Συνέχεια από: Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
«ΣΥΓΚΡΑΣΙΣ» ΚΑΙ «ΖΕΥΞΙΣ»
Γιὰ τὴ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους «σύγκρασις» καὶ «ζεύξις».
Ὑπάρχει ἕνας «δυαλισμός» στὴν Κλίμακα, μιὰ διάκριση τοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τὸ πνευματικό, τοῦ σωματικοῦ ἀπὸ τὸ ἀσώματο. Ωστόσο, οἱ ὅροι «ψυχή» καὶ «σῶμα» δὲν εἶναι φορτισμένοι μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ τοὺς ἔδωσε ἡ φιλοσοφία, διατηροῦν τὴ βιβλική, περισσότερο, σημασία τους. Ἡ ψυχή σημαίνει τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὕπαρξή του, τὸ πρόσωπό του ποὺ εἶναι φορέας τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ σῶμα εἶναι ἡ φύση, ἡ ὑλική πραγματικότητα ποὺ συνιστᾶ τὴν κοσμικὴ διάσταση τοῦ προσώπου, τὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὑλικὴ φύση τοῦ κόσμου.[ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ; ΤΟ ΕΓΩ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ , Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΕΟΝ, ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ. ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ Η ΖΩΙΚΗ ΦΥΣΗ, ΤΟ ΔΑΡΒΙΝΙΚΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ. ΑΝΑΓΚΑΙΩΣ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΝΟΥΜΕ ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. ΤΑ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΣΤΑΣΙΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΜΟΙΒΑΙΕςΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ ΑΓΕΝΝΗΤΟ, ΟΠΩΣ Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ]
Στὴ σχέση τῶν δυὸ αὐτῶν στοιχείων, τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ σωματικοῦ καὶ τοῦ ἀσώματου, διαπιστώνει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἕνα πρόβλημα, ὀνομάζει «μυστήριο» αὐτὴ τὴ σχέση καὶ ζητάει «τὸν λόγον τῆς συγκράσεως». «Τί τὸ περὶ ἐμὲ μυστήριον; Τίς ὁ λόγος τῆς ἐμῆς συγκράσεως;»1. Μὲ τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, ὅπως αὐτὴ καταλαβαίνει καὶ προσδιορίζει τὴν ὑλικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ φύση, εἶναι ἀνεξήγητο πῶς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου περιορίζεται στὰ ὅρια τοῦ σώματος. «᾿Αμήχανον φυσικῶς τὸ ἀσώματον ὑπὸ τοῦ σώματος ὁρίζεσθαι»2. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ποὺ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὑλικὴ φύση, ποὺ παραμένει πηλός, εἶναι ἕνα ἐρώτημα ἀναπάντητο. «Πῶς εἰκών εἰμι τοῦ Θεοῦ καὶ τῷ πηλῷ συμφύρομαι;»3.
Ωστόσο, ἡ ἀνεξήγητη αὐτὴ σχέση εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σύγκραση αὐτὴ συνιστᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη χωριστὰ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα, ἡ «ψυχή» εἶναι τὸ μοναδικό κτίσμα ποὺ λαβαίνει τὴν ὕπαρξη «οὐκ ἐν ἑαυτῷ, ἀλλ᾽ ἐν ἑτέρῳ». «Ἕν τῶν κτισμάτων ἐν ἑτέρῳ καὶ οὐκ ἐν ἑαυτῷ τὸ εἶναι εἴληφε»4. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νοηθῆ ἡ πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου καθεαυτή, δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο μαζὶ μὲ ἕνα σῶμα. Τὸ σῶμα εἶναι ἡ ὑπαρκτικὴ προϋπόθεση τοῦ ἀνθρώπου, λαβαίνει τὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀρχίζει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὡς ἄνθρωπος, μόνο μὲ ἀφετηρία τὴν ὑλική του ὑπόσταση5.
