τὸ αἴνιγμα ὁλοένα παφλάζει στὴν καρδιά μας.[1]
Σχετικὰ μὲ τὸ παναθρώπινο οἰκουμενικὸ φαινόμενο τῆς θρησκείας ἔχουν δοθεῖ κατὰ καιροὺς ποικίλοι ὁρισμοί. Σημαίνοντες θρησκειολόγοι ὅπως οἱ Glasenapp, Hellbach, Schoeps, Frazer, Durkheim καὶ ἄλλοι, κατὰ τὴ διαφορετικὴ κάθε φορὰ ὀπτικὴ τοῦ καθενός, συγκλίνουν στο γεγονὸς ὅτι ἡ θρησκεία συνιστᾶ πίστη σὲ ἀνώτερη ὑπερφυσικὴ δύναμη ἀπὸ τὴν ὁποία κόσμος καὶ ἄνθρωπος ἐξαρτῶνται, ὥστε νὰ καθίσταται ἀναγκαῖος ὁ διὰ συγκεκριμένων ἀντιλήψεων καὶ πράξεων ἐξευμενισμός της καὶ ἡ τοιουτοτρόπως οἰκείωσή της. Οἱ ἀντιλήψεις συγκροτοῦν στοιχειῶδες ἢ πιὸ σύνθετο σύστημα μεταφυσικῆς καὶ οἱ πράξεις ἀντιστοίχως κανονιστικὸ πλαίσιο συμπεριφορᾶς κωδικοποιημένο ὡς ἠθική.
Ὅσες ἐπιμέρους διαφοροποιήσεις κι ἂν ἐκφράζονται στὴν ποικιλία τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, ἴσως δὲν εἶναι ἄστοχη καὶ ὑποτιμητικὴ γι’ αὐτὲς ἡ διαπίστωση ἑνὸς κοινοῦ μεταξύ τους ὑπόβαθρου: αὐτοῦ ποὺ μὲ περισσῆ ἐνάργεια κατατίθεται στὸ γεγονὸς τῆς τριπλῆς πειρασμικῆς προσβολῆς τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο. Κατὰ τὴ γνωστὴ ευαγγελικὴ διήγηση ὁ ἀρχέκακος πρότεινε στὸν Χριστὸ τρεῖς συγκεκριμένες ἐπιλογές: νὰ μετατρέψει τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, νὰ γκρεμιστεῖ ἀπὸ τὸν ναό, ὥστε νὰ Τὸν σώσει ὁ Θεός καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν διαβολέα προκειμένου νὰ Τοῦ χαριστεῖ ἡ παγκόσμια ἐξουσία.
Στὴν τριπλὴ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ ἀνιχνευθεῖ οὐσιαστικὰ το κοινὸ θεμέλιο των θρησκευτικῶν ἐκφράσεων καὶ ἐξ αὐτοῦ ἡ ἀγεφύρωτη διαφορὰ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ θρησκείας. Οἱ τρεῖς προτάσεις ποὺ δέχθηκε συνιστοῦν τὸν αἰώνιο πειρασμὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποπροσανατολίσει ἑκουσίως τὴν ἐγγενῆ ὑπαρκτικὴ φορά του πρὸς τὴν Αἰτιώδη του Ἀρχή, ποὺ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ψηλαφεῖ στὴν οἰκονομία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ τρεῖς πειρασμοὶ συγκεφαλαιώνουν τὴ σμίκρυνση τοῦ ὑπαρκτικοῦ μυστηρίου καὶ τοῦ νοήματός του στὶς τρεῖς ἱδρυτικὲς συνιστῶσες τῆς αὐτοθέωσης, στὸν τρόπο δηλαδὴ ποὺ πραγματοποιεῖ τὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς στοὺς ἀντίποδες τῆς πρότασης τοῦ Δημιουργοῦ: ἀπὸ τὴν κοινωνία στὴν αὐτονόμηση.
Ἔτσι, ὁ πρῶτος πειρασμὸς στὴν οὐσία ἀφορᾶ στὴν αἰώνια πρόκληση νὰ ὑποβιβάζεται ἡ σχέση στὴ θωπεία τοῦ ἐνστίκτου. Τὸ ἔνστικτο ὡς ἄλογη, αὐθόρμητη διέγερση ὑπεράσπισης τῆς ζωικότητας ἐγκυστώνει τὴ ζωὴ στοὺς προκαθορισμοὺς τῆς αὐτοσυντήρησης. Αὐτὴ ἡ καθήλωση τῆς ὑπαρκτικῆς φορᾶς στὴν ἀκατέργαστη καὶ ὁρμητικὴ ἐγωικὴ ἑδραίωση ἔναντι κάθε -πάντοτε ἀπειλητικοῦ- ἕτερου, ὀρθώνει ὡς νόημα τὸν περίκλειστο αὐτοκατανοούμενο ἀτομοκεντρισμό. Ἡ ἀδιαπέραστη αὐτὴ περιχαράκωση σφραγίζει μονωτικὰ κάθε κοινωνικὴ ἔξοδο καὶ ἐνδεχόμενο συνάντησης. Ἡ συνάντηση δέ, δὲν ἀποτελεῖ ἀλτρουιστικὸ ἐγχείρημα, ἀλλὰ συστατικὴ συνθήκη τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξης.
Ἡ προάσπιση τῆς ἀκοινώνητης ἀτομικότητας εἶναι ἡ ἐνστικτώδης ἀπάντηση στὸ ἀναπόφευκτο γεγονὸς τοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ φοβικὴ ἐπίγνωση τῆς σφοδρότητάς του, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δέσμιο τῆς ἀναγκαίας – ἐνστικτώδους θωράκισής του ἔναντι τῆς ἐπικείμενης καὶ ἀνίκητης ἐξάλειψης τοῦ ἀνθρώπου (Ἑβρ. 2, 15). Ἐκτὸς τοῦ φόβου, ἢ καὶ λόγω αὐτοῦ, ἐγείρεται ὡς δεύτερη γραμμὴ ἄμυνας ἡ ἰδιοτέλεια ὡς ψευδαίσθηση κατίσχυσης, ἡ ὁποία πρόσκαιρα καταπραΰνει τὸ ἀνυπέρβλητο δεδομένο τοῦ τέλους.
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς ὑπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη τὰ παραπάνω νὰ θεμελιώνονται καὶ νὰ ἐπικυρώνονται ἀπὸ μιὰ ἀρχὴ ποὺ ὑπερβαίνει τὴν πεπερασμένη φύση καὶ τὴ θνητότητά της. Ἡ αὐτοματοποιημένη παρέμβαση τοῦ θείου νὰ περισώσει τὴν ἀτομικότητα προσφέρει τὴν ἀπαραίτητη ὑπερφυσικὴ κατοχύρωση τῆς αὐτοσυντήρησης. Ἡ δυνατότητα τῆς σχέσης μεταπίπτει σὲ ἐκβιαστικὴ καὶ ἀποδείξιμη συναλλαγή. Ἡ ἀνταποδοτικότητα λειτουργεῖ στὸ πλαίσιο ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ ἐξευμενιστικὴ οἰκείωση τοῦ ὑπερβατικοῦ. Ἡ συμβαλλόμενη θνητότητα ὁρίζεται (μεταφυσικὴ) καὶ πράττει (ἠθική) κατὰ τὶς ἄνωθεν ἐπιταγὲς ἀξιώνοντας τὴν αὐτοδικαιωτικὴ μηχανιστικὴ παρέμβαση τοῦ θείου. Ἔτσι ἡ ὁρμέμφυτη αὐτοπεριδίνηση στὸ ἴδιον κατασφαλίζεται μὲ μιὰν ἀναντίρρητη βεβαιότητα ἐντὸς τῆς ὁποίας ἡ ἀτομικότητα ὀχυρώνεται ἕτοιμη πλέον νὰ ἐπιβληθεῖ.
