Jung επίσης αναφέρεται σε ένα περίεργο σταμάτημα της ανθρώπινης ζεστασιάς στο Υπερπέραν, όπου, πάντως, κάτι σαν μία αντικειμενική σχέση φαίνεται δυνατή:
«Γενικά, οι ανθρώπινοι δεσμοί είναι πολύ σημαντικοί για τα ανθρώπινα όντα. Αλλά περιέχουν ακόμη προβολές, και είναι ουσιώδες να αποσύρει κανείς αυτές τις προβολές, για να κατορθώσει να φθάσει κανείς στον εαυτό του και στην αντικειμενικότητα. Οι συναισθηματικές σχέσεις είναι σχέσεις επιθυμίας, με το μικρόβιο της επιβολής και του καταναγκασμού· κάτι περιμένουμε από τον άλλον, και αυτό κάνει και αυτόν και εμάς δέσμιους. Η αντικειμενική γνώση βρίσκεται κρυμμένη πίσω από την έλξη της συναισθηματικής σχέσης. Φαίνεται πως είναι το κυριότερο μυστικό. Μόνο μέσω της αντικειμενικής γνώσης είναι δυνατή η πραγματική coniunctio (συνένωση)»(19).
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Σημειώσεις
12. Jung: "Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα", σ.σ. 321 κ.ε.
13. Βλέπε παραπάνω, Εισαγωγή.
14. "Επιστολές", Τόμος 1, σ.σ. 256-8
15. Έτσι εξηγείται η ανοησία των περισσότερων πνευματιστικών επικοινωνιών με τα πνεύματα (σημείωση του συγγραφέα).
16. Jung, ο.π., παρ. 257-58.
17. Μοοdy, ο.π., σ. 54.
18. Αυτόθι.
19. Jung: "Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα", σ.σ. 296 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου