Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Σούνακ: Κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι θέλησε να κάνει σόου για τα γλυπτά | OPEN TV


Το σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου μεταφέρθηκε και στην βουλή των κοινοτήτων. Σε μια θυελλώδη συνεδρίαση για το μεταναστευτικό ο Ρίσι Σούνακ δέχτηκε σφυροκόπημα από τον ηγέτη των εργατικών, Κιρ Στάρμερ, που κατηγόρησε τον βρετανό πρωθυπουργό πως επιχείρησε να ταπεινώσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για λόγους μικροπολιτικής. Ο Σούνακ εμφανίστηκε αμετανόητος και υποστήριξε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να τραβήξει την προσοχή και επέμεινε πως αθετήθηκαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. «Δεν έχουμε κάτι να προσθέσουμε, έχουμε απαντήσει και επιθυμούμε καλές σχέσεις», απαντά η Αθήνα.

Η ορθόδοξη Εκκλησία έναντι της ομοφυλοφιλίας

Η Αγία Γραφή, μαζί με την αγιοπνευματική Ιερά Παράδοση αποτελούν τις βάσεις της πίστεώς μας. Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ότι ο Θεός «εποίησεν τον άνθρωπον άρσεν και θήλυ» (Γέν. 1, 27-28). Η Εκκλησία, ως Ιερός Θεσμός, υπάρχει για να διακονεί την αλήθεια της, που είναι η μόνη που σώζει τον άνθρωπο.

Η Εκκλησία, ενώ σέβεται και αγαπά όλους τους πλανεμένους και αμαρτωλούς, όπως έπραττε και ο Χριστός, δεν μπορεί, όμως, να αποδεχθεί την ομοφυλοφιλία, ως μία αμαρτωλή «φυσική ένωση», διότι η Αγία Γραφή δεν αναφέρει τη δημιουργία από τον Θεό και άλλων φύλων, πλην των δύο.

Αυτή η εκτός του θελήματος του Θεού αποδοχή της ομοφυλοφιλικής συμβιώσεως ή συντροφικότητας, τοποθετείται στο πλαίσιο της ηδονοφιλικής τάσεως του ανθρώπου και πρόκειται, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, για ένα πάθος, ή εκτροπή ή ανατροπή της ανθρώπινης φυσιολογίας και οντολογίας. Ακολουθώντας τον Απ. Παύλο (Ρωμ. 1, 26-27), η Εκκλησία θεωρεί αυτό το πάθος, ως μια μετάλλαξη της φυσικής χρήσης «εις παρά φύσιν».

Ο Πλάτων και πολλοί άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, επίσης, μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι υπήρξαν αντίθετοι στην ομοφυλοφιλία, θεωρώντας τη συμβίωση και την ένωση του άνδρα με τη γυναίκα, ως τη μόνη αποδεκτή και σύμφωνη με τη φύση, ενώ, αντίθετα, τη συζυγία των ομοφύλων, ως παρά φύση (Πλάτ. Νόμοι 636c).

Οι Άγιοι Πατέρες, επισημαίνουν ότι τρία είναι τα κύρια πάθη που οδηγούν τον άνθρωπο στην απώλεια της σωτηρίας του. Η φιλοπλουτία, η φιλοδοξία και η φιληδονία. Στο τελευταίο αυτό πάθος εντάσσεται και το πάθος της ομοφυλοφιλίας.

Ο Χριστός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, διότι αυτός είναι ο σκοπός της Θείας Ενανθρωπήσεως. Για να γίνει αυτό θέλει να έλθουμε όλοι «εις επίγνωσιν αληθείας», διότι μόνον «η αλήθεια ελευθερώνει» (Ιω. 8,32).

Η Εκκλησία δεν μπορεί να αλλάζει τον σκοπό της υπάρξεώς της και να μην ακολουθεί τις διδασκαλίες της, όπως εκείνη του Απ. Παύλου: «Μην πλανιέστε, ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτρες, ούτε μοιχοί, ούτε κίναιδοι, ούτε αρσενοκοίτες, ούτε κλέφτες, ούτε πλεονέκτες, ούτε μέθυσοι, ούτε κακολόγοι, ούτε άρπαγες δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού» (Α’ Κορινθίους 6, 9-11).

Η μεθόδευση ορισμένων να συκοφαντούν, ως συντηρητική την Εκκλησία, επειδή δεν δέχεται να ανατρέψει τις αλήθειες της πίστεώς της και να δεχθεί την ομοφυλοφιλία και άλλα πολλά, δείχνει ότι δεν σέβονται τον Χριστό και τις αιώνιες αλήθειες που παρέδωσε, πάνω στις οποίες είναι δομημένη, οντολογικά, η χριστιανική πίστη ως θεσμός.

Γραπτή πηγή: Εφημερίδα «Τα Νέα» 28/11/2023

Ο πρωτόκλητος Aνδρέας

                                       Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

                                                              Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη

Ο μακαριώτατος Δαβίδ από το Άγιον Πνεύμα ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν, ότι η Aγία Tριάς είναι των όλων Δημιουργός, ούτω λέγων· «Tω λόγω Kυρίου οι Oυρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλ. λβ΄, 6). Aύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία Θεότης, η πάντων βασιλεύουσα. H οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Mαμβρή, από τον προπάτορα Aβραάμ, χωρίς να αφήση τα Oυράνια. Eπρομήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην, την διά σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Aγίους Aποστόλους. Eπειδή και είπεν εις τον Aβραάμ· «Kαι ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γέν. κβ΄, 18) και πάλιν· «Kαι βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γέν. ιζ΄, 6). O γαρ Aβραάμ εγέννησε τον Iσαάκ, ο δε Iσαάκ εγέννησε τον Iακώβ, ο δε Iακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας. Kαι βλέπε ω ακροατά, πως είναι σύμφωνα με την Nέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα. Oι γαρ ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Aποστόλους. Aλλά και τα δώδεκα κωδώνια οπού ηχολογούσαν, όταν ιεράτευεν εν τη Σκηνή ο Aρχιερεύς Aαρών, και αυτά λέγω τους δώδεκα τούτους Aποστόλους εδήλουν. Aυτοί γαρ ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην, του σαρκωθέντος Xριστού την επιδημίαν και το Eυαγγέλιον. Διά τούτο και ο Ωσηέ επροφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουν ακολουθήσουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν, το οποίον έγινε και εμπράκτως. Kαι πολλά δε άλλα της Παλαιάς Γραφής, επροεικόνισαν τους ιερούς τούτους Aποστόλους.
Eπειδή δε δι’ άπειρον αγαθότητα και έλεος, εκένωσε την εαυτού δόξαν ο Yιός και Λόγος του Θεού, και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, διά τούτο θέλων να δείξη τρανοτέραν την εις ημάς αυτού αγαθότητα, εδιάλεξε τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα μαθητάς του, και εποίησεν αυτούς Aποστόλους και αυτόπτας της εδικής του οικονομίας. Kαι αφ’ ου εμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον διά να θεολογούν το της Tριάδος μυστήριον, και την θείαν οικονομίαν, και διά να ευαγγελίζουν πάντα τα έθνη, και να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Aγίας Tριάδος. Όθεν διά μέσου αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την Oρθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Aγίαν Tριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Aγίας Tριάδος ομολογούσα Θεόν ομού και άνθρωπον, τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Tούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Aποστόλους, χρεωστούμεν όλοι οι Xριστιανοί να τιμώμεν και να γεραίρωμεν, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και ως καθαιρέτας της πλάνης.
Ο πρωτόκλητος Aνδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Oύτος λοιπόν εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και Bιθυνίας και Aρμενίας, και γυρίσας διά της Bυζαντίδος, εκατέβη έως εις την Eλλάδα, πηγαίνωντας δε εις τας Πάτρας της Aχαΐας, εσταυρώθη από τον Aιγεάτην.

ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ - ΛΟΓΟΣ H΄

 Συνέχεια από: Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

ΛΟΓΟΣ Η΄ 

Περὶ τοῦ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται νοερῶς καὶ νηστεύει πάντοτε ἀπὸ τὰ ἡδονικὰ φαγητά, ὅταν εἶναι νηστικός, γλυκαίνει μερικὲς φορὲς τὸ στόμα του ἀπὸ τὴν εὐχή, σὰν νὰ τρώγει ζάχαρη ἢ γλυκύτατο μέλι, καθὼς λέγει καὶ ὁ προφητάνακτας· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψλμ. ριη΄ 103). 

Εὐλόγησον πάτερ. 

Τρία πράγματα φρόντιζε, ταπεινὲ Μοναχέ, νὰ ἀποκτήσεις πάντοτε· νηστεία, ἐγκράτεια καὶ νοερὰ προσευχή, ἂν θέλεις νὰ γευθεῖς κάποτε αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα, ἡ ὁποία θὰ σοῦ γλυκαίνει ἄρρητα τὴν γλῶσσα σου. Διότι ἂν δὲν μεταχειρίζεσαι μὲ κάθε ἔφεσή σου καὶ θέληση, νηστεία, ἐγκράτεια καὶ νοερὰ προσευχή, μὴν ἐλπίζεις ποτὲ νὰ αἰσθανθεῖς αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα. Αὐτή, εἶναι μία μεγάλη παρηγορία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ σὲ κάνει περισσότερο θερμὸ καὶ περισσότερο ζηλωτὴ στὴν πνευματική σου ἐργασία. 

Αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ θεϊκὴ γλυκύτητα τῆς γλώσσας εἶναι σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἀπολαμβάνουν, μάλιστα καὶ αὐτοὶ δὲν τὴν αἰσθάνονται πάντοτε, ἀλλὰ μερικὲς φορές, ὅταν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Ὅταν ὅμως τὴν αἰσθάνονται στὴν γλῶσσα τους, τότε γνωρίζουν μόνοι τους τί καλὸ πρᾶγμα εἶναι νὰ νηστεύει κάποιος πάντοτε, νὰ ἐγκρατεύεται πάντοτε καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, διότι δίχως αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ στὸ στόμα αὐτὴν τὴν γλυκύτητα. 

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ θεϊκὴ γλυκύτητα εἶναι ἄρρητη, διότι εἶναι πνευματική, καὶ κάθε τὶ τὸ πνευματικὸ εἶναι ἀνέκφραστο καὶ μυστικό, ὅμως γιὰ νὰ τὴν καταλάβει λίγο κάποιος, πῶς ἐνεργεῖ στὴν γλῶσσα, λέγουμε τὰ ἑξῆς· 

Αὐτὴ ἡ θεϊκὴ γλυκύτητα, ἀπὸ τὴν ὁποία γλυκαίνεται ἡ γλῶσσα ἀνεκφράστως, ὁμοιάζει μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ζάχαρης, ὅμως εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτήν, διότι ἂν βάλεις στὸ στόμα σου ζάχαρη, γλυκαίνει τὸ στόμα σου γιὰ λίγο, καὶ ἀφοῦ διαλυθεῖ ἡ ζάχαρη καὶ τὴν καταπιεῖς, δὲν αἰσθάνεσαι πιὰ τὴν γλυκύτητά της, ἐκτὸς μόνον ἂν βάλεις καὶ ἄλλη στὸ στόμα σου. Ὅμως, στὴν νοητὴ καὶ πνευματικὴ ζάχαρη, τὴν ὁποία βάζει ἀοράτως ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου στὸ στόμα σου καὶ μὲ τὴν ὁποία ἀλείφει θαυμάσια τὴν γλῶσσα σου, δὲν γίνεται ἔτσι, διότι δὲν διαρκεῖ λίγο καιρό, οὔτε χρειάζεται, ἀφοῦ χαθεῖ ἡ γλυκύτητα ἀπὸ τὸ στόμα σου, νὰ βάλεις κάτι ἄλλο γλυκὺ γιὰ νὰ γλυκαθεῖ, διότι ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀτελείωτη, ἀρκεῖ νὰ τὴν ἀξιωθεῖς μέσῳ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς καθαρῆς νηστείας. 

Ὅταν λοιπὸν γλυκαίνεται ἡ γλῶσσα σου, αἰσθάνεσαι τὴν γλυκύτητά της μπροστά, σὰν νὰ τοποθετήθηκε ἐκεῖ κάποιος κόκκος ζάχαρης μικρός, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ λειώνει μέσα στὸ στόμα σου. Τότε, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖς πολὺ καλύτερα αὐτὴν τὴν πνευματικὴ θεϊκὴ γλυκύτητα, κράτησε καλὰ κλεισμένο τὸ στόμα σου, διότι ἔτσι νοιώθεις ὅτι αὐτὴ ἡ ἄρρητη γλυκύτητα ἀναβλύζει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴν μπροστινὴ ἄκρη τῆς γλώσσας σου, ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ κάποια φλέβα. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ τὴν αἰσθάνεσαι νὰ τρέχει ἔτσι, ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἐὰν τυχὸν ὁμιλήσεις μὲ κάποιον. Ἀλλά, ἂν ἐσὺ κλείσεις τὸ στόμα σου καὶ προσέξεις πάλι, παραδόξως πάλι αἰσθάνεσαι ὅτι γλυκαίνει ἡ γλῶσσα σου. 

Εἶναι ἕνα φυτό, τοῦ ὁποίου τὸ ἄνθος ἔχει φυσικὸ μέλι. Αὐτὸ τὸ ἄνθος, ὅταν τὸ τραβᾶς ἀπὸ τὸν μίσχο, φαίνεται σὰν σωληναράκι ποὺ ἂν τὸ βάλεις στὸ στόμα σου καὶ τὸ ρουφήξεις, καταλαβαίνεις τὴν γλυκύτητά του σὰν μέλι. Παρόμοια λοιπὸν μὲ αὐτὴν εἶναι καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς γλώσσας σου, ποὺ γλυκαίνει ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἡ γλυκύτητα ἐκείνου τοῦ ἄνθους, ἀφοῦ τὴν ρουφήξεις μία φορά, χάνεται, ἐνῶ ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ δὲν χάνεται, ὅσο ἀπέχεις ἀπὸ φαγητὸ ἢ ποτό· διότι, ἂν γευθεῖς κάτι, τότε δὲν αἰσθάνεσαι πιὰ μὲ τὴν ἴδια ζωηρότητα ἐκείνην τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἡμέρα ἐκείνην. 

Μερικὲς φορές, καὶ μάλιστα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τὴν γεύση τῆς αἰσθητῆς τροφῆς, τελείως χάνεται ἐκείνην τὴν ἡμέρα. Ἀντιθέτως, ἡ γλυκύτητα αὐτή, μερικὲς φορές, ὅταν κρατᾶς γιὰ πολὺ τὸ στόμα σου κλειστό, ἀναβλύζει θαυμασίως καὶ συνεχῶς μέσα στὸ στόμα σου καὶ τὴν αἰσθάνεσαι ἔτσι σὲ κάθε σου ἀναπνοή. Ἄλλοτε, τὴν αἰσθάνεσαι καὶ μέσα στὰ χείλη σου διότι γλυκαίνουν καὶ αὐτὰ ἀπὸ μέσα σὰν νὰ τὰ πασπάλισες ἐσωτερικῶς μὲ ζάχαρη ἄχνη, ἢ σὰν νὰ τὰ ἄλειψες μέσα μὲ μέλι. 

Φυλάξου λοιπόν, ταπεινέ, ὅταν ἔχεις μέσα σου αὐτὴν τὴν γλυκύτητα, νὰ μὴν γευθεῖς χωρὶς μεγάλη ἀνάγκη τίποτε, γιὰ νὰ μὴν λυπηθεῖς ἔπειτα δίχως ὄφελος. Ἂς πεινάει ἡ κοιλιά σου· μὴν τῆς δίνεις τίποτε, διότι ὅταν αὐτὴ πεινάει, τότε τὸ στόμα σου χορταίνει ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Ἅμα δώσεις στὴν κοιλιά σου αἰσθητὴ τροφή, στερεῖται ἡ γλῶσσα σου τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα. Ὅταν ἔτσι γλυκαίνεσαι ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεϊκὴ γλυκύτητα, τότε τὸ σάλιο σου μὴν τὸ φτύνεις ὅπου τύχει, ἀλλὰ κατάπιε το γιὰ νὰ μὴν τὴν στερηθεῖς γιὰ λίγο. Προπάντων ὅπως εἴπαμε, κράτησε καλὰ κλεισμένο τὸ στόμα σου, ἂν δὲν ὑπάρχει κάποια μεγάλη ἀνάγκη νὰ ὁμιλήσεις, γιὰ νὰ μὴν μετανοιώσεις ὕστερα. 

Ἐὰν κάποτε, ὅταν ἔχεις μέσα σου αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ καὶ ὑψηλὴ γλυκύτητα, ἔχεις ἀνάγκη νὰ διαβάσεις κάτι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, διάβασέ το μὲ εὐλάβεια. Ὅταν τὸ διαβάζεις, πρόσεχε ταυτοχρόνως καὶ στὴν πνευματικὴ γλυκύτητα τῆς γλώσσας σου νὰ δεῖς, παραμένει ἢ ὄχι, ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου ἢ ἐξαφανίζεται ἀπ᾿ αὐτήν; Καὶ ἂν παραμένει, πρόσεχε μαζὶ καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα καὶ στὴν ἀνάγνωση, διότι ἔτσι θὰ αἰσθανθεῖς καὶ ἄλλη πνευματικὴ γλυκύτητα, ὄχι στὴν γλῶσσα σου, ἀλλὰ στὴν διάνοιά σου, διότι καὶ αὐτὴ θὰ γλυκαθεῖ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τότε, ἀφοῦ διπλασιαστεῖ σ᾿ ἐσένα ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως θὰ τριπλασιαστεῖ. Διότι ἀμέσως θὰ δεῖς καὶ στὰ μάτια σου τὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ χύνονται ἀπὸ τὰ μάτια σου τὰ καθαρὰ καὶ λαμπρὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ γλυκύτατα στὴν ψυχή σου. Ἔτσι τότε, ἀφοῦ τριπλασιαστεῖ ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως θὰ δεῖς στὸν ἑαυτό σου καὶ ἄλλη τέταρτη παρηγορία τοῦ Θεοῦ· θὰ δεῖς νοερῶς τὸν ἐσωτερικό σου ἄνθρωπο ὅτι μυρώθηκε ἀοράτως ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ θεῖο ἔλαιο τῆς ἀγαλλιάσεως, καὶ ἔτσι ἔγινες ὅλος γαλήνιος, ὅλος λαμπρός, ὅλος ἀγαλλίαση. Λέγουμε, ὅτι δὲν ἔμεινε στὴν ψυχή σου καμμία αἴσθηση ἀπαράκλητη ἀπὸ τὴν παρηγορία καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Ἀλλὰ αὐτὰ θὰ συμβοῦν σὲ σένα, ἂν παραμένει, ὅπως εἰπώθηκε, ἡ ἄρρητη καὶ θαυμαστὴ γλυκύτητα στὴν γλῶσσα σου. Ἂν πάλι δὲν παραμένει αὐτὴ ἡ ὑψηλὴ γλυκύτητα στὴν γλῶσσα σου, ὅταν διαβάζεις, μὴν ἀπελπίζεσαι καὶ θελήσεις νὰ γευθεῖς κάτι ἢ νὰ πολυλογεῖς ἢ νὰ ὑπερηφανεύεσαι, ἀλλὰ φυλάξου ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, διότι ἔτσι θὰ δεῖς σὲ λίγο νὰ γλυκαίνεται θαυμασίως ἡ γλῶσσα σου. 

-Αὐτὴ ἡ θεία γλυκύτητα πηγάζει ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου, ἢ προέρχεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία χτυπάει τὴν γλῶσσα καὶ ἔτσι αὐτὴ γλυκαίνεται; 

-Αὐτό, ταπεινέ, δὲν μπορεῖς ἀκριβῶς νὰ τὸ καταλάβεις, διότι φαίνεται πῶς ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου πηγάζει, ὅμως ἀληθῶς, δὲν πηγάζει ἀπὸ αὐτὴν ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία χτυπάει τὴν γλῶσσα σου καὶ περνάει ἀνεκφράστως ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ ἔτσι γλυκαίνεται. Αὐτὸ ὅμως ἀγαπητέ, δὲν ὑπάρχει καμμία ἀνάγκη νὰ τὸ πολυεξετάσεις, διότι ἂν τὸ πολυεξετάσεις, δὲν θὰ βρεῖς τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε. 

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ θεϊκὴ γλυκύτητα μερικὲς φορὲς ἀναβλύζει μέσα σου καὶ σοῦ γλυκαίνει τὴν γλῶσσα σου, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ σοῦ τὴ γλυκαίνει ἔτσι, αἰσθάνεσαι ὅτι λιγοστεύει καὶ σοῦ φαίνεται ὅτι τελείως θὰ ἐκλείψει ἀπὸ σένα. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ φαίνεται ἔτσι, νά! καὶ πάλι αἰσθάνεσαι ὅτι σὲ γλυκαίνει παραδόξως. 

Χαρὰ καὶ λαμπρότητα λοιπὸν ἂς εἶναι σὲ σένα, ταπεινὲ Μοναχέ, ὅταν ἀξιωθεῖς ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσες. Καὶ τότε δὲν χρειάζεσαι νὰ τρώγεις καὶ νὰ πίνεις ἡδύποτα καὶ ἄλλα γλυκίσματα γιὰ νὰ γλυκαθεῖ τὸ στόμα σου, διότι τὸ γλυκαίνει ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἡδύποτα καὶ γλυκίσματα ποὺ τρώγει καὶ πίνει κανείς, δὲν μένει παντοτινὰ ἡ γλυκύτητα στὸ στόμα του, ἀλλὰ μόνον ὅσο μένουν αὐτὰ στὸ στόμα του· ὅμως στὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ, μένει ἡ γλυκύτητα πραγματικῶς στὸ στόμα του, ὅσο νηστεύει ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς. 

Οἱ Ἑβραῖοι ἐκεῖνον τὸν καιρό, ὅταν τοὺς ἔτρεφε ὁ Θεὸς μὲ τὸ μάννα, ὅσο νήστευαν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, εἶχαν τὸ οὐράνιο μάννα ποὺ τοὺς γλύκαινε ἀνεκφράστως, ἀφοῦ ὅμως ἔφαγαν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀμέσως τὸ ἔχασαν. Ἅμα λοιπὸν καὶ ἐσύ, ταπεινέ, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀξιώθηκες νὰ γευθεῖς αἰσθητῶς κατὰ κάποιον τρόπο αὐτὴν τὴν λεπτὴ καὶ αἰσθητὴ γλυκύτητα καὶ νὰ ἔχεις στὸ στόμα σου τὴν τροφὴ τῶν ἀγγέλων- τὸ οὐράνιο μάννα, ἅμα -λέγω- γευθεῖς ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀμέσως ἐξαφανίζεται αὐτὴ ἡ μυστικὴ γλυκύτητα. Καλύτερα λοιπὸν γιὰ ἐσένα νὰ νηστεύεις πάντοτε, νὰ ἐγκρατεύεσαι καὶ νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα, παρὰ νὰ χορταίνεις τὴν κοιλιά σου ἀπὸ ὑλικὲς τροφὲς καὶ νὰ στερεῖσαι αὐτὸ τὸ οὐράνιο καὶ γλυκύτατο μάννα. 

Παρατήρησα κάποτε κάποιον ἱερομόναχο, ὁ ὁποῖος προσκομίζοντας στὴν ἁγία Προσκομιδή, ξαφνικὰ γέμισε δάκρυα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ σταματήσει, ἀλλὰ συνέχεια, μέχρι ποὺ τελείωσε τὴν Προσκομιδή, κατανυσσόταν καὶ ἔκλαιγε. Ὅταν ἤθελε νὰ πεῖ τὸ «Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός» καὶ τὰ λοιπὰ ἢ κάποιαν ἐκφώνηση, βίαζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκοβε λίγο τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὴν καρδιά του, προφέροντας τὰ λόγια μὲ φωνὴ χονδρότερη γιὰ νὰ μὴν φανεῖ ὅτι κατανύσσεται. Κατανυσσόταν παρομοίως καὶ ὅταν ἔλεγε τὶς εὐχές. Ὅταν ὅμως διάβασε τὸ θεῖο Εὐαγγέλιο, ξαφνικὰ τόση κατάνυξη τοῦ ἦλθε, ὥστε πνίγηκαν τὰ μάτια του ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τότε πιά, ἔκλαιγε φανερά, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθεῖ. Ἔτσι, αὐτὴν τὴν ὥρα δὲν ἔμεινε στὴν Λειτουργία κανεὶς ποὺ νὰ μὴν κατανυχθεῖ, ἐκτὸς μόνον ἂν κάποιος ἦταν τόσο ἀναίσθητος καὶ σκληρόκαρδος στὴν ψυχή, σὰν ἐμένα. Ἀλλά, ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν θεία Λειτουργία, κατανυσσόταν πότε πολὺ καὶ πότε λίγο μὲ ἄμετρη ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς του. Καὶ ὅταν κοινώνησε τὸ ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, κατέβρεξε τὸν ἅγιο Δίσκο καὶ τὰ καλύμματα καὶ τὸ ἀντιμήνσιο μὲ τὰ δάκρυα. 

Ὕστερα, ἀφοῦ τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, τὸν ρώτησα νὰ μοῦ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια, γιατί κατανυσσόταν τόσο πολὺ καὶ γιατί ἔχυνε τέτοια δάκρυα καὶ μάλιστα μπροστὰ σὲ τόσο κόσμο, ἐνῶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ βγάλω οὔτε κἂν στὰ κρυφὰ ἕνα δάκρυ γιὰ τὴν ἐλεεινή μου ψυχή. Καὶ αὐτὸς ὡς φίλος τῆς ἀλήθειας καὶ ὡς ἀγαθὸς καὶ ἄκακος, μοῦ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια· 

Ἐγώ, ἀδελφέ, ὅταν στὸν ὄρθρο διαβαζόταν ἡ κοινὴ ἀκολουθία, μελετοῦσα νοερῶς καὶ ἀδιαλείπτως στὴν καρδιά μου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀκολουθία στὴν μέση, ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι στὴν γλῶσσα μου, λίγο - λίγο, κάποια γλυκύτητα. Συγχρόνως μὲ αὐτὴν τὴν γλυκύτητα καταλάβαινα μέσα μου κάποια πνευματικὴ παρηγορία. 

Ἀλλά, ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ ἔλεγα περισσότερο τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», τόσο περίσσευε στὴν γλῶσσα μου καὶ ἡ θαυμαστὴ ἐκείνη γλυκύτητα, μεγάλωνε δὲ καὶ ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ μέσα μου, καὶ τότε ἀμέσως ἄρχισε νὰ κατανύσσεται λίγο ἡ καρδιά μου. Ἀφοῦ «πῆρα καιρὸ» νὰ λειτουργήσω, ἐπεκτάθηκε μέσα στὸ στόμα μου ἡ γλυκύτητα καὶ πληροφορήθηκα μέσα μου ζωηρότερη τὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ κατανυσσόμουν εὐκολότερα καὶ περισσότερο. Ὅταν προσκόμιζα στὴν Προσκομιδὴ τὰ θεῖα δῶρα, κατάλαβα στὸ στόμα μου πολλὴ γλυκύτητα. Συγχρόνως, κατάλαβα στὴν καρδιά μου πολλὴ παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τότε, δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω τὰ δάκρυα. Ὅταν διάβαζα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, παρομοίως κατάλαβα στὸ στόμα μου αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ καὶ ὑψηλὴ γλυκύτητα νὰ ὑπερισχύει καὶ συγχρόνως γλύκανε ὑπερβολικῶς καὶ ἡ διάνοιά μου μὲ τὰ λόγια τοῦ θείου καὶ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδὴ ἐννοοῦσε ὁ νοῦς μου σαφῶς τὴν δύναμη, τὸ νόημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καθενὸς λόγου του. Ἔτσι τότε καὶ ἐγὼ μὴ μπορώντας νὰ κρύψω μέσα μου καὶ νὰ σταματήσω τὴν κατάνυξη ἔκλαιγα πιὰ σὰν μικρὸ παιδί, διότι πλημμύρισε καὶ χύθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μου ἡ κατάνυξη. Γι᾿ αὐτό, ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥρα μέχρι νὰ τελειώσει ἡ Λειτουργία, συνέχεια κατανυσσόμουν πότε πολύ, πότε λίγο, ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ γλυκύτητα ποὺ αἰσθανόταν ἡ γλῶσσα μου καὶ ἀπὸ τὴν γλυκύτητα μὲ τὴν ὁποία γλυκαινόταν ἡ διάνοιά μου στὴν κατανόηση τῶν ἱερῶν λόγων». Ἀκούγοντας αὐτὰ ἐγὼ ὁ σκληρόκαρδος, κατηγόρησα τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, ἐπειδὴ ποτέ μου δὲν εἶδα στὴν γλῶσσα μου τέτοια γλυκύτητα οὔτε στὴν ψυχή μου τέτοια παρηγορία. 

Εὐχή. 

Ἀλλά, Κύριε, Κύριε, ὁ γλυκασμὸς καὶ ἡ ἡδύτητα ὅλων τῶν δούλων Σου ποὺ μνημονεύουν στὴν καρδιὰ μὲ εὐλάβεια τὸ ὄνομά Σου τὸ ἅγιο καὶ θεϊκό, χάρισε, παρακαλῶ, καὶ σ᾿ ἐμένα νὰ ἀγαπῶ τὸ Ὄνομά σου μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὸ μνημονεύω μὲ πολλὴ εὐλάβεια, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ κάποτε, ὅταν ἐπιτρέψει ἡ Χάρη Σου, καὶ ἡ δική μου γλῶσσα αὐτὴν τὴν θεϊκὴ καὶ ὑψηλὴ γλυκύτητα. Διότι τότε, Κύριέ μου, εἶμαι πληροφορημένος ὅτι συγχρόνως μὲ αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα, θὰ λάμψει καὶ τὸ ἅγιο φῶς τῆς θεογνωσίας Σου μέσα στὴν καρδιά μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ φωτισθοῦν τὰ μάτια τῆς διάνοιάς μου στὴν ἀληθινὴ καὶ τέλεια κατανόηση τῶν θεϊκῶν Σου λόγων. Ὅταν γίνει αὐτὸ σ᾿ ἐμένα, Κύριε, ἀπὸ Σέ, τὸν δημιουργὸ καὶ Θεό μου, ἀμέσως θὰ φανοῦν τὰ λόγια Σου γλυκὰ στὸν λάρυγγά μου καὶ γλυκύτερα ἀπὸ μέλι στὸ στόμα μου. Ναί, ὁ γλυκύς μου Ἰησοῦς, δέομαι καὶ παρακαλῶ τὴν βασιλεία Σου, ράντισε καὶ ἐμένα τὸν πολὺ πικραμένο μία σταλαγματιὰ θεϊκῆς γλυκύτητος ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἀκατανόητη ἄβυσσο τῆς δικῆς Σου θεϊκῆς καὶ πνευματικῆς γλυκύτητος. Διότι ἐπόθησε ἡ ψυχή μου αὐτὴν τὴν πνευματική Σου θεία καὶ θαυμαστὴ γλυκύτητα περισσότερο ἀπὸ χρυσάφι καὶ τοπάζιο καὶ περισσότερο ἀπὸ πολύτιμο λίθο, καὶ γλυκαίνομαι ὁ δοῦλος Σου πνευματικῶς ὅταν τὴν σκέπτομαι, περισσότερο ἀπὸ μέλι καὶ κηρήθρα. Διότι Ἐσύ, Κύριέ μου, Κύριε, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, εἶσαι ὁ ἀνέκφραστος γλυκασμὸς ἡμῶν ὅλων τῶν Χριστιανῶν καὶ σοὶ τὴν δόξα ἀναπέμπομεν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

The Modern Spirit of Asia (4) - The Spiritual and the Secular

  Συνέχεια από Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Το πνευματικό και το κοσμικό
Η απομυθοποίηση της ενώσεως των θρησκειών καί τής θρησκειολογίας
Κεφάλαιο 2 α
Η πνευματικότητα στην μοντέρνα κοινωνία
Peter van der Veer
Princeton University Press, 2014

Αφαίρεση και πνευματικότητα

Η πνευματικότητα δεν πρέπει να καταχωρηθεί στο περιθώριο της μοντέρνας εποχής, όπως συχνά συμβαίνει, καθώς βρίσκεται στην καρδιά της δυτικής νεωτερικότητας. Σε ποιο βαθμό η πνευματικότητα αποτελεί σημείο της δυτικής νεωτερικότητας μπορεί να φανεί με τον καλύτερο τρόπο, παρατηρώντας την άμεση σύνδεση της με την αφηρημένη τέχνη. Τον Δεκέμβριο του 1911, ο Wassily Kandinsky, ένας πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης, δημοσίευσε το έργο του Über das Geistige in der Kunst(περί του πνευματικού στην τέχνη), ένα από τα σημαντικότερα κείμενα που έγραψε ένας καλλιτέχνης στον 20ο αιώνα. Ο Kandinsky είχε δηλώσει, πως ο σκοπός του βιβλίου ήταν να ξυπνήσει την δυνατότητα να έχει κανείς την εμπειρία του πνευματικού μέσα στα υλικά και αφηρημένα πράγματα. Προσέθεσε, πως αυτή η ικανότητα έδινε την δυνατότητα απόκτησης εμπειριών οι οποίες θα ήταν στο μέλλον απολύτως απαραίτητες και ατελεύτητες. Ο Kandinsky επεσήμανε, πως δεν δημιουργούσε μια λογική θεωρία, αλλά ως καλλιτέχνης ενδιαφερόταν για εμπειρίες που ήταν εν μέρει ασυνείδητες.
Μια από τις αποφασιστικές εμπειρίες που περιγράφει, είναι και η συνάντηση του σε μια έκθεση στην Γαλλία, με τον πίνακα του Claude Monet, με τον τίτλο «Θημωνιά»:
«Και ξαφνικά, για πρώτη φορά είδα μια Εικόνα. Το ότι ήταν η "Θημωνιά" το διάβασα στον κατάλογο. Το ότι δεν την αναγνώρισα ήταν πολύ επίπονο για μένα. Σκέφτηκα επίσης, πως ο ζωγράφος δεν έχει το δικαίωμα να ζωγραφίζει με τόση ασάφεια. Βίωσα ανεπαίσθητα πως δεν υπήρχε κάποιο αντικείμενο σε αυτή την εικόνα. Και τότε πρόσεξα, ξαφνιασμένος και ανήσυχος, πως η ζωγραφιά όχι μόνο πιάνει, αλλά εντυπώνεται ανεξίτηλα στην μνήμη και φεύγει, πάντοτε αναπάντεχα, με την τελευταία λεπτομέρεια μπροστά στα μάτια σου.»
Η αφηρημένη τέχνη είναι ένα από πιο χαρακτηριστικά σημεία της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Μπορεί να μελετήσει κανείς την βαθμιαία εξέλιξη της από τον ιμπρεσιονισμό του Monet και των άλλων δια μέσον του συμβολισμού. Είναι όμως πολύ δύσκολο να ξεφύγεις από την αίσθηση ενός ριζικού ρήγματος ως προς την αναπαραστατική τέχνη. Ο Kandinsky συνδέει την αφαίρεση με το πνευματικό. Στο σημείο αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς και άλλοι πρωτοπόροι της αφηρημένης τέχνης, όπως οι Frantisek Kupka, Piet Mondrian, Kazimir Malevich, θεώρησαν τους εαυτούς τους εμπνευσμένους από την πνευματικότητα, είτε μέσω της επίδρασης της θεοσοφίας και της ανθρωποσοφίας, είτε με άλλο τρόπο11.
Αυτά που μόλις αναφέρθηκαν μπορεί να φαίνονται αναπάντεχα σε εκείνους που θεωρούν την μοντέρνα μεταμόρφωση της ζωής στην Ευρώπη, κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τους όρους του Weber, ως από-μυστικοποίηση (demystification). Στην μοντέρνα τέχνη, που είναι μια από τις πιο περιεκτικές εκφράσεις της νεωτερικότητας, το πνευματικό έχει την θέση του comeback, της επιστροφής του απωθημένου. Ο σύνδεσμος μεταξύ τέχνης και πνευματικότητας μας δείχνει τον δρόμο διά του οποίου η τέχνη φτάνει στο σημείο να εκφράζει την υπερβατική ερμηνεία της εμπειρίας, που δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο της θεσμικής θρησκείας. Και επειδή μερικές από τις θεωρίες που συναντά κανείς στο πεδίο αυτό φαίνεται να είναι παρανοϊκές (ο Mondrian ιδιαιτέρως, τείνει να είναι απίστευτα συγχυσμένος, αλλά και να προκαλεί σύγχυση στα γραπτά του), πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να μην τις απορρίψουμε βεβιασμένα ως άσχετες προς το θέμα μας12. Οι καλλιτέχνες ψηλαφούν ένα ριζικά νέο τρόπο έκφρασης της υπερβατικής αλήθειας, και συχνά τα καταφέρνουν καλύτερα, να εκφράσουν αυτό που θέλουν να πουν, με το μέσο το οποίο επέλεξαν να εργαστούν, παρά με τις λέξεις. Η υπερβατική και ηθική σημασία της μοντέρνας τέχνης, που φυλάσσεται στα μουσεία και τις εκθέσεις, μας κάνει νά θεωρούμε τις ιδεολογικές επιθέσεις πάνω στην τέχνη ως αναπόφευκτες. Αυτές οι επιθέσεις προσλαμβάνουν τον χαρακτηρισμό της βλασφημίας και εικονοκλασίας, όπως στην περίπτωση της καύσης της «εκφυλισμένης τέχνης» από τους Ναζί. Μπορούμε να πούμε πως η πνευματικότητα της Δύσεως φυλάσσεται μέσα στην τέχνη.