Τὴν ἐπιβολὴ ἐξασφαλίζει ἡ πρόταση τοῦ τρίτου πειρασμοῦ. Ἡ ἐκχώρηση κάθε ὑπαρκτικῆς ἰκμάδας στὴν αὐτοβεβαιωτικὴ διασφάλιση τοῦ ἐγωικοῦ μονισμοῦ ἀποτελεῖ ἐπένδυση ἐκχειλίζουσα, ἱκανὴ καὶ κυρίως πρόσφορη, ὥστε νὰ καταπνίγει μὲ τὴν ἐξουσιαστικὴ ἔκπτυξή της κάθε ἀνόμοιο μὲ τὴν ἴδια τρόπο. Τρεφόμενη ἀπὸ τὰ αὐτεκμάγματά της καὶ ἐπιδιώκοντας στανικὰ τὴν ὁμοιογένεια τῶν πάντων μὲ τὸν ἑαυτό της ἡ ἀλάξευτη ἀτομικότητα ἀπαιτεῖ καὶ κατεργάζεται τὴν ὑποδούλωση τῆς ἑτερότητας. Ἡ ἐξουσιαστικὴ κατίσχυση δὲν κοινωνεῖ, παρὰ ἐξάγεται αὐτοαναπαραγώμενη καὶ φοβούμενη τὴν ἐνδεχόμενη ἰδιοτέλεια τοῦ ἄλλου. Ἡ ἀμυντικὴ ἐπιθετικότητα τῆς αὐτοεπαληθευόμενης μονοτροπίας ἀντικρύζει ἀποκλειστικὰ ἐν δυνάμει ἐχθρούς.
Ἔνστικτο, βεβαιότητα καὶ ἐπιβολὴ λοιπὸν στηλώνονται ὡς ἀναλγητικὸ ἀνάχωμα στὸν θάνατο ἱδρύοντας θρησκεία, δηλαδὴ ἕνα ὑπαρκτικὸ ἀποκούμπι γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πηγαίων ἐκείνων ἐρωτημάτων καὶ ἀναγκῶν, ποὺ διακρίνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ζωικὸ βασίλειο. Καθοριστικὴ διευκρίνιση γιὰ τὸ πηγαῖο ζήτημα τῆς θρησκευτικότητας, τῆς ἔμφυτης φορᾶς γιὰ νοηματοδότηση τοῦ βίου, παρέχει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔστε καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Μτθ. 6, 21). Θρησκεία λοιπὸν εἶναι ὅ,τι ἑλκύει καὶ τελικὰ συνιστᾶ τὸ βαθύτερο ὑπαρκτικὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, κατ’ οὐσίαν, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἄθρησκος, οὔτε ἄθεος ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ καθένας ἀντλεῖ νόημα -τὴν αἰτία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του- ἀπὸ κάτι γιὰ τὸν ἴδιο πολύτιμο, τὸ ὁποῖο δὲν φέρει ὑποχρεωτικὰ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς γνωστῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης -μεταφυσική, λατρεία, ἠθική- ἢ καλύτερα τὰ περιέχει προσαρμοσμένα καὶ ἐσωτερικευμένα στὶς ἀπαιτήσεις τῆς κοσμικῆς ἐμμένειας.
Ὁ ἐκκλησιοποιούμενος βίος ὅμως πραγματοποιεῖται στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς θρησκευτικότητας μὲ ὑπαρκτικὸ ὑπογραμμὸ τὸν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανέρωσε καὶ ἐγκαινίασε ὄχι ἕνα σύστημα πεποιθήσεων μὲ τὰ ἠθικά του ἀποτελέσματα, ἀλλὰ τὴν καινὴ κτίση (Γαλ. 6, 15). Ἡ καινὴ κτίση δε, δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἄσαρκο ἰδανικὸ τοῦ ἐπέκεινα, ἀλλὰ τὸ ἀπολύτως ἐνθαδικὸ καὶ τομώτατο κριτήριο μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Κατὰ τὴν πρόταση τοῦ Χριστοῦ «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» (Μτθ. 8, 22 · Λκ. 9, 60) ἡ ζωὴ δὲν ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο βιολογικῶν δεδομένων καὶ ὁ θάνατος τὴν ἀναπόφευκτη διασάλευσή τους. Ζωὴ εἶναι ἡ ἄνωθεν γέννηση (Ἰω. 3, 3), ὁ τρόπος ὕπαρξης ποὺ πραγματώνεται κατὰ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο καὶ τὸν συντονισμὸ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου (Ἰω. 6, 47 · Μτθ. 19, 17).
Στὸ ὑπαρκτικὸ αὐτὸ πλαίσιο τὸ ἐνστικτῶδες αἴτημα τῆς αὐτοσυντήρησης δὲν εἶναι παρὰ τὸ πῆγμα, ποὺ ἀναστέλλει αὐτοαναφορικὰ τὴ ροὴ τῆς ζωῆς (Ἰω. 12, 25 · Λκ. 17, 33). Ἡ ἀνάγκη τῆς βεβαιότητας αἰχμαλωτίζει τὴ ζωὴ στὸ πνιγηρὸ κύκλωμα τῆς αὐτοεπαλήθευσης καὶ τοῦ ριζώματος στὰ ὅρια τοῦ ἀκοινώνητου ἑαυτοῦ (Μτθ. 5, 3 · Λκ. 12, 21). Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἐξουσιαστικὴ ἐξωτερίκευση τῆς αὐτάρκειας, ποὺ γεννᾶται (ἔνστικτο) καὶ συντηρεῖται (βεβαιότητα), αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ συνισταμένη τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, ἡ πλήρης ἀντιστροφὴ τῆς ζωῆς: ἀπὸ θυσιαστικὸ χάρισμα σὲ κατακτητικὴ ἐφόρμηση (Μρκ. 10, 43-45). Αὐτὸ ὑπομνηματίζει συγκεφαλαιωτικὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας ὅτι «τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη» (Ρωμ. 8,60). Σάρκα καὶ πνεῦμα εἶναι δύο ἀντιδιαστελλόμενοι μεταξύ τους τρόποι νὰ πραγματοποιεῖται τὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς: ὡς θανατογόνος ἰδιοποίηση τοῦ χαρίσματος τῆς ὕπαρξης ἢ ὡς ἐξόδιος ἀνταπόκριση στὴν κλήση ποὺ τὴν συνιστᾶ (Ρωμ. 4, 18 · Β’ Πε. 1, 10). Ἡ ἀγεφύρωτη τομὴ λοιπὸν μεταξὺ θρησκείας καὶ Ἐκκλησίας σημαίνει τὴν ἀπαράγραπτη διαφορὰ μεταξὺ καινῆς κτίσης καὶ κτήσης.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σχολιάζει, μὲ ἀφορμὴ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λάζαρου, αὐτὸ τὸ μέγα χάσμα λέγοντας ὅτι ὁ πλούσιος ἔχασε καὶ τὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωή, διότι προσανατολισμένος κτητικὰ καὶ ἀποκλειστικὰ στὴν παροῦσα αὐτοδαπανήθηκε μένοντας ἀνέραστος, δηλαδὴ ξένος καὶ ἀπὼν ἀπὸ τὴν ἐσχατολογικὴ διάσταση τῆς ζωῆς, ποὺ πλουτίζει καὶ αἱμοδοτεῖ τὴν παροῦσα.[2] Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ὑπαρκτικῆς στεγανοποίησης καθηλώνει τὸν ἄνθρωπο στὴ μονοδιάστατη ἐγωικὴ συνθήκη, ἀπὸ τὴν ὁποια μάταια ἐπιχειρεῖ νὰ ἀντλεῖ τὴ ζωή. Κι αὐτὸ γιατὶ ἡ ἀδιαπέραστη ἀπὸ τὴν καινὴ κτίση ὕπαρξη ἀναζητᾶ τὰ θεμέλιά της στὴν «ἀκράτητον φύσει κατὰ τὴν ρεῦσιν ὑπάρχουσαν»[3] ἐνθαδικότητα. Αὐτὴ ἡ ζωή, κατὰ Ἅγιο Μάξιμο, θεμελιώνεται στὴν κακὴ φιλαυτία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν καλή, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τὴ σύσταση τῆς ζωῆς στὸν Δημιουργό της.[4]
Συνεπῶς, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό – ἡ φιλαυτία, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ συγκρότηση τῆς ταυτότητας ἑκάστου, ἀλλὰ ὁ ἰδιογνώμων ἢ κοινωνικὸς προσανατολισμός της. Ἄλλωστε ἡ ὑπαρκτικὴ φορὰ πρὸς νοηματοδοτικὸ κέντρο εἶναι ἐγγενής. Τὸ θέμα εἶναι ἂν αὐτὴ θὰ εἶναι ἐνδοστρεφὴς ἢ ἂν θὰ θραύσει τὰ πειρασμικὰ μονωτικὰ καὶ καταστεῖ δεκτικὴ τοῦ ἄνωθεν καινισμοῦ. Αὐτὸ καταθέτει ὁ Ἅγιος Μάξιμος λέγοντας ὅτι «ὁ Θεὸς πάντων ἐστὶ Θεός, τῶν δὲ πλησιαζόντων αὐτῷ καὶ αὐτὸν μόνον προσκυνοῦντων λέγεται Θεὸς δικαίως· οἱ δὲ λοιποί, εἴδωλα σέβοντες, ἑτέρους ποιοῦσιν ἑαυτῶν θεούς».[5] Ἡ θρησκευτικὴ ἀναφορά, μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ἀδιόρατα εἴδωλά της, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὑποκατάσταση τῆς συστατικῆς τοῦ ἀνθρώπου κλήσης ἀπὸ τὴν εὐθήρατο καὶ ευκόλως ἐλέγξιμη κτήση. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναγνωρίζει ὅτι κάθε λογικὴ φύση ἐφίεται τῆς πρώτης αἰτίας, ἀλλὰ ἀγωνιζόμενη νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὴν εὐνόητη καὶ εὐκατάληπτη προφάνεια κουράζεται. Ἀποκαμωμένη λοιπὸν βρίσκεται ἐνώπιον δύο προοπτικῶν: «ἢ πρὸς τὰ ὁρώμενα βλέψαι, καὶ τοιούτων τι ποιῆσαι Θεόν, κακῶς εἰδυῖα […] ἡ διὰ τοῦ κάλλους τῶν ὁρωμένων καὶ τῆς εὐταξίας Θεὸν γνωρίσαι».[6] Ἡ φυσικὴ ἀγωνιώδης ροπὴ νὰ ὑπερβαθεῖ ὁ θάνατος ἀντικειμενοποιεῖται ὡς θρησκεία, ὡς αὐτεπίστροφος κίνηση, ποὺ φείδεται τοῦ ἀναγκαίου κόπου νὰ μὴν αὐτοσυστήνεται, ἀλλὰ νὰ μεταλαμβάνει καὶ νὰ φιλοξενεῖ τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης.
Ὅσο λοιπὸν ἡ ἐκκλησιοποίηση τοῦ βίου ὀπισθοχωρεῖ ἐνώπιον τῆς ἀποτελεσματικότερης ἰδεολογικῆς του ἐπένδυσης, τόσο τὸ Εὐαγγέλιο μεταπίπτει στὴν κατηγορία τῶν μεταφυσικῶν ὁδηγιῶν ἠθικῆς χρήσης τοῦ βίου. Ὅσο ἡ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία στομώνει καὶ ξεθωριάζει ἀπὸ τὴν ἀμυντικὴ περιτύλιξη στὸ ἴδιον, τόσο ἐνδίδει στὸν πειρασμὸ τῆς θρησκεύουσας αὐτοαναίρεσής της στὶς ἀγυιὲς τῶν ἐπιτηροῦντων τὴν ὕπαρξη «-ισμῶν». Ἂν ὅμως «τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων» (Μτθ. 5, 130). Ἐνώπιον τοῦ τραγικοῦ αὐτοῦ ἐνδεχομένου ἔρχεται τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ὅταν τὰ θρησκεύοντα βαρίδιά του μὴν ἀντέχοντας τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ νὰ διαμοιράζει βεβαιώσεις ἐσχατολογικῆς διασφάλισης (Μρκ. 10, 39-40), προσφεύγουν στὴν ἐπιθετικὴ αὐτοπροστασία τῆς ἰδεολογικῆς σκλήρυνσης. Ὁ ἦχος τῆς κλήσης γίνεται ἄθυρμα τῆς κτήσης καὶ ὁ σταυροφορικὸς μεσσιανισμὸς εἶναι πλέον ἕτοιμος γιὰ τὶς πνευματικὲς «ἑκατόμβες ὁμοιoφρένειας».[7]
[1] Νίκος Καροῦζος, Φιλοσοφώντας
[2] Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, PG 91, 1172Β.
[3] Στὸ ἴδιο.
[4] Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Πρὸς Θαλάσσιον περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, PG 90, 260D.
[5] Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Σχόλια εἰς τὸ περὶ τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας, PG 4, 88C.
[6] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΚΗ’, PG 36, 44Β.
[7] Νίκος Καροῦζος, Στερεύοντες ἀπὸ βεβαιότητες ἄσπρες
Ἐκκλησιοποιούμενος βίος καί ἡ θρησκευτική του αναίρεση - Αντίφωνο (antifono.gr)