Τὰ προβλήματα τῆς δυαλιστικῆς φιλοσοφίας γιὰ τὴν «προὕπαρξη» τῶν ψυχῶν[ΤΟ ΕΜΦΥΣΗΜΑ ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ;] ἢ γιὰ τὴ μεταγενέστερη ἐμφύτευση τῆς ψυχῆς στὸ σῶμα – προβλήματα ποὺ παρέσυραν τὸν Ωριγένη καὶ τὸν Εὐάγριο σὲ θεωρητικὲς ἀναζητήσεις ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας – δὲν ὑπάρχουν στὴν Κλίμακα τοῦ Ιωάννη.[ΕΠΛΑΣΕ ΤΌΝ ΆΝΘΡΩΠΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΗ ΤΗΣ ΓΗΣ. ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ;] Ἐδῶ ἡ σύζευξη τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα εἶναι τὸ ἀφετηριακὸ γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ τὸν ἄνθρωπο, κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ στοιχεῖα δὲν ἔχει προτεραιότητα στὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεως6. Ὁ λόγος τῆς σχέσεως ψυχῆς καὶ σώματος δὲν ἔρχεται νὰ προσδιορίση ἐκ τῶν ὑστέρων τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀλλὰ προϋποτίθεται πρὶν ἀπὸ κάθε δεδομένο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως7.[ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΥ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ. ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ;ΤΟΥ ΕΝΕΦΥΣΗΣΕ ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΖΩΝΤΑΝΟ ΟΝ. ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ.ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΟΝΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΛΟΓΟ]
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα στὸ φυσικό θάνατο εἶναι γιὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἕνα γεγονὸς ἀσυμβίβαστο μὲ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ονομάζει «θαῦμα» τὴ διάλυση τῆς ὀργανικῆς αὐτῆς σχέσεως καὶ ἀπορεῖ πῶς ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο «ἐκτὸς τοῦ ἐν ὦ τὸ εἶναι ἐκομίσατο, συνίστασθαι πέφυκε»8. Μὲ αὐτὴ τὴ διατύπωση ἐπεξηγεῖ περισσότερο τὴν παραπάνω ἔννοια τῆς συγκράσεως, ἡ ψυχὴ «ἐκομίσατο τὸ εἶναι ἐν τῷ σώματι», τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἔχει ὁπωσδήποτε ὑλική - σωματικὴ διάσταση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι «θαῦμα» – ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ φυσικοῦ, ξένος γιὰ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου – ὁ θάνατος.
᾿Αλλὰ ἡ κατάλυση τῆς φυσικῆς ἑνότητος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος δὲν ἀρχίζει μὲ τὸν θάνατο, ὁλοκληρώνεται στὸ θάνατο. Ἡ δυσαρμονία σὲ αὐτὴ τὴ σχέση ἀρχίζει μὲ τὴν παρεμβολὴ τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀλλοίωση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στὴ φύση. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοιώνει τὸ «κατὰ φύσιν», ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος διαπιστώνει μιὰν ἀλλαγή, μιὰ μεταβολὴ στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, κατ᾿ ἀρχὴν στὴ σωματική - ὑλική του ὑπόσταση. «Ἑτέρως τι τῶν κτισθέντων παρὸ γέγονε καθέστηκε»9. Ὄχι ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔβλαψε περισσότερο τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχή – ὁ Κλίμακος δὲν κάνει τέτοια ἀντιθετικὴ διάκριση, ἀποφεύγει μάλιστα νὰ χρησιμοποιήση τὸν ὅρο «ψυχή», ἐκφράζεται ὡσὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ ἔχει προσλάβει ὀργανικὰ καὶ ἄρρηκτα τὴ σωματικὴ φύση, τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση. ᾿Αλλὰ στὴ φυσικὴ αὐτὴ πρόσληψη, στὸ σῶμα, ποὺ εἶναι ὑποστατική φύση, βλέπει μιὰν ἀλλοίωση καὶ διαφοροποίηση – «καθέστηκεν ἑτέρως παρὸ γέγονε» – ποὺ ἀποκαλύ πτει καὶ ἐμφανίζει τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας στὸ «κατὰ φύσιν», τὴν παρεμβολὴ τῆς δυσαρμονίας στὴ φυσικὴ ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως10. Τώρα τὸ σῶμα εἶναι «φίλος» καὶ ταυτόχρονα «ἐχθρός», εἶναι «σύζυγος» καὶ «φύσις», ἀλλὰ ταυτόχρονα «τυραννίς» καὶ «κίνδυνος».
«Τί τὸ περὶ ἐμὲ μυστήριον;τίς ὁ λόγος τῆς ἐμῆς συγκράσεως;
πῶς ἐμαυτῷ ἐχθρὸς καὶ φίλος καθέστηκα;
λέγε μοι σύ, λέγε μοι,
ὦ ἐμὴ σύζυγε, ὦ ἐμὴ φύσις.
Οὐ γὰρ παρ᾿ ἄλλου μαθεῖν περὶ σοῦ δεηθήσομαι·
πῶς ἐκ σοῦ μείνω ἄτρωτος;
πῶς δυνηθῶ τὸν φυσικὸν κίνδυνον ἐκφυγεῖν;
πῶς σου τὴν τυραννίδα νικήσω;»11.
Ὑπάρχει ἕνας «δυαλισμός» στὴν Κλίμακα, ἡ πιστοποίηση μιᾶς ἀντιθέσεως μέσα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀλλὰ ἡ ἀντίθεση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στὴν ὕλη καὶ στὸ πνεῦμα, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, εἶναι ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴ φύση του, ἀνάμεσα σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος «κατὰ φύσιν» καὶ στὴν «παρὰ φύσιν» ἀλλοίωση τῆς ἁμαρτίας.[ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ] Εἶναι ὁ ἴδιος «τραγικὸς δυαλισμὸς»12 τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως, «ὁ ἕτερος νόμος ὁ ἐν τῇ σαρκί», ποὺ περιγράφει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ρωμαίους13.[ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ.ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΝ ΤΗ ΣΑΡΚΙ. ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΜΩΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΛΟΓΟΣ;]
Ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ ἡ ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταστρέφει τὴ μοναδική δυνατότητα νὰ γεφυρωθῆ τὸ χάσμα ἀνάμεσα στη φύση καὶ στὸ Θεό.[ ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ ΗΔΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟ] Ἡ ἄπειρη ἀπόσταση τοῦ ἄκτιστου ἀπὸ τὸ κτιστό [ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ], ὁ φυσικός χωρισμός ἀνάμεσα στὴν ὑλικὴ κτίση καὶ στὸ Θεὸ ποὺ ὤφειλε νὰ ὑπερπηδηθῆ μὲ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου – τὴν πιστότητά του στὸ «κατὰ φύσιν» τῆς «εἰκόνος» ποὺ ἔτεινε δυναμικὰ στὴν «ὁμοίωση» – γίνεται μὲ τὴν ἁμαρτία μιὰ ἀπροσπέλαστη ἄβυσσος. Ἐπειδὴ ἡ φύση ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν γνωρίζει πιὰ τὸ ἀληθινὰ ἀγαθό, τείνει περισσότερο πρὸς ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀντίθετο στὴ φύση καὶ ὁ ἄνθρωπος ζῆ τὴν τραγικότητα τῆς ἀποδιοργανώσεως τῆς φυσικῆς του ὑπάρξεως καὶ τελικὰ τὸν θάνατο14. Στὴν Κλίμακα περιγράφεται συχνὰ ὁ διχασμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα στὸ «κατὰ φύσιν» καὶ στὸ «παρὰ φύσιν», ἀνάμεσα σὲ αὐτὸ ποὺ φυσικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ στὴν ἀλλοίωση τῆς ἁμαρτίας, ἀνάμεσα στὴ «συγγένεια» μὲ τὴ φύση («πάντως τῆς ἑαυτοῦ συγγενείας ἀπλήστως ὀρέγεται»15) καὶ στὴν ἀντίθεση μὲ τὴ φύση.
«Πῶς νικήσω, ὅν φύσει ἀγαπᾶν πέφυκα;πῶς ἐλευθερωθῶ τούτου, ὦ εἰς αἰῶνας συνδέδεμαι;
πῶς καταργήσω τὸ καὶ σὺν ἐμοὶ ἀνιστάμενον;
πῶς δείξω ἄφθαρτον τὸ φθαρτὴν εἰληφὸς φύσιν;
τι εὔλογον εἴπω τῷ τὰ εὔλογα κεκτημένῳ διὰ τῆς φύσεως;»16
Σὲ κάθε ἐρώτημα ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς συγκράσεως, γιὰ τὴν ἑνιαία πραγματικότητα τῆς ὑπάρξεως καὶ ταυτόχρονα ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς φύσεως.[ ὅν φύσει ἀγαπᾶν πέφυκα; ΟΧΙ ΤΗΝ ΦΥΣΗ] Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ σῶμα μας εἶναι φυσική, εἶναι συνἐπεια τοῦ ὀργανικοῦ δεσμοῦ ποὺ ὁρίζει τὴν προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεώς μας, καὶ αὐτὸς ὁ δεσμὸς προορίζεται νὰ συνεχιστῆ στοὺς αἰῶνες. Τὸ σῶμα θὰ μετάσχη στὴν ἀνάσταση τῆς κρίσεως ὡς ὑποστατικό τμῆμα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ταυτόχρονα, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος πρέπει αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός του, νὰ τὸ νικήση, νὰ ἀρνηθῆ τὰ θελήματά του[ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ] καὶ νὰ τὸ ὑποτάξη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ «ἐλευθερωθῆ» ἀπὸ τὸ σῶμα του, καὶ αὐτὸ σημαίνη, νὰ γίνη ἀδέσμευτος καὶ ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὶς ἐπαναστατημένες ἀπαιτήσεις τοῦ σώματος.[ΠΟΙΟΣ ΑΚΟΥΕΙ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ] Πρέπει νὰ «καταργήση» τὴν ἐπαναστατημένη φύση του, τὶς ἄλογες ἀπαιτήσεις καὶ ἐπιθυμίες της, καὶ νὰ ἀναδείξη ἄφθαρτο τὸ φθαρτὸ ἀπὸ τὴν πλάση του σῶμα;;;. Στὴν ἀντιθετικὴ αὐτὴ διαλεκτική, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, τὸ σῶμα πλεονεκτεῖ, «κέκτηται τὰ εὔλογα διὰ τῆς φύσεως», ἔχει μὲ τὸ μέρος του τὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσεως, τὴ δύναμη τῆς φύσεως νὰ αὐτοπραγματωθῆ σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Χωρὶς τὴν παρεμβολὴ τῆς ἁμαρτίας ἡ δυναμικὴ πορεία τῆς φύσεως γιὰ τὴν αὐτοπραγμάτωσή της – μέσῳ τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ποὺ εἶναι ἡ συγκεφαλαίωση τῆς φύσεως – θὰ ἦταν ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴ φθορὰ στὴν ἀφθαρσία. Αὐτὴ ἡ δυναμικὴ ἀφθαρτοποίηση θὰ ἦταν γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τόσο φυσική, ὅσο «φυσική» εἶναι σήμερα ἡ ἀναπόφευκτη πορεία μέσα ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς τὴν τελικὴ διάλυση τοῦ θανάτου.
Ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως, ὅπως καὶ ἡ ἀφθαρτοποίησή της, εἶναι ἔργο τοῦ προσώπου, συνάρτηση τῆς ἐλευθερίας του.[Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΗΝ ΝΟΕΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΥΣΗ ΑΛΟΓΗ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ Ή ΟΥΣΙΑΣ, ΧΩΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΦΑΝΤΑΣΙΑ, . ΕΝΑΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΠΟ ΚΥΒΕΡΝΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ] Δὲν γνωρίζουμε τὴ φύση παρὰ μόνο ὡς περιεχόμενο τοῦ προσώπου. Ἔτσι ἡ ἀνταρσία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ὑλικότητα καὶ αἰσθητικότητα τῆς φύσεως, εἶναι ἕνα καθολικώτερο γεγονὸς στὸ ὁποῖο καὶ ἡ φύση μετέχει. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία. Ἔχουν καταλογίσει στὴν ἀσκητικὴ διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς ᾿Ανατολῆς δάνεια πλατωνικὰ καὶ νεοπλατωνικά, ἐπιμονὴ στὴν ἐχθρότητα πρὸς τὴν ὕλη καὶ τὸ σῶμα[ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ]. ᾿Αλλὰ οἱ ἀπόψεις τῆς Κλίμακος τουλάχιστον βεβαιώνουν τὸ ἀντίθετο. Δὲν εἶναι ἡ δυσπιστία καὶ ἡ ἀντίθεση πρὸς τὸ ὑλικὸ σῶμα, οὔτε πάντοτε ὁ ὑποπιασμὸς καὶ ἡ στέρηση ποὺ ὑποτάσσει τὶς ἐπαναστατημένες φυσικὲς ἐπιθυμίες. Διαβάζουμε στὴν Κλίμακα:
«Ἔστιν ἀνάπαυσις τῇ ἐχθρᾷ (σαρκὶ) τὴν τοῦ νοῦ δύναμιν διϋπνίζουσα καὶ πύρωσιν μὴ ἐγείρουσα· καὶ ἔστι πολλὴ κατάτηξις, ἴσως καὶ τὰς κινήσεις κινήσασα»17.
Μὲ τὶς «κινήσεις» ἐννοεῖ ἐδῶ τὶς ἐπαναστατημένες ἐξεγέρσεις τῆς σαρκός, τὴν ἀφύπνιση τῶν ἄλογων ἐπιθυμιῶν τῆς φύσεως· καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἡ ἀφύπνιση αὐτὴ καὶ ἡ «πύρωση» ἀπὸ τὴν ἀνταπόκριση στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος καὶ τὴ θεραπεία τους ἢ ἀπὸ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν ἐξάντληση τοῦ σώματος. Προσθέτει ἀλλοῦ:
«Τρυφῶντες μὲν καὶ κορεννύμενοι πολλάκις,
ἀγρυπνοῦμεν νηφόντως,
νηστεύοντες δὲ καὶ ταλαιπωροῦντες,
ἐλεεινῶς τῷ ὕπνῳ καταφερόμεθα·
ἡσυχάζοντες, σκληρυνόμεθα
καὶ συνδυάζοντες, κατανυσσόμεθα·
λιμώττοντες καθ᾽ ὕπνους πειραζόμεθα
καὶ ἐμφορούμενοι, ἀπείραστοι διαμένομεν»18.
Δὲν ἰσχύουν κανόνες λογικά προσδιωρισμένοι στὸν χῶρο τῆς πάλης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν «ἕτερο νόμο» ποὺ κυριαρχεῖ στὸ σῶμα του. Ἡ ἐπαναστατημένη θέληση τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἀναγεννημένη θέληση τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου» δὲν ἀντιπροσωπεύουν τὴν ὀρθολογική - φιλοσοφικὴ ἀντίθεση ὕλης καὶ πνεύματος, σώματος καὶ ψυχῆς, ἀλλὰ ἀναφέρονται στὴν ὀντολογικὴ πραγματικότητα τῆς διακρίσεως φύσεως καὶ προσώπου19. Τὸ πρόσωπο ὁρίζει τὴ δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας ἔναντι τῆς φύσεως, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὁ ὁρίζοντας τῆς ἀντιθέσεως «παλαιοῦ» καὶ «καινοῦ» ἀνθρώπου, πρώτου καὶ ἔσχατου ᾿Αδάμ, «νόμου τῆς ἁμαρτίας ὄντος ἐν τοῖς μέλεσι» καὶ «νόμου τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον»20. Εἶναι χαρακτηριστικό καὶ τὸ ἑπόμενο παράδειγμα στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ Κλίμακα:[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΞΑΝΑ Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ]
«Τῷ αὐτῷ κανόνι καὶ ἐπὶ τῶν μελωδιῶν καὶ ἀσμάτων χρησώμεθα· οἱ μὲν γὰρ φιλόθεοι, εἰς ἰλαρότητα καὶ θείαν ἀγάπην καὶ δάκρυα καὶ ἐκ τῶν ἔξωθεν καὶ ἐκ τῶν πνευματικῶν ὠδῶν κινεῖσθαι πεφύκασιν· οἱ δὲ φιλήδονοι, τουναντίον»21.
Οἱ αἰσθητικὲς ἀπολαύσεις δὲν εἶναι ἀρνητικὲς καθεαυτὲς γιὰ τὴν πνευματική ζωή,[ΟΙ ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΜΝΟΙ ΤΗΣ ΤΡΩΘΕΙΣΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ] βλαβερὲς καὶ ἀπαράδεκτες, ἀλλὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ φιλοθεΐα ἢ τὴ φιληδονία τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ φυσικό σκοπὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ δεσμός του μὲ τὸν Θεό, ἡ «θεία ἀγάπη», ὅπως μποροῦν νὰ ὑπηρετοῦν καὶ τὴν ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀπολυτοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν του, τὴ φιληδονία.[ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΠ ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΩΝ] Ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως δὲν εἶναι οὔτε ἀρχικὰ οὔτε τελικὰ αὐτόνομη, οὔτε καὶ ἐγγενὴς στὴ φύση, παρακολουθεῖ τὴν περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ φανερώνεται ὡς δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας στὸν χῶρο τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.
Πρόβλημα γιὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος εἶναι αὐτὴ ἡ δοκιμασία, ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ θέληση τοῦ προσώπου [ΔΕΝ ΣΥΝΥΠΑΡΧΕΙ Η ΦΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ;]καὶ στὸ θέλημα τῆς φύσεως, τὸ ποσοστὸ στὸ ὁποῖο ἀδυνατεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τιθασεύση τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως. Οἱ ἀπαιτήσεις τῆς διεφθαρμένης φύσεως εἶναι ὁπωσδήποτε συνέπεια τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μιὰ συνέπεια ποὺ ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θέληση συχνὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐλεγχθῆ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θέληση. Ἔτσι, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πνευματική του ζωή, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση ἢ καὶ περιορίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα του, ποὺ εἶναι ὁ φορέας τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι συσσωματωμένος μὲ τὴν ἐπαναστατημένη φύση, μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ φυσικοῦ προορισμοῦ του – «πῶς οὐκ οἶδα», λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος· ὁ τρόπος τῆς καθολικῆς αὐτῆς συγκράσεως φύσεως καὶ προσώπου εἶναι ἄγνωστος («μυστήριον»), ἐκφράζεται, ὡστόσο, καὶ φανερώνεται στὸ σῶμα ἡ συσσωμάτωση μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως: «ἐκ συγκράσεως τῆς δοθείσης μοι ταύτης καὶ περιδεθείσης μοι ρυπαρᾶς καὶ λιχνώδους παχύτητος»22.
Τὸ θέλημα τῆς σαρκὸς ἐμφανίζεται στὸ σῶμα ὡς ἀπολυτοποιημένη φυσικὴ ἐπιθυμία καὶ ἀντιστρατεύεται τὴν πνευματικὴ ζωή, ζητάει νὰ καταλάβη ὁλόκληρο τὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ κυριαρχήση στὴν ἐλευθερία του. Ἔτσι τὸ σῶμα, περισσότερο ἢ λιγώτερο κυριαρχημένο ἀπὸ τὴ σάρκα, ἐμποδίζει ὁπωσδήποτε καὶ περιορίζει τὶς πνευματικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, φανερώνεται ὡς «ρυπαρὰ καὶ λιχνώδης παχύτης». Ἡ Κλίμακα ἀναφέρει σὰν παράδειγμα τέτοιου περιορισμοῦ τῶν πνευματικῶν δυνατοτήτων, μὲ αἰτία τὸ σῶμα, τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς νὰ κοινωνήση ἄμεσα μὲ τὶς ἀσώματες φύσεις, νὰ ἰδῆ τοὺς ἀγγέλους, τοὺς δαίμονες ἢ τὸν Θεό:
«Ερευνητέον πῶς ἀσώματος οὖσα ἡ ψυχή,
τοὺς πρὸς αὐτὴν ἐπιδημοῦντας ὁμοουσίους,
ὡς ἔχουσι φύσεως, ὁρᾶν οὐ πέφυκε;
μήποτε ἄρα διὰ τὴν ζεῦξιν, ἣν ὁ δήσας μόνος ἐπίσταται»23.
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος προχωρῆ προοδευτικὰ στὰ στάδια τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ σῶμα ἐμποδίζει ὅλο καὶ λιγώτερο τὶς πνευματικές του δυνατότητες. Εἴναι αὐτὸ ἕνα ἀκόμα τεκμήριο τῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ ζεύξη μὲ τὸ σῶμα ἔχει χαρακτήρα ἀνασταλτικὸ γιὰ τὴν πνευματική ζωή ὡς συσσωμάτωση μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ ὄχι ὡς δουλεία στὰ δεσμὰ τῆς ὕλης. Ὅσο περιορίζεται καὶ τιθασεύεται τὸ ἐπαναστατημένο φυσικό θέλημα, τόσο ἀναπτύσσονται καὶ ἐλευθερώνονται οἱ προσωπικὲς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, οἱ πνευματικές του ἱκανότητες:
«Ὁ μὲν τελείως καθαρθείς,
αὐτήν, εἰ καὶ οὐκ αὐτὴν τὴν ψυχὴν τοῦ πλησίον
ὁρᾷ ἐν ποίοις διάκειται·
ὁ δὲ προκόπτων ἔτι,
διὰ τοῦ σώματος ταύτην τεκμαίρεται»24.
Ἐδῶ, στὴ σχέση τῆς ζεύξεως, στὸ «μυστήριο» τῆς «συγκράσεως» ψυχῆς καὶ σώματος, φύσεως καὶ προσώπου, ἐντάσσεται χαρακτηριστικὰ ἡ δυνατότητα τοῦ σώματος νὰ ἐμφανίζη καὶ νὰ φανερώνη τὴν ψυχὴ – ἡ αἰσθητὴ ἔκφραση τῆς ψυχῆς στὸ σῶμα. Ἡ καθολικὴ αὐτὴ ἀλληλοπεριχώρηση, ποὺ τὴν εἴδαμε παραπάνω σὰν ὑπαρκτική προϋπόθεση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ καταλυθῆ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀνταρσία τῆς ἁμαρτίας. Παρόλο ὅτι «οὐδὲν τῷ ἀΰλῳ φύσει ὡς τὸ ἔνυλον οὕτως ἀνθέστηκεν»25, ὡστόσο, τὸ «νοερὸν τῆς ψυχῆς ὄμμα» παραμένει – δεμένο μὲ τὴν ὕλη – «λίαν περικαλλὲς καὶ πᾶσαν ἰδέαν μετὰ τὰς ἀσωμάτους ὑπεραῖρον οὐσίας», ἀκόμη καὶ σὲ περιπτώσεις ἔσχατης ἁμαρτωλότητος· «ὅθεν καὶ ἐμπαθεῖς πολλάκις τὰ ἐν ἑτέραις ψυχαῖς νοήματα ἐξ ἀγάπης πολλῆς τῆς πρὸς αὐτὰς ἠδυνήθησαν ἐπιγνῶναι· καὶ μᾶλλον ὅτε ὑπὸ τῆς πηλοῦ καταποντίζονται ρυπούμενοι»26.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ αὐτὴ ἡ θέση τῆς Κλίμακος καὶ φανερώνει μιὰ οὐσιαστικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀκόμα καὶ στὴν ἔσχατη πτώση του. Ἡ ἁμαρτία δὲν μπορεῖ νὰ βλάψη καὶ νὰ ἀλλοιώση οὐσιαστικὰ αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς συζεύξεως ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς φύσεως στὸν ἄνθρωπο. Περιοχές ζωῆς, ὅπως ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης, ἀποκαλύπτουν τὸ μυστήριο τῆς συγκράσεως, τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴ φύση, ὑπέρτερη ἀπὸ τὴν ἀντίθεση σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἡ ἀγάπη, ὡς γεγονὸς στὸ ὁποῖο μετέχει τόσο ἡ ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα, δίνει τὴ δυνατότητα γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν «ἐν ἑτέραις ψυχαῖς νοημάτων», γιὰ ὅ,τι ὀνομάζουμε «προσωπική» κοινωνία. Κι αὐτὸ συμβαίνει περισσότερο («μᾶλλον») ὅταν οἱ ἄνθρωποι «ὑπὸ τῆς πηλοῦ καταποντίζονται ρυπούμενοι». Ἡ ἀγάπη διασώζει τὴν προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως ἰδιαίτερα ὅταν ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως κυριαρχεῖ στὸ ἀνθρώπινο θέλημα καὶ οἱ προσωπικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου μοιάζουν ἐκμηδενισμένες.[ΑΥΤΗ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ. ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΙΝΩΝ ΧΙΤΩΝΩΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ.]