Ο υλισμός και Μεγάλη Μεταμόρφωση


Η πνευματικότητα συνιστά για τους θρησκευτικούς στοχαστές ένα πράγμα ανώτερης αξίας, σε σχέση προς τις πιο βασικές πτυχές της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της οργανωμένης θρησκείας. Αυτή η αντίληψη συνδέει τους Γερμανούς φιλοσόφους του19ου αιώνα με τον σημαντικό φιλόσοφο και ποιητή από το Harvard George Santayana, ο οποίος θεωρούσε πως «αυτή η φιλόδοξη πτυχή της θρησκείας μπορεί να ονομασθεί πνευματικότητα»13. Για τους ρομαντικούς εθνικιστές, η πνευματικότητα συνιστά την ουσία του λαού, το συλλογικό του πνεύμα, που προσελκύει την προσοχή μας στην γόνιμη σύνδεση πνευματικότητας και εθνικισμού, που θα εξετάσουμε αργότερα στο παρόν βιβλίο. Τέλος, η πνευματικότητα συνιστά την  υπέρβαση του σώματος, ή αλλιώς, την χρήση του σώματος προς απόκτηση πνευματικών εμπειριών. Στην έννοια της πνευματικότητας, βαρύνουσα σημασία έχουν οι εξής αντιθέσεις: εμπειρία – αναπαράσταση, πνευματικότητα – υλισμός, πνεύμα του έθνους – άτομο, πνεύμα – σώμα. Το πιο σημαντικό σημείο είναι ότι η πνευματικότητα χρησιμοποιείται ως το αντίθετο του υλισμού, και συνεπώς ως κριτική του μοντέρνου, βιομηχανικού καπιταλισμού.
Ας εκθέσουμε εν συντομία μερικά στοιχεία του υλισμού στα οποία αντιτίθεται η πνευματικότητα. Η Μεγάλη Μεταμόρφωση, που έλαβε χώρα κατά τον 19ο αιώνα, είναι πρωταρχικά μια οικονομική μεταμόρφωση, την οποία χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο το «αόρατο χέρι», μια έννοια που εισήγαγε ο Adam Smith. Αυτό που οι οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «λογική επιλογή των ατόμων», και που ο Smith είχε ονομάσει «ατομική επιδίωξη της ευτυχίας», οδηγεί σύμφωνα με αυτή την άποψη, με ένα μηχανικό τρόπο στην γενική ευημερία. Όπως το έθεσε ο Alexander Pope στο «Essay on Man»: «αληθινή αγάπη του εαυτού και το κοινωνικό είναι το ίδιο»14. Και επειδή αυτό είναι το θεμέλιο του φιλελεύθερου καπιταλισμού, ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ δεν διαφέρει, εφόσον επιλέγει την οικονομία ως τον πρωταρχικό κινητήρα. Με τον τρόπο αυτό, η οικονομία γίνεται ο πιο σημαντικός σκοπός της κοινωνίας. Ευτυχώς, η οικονομία έχει αιτιοκρατικούς νόμους. Τουλάχιστον αυτό θέλουν να μας κάνουν οι οικονομολόγοι να πιστέψουμε. Οι στατιστικές συλλέγονται για να παρέχουν μια αντικειμενική άποψη της πραγματικότητας, η οποία δίνει την δυνατότητα εφαρμογής της κοινωνικής μηχανικής. Το ατομικό και το συλλογικό τοποθετούνται ταυτόχρονα σε ένα οικονομικό πλαίσιο το οποίο είναι κοσμικό, όχι με την έννοια ότι δεν είναι θρησκευτικό (αφού τα άτομα μπορεί να ακολουθούν θρησκευτικούς σκοπούς), αλλά με την έννοια ότι η θεόσδοτη τάξη της κοινωνίας έχει αντικατασταθεί από μια τάξη η οποία παράγεται σταθερά από τον homo economicus.
Αυτό το κοσμικό πλαίσιο είναι στον ίδιο βαθμό μεταφυσική, όσο και το θρησκευτικό το οποίο είχε προηγηθεί. Η οικονομική ισχύς δεν είναι πάντα φανερή, και παρουσιάζεται με χρηματικά σύμβολα. Το χρήμα είναι το καλύτερο σημάδι εθνικής κυριαρχίας, όπως η λέξη «κυριαρχία» το υποδεικνύει, και όπως τα πορτραίτα και σύμβολα και οι επιγραφές στα χρήματα το επισημαίνουν. Επίσης, η δύναμη ενός κράτους εξαρτάται από την φορολογική του βάση. Και πράγματι, η ευημερία ενός έθνους αλλά και η αποτελεσματικότητα ενός κράτους εξαρτώνται από την χρηματική αξία. Πληθωρισμός, υποτίμηση, ανατίμηση, συναλλαγματική αξία, η αξία της εργασίας - όλα αυτά είναι σημάδια υγιούς πολιτικής και φερεγγυότητας των πολιτικών ηγετών. Το κράτος εγγυάται την αξία των χρημάτων, και οι άνθρωποι επιδεικνύουν ισχυρή πίστη στην αόρατη δύναμη του κράτους, όταν παίρνουν στα χέρια τους τα ορατά κέρματα. Το κράτος θεωρείται υπεύθυνο για την λειτουργία της αγοράς, και αυτό είναι πιο σημαντικό για την πολιτική κρίση του λαού από ότι άλλες πολιτικές πράξεις. Παρόλα αυτά, η αξία των χρημάτων εξαρτάται από τις αόρατες δυνάμεις της αγοράς οι οποίες δεν ελέγχονται, ή ελέγχονται μόνο εν μέρει από το έθνος-κράτος. Στο σημείο αυτό έρχεται πάλι το αόρατο, αλλά αυτή την φορά ξένο χέρι, να δικαιολογήσει τις ξαφνικές αλλαγές στην τύχη ενός έθνους. Εσωτερικά, αυτό το αόρατο χέρι υποβοηθείται από την αναξιοπιστία των περιθωριακών οικονομικών ομάδων, όπως είναι οι Εβραίοι, οι Λιβανέζοι, οι Ινδοί ή οι Κινέζοι, οι οποίοι συνδέουν το τοπικό με το παγκόσμιο, μέσω του εμπορίου και δανεισμού χρημάτων. Και αφού το χρήμα σηματοδοτεί την ανταλλαγή (θεωρείται συχνά ως η βάση της κοινωνίας, από τον Claude Levi-Strauss για παράδειγμα), προσελκύει τον ηθικό στοχασμό πάνω στις δυνατότητες και τους περιορισμούς της ανταλλαγής15. Το χρήμα είναι τότε η πηγή του κακού, η επαρχία του διαβόλου. Και πράγματι, η χριστιανική και η ισλαμική σκέψη, επηρεασμένες από τον Αριστοτέλη, εστιάζεται στις τράπεζες και τον τόκο. Η ισλαμική σκέψη περί τοκογλυφίας, δανεισμού και επιτοκίου είναι μόνο μια πτυχή. Μέσω του φετιχισμού και της κυκλοφορίας, το χρήμα υπερβαίνει την καθαρότητα και ανοίγει την πόρτα για την διαφθορά στην κοινωνική ζωή. Η διαφθορά θεωρείται συχνά μια πτυχή της οικονομικής πρακτικής η οποία λαμβάνει χώρα στα παρασκήνια, στο σκοτάδι. Τι γίνεται όμως με το αόρατο χέρι της αγοράς; Αυτό είναι ένα πεδίο όπου η φαντασία περί συνωμοσίας οργιάζει, και όπου η απαίτηση για διαφάνεια είναι ανεκπλήρωτη σε μεγάλο βαθμό. Και έτσι απασχολεί άμεσα τους κεντρικούς θεσμούς του έθνους-κράτους.
Η εκκοσμικευμένη μεταφυσική της οικονομίας είναι βασική για την μοντέρνα κοινωνιολογία και την πολιτική πράξη, αλλά και υπεύθυνη για την απόρριψη της ως υλισμού. Ο Charles Taylor είχε επισημάνει, πως στο αρχαίο καθεστώς, η υπερβολική επιδίωξη προσωπικής ευημερίας θεωρήθηκε ως διαφθορά η οποία απειλούσε την κοινωνική τάξη, ενώ στην μοντέρνα αντίληψη, η επιδίωξη αυτή δημιουργεί την τάξη16. Η επισήμανση όμως, πως η θεώρηση της κοινωνίας από την σκοπιά της οικονομίας είναι διεφθαρμένη, συνεχίζει με μοντέρνα μορφή την απόρριψη του υλισμού. Η απόρριψη αυτή αφορά κυρίως στην καταναλωτική πτυχή της οικονομίας. Επειδή η λαιμαργία και η απληστία θεωρήθηκαν ανέκαθεν ως πάθη, η απόρριψη της απεριόριστης κατανάλωσης λαμβάνει κεντρική θέση, όπως η κατανάλωση στην μοντέρνα αντίληψη της κοινωνίας.
Η παλιά απόρριψη του κόσμου του χρήματος και του κέρδους, μεταμορφώθηκε στην μοντέρνα εποχή στην απόρριψη του θεμελίου της νεωτερικότητας, της εκκοσμικευμένης κοινωνίας. Η πνευματικότητα συσχετίζεται με ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών κινημάτων, από τον σοσιαλισμό μέχρι τα ρομαντικά κινήματα, όπως ο εθνικισμός και ο φασισμός, αλλά και τα μεταρρυθμιστικά κινήματα των θρησκειών του κόσμου. Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί οπισθοδρομική στάση, που θα εξαφανιστεί λόγω της προόδου. Στην πραγματικότητα, η παρούσα οικονομική κρίση, όπως και οι προηγούμενες κρίσεις, μας δείχνουν ξεκάθαρα πως ζούμε σε μια «οικονομία που βασίζεται στην πίστη», όπως το έθεσε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ George W. Bush. Στα πλαίσια της οικονομίας αυτής, οι λογικοί υπολογισμοί και η έννοια της προόδου δέχονται επίθεση. Η πνευματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως κριτική σχετιζόμενη με την πίστη στο χρήμα και την στρατιωτική ισχύ. Όπως έχουμε δει, το ενδιαφέρον για την πνευματικότητα στην Βρετανία του 19ου αιώνος συνδυάζεται με την απόρριψη της αποικιοκρατίας. Η παλαιότερη κριτική της αποικιοκρατίας όπως την βρίσκουμε στον Edmund Burke, ότι απειλεί τις αξίες της ελεύθερης Βρετανίας, μεταμορφώνεται στην κριτική των αξιών αυτών, οι οποίες είναι ενσωματωμένες στους παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η Εκκλησία και το στέμμα17. Ένα μέρος αυτής της πνευματικής κριτικής βρίσκει τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό, εφόσον στον δρόμο αυτό δεν βάζει εμπόδια ο υλισμός του μαρξισμού. Μερικά στοιχεία πάνε στα ριζοσπαστικά κινήματα, όπως η θεοσοφία. Και μερικά βρίσκουν τον δρόμο προς την παιδεία, ιδιαίτερα στην νέα επιστήμη της συγκρητιστικής θρησκείας. Επαναλαμβάνω, η πνευματικότητα δεν είναι θρησκεία, τουλάχιστον καμιά καθιερωμένη θρησκεία. Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, αλλά και στις ΗΠΑ, είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται για να ασκήσει κριτική στην θρησκεία. Αν και είναι αντίθετη προς τον εκκοσμικευμένο υλισμό, δεν είναι αντιδραστική, με την έννοια ότι μένει προσκολλημένη στην παραδοσιακή εποχή. Τα επιχειρήματα υπέρ της πνευματικότητας παρουσιάζονται συχνά ως επιστημονικά. Η ίδια η επιστήμη θεωρείται ως το υπερβατικό πνεύμα της εποχής. Μια καλή απεικόνιση αυτού του ευτυχισμένου γάμου της επιστήμης και της πνευματικότητας είναι κάτι που έλαβε χώρα στις 8 Νοεμβρίου του 2005: κάτω από σοβαρές αντιδράσεις, ο Dalai Lama είχε κληθεί ως πνευματικός ηγέτης, να απευθύνει λόγο στην ετήσια συνάντηση της Εταιρίας Νευροεπιστημών στην Washington, DC.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

ΠΕΡΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΕΩΣ (9)

 Συνέχεια από Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

του A.JNIZK
Κοσμικότης και εκκοσμίκευση σαν επιχείρημα του Οικουμενικού στοχασμού.  

Μπονόφερ-συνέχεια ! 
         
       Η αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και την θρησκεία, όπως την συναντήσαμε στον Μπάρτ, υπήρξε πάντοτε αγαπητή στον Μπονόφερ από τα χρόνια των σπουδών του ακόμη. Τα κηρύγματα του στην Βαρκελλώνη δίνουν αδιάψευστη μαρτυρία. Ακόμη και από το γράμμα από την Φυλακή εκθειάζει τον Μπάρτ: "Ο Μπάρτ υπήρξε ο πρώτος Θεολόγος-και αυτή είναι η μεγάλη του αξία- που ξεκίνησε την κριτική της θρησκείας." Αλλά ασκεί και την κριτική του ταυτόχρονα: "Ο Μπάρτ, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που ξεκίνησε να σκέπτεται προς αυτή την κατεύθυνση, δεν επέμεινε στην συνέχεια σ'αυτές τις σκέψεις, αλλά έφτασε σε έναν θετικισμό της αποκαλύψεως, που δεν είναι τελικά παρά μία ανακαίνιση".
Ο Erik Benktsou ερεύνησε τις δηλώσεις του Μπάρτ, στις οποίες θα μπορούσε να αναφερθεί ο Μπονόφερ, μιλώντας για "ξεκίνημα" και ότι "δεν επέμεινε". Καταλήγει πώς μάλλον πρόκειται για την διάλεξη "Βιβλικά θέματα, κρίσεις και προοπτικές", την οποία είχε δώσει ο Μπάρτ ήδη το 1920. Η συμφωνία με όσα θα έγραφε αργότερα ο Μπονόφερ είναι τόσο εκπληκτική που αξίζει να διαβάσουμε μερικές σημειώσεις : "Υπήρξαν άνθρωποι, κατεξοχήν άθρησκοι οι οποίοι αισθάνθηκαν όλο το βάρος του θέματος του Θεού". "Η βιβλική αγάπη δεν είναι αγάπη ακριβώς, θα'πρεπε ίσως καλύτερα να την χαρακτηρίσουμε σαν μία κοσμικότητα πολύ καλά δομημένη, ποιοτική…μία κοσμική αντικειμενικότητα". "Ο Θεός δεν θέλει να είναι επέκεινα σε αντίθεση με ένα ενθάδε….Δέν θέλει να θεμελιώσει μία ιστορία της θρησκείας, αλλά να είναι ο Κύριος της ζωής μας". "Η βιβλική ιστορία είναι κατ'αρχάς και αποκλειστικώς ιστορία ανθρώπων".
Προκύπτει λοιπόν καθαρά μέχρι στιγμής πώς το νόημα που έλαβε η έννοια θρησκεία, στα γράμματα από την φυλακή, του Μπονόφερ, διαφωνεί από αυτό που εννοιολόγησε σαν θρησκεία αργότερα ο Μπάρτ. Αυτή η ασυμφωνία βρίσκεται περισσότερο στο γεγονός πώς ο Μπονόφερ εννοεί την θρησκεία σαν ένα ιστορικό φαινόμενο, πώς υπολογίζει την θρησκεία σαν "μία έκφραση ιστορικά καθορισμένη και γι'αυτό μεταβατική, του ανθρώπου". Οι συνέπειες αυτής της διαφωνίας δεν ξεκαθάρισαν ποτέ εντελώς: Και δικαίως ο Bethge συμπεραίνει: "μ'αυτό ο Μπονόφερ ξεπερνά τον Μπάρτ. Πόσα όμως πράγματα μπήκαν σε κίνηση μ'αυτό τον τρόπο, είναι ένα θέμα στο οποίο δεν στοχάστηκε αρκετά βαθειά ο Μπονόφερ και σ'αυτό το σημείο οι υπάρχουσες διατυπώσεις αφήνουν ένα μεγάλο κενό".
Στα γράμματα και στις σημειώσεις της φυλακής ο Μπονόφερ δεν μίλησε έξω από τα δόντια για την εκκοσμίκευση, αλλά όμως με τα προβλήματα που ανακαλούνται από αυτή την λέξη ασχολήθηκε όσο κανείς άλλος. Έφερε στο φώς αυτό που ήδη άρχιζε να διακρίνεται καθαρά: πώς για τους σημερινούς Χριστιανούς η λέξη εκκοσμίκευση περιέχει τελικά μίαν ερώτηση, την ερώτηση δηλαδή: "Ποιος είναι στ'αλήθεια ο Χριστός για μας σήμερα". [Η αντιστροφή του Ευαγγελίου! Και ο Κύριος είχε ρωτήσει τους μαθητές του ! Ποιος λένε ότι είμαι οι άνθρωποι (σήμερα); Η αληθινή απάντηση δόθηκε μόνον από τον Πέτρο ο οποίος δεν την άκουσε από άνθρωπο. Μας λέει λοιπόν ο Μπονόφερ και όλη η νεοορθοδοξία ότι σήμερα θα λάβουμε επιτέλους υπόψιν όλες τις άλλες άστοχες απαντήσεις και όχι την αλήθεια της πίστεως. Αυτό δυστυχώς είναι η εκκοσμίκευση που συντρίβει σαν λαίλαπα και τους Έλληνες πιστούς σήμερα!]
Μας έδειξε λοιπόν πώς αυτή η ερώτηση εμπλέκει μία προβληματική Θεολογική, ανθρωπολογική, και ιστορική και πώς το κεντρικό θέμα αντιμετωπίζεται με την βοήθεια αυτών των κατευθύνσεων. [Διάβασε ποτέ του το Ευαγγέλιο άραγε;] Αυτές οι κατευθύνσεις διατέμνονται πάντοτε εξ'αρχής στην έννοια της θρησκείας. Γύρω από αυτή την διασταύρωση υπάρχουν φωτεινές περιοχές οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν μία έντονη αίσθηση ξαφνικής νοητικής διαύγειας. Αλλά έξω από αυτές χανόμαστε ξανά στα προβλήματα, όλο και πιο απρόσιτα, που δείχνουμε με τις λέξεις Θεός, άνθρωπος, Ιστορία. Ακόμη και η ίδια η διατομή παραμένει στο σκοτάδι. Έτσι τι πράγμα είναι εν τέλει αυτή η θρησκεία δεν ξεκαθαρίζει με την βοήθειά του ο Μπονόφερ. Ακόμη και σήμερα δεν είναι ξεκάθαρο. Για τον στοχασμό γύρω από την εκκοσμίκευση η θρησκεία παραμένει μέχρι σήμερα το κατεξοχήν εμπόδιο!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ (2)

 Συνέχεια από Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023 

Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ (2)

Πρίν συνεχίσουμε τήν παρουσίαση τού παραμυθιού σε συσκευασία δόγματος πού μηρυκάζει ο Ζηζιούλας, καλό είναι νά δούμε καί τήν παρουσίαση τής δογματικής αυτής από τόν ΟΟΔΕ :
«Με μεγάλη χαρά φιλοξενούμε στη σελίδα μας αυτό το σημαντικό έργο. Θεωρούμε τιμή μας την παρουσίαση αυτή, αναγνωρίζοντας το σημαντικότατο έργο τού σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Περγάμου.
Πρόκειται για τη δημοσίευση δακτυλογραφημένων κειμένων, από τις παραδόσεις τού σεβασμιωτάτου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τα οποία μας ωφέλησαν τόσο, που θελήσαμε να τα κάνουμε ευρύτερα προσιτά.
Η θερμή μας πρόσκληση είναι να μελετήσετε τα μαθήματα αυτά, που αποπνέουν το άρωμα τής Ορθόδοξης πίστης, δοσμένο με επιστημονική ακρίβεια, και απλό και κατανοητό τρόπο.
Ευχαριστούμε από βάθους καρδιάς, όσους κοπίασαν και συνέβαλαν να φτάσουν οι πληροφορίες αυτές στα χέρια μας.
Η ευλογία τού Θεού και Πατρός τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας είναι με κάθε έναν που τον αναζητά».


Εκτός από τό γελοίο τού πράγματος βλέπουμε αμέσως ότι οι άνθρωποι δέν είναι χριστιανοί, πιστεύουν σέ κάποιον άγνωστο πατέρα. ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΤΕΛΩΣ ΚΩΜΙΚΟΙ.

Ο σκοπός λοιπόν αυτού τού έντιμου ανθρώπου, είναι τό στήσιμο μιάς θεολογίας, η οποία θά έχει ξεφορτωθεί τήν παρουσία τού Χριστού απομονώνοντάς τον στά έσχατα, γιά νά βρεί μιά θέση πού νά αντιστοιχεί στόν ορθόδοξο πρώτο, κατ’άναλογίαν τού πάπα. Γιά νά πετύχει αυτόν τόν σκοπό, αλλοίωσε τήν παρουσία τού ΑΛΦΑ τής δημιουργίας. Διότι ο Κύριος δέν είναι μόνον ο Κύριος τών εσχάτων, ο ΩΜΕΓΑ, αλλά καί ο ΑΛΦΑ, αυτός ο ίδιος. Έφτασε δέ, γιά τήν επίτευξη τού σκοπού του, νά αλλοιώσει ακόμη καί τήν διδασκαλία τού Αγίου Μαξίμου.
«Η Χριστολογία λαμβάνει νέα μορφή από ό,τι θα ελάμβανε, αν δεν έπεφτε ο Αδάμ. Αν δεν έπεφτε ο Αδάμ, πάλι θα μιλούσαμε για Χριστολογία, αλλά θα ήταν η Χριστολογία με την εξής μορφή, όπως την βλέπει ο Άγιος Μάξιμος: Ο Αδάμ τοποθετούμενος μέσα στον χώρο και στον χρόνο, ασκώντας την ελευθερία του κατά τρόπο θετικό (δέν υπάρχει πλέον ωρίμανση, γνώση, αλλά μιά απλή άσκηση τής βουλήσεως θετική ή αρνητική, γιαυτό ο Αδάμ δέν πέφτει στόν χώρο καί στόν χρόνο μέ τούς δερμάτινους χιτώνες, δέν υφίσταται ο παράδεισος, δημιουργείται μέσα στήν φθορά, καί καλείται νά είναι θετικός. Έλαβε δέ τήν εξής εντολή από τόν Θεό : Αδάμ think positive), δηλαδή ενώνοντας το κτιστό με το άκτιστο ελεύθερα (εάν ο άνθρωπος είναι ένας κρίκος στή δημιουργία, αυτή η ελεύθερη ένωση πώς πραγματοποιείται; Δένει ο άνθρωπος τήν αλυσίδα τής κτίσεως στήν αλυσίδα τού Θεού; Καί τό κτιστό καί τό άκτιστο αποτελούν τοιουτοτρόπως ένα συνεχές, ώστε ο Θεός νά είναι παντού στά πάντα καί η κτίση νά είναι μέσα στόν Θεό;) θα οδηγούσε τελικά όλην την κτίση εν τω προσώπω του στην ένωση κτιστού και ακτίστου, η οποία ένωση θα συνεπαγόταν την υπέρβαση των ορίων του κτιστού, δηλαδή τον θάνατο. Έτσι η Χριστολογία θα είχε πλέον την μορφή της μεταμορφώσεως του Αδάμ σε Χριστό».[ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΕΝΤΑΓΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ (ΙΣΩΣ ΤΉΣ ΝΎΧΤΑΣ ΚΑΤΆ ΒΆΘΟΣ)]
Ο Χριστός δέν είναι παρά η μεταμόρφωση τού Αδάμ.

«Ο Χριστός, λέει ο Άγιος Μάξιμος, θά υπήρχε, θά ήταν μιά πραγματικότητα, καί άν δέν έπεφτε ακόμη ο Αδάμ. Θα είχε όμως αυτήν την μορφή που είπαμε, της εν χρόνω και χώρω δια της εξασκήσεως της ελευθερίας του ανθρώπου μεταμορφώσεως του κόσμου σε μιαν ύπαρξη, που δεν θα υφίστατο τις συνέπειες του κτιστού, δηλαδή την φθορά και τον θάνατο, λόγω τού ότι θα βρισκόταν σε ένωση με το άκτιστο»,
Ακόμη χειρότερα, ο Χριστός είναι ο κοσμικός Χριστός τού TEILHARD DE CHARDIN
Ο Χριστός λοιπόν επινοήθηκε, γεννήθηκε μέ τήν θέληση τού Θεού-Πατρός από αγάπη γιά τό σχέδιό Του, τό οποίο κατέστρεψε ο Αδάμ. Μέ πείσμα λοιπόν ο Θεός έβαλε σέ εφαρμογή τό δεύτερο σχέδιο (σχέδιο Β). Άρχισε νά ψάχνει λοιπόν γιά τή Μαρία, η οποία θά έλεγε ΝΑΙ στήν πραγματοποίηση τού σχεδίου.
«Και μέσα απ' αυτήν την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν όλη η κτίση, λόγω τού ότι έκοψε την επικοινωνία με τον Θεό, με το άκτιστο, η Χριστολογία παίρνει πλέον μορφή ενός τραγικού γεγονότος, που δεν ευχαριστεί τον Θεό, που δεν το ήθελε ο Θεός, ήταν όμως αναπόφευκτο» (αναγκάστηκε ο καημένος ο Θεός).
Άς προσέξουμε ότι όλη η φροντίδα βρίσκεται στήν ένωση κτιστού καί ακτίστου. Τά οποία είναι αντίθετα, ενάντια, καί σύμφωνα μέ τήν διαλεκτική τού Χέγκελ, ενώνονται στήν νέα σύνθεση, στόν Χριστό. Χάσαμε ήδη καί τίς άκτιστες ενέργειες πού συντηρούν καί αυξάνουν τήν ζωή. Τό σύμπαν, η κτίση, όπως τήν φαντάστηκε ο Κάντ, δημιουργήθηκε και στερεώθηκε στούς νόμους της καί ο Θεός τήν έσπρωξε μαλακά νά ζήση μόνη της, χωρίς τόν ίδιον. Χάθηκε καί η Εύα. Η Μαρία είναι ένας απλός άνθρωπος ο οποίος θά έπρεπε νά πεί τό ΝΑΙ. Ο Θεός πού ενσαρκώθηκε μπήκε στήν φθορά καί στόν θάνατο. Δέν ήταν αναμάρτητος. «Αυτή η ενανθρώπιση λοιπόν περιέχει αυτή τήν δυσάρεστη εμπειρία γιά τον Θεό. Διότι ο Χριστός ταυτίστηκε μέ τήν πεσμένη πραγματικότητα τού κτιστού».
Τό γένοιτό μοι κατά τό ρήμα Σου τής Θεοτόκου, ένα απλό ΝΑΙ. Δέν υποπτεύεται ότι σ’αυτόν τόν λόγο υπάρχει ήδη ολόκληρη η Κυριακή προσευχή. Ότι είναι ήδη μιά αποδοχή τής Βασιλείας. Γι αυτόν είναι απλώς μιά διευκόλυνση γιά νά μπεί ο Θεός στήν φθορά καί στόν θάνατο, στήν κόλαση πού ζούμε. Δέν είναι η Πύλη τής Σωτηρίας μας. Είναι η πόρτα τού θανάτου τού Θεού.
Ένας θεϊσμός (Deismus) γιά νήπια, όπως τόν ανέπτυξαν οι Εγγλέζοι μέ τόν Λόκ. Μπορείτε νά βρείτε λεπτομέρειες τού θέματος στίς αναρτήσεις μας μέ τίτλο, "Από τόν Αυγουστίνο στόν Μπάρτ".
Θά συνεχίσουμε αυτό τό παιχνίδι τού καραγκιόζη πού επινόησε ο Ζηζιούλας όσο αντέξουμε.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ (3)

 Συνέχεια από Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Ή πώς εισήγαγε ο Ζηζιούλας τον νοητό κόσμο στην Αγία Τριάδα και τα ταύτισε.

Χριστιανική Μεταμόρφωση του δεσμού της ταυτότητος και της διαφοράς με τον Mario Vittorino (Marius Victorinus - Μάριος Βικτωρίνος)

Στην συνέχεια θα εισχωρήσουμε στο θέμα της ταυτότητος και της διαφοράς στον Μεσαιωνικό Χριστιανικό νεοπλατωνισμό με την βοήθεια του Werner Beierwaltes.

O Vittorino είναι τόσο σημαντικός για την Δυτική παράκαμψη, διότι για την στοχαστική Δύση, ο τριαδικός στοχασμός υπήρξε εξαρχής σημαντικός αφού υπήρξε μια συνεχής πρόκληση για την εξασφάλιση του δεσμού ενότητος και πνεύματος. Επιπλέον είναι ο πρόδρομος στην προσπάθεια του Αυγουστίνου να φέρει την Τριάδα στο επίπεδο της έννοιας.

Η πρόθεση του Βικτωρίνου υπήρξε η κατανόηση της τριαδικής ενότητος σαν ομοουσίου. Και προς τον σκοπό αυτό μεταμόρφωσε τις πλατωνικές κατηγορίες του Σοφιστή και του Παρμενίδη.
Τα θεολογικά του έργα γράφτηκαν μετά την μεταστροφή του, γύρω στα 354 μ.Χ. Είναι προσπάθειες αναιρέσεως του Αρειανισμού.

Ο Άρειος ισχυρίστηκε την ουσιώδη διαφορά του Υιού από τον Πατέρα και μια ουσιώδη υποταγή του Υιού στον Πατέρα. Η Τριαδολογία του Άρειου είναι καθαρά Νεοπλατωνική, διότι για την φιλοσοφία αυτή, είναι ουσιώδης μια καθορισμένη υπαγωγή όλων όσων προέρχονται από την πρώτη Αρχή, δηλαδή από το ΈΝΑ, στο Ένα το ίδιο. Απέναντι στο Ένα. Και σύμφωνα πάντοτε με την φιλοσοφία αυτή, μια διαφοροποιημένη υπαγωγή του όντος στο Ένα, δεν αποκλείει την έννοια μιας ταυτότητος στην διαφορά.

Ο Vittorino ξεκίνησε την χριστιανική του συμμετοχή στην λύση των προβλημάτων που δημιούργησε ο Αρειανισμός, αντλώντας την ιστορική του αναφορά από την Σύνοδο του Σιρμίου της Σερβίας το 357 μ.Χ. Ο Vittorino είναι κεντρικό σημείο για την Δύση διότι είναι ο πρώτος ο οποίος δοκίμασε να μεταμορφώσει την νεοπλατωνική φιλοσοφία για να την προσαρμόσει στο χριστιανικό ομοούσιο.
Ξεκινά λοιπόν δεχόμενος φάσεις, διαφορετικές καθεαυτές, στην αυτοσύσταση της Αγίας Τριάδος. Η αρχή ή πρώτη φάση αυτής της προόδου, που συνιστά ολόκληρη την ουσία της Αγιάς Τριάδος, είναι το ίδιο το ΈΝΑ. Πριν από κάθε τι, αυτό που υπάρχει σαν ΈΝΑ καθ' εαυτό, το ΈΝΑ, πριν προστεθεί το Είναι. Το ΈΝΑ λοιπόν το οποίο ο Πορφύριος ταύτιζε με τον πρώτο θεό (το εν προούσιον ή ανούσιον σε αντίθεση με το εν ενούσιον).

Επειδή όμως ο σκοπός του ήταν να υποστηρίξει το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, ακολουθώντας τον Πορφύριο, ο οποίος ένωσε τον Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα λέγοντας πως όσα ανήκουν στο Ένα ανήκουν και στο Είναι, δέχεται και την θέση του Πορφύριου(;) ο οποίος ταυτίζει τον Θεό με τον Πατέρα, το Ένα και το Είναι. Διότι ναι μεν δέχεται το Ένα σαν προούσιον (προϋπάρχον) αλλά το δέχεται επίσης και σαν καθαρή ενέργεια, μια ενέργεια όμως που είναι το ίδιο το Είναι: ενεργεί δε μάλλον και αυτό το ενεργείν καθαρόν, ώστε και αυτό το Είναι προ του όντος [Πορφύριος, σχόλιο στον Παρμενίδη, ΧΙΙ, 25]!

Ας δούμε λοιπόν μέσα από το διάσημο κείμενο του Πορφυρίου "ΑΦΟΡΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΟΗΤΑ" πως ακριβώς βοηθήθηκε (παράγραφος 43): «Ὁ νοῦς οὐκ ἔστιν ἀρχὴ πάντων· πολλὰ γάρ ἐστιν ὁ νοῦς, πρὸ δὲ τῶν πολλῶν ἀνάγκη εἶναι τὸ ἕν. ο νοῦς νοεῖ ἀεὶ τὰ νοήματα (τα οποία είναι πολλά). Είναι δε αυτός τοῖς νοητοῖς· εἰ γάρ τι ἔστιν ὃ θεωρεῖ, ἤτοι ἐν ἑαυτῷ ἔχων τοῦτο θεωρήσει ἢ ἐν ἄλλῳ κείμενον. Είναι δε ξεκάθαρο ότι θεωρεί. σὺν γὰρ τῷ νοεῖν εἴη ἂν νοῦς. (Η Δυτική παράδοση την θεωρία και το νοείν τα ερμηνεύουν σαν σκέψεις, που δεν είναι. Η σύγχρονη σκέψη δεν είναι καν η αρχαία διάνοια. Κατάγεται από την σχέση. Είναι θέληση). ἀφαιρεθεὶς δὲ τοῦ νοεῖν ἀφῄρηται τῆς οὐσίας. γνωστικαὶ δὲ δυνάμεις ἐν ἡμῖν είναι η αἴσθησις, η φαντασία, και ο νοῦς. (Σήμερα περιοριζόμεθα στις δύο και οι σύγχρονες γενιές των υπολογιστών και της εικονικής πραγματικότητας μόνον στην μία, στην φαντασία).
Όλα όσα χρησιμοποιεί η αίσθηση, τα θεωρεί καθώς επιβάλλονται απ' έξω, χωρίς όμως να ενώνεται με αυτό που θεωρεί, ἀλλὰ μόνον τύπον αὐτῶν ἐκ τῆς πρὸς αὐτὰ προσβολῆς λαμβάνον (δηλαδή προσλαμβάνοντας μόνον μια εντύπωση από αυτά λόγω της επαφής της με αυτά. -Αυτή η επαφή είναι η σχέση-). Διότι όταν ο ὀφθαλμὸς βλέπει τὸ ὁρώμενον, ἀμήχανον ἐν ταυτότητι γενέσθαι τοῦ ὁρωμένου (δεν θα μπορούσε να το δει εάν δεν στεκόταν σε μια κατάλληλη απόσταση). [Η σχέση λοιπόν θεμελιώνεται στο αισθητό και γι' αυτό γεννά την σύγχρονη ατομικότητα, που δεν ομοιάζει με την αρχαία, το άτμητο, χρειάζεται δηλαδή την απαραίτητη απόσταση, για να αντιληφθεί αυτό που βλέπουμε].

Ακόμη και η αφή θα χανόταν εάν ταυτιζόταν με αυτό που αντιλαμβάνεται. Με τον ίδιο τρόπο και η φαντασία φέρεται πάντοτε προς τα έξω και παρασκευάζει το εικόνισμα με αυτή της τήν δραστηριότητα. Η κατάληψις όμως του νου (η γνώση ή η αντίληψη θα λέγαμε σήμερα) δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο. Αλλά συννεύοντος εἰς ἑαυτὸν καὶ ἑαυτὸν θεωροῦντος (αλλά στρέφεται στον εαυτό του και θεωρεί τον εαυτό του)».

Πως μπορούμε να κατανοήσουμε λίγο αυτή την στροφή στον εαυτό του και την θεωρία του εαυτού του; Με την βοήθεια της συναισθήσεως. Της συμφωνίας ανάμεσα στις αισθήσεις. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η ενότης ακόμη και των αντιλήψεων του αισθητού; Οι αρχαίοι δεν έφτιαχναν, δεν διέθεταν ένα προκατασκευασμένο κέντρο νοήματος όπως είναι το Εγώ, αλλά ακολουθώντας την ενότητα ακριβώς των αντιλήψεων, ακολούθησαν τις ακτίνες των νοημάτων και βρήκαν την πηγή τους, τον Νου. Την νόηση! Η οποία υπάρχει καθεαυτή πέραν την φθοράς και του πεπερασμένου των αισθήσεων.
Πορφυρίου "Αφορμαί προς τα νοητά" (παράγραφος 41): «Τὸ ἐν ἄλλῳ ἔχον τὸ εἶναι καὶ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ χωριστῶς ἀπ᾽ ἄλλου μὴ οὐσιωμένον (δεν υπόκειται από μόνο του) ἐὰν εἰς ἑαυτὸ στρέφηται εἰς τὸ γνῶναι ἑαυτὸ ἄνευ ἐκείνου ἐν ᾧ οὐσίωται (χωρίς αυτό στο οποίο έχει την ουσία του), ἀπολαμβάνον (χωρίζοντας) ἑαυτὸ ἀπ᾽ ἐκείνου, φθείρεται (αποτυγχάνει) χωρίζον ἑαυτό από το Είναι.
Τὸ δὲ γινώσκειν ἑαυτὸ δυνάμενον ἄνευ ἐκείνου ἐν ᾧ ἐστιν (χωρίς εκείνο στο οποίο υπάρχει), ἀπολαμβάνον (χωρίζοντας) ἑαυτὸ ἀπ᾽ ἐκείνου, δεν φθείρεται, δεν ζημιώνει καὶ οἷόν τε ὂν (και γνωρίζει τον εαυτό του, είναι ον, συνεχίζει να υπάρχει) ἄνευ τῆς ἑαυτοῦ φθορᾶς τοῦτο ποιεῖν.
Ο νοῦς λοιπόν ἐν ἑαυτῷ κέκτηται τὸ ἐνεργεῖν τε καὶ εἶναι».

Πορφυρίου "Αφορμαί προς τα νοητά" (παράγραφος 41): «Μερικά ασώματα λέγονται και επινοούνται κατά στέρησιν (σώματος) της ύλης, όπως η ύλη και το είδος επί ύλης και οι φύσεις και οι δυνάμεις. Τοιουτοτρόπως και ο τόπος και ο χρόνος και τα πέρατα. Όταν τα θεωρήσουμε χωρισμένα ή χωριστά από την ύλη.

Υπάρχουν όμως άλλα που τα ονομάζουμε ασώματα καταχρηστικώς. Διότι δεν στερούνται σώματος, αλλά διότι είναι εντελώς ξένο προς αυτά, προς την φύση τους, να γεννήσουν σώμα. Γι' αυτό τα ασώματα σύμφωνα με την πρώτη έννοια υφίστανται προς τα σώματα (έχοντα σχέσιν με τα σώματα), ενώ τα άλλα κατά το δεύτερον σημαινόμενον είναι χωριστά τελείως από σώματα όπως και από τα ασώματα που σχετίζονται με σώματα. Διότι τα σώματα είναι σε ένα χώρο, ένα τόπο, και τα πέρατα σε ένα σώμα, ενώ ο νους και ο νοερός λόγος οὔτε ἐν τόπῳ οὔτε ἐν ᾽τῷ σώματι ὑφίσταται οὔτε παρυφίσταται σωμάτων οὔτε στα ασώματα που προκύπτουν από την στέρηση σωμάτων.
Εάν λοιπόν σκεφθούμε, επινοήσουμε το κενόν σαν ασώματο, ο νους δεν μπορεί να υπάρξει εν κενῷ. Το κενό μπορεί να είναι δεκτικόν σώματος, αλλά δεν μπορεί να χωρέσει την ενέργεια του νου, ούτε να δώσει χώρο σε αυτή την ενέργεια».

Γι' αυτό και ο νους είναι το κατ' εικόνα, το αυτεξούσιο, και είναι δώρο θεού. Γι' αυτό και η Δύση έπεσε την αγκαλιά του Βουδισμού και του Νιρβάνα, διότι εγκατέλειψε τον Νου, το επέκεινα! Διότι είναι α-νόητη.

Ας επιστρέψουμε στις επιρροές του Vittorino όμως, μετά την μεγάλη μας παρένθεση. Για να δούμε πως μπόρεσε να δει διαφορετικές καθαυτές φάσεις στην αυτοσύσταση της Αγίας Τριάδος. Βοηθούμενος ξανά από τον Πορφύριο!

Σχόλιο στον Παρμενίδη του Πλάτωνος - 142b, XI.
Παρότι ο Πλάτων πέρασε ήδη στο επίπεδο του όντος, και μάλιστα του όντος που δεν μετέχει της ουσίας, άλλον ποιείται τον λόγον ως επί μετέχοντος ουσίας. Δεν πρόκειται όμως τώρα για το Έν το ακραιφνές, στην καθαρότητά του, αλλά για το Έν που μετέχει της ουσίας (συνηλλοίωται δὲ αὐτῷ ἡ τοῦ εἶναι ἰδιότης, και έτσι λέει ότι μετέχει της ουσίας). Σαν να έλεγε δηλαδή κάποιος, στον ορισμό του ανθρώπου, λαβὼν τὸ ζῷον μετέχειν αὐτὸ ἔφασκε λογικοῦ και έτσι το ζῷον είναι συνηλλοιωμένο (μετέχει) με το λογικό και το λογικό με το ζώο. Με αυτόν τον τρόπο το Ένα γίνεται Ουσία και η Ουσία Ένα και δεν πρόκειται για μια παράθεση του Ενός και του Όντος, γιατί με αυτόν τον τρόπο το Ένα θα ήτο σαν υποκείμενο, το δε άλλο σαν συμβεβηκός. Πρόκειται αντιθέτως για μια ιδιότητα υποστάσεως, η οποία εικονίζει μεν την απλότητα του Ενός, χωρίς όμως να στέκεται στην ακραιφνότητα, την καθαρότητα του Ενός, αλλά να το συμπεριάγει, να το μεταστρέφει στο Είναι.
Επειδή το δεύτερο Ένα δεν είναι το πρώτο και δεν υφίσταται δι' άλλο αλλά διά το πρώτον, το δεύτερο Ένα δεν ταυτίζεται με το πρώτο, δεν είναι όμως ούτε δεύτερο απ' εκείνο, διότι διαφορετικά δεν θα ήταν ούτε εκβεβηκόν απ' εκείνο (δεν θα προερχόταν), ούτε και από άλλη αιτία έχει την πάροδον (την πρόοδο).

Αλλά επειδή προέρχεται από εκείνο, είναι και αυτό το ίδιο Ένα. Και επειδή δεν είναι εκείνο , συνιστά το Έν όλον, το Έν πάντα και εκείνο παραμένει Έν ανούσιον ενώ ετούτο είναι το Έν ενούσιον, διότι ουσιώνεται μετέχοντας της Ουσίας. Ο Πλάτων λοιπόν δεν μίλησε για κάποιο ον και για κάποιο άλλο που ουσιώνεται, αλλά για Έν και για ουσιωμένο Έν.

Και δεν έγινε πρώτα ον και μετά μετέσχε του Ενός, αλλά από του Ενός γεννηθέν, δεν ειπώθηκε γι' αυτό ότι μετέσχε του Ενός, αλλά ειπώθηκε ότι είναι Έν μετάσχον του όντος. Δεν ελέχθη ότι το πρώτον ήτο ον, αλλά ότι από του Ενός η ετερότης περιήγαγε αυτό (το μετέστρεψε προς τα έξω, το περιέστρεψε σε σχέση με το πρώτο Έν, η ετερότης), καθιστώντας το, αυτό το Έν, το Είναι του όλου. Δια μιας υφέσεως του πρώτου Ενός, μιας χαλαρώσεως, μιας μειώσεως, που ονομάζεται ετερότης εν προκειμένω, το Έν ουσιώνεται.


Δεν πρέπει όμως να υπαινιχθούμε πως ο Πλάτων εννόησε ότι το Εν επέκεινα της Ουσίας και το όντως ον, δεν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια. Ενεργεί δε μάλλον και αυτό, και αυτό το πρώτο Έν είναι το καθαρόν ενεργείν και επομένως αυτό το Έν είναι και αυτό το Είναι προ του όντος. Έτσι μετέχοντας αυτού του Είναι, το δεύτερο Ένα έχει εκκλινόμενο το Είναι. Περιάγει δια μεταστροφής το Είναι, που σημαίνει μετέχειν όντος. Ώστε διττό και το Είναι. Και το μεν προϋπάρχει του όντος το δε άλλο το οποίο επάγεται εκ του όντος του επέκεινα είναι και αυτό το ίδιο το απόλυτο Είναι, κατά κάποιο τρόπο είναι η Ιδέα του όντος. Έτσι λοιπόν μετέχοντας σε κάτι άλλο εγεννήθη (γέγονεν) δεύτερον Είναι, επιφέροντας σε συζυγία το πρώτο Είναι.

Με αυτήν την φιλοσοφία σαν βάση ο Vittorino (Victorinus ) θα προσπαθήσει να φανερώσει το ομοούσιο του Υιού μετά του Πατρός ή την ενότητα της Ουσίας της θείας Τριάδος.

(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (150)

Συνέχεια από Παρασκευή, 3 Νοεμβρίου 2023


PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (5η συνέχεια)


Έβδομος προσδιορισμός.

Επιχειρήθηκε έξη ήδη φορές να καθορισθή η συνεχώς μεταβαλλόμενη ύπαρξη του σοφιστή, σε καινούργια κάθε φορά οργανωτικά συστήματα. Και καθώς συγκεντρώνονται τώρα τα συμπεράσματα, αποδεικνύεται ότι προχωρήσαμε από τον εξωτερικό προσδιορισμό ως ένα αμειβόμενο κυνήγι ανθρώπων, σε ολοένα και πιο εσωτερικούς προσδιορισμούς, μέχρι που φτάσαμε, περνώντας απ’ το «εμπόριο με πνευματικά αγαθά» και την «τέχνη τής αντιπαράθεσης λόγων», σε κείνη την «κάθαρση», την οποίαν ήταν ωστόσο περισσότερο κι από αμφίβολο το αν είναι σε θέση καν να την εξασκήση η σοφιστική τέχνη. Αγγίξαμε πράγματι εδώ τη σωκρατική τέχνη. Για να επιχειρήσουμε τώρα μιαν έβδομη, τελευταία και πραγματικά αποφασιστική προσπάθεια. Ο σοφιστής είναι ένας «δάσκαλος της αντιλογίας» («αντιλογικός»), ικανός να διαμορφώση και άλλους ανθρώπους για τέτοιους λεκτικούς αγώνες, εξασκώντας μάλιστα αυτή την τέχνη σε όλα τα επίπεδα («περί πάντων»), απ’ τη θεολογία και την κοσμολογία στην πολιτική, μέχρι και σε μεμονωμένες τεχνικές, όπως η τεχνική τού αθλητισμού. Καθώς είναι όμως αδύνατη η γνήσια γνώση σε όλα τα επίπεδα για έναν και μοναδικό άνθρωπο, αυτό σημαίνει πως ο σοφιστής δεν μπορεί παρά να κατέχη μια «φαινομενική» και μόνο «γνώση» («δοξαστικήν επιστήμην», 233 C). Αντιπαρατίθεται έτσι η τέχνη του σε κείνον ακριβώς τον «έλεγχο», ο οποίος και αναζητούσε την «απόρριψη του εσφαλμένου φαινομένου» στον έκτον προσδιορισμό. Για να ξεκαθαρίση κατ’ αρχάς μ’ αυτήν την αντιπαράθεση το τοπίο γύρω απ’ τον σοφιστή και τη σοφιστική. Καθώς αναδύεται μάλιστα η αντίθεση εδώ μεταξύ φαινομένου και αλήθειας (ή αληθινού Είναι), καθίσταται και το όλο πρόβλημα για πρώτη φορά (τόσο…) ριζικό και θεμελιώδες. Η σοφιστική είναι μια μιμητική, καθώς φαίνεται, τέχνη, όπως την είχε εξάλλου ήδη χαρακτηρίσει ο «Γοργίας» (464 D κ.ε.). Προσεγγίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μιμητική, «ονειροπόλα» ζωγραφική, την οποίαν και «τοποθέτησε» όπως έπρεπε να είναι στο τελευταίο Βιβλίο τής «Πολιτείας» (Χ 596 Β κ.ε.) ο Πλάτων. Ο σοφιστής είναι ένας ταχυδακτυλουργός και θαυματοποιός («γόης, θαυματοποιός», 235 ΑΒ), όπως ονομάσθηκε και ο απομιμητής και πολυτεχνίτης καλλιτέχνης στην «Πολιτεία» (598 D, πρβλ. και 602 D). Κι η σοφιστική δεν προσομοιάζει στην «εικαστική» τέχνη («εικαστική»), που αναπαράγει τις αληθινές προοπτικές τών ωραίων σωμάτων, αλλά στη «φαντασιώδη» τέχνη («φανταστική»), που επεξεργάζεται φαινομενικές, φαινομενικά ωραίες και σωστές προοπτικές στα έργα της. «Ψευδαισθησιακή τέχνη»: μ’ αυτόν τον ορισμό εγκαταλείπει κι ο Ελεάτης την πεισματικά ακολουθούμενη μέχρι τώρα οδό τής διαίρεσης. Το ερώτημα για τον σοφιστή γίνεται τώρα ερώτημα, αν μπορή (καν…) να υπάρχη κάτι που να είναι μόνον ένα φαινόμενο, ένα ομοίωμα, ένα Μη-Είναι και μια αν-αλήθεια, και ο διάλογος κινείται τώρα στην κατεύθυνση να διαφωτιστούν αυτά τα προβλήματα, για να επιστρέψη πάλι προς το τέλος του στο ερώτημα για τον (ίδιον τον…) σοφιστή και στη διαιρετική τεχνική (265 Β). Μπορούμε ωστόσο να πούμε, ότι εδώ συναντάμε για πρώτη φορά το πραγματικό θέμα τού διαλόγου, κι ότι όλα όσα έχουν ειπωθή μέχρι τώρα, μαζί και με το τέλος τού διαλόγου, δεν αποτελούν παρά ένα «πλαίσιο». Πρέπει όμως και να κατανοήσουμε, ότι το ερώτημα για το Είναι και το Μη-Είναι, την αλήθεια και την πλάνη δεν υπήρχε σε κάποιον «κενόν χώρο» για τον Πλάτωνα, αλλ’ ότι αυτές οι αντιθέσεις στην αντιπαράθεση του φιλοσόφου και του μαθηματικού απ’ την μιαν πλευρά, και του σοφιστή απ’ την άλλη, εκπροσωπούνταν (συνεχώς…) ζωντανά. Αυτό που συνιστά την αναγκαία, «οντολογικά», αντίθεση Είναι και Μη-Είναι, αυτό αποτελεί ιστορικά ή μέσα στην πραγματικότητα της ζωής ή «υπαρξιακά» και την αντίθεση ανάμεσα στον σοφιστή και τον φιλόσοφο. Εκείνο που ονομάζουμε δε «πλαίσιο» κι εκείνο που ονομάζουμε πραγματική εικόνα δεν βρίσκονται κι εδώ, ως συνήθως, σε μια τυχαία αναμεταξύ τους σχέση, εκτός που δεν θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε εξάλλου το ένα απ’ το άλλο.

Μόνον εφ’ όσον έχει κατανοηθή το Μη-Είναι, και έχουν επιβεβαιωθή το «ομοίωμα» και το φαινόμενο, μπορεί και να εξηγηθή γνήσια και αντικειμενικά η σοφιστική ως μια «φαινομενική τέχνη» (264 C). Για τον σκοπό αυτόν αναλαμβάνεται πάλι η αρχική διαίρεση σε δημιουργικές και πρακτικές (αγοραίες…) τέχνες. Οι έξη πρώτοι προσδιορισμοί «αναζήτησαν» τη σοφιστική ανάμεσα στις πρακτικές τέχνες, ο έβδομος όμως προσδιορισμός την παρουσιάζει ως μιμητική τών δημιουργικών τεχνών! Και μ’ αυτό αναλαμβάνεται πάλι το γεγονός τού «ποιείν», του «δημιουργείν» και του «παράγειν» ως εκείνη η δύναμη, που «προσδιορίζει» το Μη-Είναι σε Είναι (265 BC. 219 B). Αυτό που είχε συναχθή στην αρχή τού διαλόγου, χωρίς περαιτέρω ερωτηματικά, απ’ την «ιδέα» που είχε γι’ αυτό ο κοινός άνθρωπος, απέκτησε τώρα το πραγματικό του βάθος, καθώς φανερώθηκε η αναγκαία αντιπαράθεση αλλά και συνύπαρξη Είναι και Μη-Είναι ως ένα βασικό γεγονός αυτού τού κόσμου. Του κόσμου με την πιο ευρεία και υψηλή του έννοια. Γι’ αυτό και η «διαίρεση» τοποθετεί τώρα τη θεϊκή δίπλα στην ανθρώπινη δημιουργία. Η θεϊκή μάλιστα δημιουργία δικαιώνεται και «απαλλάσσεται» – με την έννοια του μύθου στον διάλογο «Πολιτικός», αλλά και τους διαλόγους «Τίμαιος» και «Νόμοι» – απ’ την παρανόηση, ότι δεν αποτελεί παρά ένα τυφλό, φυσικό συμβάν: γιατί είναι στην πραγματικότητα μια δημιουργία λόγου και γνώσης. Έτσι εμφανίζεται αυτή η δημιουργία, εξηγημένη σύμφωνα με την (αντίστοιχη…) ανθρώπινη. Η οποία όμως ανθρώπινη δημιουργία δεν μπορεί, παρ’ όλ’ αυτά, παρά να αποτελή μια σύναψη και μια «συναρμολόγηση» και μόνον «από αυτό», το οποίο τής έχει ήδη διαθέσει η θεϊκή (265 Ε)! Το πεδίο τής θεϊκής, όπως και της ανθρώπινης δημιουργίας, διακλαδώνεται σε δυό μέρη: εδώ όπως κι εκεί αντιπαρατίθενται τα ίδια τα όντα προς τα αντίγραφα ή ομοιώματά τους, μια αναλογία, μέσω τής οποίας καθίσταται κατανοητή η θεϊκή δημιουργία για τους ανθρώπους, ενώ και η ανθρώπινη δημιουργία αποκτά (λαμβάνει…) τόσο την αξία όσο και τα όριά της. Στη θεϊκή δημιουργία, βρίσκονται απ’ τη μια μεριά οι ζωντανές υπάρξεις και τα φυσικά στοιχεία, απ’ τα οποία και συνίσταται αυτή η ζωή· ενώ απ’ την άλλη βρίσκονται τα όνειρα, οι σκιές και τα είδωλα. Για όλα αυτά υπάρχουν πολλές αναφορές στον «Τίμαιο». Στη δε περιοχή τής ανθρώπινης δημιουργίας «αντιπαρατίθενται» πράγματα όπως π.χ. το χτίσιμο ενός σπιτιού και η ζωγραφική απεικόνισή του, το ένα στο άλλο. Η αναλογία μεταξύ θεϊκής και ανθρώπινης δημιουργίας δεν συνεχίζεται ωστόσο, και πρέπει να αναρωτηθούμε εδώ, αν ο διαχωρισμός σε «ομοίωμα» και «φάντασμα-φαντασία» («εικαστικόν – φανταστικόν»), κι αν η μίμηση ή και η φαινομενική μίμηση («δοξομιμητική») έχουν μιαν οποιαδήποτε αντιστοιχία στο πεδίο τής θεϊκής δημιουργίας. H απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα είναι, όσο προχωράμε στη «διαίρεση» ή και διάκριση, όλο και πιο σίγουρα αρνητική, για να μην απομείνη τελικά παρά ως μεγάλη ασέβεια ακόμα και το να σκεφτούμε μια τέτοια αντιστοιχία (προς τη θεϊκή δημιουργία…) για τον «κεκρυμμένο (ή και κρυπτόμενο) μιμητή» («ειρωνικός μιμητής»), που συμπεριλαμβάνει τόσο τον δημηγορούντα όσο και τον σοφιστή. Το να γίνη δε αυτό, χωρίς περαιτέρω λόγους, αντιληπτό, είναι επίσης ένα έργο, και όχι μάλιστα το πιο ασήμαντο, της επονομαζόμενης «διαίρεσης».

Ο βασικός ωστόσο στόχος τού όλου εγχειρήματος είναι ο εξής: να αναζητηθή ένας ορισμός, που δεν θα δικαιώνεται ανακεφαλαιώνοντας μάλλον αναδρομικά το ίδιο του το τελικό συμπέρασμα, αλλά θα καθιστά ορατό και θα αποκαλύπτη μέσα σ’ ένα ζωντανό, διαρθρωμένο σύστημα συνύπαρξης και υπόταξης το ίδιο το «πράγμα». Το οποίο θα καταστή τότε μόνον «ορατό», διακρινόμενο, μαζί όμως ταυτόχρονα μ’ αυτό απ’ το οποίο και διακρίνεται. Δεν πρόκειται ασφαλώς για σύμπτωση, ότι έπρεπε να κοιτάζουμε εξίσου συχνά στα «αριστερά παραμένοντα» (πρβλ. 264 Ε 1) μέλη τής «διαίρεσης» όσο και στα «δεξιά». Κι αν έχουμε ήδη μάθει, ότι δεν μπορούμε καν να μιλάμε και να κατανοούμε το «σώμα» χωρίς την «ψυχή», τα «αντίγραφα» και τις «απεικονίσεις» χωρίς τα (ίδια τα…) «πράγματα», τις «κολακεύουσες (ανθρωπάρεσκες…) τέχνες» χωρίς τις «γνήσιες τέχνες», και την «εριστική (τέχνη…)» χωρίς τη «φιλοσοφία» - και το αντίστροφο -, αποκτήσαμε μιαν εντελώς «ζωντανή» άποψη και κρίση γι’ αυτό στο οποίο και θα αφιερωθή η οντολογική έρευνα και αναζήτηση του δευτέρου διαλογικού μέρους. Κι ακόμα κι αν θα γίνη στην πορεία εντελώς σαφές, το γνωρίζουμε ωστόσο ήδη, έστω απροσδιόριστα, ότι και το Είναι και το Μη-Είναι δεν μπορούν, αν καταστή καν ποτέ δυνατόν, να αποκαλυφθούν παρά στην αναγκαία, αναμεταξύ τους συνύπαρξη. Για να φανερωθή έτσι ένας καινούργιος και σημαντικός δεσμός, που συνδέει την οντολογική έρευνα και αναζήτηση με τη «διαίρεση».

Ασαφής μένει ωστόσο ένας τελευταίος ακόμα δεσμός. Ανήκει στην ίδια τη φύση τής «διαίρεσης» το ότι καθένα απ’ τα μέλη της, καθώς «είναι» κάτι το συγκεκριμένο, «δεν είναι» ταυτόχρονα το άλλο, απ’ το οποίο και έχει, ακριβώς ως «άλλο», αποχωρισθή (( Η περίφημη αρχή τής μη-αντιφάσεως… )) . Αυτή όμως η σημασία τού «Μη-Είναι», στην οποία και θα κορυφωθή στην πραγματικότητα η οντολογική έρευνα, έχει ήδη, έστω και ασαφώς, συνεχώς και αδιαλείπτως χρησιμοποιηθή.

( συνεχίζεται )

H ΕΥΡΩΠΗ TOY ΚΑΛΕΡΓΗ ΚΑΙ O ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

H εκκλησιαστική ονομασία της παγκοσμιοποίησης

από τον Don Curzio Nitoglia



Το σχέδιο τού Καλέργη

Υπήρξε μια Ευρώπη που γεννήθηκε από την ελληνική μεταφυσική (Σωκράτης, Πλάτωνας και Αριστοτέλης), από το δίκαιο της Ρώμης (Σενέκας και Κικέρων), από την πατερική, από το σχολαστικισμό και από την ένωση μεταξύ Αυτοκρατορίας και Παπισμού, που μας οδήγησε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που κράτησε μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τόν οποίο προκάλεσε ο Τεκτονισμός γιά να καταστρέψει το τελευταίο τείχος του Χριστιανισμού (1918).

Δυστυχώς,συγκλονίστηκε από τη γέννηση των εθνικών κρατών, των παιδιών της λουθηρανικής ψευδομεταρρύθμισης, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, μέχρι πριν από πενήντα χρόνια, αυτά τα Έθνη διατήρησαν τις ρίζες τους, καλά θεμελιωμένες στην αληθινή κλασική-χριστιανική καταγωγή τους, ακόμα κι αν οι προτεσταντικές και ορθολογιστικές ιδεολογίες άρχισαν σιγά-σιγά να τις διαβρώνουν.

Τα τελευταία απομεινάρια του μεγάλου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού που εξυψώθηκε από τον Χριστιανισμό και την αντιμεταρρύθμιση καταστράφηκαν από τον αμερικανισμό, ο οποίος κατέλαβε τη Δυτική Ευρώπη με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας την Ανατολική Ευρώπη κάτω από τη φτέρνα του σοβιετικού μπολσεβικισμού.

Την ίδια μεταπολεμική περίοδο, οι κουκλοπαίκτες: χρηματοδότες, οικονομολόγοι, τραπεζίτες, τεχνοκράτες και οι μαριονέτες τους (πολιτικοί) άρχισαν να σχεδιάζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι ως επιστροφή στην καταγωγή μας για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας από τον υπερκαπιταλισμό και τον υλισμό της ελεύθερης αγοράς και από τόν κολλεκτιβιστικό υλισμό και σοσιαλισμό, αλλά ως περαιτέρω αποδυνάμωση των τελευταίων ιχνών του πολιτισμού και του πολιτισμού μας, καταστρέφοντας τα έθνη μας 
και  καθιστώντας μας ακόμα πιο αδύναμους μπροστά στον παγκοσμιοποιητικό λεβιάθαν που θέλει να ενωθεί, Ελευθεροτεκτονικά, σε μια ενιαία παγκόσμια δημοκρατία μέ όλους τούς λαούς και σε έναν παγκόσμιο ναό μέ όλες τίς θρησκείες.

Σήμερα, λοιπόν, είναι απαραίτητο να υπερασπιστούμε τα έθνη με την ταυτότητα, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τα γεωγραφικά τους σύνορα και τις εθνοτικές ιδιαιτερότητές τους, ώστε να μην απορροφηθούν και καταποντιστούν στο καζάνι της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που εξισώνοντας τα πάντα φτωχαίνει τα πάντα.

Ο «κουάτ/«τριαδικός θεός»»

Η λατρεία του «θεού του χρήματος» ή του Μαμμωνά, όπως την αποκαλεί ο Ιησούς στο Ευαγγέλιο, είναι η ρίζα, η αρχή και το θεμέλιο της αντι-Ευρώπης του Μάαστριχτ, που κάνει τον πλούτο ή την χρωματιστική (όπως τήν ονόμαζαν ο Αριστοτέλης και ο Άγιος Θωμάς ) τον σκοπό και τη φύση του. Διαστρεβλώνει και καταστρέφει τον πλούτο του ελληνικού φιλοσοφικού πολιτισμού, του ρωμαϊκού δικαίου και της ηθικής, της μεταφυσικής-θεολογικής εικασίας και του αστικού και εκκλησιαστικού δικαίου του χριστιανισμού, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, της λογοτεχνίας και της ποίησης που κάνουν την Παλαιά Ευρώπη, ακριβώς αντίθετη με η νεο/αντι-Ευρώπη του Μάαστριχτ.

Η Ευρώπη του Μάαστριχτ θα ήθελε να επικεντρώσει τη ζωή της, το μέλλον της, στους κανόνες της «αγοράς», που έχει αναδειχθεί σε αλάνθαστη θεότητα (1).

Εν ολίγοις, ο καθαρός φιλελευθερισμός à la Myses και Hayek είναι η καρδιά της Ευρώπης του Μάαστριχτ: ο άγριος φιλελευθερισμός που γεννήθηκε στην Αγγλία τον 17ο-18ο αιώνα, ο οποίος σίγουρα δεν είναι η πηγή, ούτε η ρίζα, ούτε καν η φύση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά μολυσμένη στάλα του, που προέκυψε από τον βρετανικό αισθησιασμό ή τον διαφωτισμό.

Ένας άλλος «ευγενής πατέρας» της Ευρώπης του Μάαστριχτ είναι ο Καντ, ο οποίος στο βιβλίο του Διαρκής Ειρήνη «επιβεβαιώνει ότι η δημοκρατική κυβέρνηση και η δημοκρατία είναι απαραίτητες. Η ιδέα ότι δεν μπορεί κανείς [...] να εφεύρει ένα διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης, καλύτερο από το δημοκρατικό, είναι ένα από τα κύρια ελαττώματα του καντιανού σχεδίου» (2 ).

Η πολιτική ιδέα της ιερότητας της δημοκρατίας ως της μόνης και καλύτερης μορφής διακυβέρνησης είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που δίδαξε ο Αριστοτέλης, που υιοθετήθηκε από τον Άγιο Θωμά Ακινάτη και τους μεγάλους σχολαστικούς, που είναι η ψυχή της πραγματικής Ευρώπης, ενάντια στήν εικονική και νομισματική του Μάαστριχτ, που μαζί με τη δημοκρατία ιεροποιεί και τα οικονομικά, την εξουσία των τραπεζών και το «θεό-«χρήμα». Τώρα, η λαϊκή σοφία μας διδάσκει ότι « πάνω από την τράπεζα ζει η χώρα . Κάτω από την τράπεζα, η πατρίδα πεθαίνει » και επομένως είναι αυτονόητο σε ποια μοίρα οδεύει η φτωχή μας Ιταλία στα χέρια των απάτριδων τραπεζιτών και χρηματιστών (3 ).

Η προδοσία των κληρικών

Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην αντιμετωπίσουμε το φλέγον ζήτημα της σιωπής των εκκλησιαστών για την παγκοσμιοποίηση. Στην πραγματικότητα, είναι επίσης απαραίτητο να γνωρίζουμε ότι οι σημερινοί βασιλιάδες της Ευρώπης συνεργάζονται ενεργά για τη γέννηση μιας οντότητας που θα καταργήσει τη μοναρχία, αλλά θα αφήσει την οικονομική εξουσία στα χέρια ορισμένων μοναρχών, οι οποίοι διαχειρίζονται ακόμη τα παγκόσμια οικονομικά σήμερα: «Elizabeth της Αγγλίας […] είναι η προστάτιδα της Εταιρείας Προσκυνητών […]. Η βασίλισσα Βεατρίκη της Ολλανδίας είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Shell . Ο πατέρας της […] είναι ο ιδρυτής της Λέσχης Bildeberg το 1954 . […]. Η βασίλισσα και ο γιος της συμμετέχουν στις αποφάσεις της πολύ ισχυρής Λέσχης. Μέλη της Bildeberg είναι και η βασίλισσα της Ισπανίας Σοφία και ο πρίγκιπας του Βελγίου Φίλιππος » (I. MAGLI, cit., σελ. 142). Οι μονάρχες εξακολουθούν να έχουν σημασία, ακόμα κι αν η μοναρχία είναι ξεπερασμένη.

Η αυτοκτονία των κληρικών

Αυτό που με εκπλήσσει περισσότερο είναι η αυτοκτονία στην οποία εκτίθενται οι ηγέτες της Καθολικής Εκκλησίας. Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι παγίδα θα ήταν η παγκοσμιοποίηση και η Ευρώπη του Μάαστριχτ για τον Καθολικισμό.

Αν προσπαθούμε να μελετήσουμε πώς αντιμετωπίζουν το πρόβλημα οι κληρικοί, θα εκπλαγούμε με την έλλειψη ιδεών τους. Μετά την ανάγνωση των εκδόσεων «Καθολική», δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι σχεδόν όλες χαρακτηρίζονται από μια εντυπωσιακή επιπεδότητα σκέψης. Ίσως αυτοί που γράφουν σε «καθολικές» εφημερίδες να μην πιστεύουν αυτά που γράφουν, ούτε τον λόγο για τον οποίο γράφουν.

Ιωάννης Παύλος Β' και Τζόζεφ Ράτσινγκερ

Αν μελετήσετε τι έγραψε και είπε ο Πάπας Βοϊτίλα (4 ) και από την τότε καρδ. Ratzinger (5 ) μπορεί εύκολα να φανεί ότι δεν υπάρχει κανένα σημάδι ανησυχίας στα βιβλία τους για «το μέλλον του Χριστιανισμού ισοπεδωμένου με όλες τις άλλες θρησκευτικές ομολογίες στην Ευρωπαϊκή Mare magnum» (6 ).

Με λίγα λόγια, αυτή η αυτοκαταστροφική βούληση είναι το αποτέλεσμα της υπερ-οικουμενιστικής θεολογίας της Β' Συνόδου του Βατικανού, του ουσιαστικά παγκοσμιοποιητικού οικουμενικού διαλόγου της.

Επιπλέον, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι το κύριο πρόβλημα της finis Europae είναι ο Ταλμουδικός Ιουδαϊσμός. ενώ το Ισλάμ είναι μόνο το δευτερεύον και το μεταγενέστερο.

Μάλιστα, όπως έγραψε η Magli: «Ήταν η Παλαιά Διαθήκη [είναι πιο σωστό να γράψουμε το Ταλμούδ] (και ο Μωάμεθ μόνο η αναπόφευκτη συνέπεια) που είχε καταλάβει την Ευρώπη, η οποία «ενέπνευσε», τουλάχιστον σε ορισμένες πτυχές, την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το να μην το λες αυτό έκανε ξεκάθαρα πιο απεχθή τη συμπεριφορά του κλήρου» (7 ).

Η Μάγκλη περιγράφει επίσης την ψυχική κατάσταση του κατώτερου κλήρου «μια ομάδα δειλών [...], έναν τόσο διαδεδομένο φόβο. Πώς ήταν δυνατόν να μην υπήρχε πλέον ούτε σκιά ιεροκήρυκα στην Εκκλησία; […]. Τίποτα, λιγότερο από τίποτα» (8 ).

Ακόμη και ο Ιωάννης Παύλος Β' -για να περάσει την ιδέα του Μάαστριχτ Ευρώπης- κατέφυγε στην «Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», τον «καρπό της Γαλλικής Επανάστασης [...] και την αντάλλαξε με το Ευαγγέλιο» (9 ). Η συγγραφέας τα αντλεί όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό από την «ανάγκη να ευχαριστεί τους πάντες, να τον επιδοκιμάζουν όλοι, αλλά πάνω απ' όλα από τον κοσμικό κόσμο [...] καθίσταται ανίκανη να αντιταχθεί στις αποφάσεις του».10 ).

Είναι σαφές ότι με την ενοποίηση της Ευρώπης «οι Καθολικοί θα είχαν χάσει την πρωτοκαθεδρία τους. Αριθμητικά θα είχαν μειωθεί πολύ λόγω της προσθήκης των πολυάριθμων μελών των διαφόρων προτεσταντικών ομολογιών [...]. Επιπλέον, το βάρος των μουσουλμάνων μεταξύ εκείνων που είναι ήδη παρόντες σε καθένα από τα [ευρωπαϊκά] κράτη θα είχε αυξηθεί» (11 ).

Η επίγνωση του προβλήματος της ρήξης με την αποστολική Παράδοση από το Βατικανό Β' είναι αναπόφευκτη (σ. 86-87) και ο ιουδαϊσμός του καθολικού περιβάλλοντος μέσω της επιθυμίας να αναγνωριστούν «όλα τα λάθη που έγιναν από την αρχή μέχρι σήμερα. Όλα τα λάθη; Ναι, απολύτως όλα, αλλά συνοψίζονται σε ένα μόνο: την εξόντωση των Εβραίων [...] τον αρχαίο και επίμονο αντισημιτισμό των χριστιανών» (12 ).

Φυσικά, η συγγραφέας ασχολείται με το πρόβλημα της επιρροής του Τεκτονισμού στο Βατικανό Β' (σελ. 94-98), και ορθώς βλέπει στον « οικουμενισμό το εκκλησιαστικό όνομα της παγκοσμιοποίησης [...] εάν οι διαφορές μεταξύ του Χριστιανισμού αφεθούν να εξασθενίσουν όσο τό δυνατόν περισσότερο ανάμεσα στόν Ιουδαϊσμό και τό Ισλάμ, θά παραμείνει σε ισχύ ένας κοινός Θεός, που μπορεί κάλλιστα να φέρει το μασονικό όνομα του «Αρχιτέκτονα»» ​​(13 ).

Η μοντερνιστική κρίση είναι η προπαρασκευαστική για το Βατικανό Β'. Στην πραγματικότητα, «προέβλεψε τα φαινομενικά απελευθερωτικά αποτελέσματά της, αλλά στην πραγματικότητα καταστροφικά για το Ευαγγέλιο. […]. Η επανάσταση του Ιησού [ έκανε έτσι ώστε] οι υπερασπιστές των κανόνων δεν μπορούσαν παρά να τον σκοτώσουν [...], επειδή ο Ιησούς επαναστάτησε ενάντια στο εβραϊκό πνεύμα» (14 ).

Η μετανάστευση και η ομοφυλοφιλία ως κινητήριες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης

«Η μετανάστευση είχε προγραμματιστεί (η εντολή ήρθε από τον ΟΗΕ) ήδη από τη δεκαετία του εβδομήντα» (σελ. 157) (15 ). Ήταν επιθυμητή ενόψει της παγκοσμιοποίησης και της οικοδόμησης της Νέας Παγκόσμιας Τάξης. Ένας άλλος μοχλός για να υπονομεύσει την κουλτούρα των εθνών και να επιβάλει την ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης είναι η ομοφυλοφιλία, η οποία διαγράφει κάθε διαφορετικότητα, ακόμη και μεταξύ άνδρα και γυναίκας («αρσενικό και θηλυκό ο Θεός τους δημιούργησε»). η παιδοφιλία που εξισώνει ενήλικα με παιδί (σελ. 162).

Συμπέρασμα


Η Ευρώπη του Μάαστριχτ που επιθυμούν οι Ποντίφικες του Βατικανού ΙΙ είναι ένας αγώνας δρόμου προς την αυτοκτονία για τον Καθολικισμό.

Μάλιστα, από το 1958 με τον Ιωάννη XXIII, οι άνθρωποι της Εκκλησίας ακολούθησαν τον κόσμο και τη νεωτερικότητα, συμβαδίζοντας με την εποχή και θέλησαν να συνεργαστούν με τα οικονομικά, την πολιτική και τον τεκτονισμό στην οικοδόμηση ενός «νέου κόσμου», ομογενοποιημένου και ισοπεδωμένου. στόν οποίο όλοι θα υπόκεινται στον Ναό και στην οικουμενική Δημοκρατία. Ωστόσο, «ο διάβολος φτιάχνει τις κατσαρόλες αλλά όχι τα καπάκια».
Η τρομερή τιμωρία που εξήγγειλε από το 1917 η Παναγία στη Φάτιμα πλησιάζει όλο και περισσότερο.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Βλ. I. MAGLI, The European Dictatorship , Milan, Rizzoli, 2010, p. 9.
2 - Ibidem , σελ. 11.
3 - Βλέπε ANTONIO VENIER, Η καταστροφή ενός έθνους, λεηλασία της Ιταλίας και παγκοσμιοποίηση , Πάντοβα, 1999.
4 - K. WOJTYLA, Τι είπε ο Πάπας για την Ευρώπη , Cinisello Balsamo, San Paolo, 1991.
5 - J. RATZINGER, Σημείο καμπής για την Ευρώπη; , Cinisello Balsamo, San Paolo, 1991.
6 - I. MAGLI, Ibid ., p. 64.
7 - Ibid ., σελ. 75.
8 - Ibid ., σελ. 75.
9 - Ibid ., σελ. 81.
10 - Ibid ., σελ. 82.
11 - Ibid ., p. 85.
12 - Ibid ., σσ. 88-89.
13 - Ό.π. , σελ. 96.
14 - Ibid ., σσ. 96-97.
15 - Βλ. G. VALLI, The true face of immigration , Brescia, Civiltà, 1993.