1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
α) διότι αὕτη ἀφ’οὗ πλασθῇ, δέν παύει ἀπό τοῦ νά κινῆται, ἕως οὗ νά ἐξέλθῃ ἡ ψυχή ἐκ τοῦ σώματος·
β) ὅτι αὕτη εἶναι πηγή ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος διά τῆς κινήσεώς της, καί εὐθύς ὅταν παύσῃ ἡ κίνησις αὐτῆς, παύει καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον δέ ἡ ψυχή ἡ ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ οὖσα ἐνιδρυμένη, διά τῆς κινήσεως τῆς καρδίας ἐνεργεῖ, μεταδίδουσα τήν ζωήν εἰς ὅλον τό σῶμα καί τοῦτο ζωοποιοῦσα, κατά τόν μέγαν Βασίλειον λέγοντα· «Τήν ζωτικήν δύναμιν, ἐπεί συγκέκραται τῷ σώματι ἡ ψυχή φυσικῶς διά τήν εὐκρασίαν, καί οὐκ ἐκ προαιρέσεως χορηγεῖ». (Διαταξ. ἀσκητικῇ β) Καί
γ) ὅτι τῶν ἄλλων μελῶν, καί μερῶν τοῦ σώματος ἠρεμούντων πολλάκις καί ἀκινητούντων, καθώς μάλιστα συμβαίνει ἐν τοῖς ὕπνοις, καί ὕπνοις βαθυτάτοις, καί ἀφαντάστοις, ἡ καρδία μόνη δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά πάντοτε κινεῖται καί ἀγρυπνεῖ, ὡσεί νά προφυλάττῃ αὕτη ὅλα τά λοιπά μέλη τοῦ σώματος, ἅπερ τότε ἡσυχάζουσι, καί ἀναπαύονται· καί τοῦτο ἐστί τό γεγραμμένον ἐν τῷ Ἄσματι· «Ἐγώ καθεύδω, καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμα ε΄ 2) ἄν καί τό ρητόν αὐτό τροπολογικῶς ἑρμηνεύεται ὑπό τῶν θείων Πατέρων, διά τήν τελείαν, καί ὑπό τοῦ θείου ἔρωτος κατεχομένην
«…Καί στόν ἐγκέφαλο βρίσκεται σάν σέ ὄργανο, ὄχι ἡ οὐσία καί ἡ δύναμι τοῦ νοῦ, δηλαδή τῆς ψυχῆς, ἀλλά μόνο ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅπως προείπαμε στήν ἀρχή καί ἄφησε τούς νεώτερους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λένε ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο καί στό κλωνάρι τοῦ ἐγκεφάλου· γιατί αὐτό εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά πῆ κανείς ὅτι ἡ ψυχή τῶν φυτῶν δέν βρίσκεται ἀρχικά στή ρίζα τοῦ δένδρου, ἀλλά στά κλαδιά καί στόν καρπό1 . Τό διδασκαλεῖο τῶν Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων εἶναι ἀληθέστερο ἀπό τά διδασκαλεῖα τῶν ἀνθρώπων.
Μτφ.1Ἔπειτα πρέπει νά στοχασθοῦμε καί αὐτό : Ὅτι κάθε τι πού εἶναι αἰώνια κινούμενο, εἶναι ἀεικίνητο καί ἔχει ἀναλογία καί ὁμοιότητα καί συγγένεια μέ τό αἰωνίως κινούμενο. Ἐπειδή λοιπόν ἡ καρδιά καί τό εἰλικρινές πνεῦμα πού εἶναι στήν καρδιά, εἶναι αἰωνίως κινούμενα, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητη ψυχή εἶναι εὔλογο καί ἑπόμενο νά βρίσκεται στήν ἀεικίνητη καρδιά κατ’ οὐσία καί δύναμι, παρά νά βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο. Καί ὅτι ἡ καρδιά εἶναι ἀεικίνητη εἶναι ὁλοφάνερο.
α) γιατί αὐτή, ἀφοῦ σχηματισθῆ, δέν σταματᾶ νά κινεῖται μέχρι νά βγῆ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα·
β) γιατί αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος μέσω τῆς κινήσεώς της καί ἀμέσωςμόλις παύση ἡ κίνησίς της, σταματᾶ καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον ὅμως ἡ ψυχή πού εἶναι ἐγκατεστημένη μέσα στήν ἀεικίνητη καρδιά, ἐνεργεῖ μέσω τῆς κίνησης τῆς καρδιᾶς, μεταδίδοντας τή ζωή σέ ὅλο τό σῶμα καί τό ζωοποιεῖ, σύμφωνα μέ τόν μέγα Βασίλειο πού λέει: «Ἡ ψυχή χορηγεῖ τή ζωτική δύναμι φυσικά, μέσω τοῦ συγκερασμοῦ καί ὄχι ἐκ προαιρέσεως, ἐπειδή εἶναι συγκερασμένη μέ τό σῶμα (Ἀσκητι. διαταξ. β΄). Καί
γ) γιατί καί ὅταν τά ἄλλα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος ἠρεμοῦν καί μένουν ἀκίνητα, ὅπως συμβαίνει κυρίως στόν ὕπνο καί μάλιστα στό βαθύ καί χωρίς ὄνειρα ὕπνο, μόνο ἡ καρδιά δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά κινεῖται πάντοτε καί ἀγρυπνεῖ, σάν νά προφυλάσση ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος, τά ὁποῖα τότε ἡσυχάζουν καί ἀναπαύονται· καί αὐτό εἶναι πού ἔχει γραφῆ στό Ἆσμα: «Ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα 5,2), ἄν καί αὐτό τό ρητό ἑρμηνεύεται ἀλληγορικά ἀπό τούς θείους Πατέρες σχετικά μέ τήν τέλεια ψυχή πού διακατέχεται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
α) γιατί αὐτή, ἀφοῦ σχηματισθῆ, δέν σταματᾶ νά κινεῖται μέχρι νά βγῆ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα·
β) γιατί αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος μέσω τῆς κινήσεώς της καί ἀμέσωςμόλις παύση ἡ κίνησίς της, σταματᾶ καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον ὅμως ἡ ψυχή πού εἶναι ἐγκατεστημένη μέσα στήν ἀεικίνητη καρδιά, ἐνεργεῖ μέσω τῆς κίνησης τῆς καρδιᾶς, μεταδίδοντας τή ζωή σέ ὅλο τό σῶμα καί τό ζωοποιεῖ, σύμφωνα μέ τόν μέγα Βασίλειο πού λέει: «Ἡ ψυχή χορηγεῖ τή ζωτική δύναμι φυσικά, μέσω τοῦ συγκερασμοῦ καί ὄχι ἐκ προαιρέσεως, ἐπειδή εἶναι συγκερασμένη μέ τό σῶμα (Ἀσκητι. διαταξ. β΄). Καί
γ) γιατί καί ὅταν τά ἄλλα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος ἠρεμοῦν καί μένουν ἀκίνητα, ὅπως συμβαίνει κυρίως στόν ὕπνο καί μάλιστα στό βαθύ καί χωρίς ὄνειρα ὕπνο, μόνο ἡ καρδιά δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά κινεῖται πάντοτε καί ἀγρυπνεῖ, σάν νά προφυλάσση ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος, τά ὁποῖα τότε ἡσυχάζουν καί ἀναπαύονται· καί αὐτό εἶναι πού ἔχει γραφῆ στό Ἆσμα: «Ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα 5,2), ἄν καί αὐτό τό ρητό ἑρμηνεύεται ἀλληγορικά ἀπό τούς θείους Πατέρες σχετικά μέ τήν τέλεια ψυχή πού διακατέχεται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
Ὁ ἐγκέφαλος ὅμως δέν εἶναι ἀεικίνητος, οὔτε προβάλλει πάντοτε μέσω αὐτοῦ ἡ ψυχή νοερές ἐνέργειες·
α) γιατί σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἐννέα μηνῶν κατά τούς ὁποίους τό βρέφος κινεῖται στήν κοιλιά ἔμψυχο καί τέλειο, ὁ ἐγκέφαλος ἀπρακτεῖ καί ἠρεμεῖ χωρίς νά προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμία ἐνέργεια τοῦ νοῦ·
β) καί ἀφοῦ γεννηθῆ τό βρέφος, γιά ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἤ καί περισσότερο, ὁ ἐγκέφαλος μένει ἀκίνητος καί ἄπρακτος. Γιατί ὁ νοῦς δέν προβάλλει μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια, ἐπειδή αὐτό εἶναι ἀτελής καί ἐν δυνάμει νοῦς·
γ) καί τέλος, γιατί καί ὅταν ὁλοκληρωθῆ καί ἀποκτήση νοῦ ἐν ἐνεργείᾳ καί τότε πάλι, συμβαίνει πολλές φορές ὁ ἐγκέφαλος νά μένη ἄπρακτος καί νά μήν προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅπως συμβαίνει τόσο στόν βαθύ ὕπνο, ὅπως εἴπαμε, ὅσο καί ἄν τύχη νά πέση κάποιος ἀπό ψηλό σημεῖο καί νά σκοτωθῆ· γιατί τότε ἡ ψυχή συστέλλεται ὅλη στό κέντρο καί στό θάλαμό της, τήν καρδιά, γιά νά προφυλαχθῆ ἐκεῖ καί μαζί μέ αὐτή τήν οὐσία ἑνώνεται καί μέ τήν δύναμι· καί ἀφήνει ἄπρακτο καί ἀναίσθητο ὄχι μόνο τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά καί τίς αἰσθήσεις καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος· ὥστε μπορεῖ νά πῆ κανείς, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τότε ζεῖ μόνο μέ τήν καρδιά· ἐνῶ ὡς πρός τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος εἶναι νεκρός· ἄν ὅμως κάποιοι προβάλλουν τήν ἀφθονία καί τό πολύ ψυχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο καί ἀπό αὐτό ἀξιώνουν ὅτι ἐκεῖ ἐνθρονίζεται ἡ ψυχή, ἄς μάθουν αὐτοί ὅτι αὐτό τό πνεῦμα βρίσκεται πολύ περισσότερο στήν καρδιά καί ὅτι ἀπό τήν καρδιά, τήν πηγή τῶν πνευμάτων, αὐτό τό πνεῦμα ἀνεβαίνει καί στόν ἐγκέφαλο· καί ὄχι τό ἀντίθετο, δηλαδή ἀπό τόν ἐγκέφαλο στήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί ὁ Βλεμίδης στόν λόγο περί ψυχῆς λέει· «Τό ζωτικά πνεῦμα ἀνεβαίνει μέσω τῶν ἀρτηριῶν ἀπό τήν καρδιά στό κεφάλι καί γίνεται ὕλη πνεύματος στόν ἐγκέφαλο».
α) γιατί σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἐννέα μηνῶν κατά τούς ὁποίους τό βρέφος κινεῖται στήν κοιλιά ἔμψυχο καί τέλειο, ὁ ἐγκέφαλος ἀπρακτεῖ καί ἠρεμεῖ χωρίς νά προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμία ἐνέργεια τοῦ νοῦ·
β) καί ἀφοῦ γεννηθῆ τό βρέφος, γιά ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἤ καί περισσότερο, ὁ ἐγκέφαλος μένει ἀκίνητος καί ἄπρακτος. Γιατί ὁ νοῦς δέν προβάλλει μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια, ἐπειδή αὐτό εἶναι ἀτελής καί ἐν δυνάμει νοῦς·
γ) καί τέλος, γιατί καί ὅταν ὁλοκληρωθῆ καί ἀποκτήση νοῦ ἐν ἐνεργείᾳ καί τότε πάλι, συμβαίνει πολλές φορές ὁ ἐγκέφαλος νά μένη ἄπρακτος καί νά μήν προβάλλεται μέσω αὐτοῦ καμμιά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅπως συμβαίνει τόσο στόν βαθύ ὕπνο, ὅπως εἴπαμε, ὅσο καί ἄν τύχη νά πέση κάποιος ἀπό ψηλό σημεῖο καί νά σκοτωθῆ· γιατί τότε ἡ ψυχή συστέλλεται ὅλη στό κέντρο καί στό θάλαμό της, τήν καρδιά, γιά νά προφυλαχθῆ ἐκεῖ καί μαζί μέ αὐτή τήν οὐσία ἑνώνεται καί μέ τήν δύναμι· καί ἀφήνει ἄπρακτο καί ἀναίσθητο ὄχι μόνο τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά καί τίς αἰσθήσεις καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μέλη καί μέρη τοῦ σώματος· ὥστε μπορεῖ νά πῆ κανείς, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τότε ζεῖ μόνο μέ τήν καρδιά· ἐνῶ ὡς πρός τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος εἶναι νεκρός· ἄν ὅμως κάποιοι προβάλλουν τήν ἀφθονία καί τό πολύ ψυχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν ἐγκέφαλο καί ἀπό αὐτό ἀξιώνουν ὅτι ἐκεῖ ἐνθρονίζεται ἡ ψυχή, ἄς μάθουν αὐτοί ὅτι αὐτό τό πνεῦμα βρίσκεται πολύ περισσότερο στήν καρδιά καί ὅτι ἀπό τήν καρδιά, τήν πηγή τῶν πνευμάτων, αὐτό τό πνεῦμα ἀνεβαίνει καί στόν ἐγκέφαλο· καί ὄχι τό ἀντίθετο, δηλαδή ἀπό τόν ἐγκέφαλο στήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί ὁ Βλεμίδης στόν λόγο περί ψυχῆς λέει· «Τό ζωτικά πνεῦμα ἀνεβαίνει μέσω τῶν ἀρτηριῶν ἀπό τήν καρδιά στό κεφάλι καί γίνεται ὕλη πνεύματος στόν ἐγκέφαλο».
Ἁγ. Νικοδήμου, Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο, Ἀπόδοση στή Νεοελληνική, Ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 193-195.
Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
ΤΟ ΚΩΝΑΡΙΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ. Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ.
Ανώνυμος είπε...
Σολ δʹ 14
Ἐγκωμιαζομένου Δικαίου, εὐφρανθήσονται λαοί· ἀθανασία γάρ ἐστιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ὅτι καὶ παρὰ Θεῷ γινώσκεται καὶ παρὰ ἀνθρώποις. Καὶ ἀρεστὴ Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. Ἐπιθυμήσατε τοιγαροῦν, ὦ ἄνδρες, σοφίαν, καὶ ποθήσατε, καὶ παιδευθήσεσθε. Ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἀγάπη, καὶ τήρησις νόμων. Τιμήσατε σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε. Ἀπαγγελῶ ὑμῖν, καὶ οὐ κρύψω ἀφʼ ὑμῶν μυστήρια Θεοῦ. Ὅτι αὐτὸς καὶ τῆς σοφίας ὁδηγός ἐστι, καὶ τῶν σοφῶν διορθωτής. Καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ πᾶσα φρόνησις καὶ ἐργασιῶν ἐπιστήμη. Ἡ πάντων φρόνησις ἐδίδαξε σοφίαν. Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ Πνεῦμα νοεῥόν, ἅγιον. Ἀπαύγασμα φωτὸς ἀϊδίου, καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Αὕτη φίλους Θεοῦ καὶ Προφήτας κατασκευάζει. Εὐπρεπεστέρα δέ ἐστιν Ἡλίου καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀστέρων θέσιν. Φωτὶ συγκρινομένη, εὑρίσκεται προτιμοτέρα. Αὕτη τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ πόνων ἐῤῥύσατο, καὶ ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις. Ἔδωκεν αὐτοῖς γνῶσιν ἁγίαν. Καὶ διεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ ἐνεδρευόντων, καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτοῖς, ἵνα γνῶσι πάντες, ὅτι δυνατωτέρα παντός ἐστιν ἡ εὐσέβεια. Καὶ οὐ μὴ κατισχύσῃ ποτὲ κακία σοφίας, οὐδʼ οὐ μὴ παρελεύσεται πονηροὺς ἐλέγχουσα ἡ δίκη. Εἶπον γὰρ ἐν αὐτοῖς λογισάμενοι οὐκ ὀρθῶς. Καταδυναστεύσωμεν τὸν δίκαιον, μὴ φεισώμεθα τῆς ὁσιότητος αὐτοῦ, μηδὲ ἐντραπῶμεν πολιὰς πρεσβύτου πολυχρονίους. Ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος. Καὶ ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ὑμῖν ἐστιν, καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν, καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν. Ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει. Ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν. Βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ. Εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν, καὶ μακαρίζει ἔσχατα δικαίων. Ἴδωμεν οὖν, εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ. Ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπιείκειαν αὐτοῦ, καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ. Θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν· ἔσται γὰρ αὐτοῦ ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ. Ταῦτα ἐλογίσαντο καὶ ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν. Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ· οὐδὲ ἔκριναν, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς μόνος, ὁ ζωῆς ἔχων καὶ θανάτου τὴν ἐξουσίαν, καὶ σῴζων ἐν καιρῷ θλίψεως, καὶ ῥυόμενος παντὸς κακοῦ· ὁ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, καὶ διδοὺς τοῖς ὁσίοις σου χάριν, καὶ τῷ σῷ βραχίονι τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντιτασσόμενος.
_---
Αʹ Κορ 12:7 – 11
Ἀδελφοί, ἑκάστῳ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον. ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δὲ προφητεία, ἄλλῳ δὲ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δὲ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δὲ ἑρμηνεία γλωσσῶν· πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται.
Ιω 10:9 – 16
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.
Σολ δʹ 14
Ἐγκωμιαζομένου Δικαίου, εὐφρανθήσονται λαοί· ἀθανασία γάρ ἐστιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ὅτι καὶ παρὰ Θεῷ γινώσκεται καὶ παρὰ ἀνθρώποις. Καὶ ἀρεστὴ Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. Ἐπιθυμήσατε τοιγαροῦν, ὦ ἄνδρες, σοφίαν, καὶ ποθήσατε, καὶ παιδευθήσεσθε. Ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἀγάπη, καὶ τήρησις νόμων. Τιμήσατε σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε. Ἀπαγγελῶ ὑμῖν, καὶ οὐ κρύψω ἀφʼ ὑμῶν μυστήρια Θεοῦ. Ὅτι αὐτὸς καὶ τῆς σοφίας ὁδηγός ἐστι, καὶ τῶν σοφῶν διορθωτής. Καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ πᾶσα φρόνησις καὶ ἐργασιῶν ἐπιστήμη. Ἡ πάντων φρόνησις ἐδίδαξε σοφίαν. Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ Πνεῦμα νοεῥόν, ἅγιον. Ἀπαύγασμα φωτὸς ἀϊδίου, καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Αὕτη φίλους Θεοῦ καὶ Προφήτας κατασκευάζει. Εὐπρεπεστέρα δέ ἐστιν Ἡλίου καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀστέρων θέσιν. Φωτὶ συγκρινομένη, εὑρίσκεται προτιμοτέρα. Αὕτη τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ πόνων ἐῤῥύσατο, καὶ ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις. Ἔδωκεν αὐτοῖς γνῶσιν ἁγίαν. Καὶ διεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ ἐνεδρευόντων, καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτοῖς, ἵνα γνῶσι πάντες, ὅτι δυνατωτέρα παντός ἐστιν ἡ εὐσέβεια. Καὶ οὐ μὴ κατισχύσῃ ποτὲ κακία σοφίας, οὐδʼ οὐ μὴ παρελεύσεται πονηροὺς ἐλέγχουσα ἡ δίκη. Εἶπον γὰρ ἐν αὐτοῖς λογισάμενοι οὐκ ὀρθῶς. Καταδυναστεύσωμεν τὸν δίκαιον, μὴ φεισώμεθα τῆς ὁσιότητος αὐτοῦ, μηδὲ ἐντραπῶμεν πολιὰς πρεσβύτου πολυχρονίους. Ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος. Καὶ ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ὑμῖν ἐστιν, καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν, καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν. Ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει. Ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν. Βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ. Εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν, καὶ μακαρίζει ἔσχατα δικαίων. Ἴδωμεν οὖν, εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ. Ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπιείκειαν αὐτοῦ, καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ. Θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν· ἔσται γὰρ αὐτοῦ ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ. Ταῦτα ἐλογίσαντο καὶ ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν. Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ· οὐδὲ ἔκριναν, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς μόνος, ὁ ζωῆς ἔχων καὶ θανάτου τὴν ἐξουσίαν, καὶ σῴζων ἐν καιρῷ θλίψεως, καὶ ῥυόμενος παντὸς κακοῦ· ὁ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, καὶ διδοὺς τοῖς ὁσίοις σου χάριν, καὶ τῷ σῷ βραχίονι τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντιτασσόμενος.
_---
Αʹ Κορ 12:7 – 11
Ἀδελφοί, ἑκάστῳ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον. ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δὲ προφητεία, ἄλλῳ δὲ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δὲ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δὲ ἑρμηνεία γλωσσῶν· πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται.
Ιω 10:9 – 16
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν
1 σχόλιο:
Σολ δʹ 14
Ἐγκωμιαζομένου Δικαίου, εὐφρανθήσονται λαοί· ἀθανασία γάρ ἐστιν ἡ μνήμη αὐτοῦ, ὅτι καὶ παρὰ Θεῷ γινώσκεται καὶ παρὰ ἀνθρώποις. Καὶ ἀρεστὴ Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. Ἐπιθυμήσατε τοιγαροῦν, ὦ ἄνδρες, σοφίαν, καὶ ποθήσατε, καὶ παιδευθήσεσθε. Ἀρχὴ γὰρ αὐτῆς ἀγάπη, καὶ τήρησις νόμων. Τιμήσατε σοφίαν, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε. Ἀπαγγελῶ ὑμῖν, καὶ οὐ κρύψω ἀφʼ ὑμῶν μυστήρια Θεοῦ. Ὅτι αὐτὸς καὶ τῆς σοφίας ὁδηγός ἐστι, καὶ τῶν σοφῶν διορθωτής. Καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ πᾶσα φρόνησις καὶ ἐργασιῶν ἐπιστήμη. Ἡ πάντων φρόνησις ἐδίδαξε σοφίαν. Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ Πνεῦμα νοεῥόν, ἅγιον. Ἀπαύγασμα φωτὸς ἀϊδίου, καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Αὕτη φίλους Θεοῦ καὶ Προφήτας κατασκευάζει. Εὐπρεπεστέρα δέ ἐστιν Ἡλίου καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀστέρων θέσιν. Φωτὶ συγκρινομένη, εὑρίσκεται προτιμοτέρα. Αὕτη τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ πόνων ἐῤῥύσατο, καὶ ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις. Ἔδωκεν αὐτοῖς γνῶσιν ἁγίαν. Καὶ διεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ ἐνεδρευόντων, καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτοῖς, ἵνα γνῶσι πάντες, ὅτι δυνατωτέρα παντός ἐστιν ἡ εὐσέβεια. Καὶ οὐ μὴ κατισχύσῃ ποτὲ κακία σοφίας, οὐδʼ οὐ μὴ παρελεύσεται πονηροὺς ἐλέγχουσα ἡ δίκη. Εἶπον γὰρ ἐν αὐτοῖς λογισάμενοι οὐκ ὀρθῶς. Καταδυναστεύσωμεν τὸν δίκαιον, μὴ φεισώμεθα τῆς ὁσιότητος αὐτοῦ, μηδὲ ἐντραπῶμεν πολιὰς πρεσβύτου πολυχρονίους. Ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος. Καὶ ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ὑμῖν ἐστιν, καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν, καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν. Ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει. Ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν. Βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ. Εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν, καὶ μακαρίζει ἔσχατα δικαίων. Ἴδωμεν οὖν, εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ. Ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπιείκειαν αὐτοῦ, καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ. Θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν· ἔσται γὰρ αὐτοῦ ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ. Ταῦτα ἐλογίσαντο καὶ ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν. Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ· οὐδὲ ἔκριναν, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς μόνος, ὁ ζωῆς ἔχων καὶ θανάτου τὴν ἐξουσίαν, καὶ σῴζων ἐν καιρῷ θλίψεως, καὶ ῥυόμενος παντὸς κακοῦ· ὁ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, καὶ διδοὺς τοῖς ὁσίοις σου χάριν, καὶ τῷ σῷ βραχίονι τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντιτασσόμενος.
_---
Αʹ Κορ 12:7 – 11
Ἀδελφοί, ἑκάστῳ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον. ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δὲ προφητεία, ἄλλῳ δὲ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δὲ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δὲ ἑρμηνεία γλωσσῶν· πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται.
Ιω 10:9 – 16
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.
Δημοσίευση σχολίου