Τελικὰ καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀκραῖο ἐπίτευγμα τοῦ ἁγιασμοῦ, προϋποθέτει τὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα – δὲν σημαίνει ὁ ἁγιασμὸς τὴν ἰδεαλιστικὴ ἐξαΰλωση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἄρνηση τοῦ σώματος. Τὸ θαῦμα τῆς ζεύξεως καὶ τῆς συγκράσεως, ὅπως δὲν καταλύεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἔτσι δὲν αἴρεται καὶ στὴν κατάσταση τῆς τελειώσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ.[ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ]
«Οὗτος ὅρος, λόγος τε καὶ νόμος,πνευμάτων καὶ σωμάτων
ἐν σαρκὶ εὐσεβῶς τελειουμένων·
ἀναιχμαλώτιστος καρδία,
τετελειωμένη ἀγάπη,
ταπεινοφροσύνης πηγή,
νοὸς ἐκδημία,
Χριστοῦ ἐνδημία,
φωτὸς προσευχῆς ἀσυλία,
ἐλλάμψεως Θεοῦ περιουσία»27.
Ἡ ἀποδέσμευση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας, ἡ πληρότητα τῆς ἀγάπης, ἡ ἀνανέωση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ ἀπόσπαση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴ ματαιότητα, ἡ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ἀπόκτηση τοῦ φωτὸς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ στὴν προσευχή, ἡ μόνιμη κατοχὴ τοῦ δώρου τῆς θείας ἐλλάμψεως, εἶναι καταστάσεις πνευματικῆς τελειότητος ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ὅρο, τὸν λόγο καὶ τὸν νόμο τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου «ἐν Χριστῷ» πραγματοποιεῖται «ἐν σαρκί», ἀφορᾶ στὴν ἑνότητα πνεύματος καὶ σώματος, σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς μυστήριο συγκράσεως φύσεως καὶ προσώπου, ὡς «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ.[ΕΝ ΣΑΡΚΙ Ή ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΟΥΚ ΟΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΜΕΤΡΗΜΕΝΟ]
Σημειώσεις1. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
2. ΚΣΤ΄ νβ΄ 133.
3. ΚΣΤβ΄ ιθ΄ 140.
4. ΚΣΤ΄ π΄ 136.
5. Θέση ποὺ ὑπερασπίζεται καὶ ὁ Karl BARTH ἀπέναντι στοὺς «Ἴδεαλιστές» τῆς Θεολογίας. «Η ψυχὴ δὲν εἶναι οὐσία καθεαυτήν. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καθεαυτήν. Ἡ ψυχὴ ἀναπτύσσεται καὶ ὑπάρχει μόνο ὡς ψυχὴ ἑνὸς σώματος. Προϋποθέτει ἕνα σῶμα γιὰ νὰ εἶναι ἡ ψυχή του. Einen Körper, der, als ihr zugehörig, zum Leib wird». (Kirchliche Dogmatik IΙΙ2, σελ. 448). Στὰ ἑλληνικὰ εἶναι ἀμετάφραστη – ἀπ᾿ ὅσο ξέρω – ἡ διάκριση Κόörper καὶ Leib.
6. Σημειώνει ὁ ἄγνωστός μας σχολιαστὴς τῆς ἐκδόσεως ἐν Κων/πόλει 1883, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τῆς Κλίμακος ΚΣΤ΄ π' 136 : «Τὴν ψυχήν, ὡς οἶμαι, λέγει, οὔτε γὰρ προϋφίσταται τοῦ σώματος, οὔτε μεθυφίσταται· ἀλλ᾽ ἅμᾳ τῇ τούτου γενέσει κτίζεται καὶ αὐτή».
7. O P. EVDOKIMOFF βλέπει σὲ αὐτὴ τὴ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος, ποὺ συνιστᾶ τὸν τρόπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, μιὰ ἀναλογία μὲ τὴν περιχώρηση τῶν Προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, ποὺ συνιστᾶ τὸν τρόπο τῆς θείας Ὑπάρξεως: «Sie ist ebenso eine võllige Durchdringung der drei Personen Gottes, oder Perichorese, wie sich etwa vergleichsweise der Leib vergeistigt und die Seele das Leibliche darlebt» [Είναι επίσης μια πλήρης αλληλοδιείσδυση των τριών προσώπων του Θεού, ή περιχώρησις, με τον ίδιο τρόπο που το σώμα πνευματοποιείται και η ψυχή ζει το σώμα]. Die Frau und das Heil der Welt, München 1960, σελ. 55.
8. ΚΣΤ΄ π΄ 136.
9. ΚΣΤβ΄ ιθ΄ 140.
10. Βλ. ΚΣΤβ΄ μα΄ 142, ΙΕ΄ ιστ΄ 87.
11. ΙΕ΄ πγ' 97. Επαναλαμβάνοντας τὸ ἐρώτημα : «πῶς εἰκὼν εἰμι Θεοῦ καὶ τῷ πηλῷ συμφύρομαι;» στὸν Λόγο ΚΣΤβ΄ ιθ΄ 140, προσθέτει: «καθώς φησιν ὁ μέγας Γρηγόριος». Ἡ ἀντίστοιχη περικοπὴ τοῦ ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τί τὸ καινὸν τοῦτο περὶ ἐμὲ μυστήριον ; τίς ἡ φύσις ἡμῶν καὶ ἡ σύμπηξις; πῶς τὸ ἀθάνατον τῷ θνητῷ συνεκράσθη; τίς ἡ πρώτη πλάσις ἡμῶν καὶ σύστασις ἐν τῷ τῆς φύσεως ἐργαστηρίῳ ; καὶ τίς ἡ τελευταία μόρφωσις καὶ τελείωσις ; Μικρὸς εἰμι καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος». Εἰς Καισαρ. Migne P. G. 35, 785 καὶ Λόγ. Θεολ. 2, 22 Migne P. G. 36, 56.
12. «Ein tragischer Dualismus» σύμφωνα μὲ τὴν διατύπωση τοῦ Η. U. v. BALTHASAR ποὺ διαπιστώνει τὸν ἴδιο ἐσωτερικὸ διχασμὸ στὸν ἅγιο Μάξιμο. Κosmische Liturgie, σελ. 199.
13. 7, 18 - 23. Ας ξαναδῆ ὁ ἀναγνώστης ὁλόκληρη τὴν περικοπή.
14. Βλ. καὶ V. LOSSKY, La théologie mystique de l'Église d'Orient. Paris 1944, σελ. 120 καὶ 132.
15. ΚΣΤβ΄ ιθ΄ 140.
16. ΙΕ΄ πγ΄ 97.
17. ΚΣΤ΄ ο΄ 135.
18. ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
19. Γιατὶ αὐτὴ ἡ διάκριση εἶναι ὀντολογική – πραγματικὴ καὶ ὄχι ὀντική – σκεπτική, βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ. Λειτουργικὴ εὐσέβεια καὶ ᾿Ἠθική, ᾿Αθῆναι 1968 (᾿Ανάτυπο ἀπὸ τὸν χαριστήριο τόμο «Πόνημα εὐγνῶμον» στὸν Καθηγητή Βασ. Βέλλα) σελ. 6.
20. Ρωμ. 7, 22-23.
21. ΙΕ΄ νθ΄ 93.
22. ΚΣΤβ΄ ιδ΄ 139.
23. ΚΣΤβ΄ νδ΄ 143.
24. ΚΣΤ΄ ξη΄ 135.
25. ΚΣΤ΄ ογ΄ 135.
26. ΚΣΤ΄ οβ΄ 135.
27. ΚΣΤ΄ ιδ΄ 126.
Η ψυχή δεν τρέφεται με φθαρτή τροφή, αυτός όμως τέτοια τροφή της προσφέρει. Η ψυχή νοσταλγεί την ουράνια πατρίδα της. Εκεί βρίσκονται οι σιταποθήκες κι η πηγή της ζωής της. Αυτός όμως την καρφώνει στη γη. Ορκίζεται πως θα την κρατήσει έτσι καρφωμένη για πολλά χρόνια. Η ψυχή ευφραίνεται κοντά στο Θεό. Εκείνος όμως δεν προφέρει ποτέ τ’ όνομα του Θεού με τα χείλη του. Η ψυχή τρέφεται με αγάπη κι ευσπλαχνία. Σ’ αυτόν όμως δεν έτυχε ποτέ να χρησιμοποιήσει τα πλούτη του για να δείξει αγάπη κι έλεος στους φτωχούς, στους άπορους και τους ανάπηρους που βρίσκονταν στη γειτονιά του. Η ψυχή επιθυμεί αγνή αγάπη, ουράνια. Εκείνος όμως ρίχνει λάδι στο καμίνι των παθών του, λιβανίζει την ψυχή του με το δύσοσμο άρωμα που αυτά παράγουν. Η ψυχή αναζητά το στολισμό της, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22, 23). Εκείνος όμως τη φορτώνει με μέθη, λαιμαργία, μοιχεία και ματαιότητα. Πώς θα μπορούσε να μην πεθάνει ένα χορτοφάγο αρνί, όταν έχει για συντροφιά ένα σαρκοβόρο σκυλί; Πώς μπορεί να ζήσει η ψυχή όταν καταπιέζεται από ένα βαρύ πτώμα;
Ολόκληρη η ανοησία του πλουσίου βέβαια δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι προσφέρει κρέας στο αρνί ή μάλλον σαρκική τροφή στην ψυχή. Είναι και το ότι μεταβάλει τον εαυτό του σε κυρίαρχο του χρόνου και της ζωής. Βλέπουμε πως προετοιμάζει για τον εαυτό του τροφές και ποτά για έτη πολλά. Ας ακούσουμε εδώ όμως και τη φωνή του Θεού:
«Είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Έτσι μίλησε ο Κύριος της ζωής και του κόσμου, ο δημιουργός του χρόνου και του θανάτου, που «εν χειρί αυτού ψυχή πάντων ζώντων και πνεύμα παντός ανθρώπου» (Ιώβ, ιβ’ 10).
Ανόητε άνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι με την κοιλιά σου κι όχι με το νου σου; Όπως δεν ήταν στη δική σου δύναμη να ορίσεις την ημέρα που θα γεννηθείς, έτσι δεν μπορείς να ορίσεις και τη μέρα που θα πεθάνεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου