Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΚΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ

Στα Βαλκάνια και στην Τουρκία θα αναφερθεί το πάνελ και ο προσκεκλημένος του Καφέ της Κυριακής.

Προσκεκλημένος: Μιχάλης Χρηστίδης, Πρέσβυς ε.τ.

Πάνελ: Νίκος Κανέλλος, Πρέσβης ε.τ., Δημήτρης Τσαϊλάς, Υποναύαρχος ε.α., Βασίλης Κυρατζόπουλος, Τουρκολόγος

Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=IC4iBENmxW4

Σ' αυτή την εκπομπή του Π. Σαββίδη, ο πρέσβης ε.τ. Μιχάλης Χρηστίδης μάς διδάσκει πώς να κάνουμε ότι κοιμόμαστε, τη στιγμή που ο Τούρκος παραβιάζει την εξώπορτά μας.

Εξαίρετοι οι Δημήτρης Τσαϊλάς, Υποναύαρχος ε.α. και Βασίλης Κυρατζόπουλος, Τουρκολόγος, αντικρούουν την ΕΛΙΑΜΕΠική διπλωματία που, μετά την προδοσία της Κύπρου από τη Χούντα, από το 1974 και μετά, με τον "εθνάρχη" Καραμανλή που άφησε την Κύπρο ανυπεράσπιστη στο έλεος των καιρών μέχρι σήμερα, εκχωρεί κομματάκι-κομματάκι την εθνική μας κυριαρχία, αφήνοντας να δημιουργούνται τετελεσμένα που διεκδικούν νομικά αποτελέσματα. Κύριοι Τσαϊλά και Κυρατζόπουλε, τα σέβη μου και την ευγνωμοσύνη (Αφροδίτη Μάνου).

https://www.facebook.com/profile.php?id=100008059247161

Ο απών Θεός (4)

 Συνέχεια από:Τετάρτη 8 Μαίου 2024

Ο απών Θεός

The Absent God 

Susan Anima Taubes, Journal of Religion, 1955

IV
Τα γνωστικιστικά χαρακτηριστικά τής Simone Weil είναι εμφανή με την πρώτη ματιά. Τα σημειωματάριά της περιέχουν πληθώρα ενδείξεων για την οικειότητά της με πηγές τών γνωστικών, μανιχαίων και καθαρών. Ο διανοητικισμός της στα πράγματα τής πίστεως, η εμμονή της με την καθαρότητα, η έννοια τής υπερβατικής εμμένειας, και το πάθος της για τον μη υπάρχοντα Θεό, την τοποθετούν στη σειρά τών αιρετικών γνωστικιστών.
Η Simone Weil υιοθετεί τα βασικά μοτίβα τού γνωστικισμού: τον απόντα Θεό, το θείο κενό, την κοσμική τάξη ως έναν αρπακτικό μηχανισμό που τα περικλείει όλα και όπου ο άνθρωπος είναι φυλακισμένος, το πνεύμα ή το θείο στοιχείο τής ψυχής, που αντιπαρατίθεται τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή, και την διαλεκτική ενότητα τού υπερφυσικού εαυτού και του υπερφυσικού Θεού. Εξαλείφει όμως το εσχατολογικό δράμα και το μυθολογικό πλαίσιο. Επανερμηνεύει τον γνωστικισμό, αφαιρώντας του ή «καθαρίζοντάς» τον από την αύρα της θετικής του υπερβατικότητας, από τα οράματα μεγαλείου τού απολύτως ξένου και νέου Θεού, από την αίσθηση τής γνήσιας απελευθέρωσης από τα δεσμά τής αναγκαιότητας.

Ο Θεός των γνωστικών, όσο ξένος, απών, και άγνωστος και αν είναι, είναι Θεός εκτυφλωτικού μεγαλείου, φωτός και χαράς, ένας Θεός της ζωής. Οι γνωστικοί, όπως και οι πρώτοι Χριστιανοί, θεωρούν ως ζωή την θεϊκή σπίθα μέσα στον άνθρωπο. Μια ζωή απελευθερωμένη από τα δεσμά τής σάρκας και τού θανάτου, ελευθερία, ένα είδος ανοησίας και πυρετού, μια αίσθηση διέγερσης και έκστασης, και πάνω απ’ όλα, η ελπίδα στην λύτρωση και την ανάσταση εν Θεώ, χαρακτηρίζουν την ποιότητα τού πνεύματος. Εκεί όπου ο γνωστικισμός είναι ασυνεπής, συγχέοντας τήν μηδαμινότητα του Θεού με τα οράματα τής αποκαλύψεως και τον θρίαμβο του καλού, η Simone Weil παραμένει ορθολογική μέχρι τέλους. Η υπερφυσική αγάπη δεν είναι ένα ξύπνημα της ψυχής. Είναι ένα είδος θανάτου. Από την στιγμή που καταλάβουμε πως η αλήθεια είναι στην πλευρά του θανάτου, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα, να προβάλουμε ούτε μιά πιο λεπτή εικόνα τής ζωής στο επίπεδο τού υπερφυσικού ή τού επέκεινα. Η ελευθερία και η αίσθηση τής πνευματικής ανάτασης είναι ψευδαισθήσεις της ζωής. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ζωή την οποία πρέπει να απαρνηθούμε. Είναι επομένως μάταιο να αναζητούμε μέσω τού υπερφυσικού «την χαλάρωση τών αλυσίδων τής αναγκαιότητας. Το υπερφυσικό είναι πιο ακριβές, πιο αυστηρό από τους ωμούς μηχανισμούς τής ύλης... είναι μια αλυσίδα πάνω από μια άλλη αλυσίδα, μια αλυσίδα ατσάλινη πάνω από μια αλυσίδα μπρούντζινη».
Η ισχύς και η δόξα και η Βασιλεία είναι εικόνες τού εδώ κόσμου. Η Simone Weil κατηγορεί τους πρώτους Χριστιανούς και τους γνωστικούς, πως κατέστησαν τον Θεό κάτι «παραπάνω», και για τον λόγο αυτό κάτι λιγότερο, από υπερφυσικό. Το Ευαγγέλιο τής ανάστασης είναι ακόμα μολυσμένο με την πρόσδεση στην ζωή. Η απόδειξη τού Θεού δεν είναι η ανάσταση, αλλά ο σταυρός. «Ο Χίτλερ θα μπορούσε να πεθάνει και να επιστρέψει στην ζωή πενήντα φορές», γράφει η Weil. «Δεν θα έπρεπε να Τον θεωρώ υιό του Θεού. Και αν το Ευαγγέλιο παρέλειπε όλες τις αναφορές στην Ανάσταση του Χριστού, η πίστη θα ήταν για μένα πιο εύκολη. Ο σταυρός φτάνει».
Η μορφή τού εσταυρωμένου Ιησού, εγκαταλελειμμένου από τον Θεό, ο οποίος πεθαίνει χωρίς ελπίδα ανάστασης, δεν αποδίδει την εικόνα τού τραγικού παραπόνου τού ανθρώπου ενώπιον ενός κουφού ουρανού; Μια εικόνα όχι χωρίς κάποιο ανθρώπινο μεγαλείο, καθώς υπονοεί πως ο άνθρωπος μέ τήν συνειδητή του ηθική ανησυχία είναι ανώτερος από ένα χωρίς ηθική σύμπαν. Η σύγχρονη κατάσταση δεν προσφέρεται για τραγική ερμηνεία. Η εικόνα δεν είναι ο ήρωας που παλεύει ενάντια σε μεγάλα εμπόδια, ο οποίος ηττάται στο τέλος, αλλά (εικόνα της σύγχρονης εποχής είναι) οι μάζες τών αβοήθητων θυμάτων που υπόκεινται σε χωρίς νόημα σπατάλη και βασανιστήρια, νικημένα από την αρχή. Η εικόνα (αυτού του θύματος) δεν είναι ο αμαρτωλός που θεληματικά παραβαίνει τον νόμο του Θεού, αλλά οι καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, που και οι δύο είναι απλά θύματα ενός μηχανισμού ορμών και εξισορροπήσεων. Η εικόνα του δεν είναι ο μάρτυρας και το μαρτύριο, όπως ο ηρωισμός που μπορεί να επιλεγεί;;;;. «Ο σταυρός όμως δεν μπορεί να επιλεγεί;;;;... Ο σταυρός είναι απείρως περισσότερο από το μαρτύριο. Είναι το πιο καθαρό πικρό βασανιστήριο, τιμωρητικό βασανιστήριο».


Συνεχίζεται

Συνομιλία τού Πέτρου Χαραλάμπους με τον καθηγητή Friedrich Wilhelm von Herrman

Ο καθηγητής Friedrich Wilhelm von Herrman είναι ένας Γερμανός φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1934 στο Potsdam. Σπούδασε φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και ιστορία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Το 1957 πήγε στο πανεπιστήμιο του Freiburg. Εκεί έκανε την διδακτορική του διατριβή στον Eugen Fink με θέμα «Die Selbstinterpretation Martin Heideggers» (Η αυτοερμηνεία του Martin Heidegger). Το 1970 είχε κάνει την υφηγεσία του με θέμα: «Phänomenologische Untersuchungen zur Temporalität des Seinsverständnisses» (Φαινομενολογικές έρευνες περί της χρονικότητας της αντίληψης περί του Είναι). Από το 1972 ήταν προσωπικός βοηθός του Heidegger, μέχρι τον θάνατό του, το 1976. Το 1979 έγινε τακτικός καθηγητής.

Η επιστημονική του ενασχόληση είχε επικεντρωθεί στην μελέτη θεμελιωδών προβλημάτων της φαινομενολογίας και της ερμηνευτικής. Η σκέψη του είναι επηρεασμένη σε σημαντικό βαθμό από την σκέψη του Heidegger. Επιμελήθηκε την έκδοση των έργων του Heidegger.

Πέτρος: Καλημέρα κύριε καθηγητά,


Καθηγητής: Καλημέρα σας. Αυτά είναι τα νέα ελληνικά που ξέρω. Η πρώτη μου επαφή με ένα νεοέλληνα ήταν η συνάντηση με τον Αναστάσιο Γιανναρά. Μαζί κάναμε διδακτορικό στον Eugen Fink. Ο Γιανναράς ήταν ένας καλός εκπρόσωπος της Ελλάδας. Κατείχε όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την ποίηση, ιδιαίτερα τον γαλλικό συμβολισμό. Ως τακτικός καθηγητής στην Αθήνα άρχισε την μετάφραση του έργου του Καντ.

Οι Γεώργιος Ξηροπαϊδης, Γεωργία Δήμου, Λάμπρου... έκαναν κοντά μου διδακτορικό πάνω στο έργο του Heidegger. Αυτές είναι οι επαφές με την νέα Ελλάδα.

Π:
Το θέμα που με απασχολεί, είναι το ερώτημα περί του υποκειμένου στον Heidegger. Αυτό με καίει προσωπικά. Από τα λίγα που γνωρίζω είναι πως ο Heidegger ασχολήθηκε με το θέμα της υπέρβασης του υποκειμένου, κυρίως στα τελευταία του έργα.

Κ:
Πρέπει να το πούμε έτσι: ο Heidegger ξεκίνησε με την φιλοσοφική υπέρβαση του υποκειμένου, όχι στα τελευταία έργα του. Είναι αλήθεια πως επανερχόταν κάθε τόσο στο θέμα, αλλά η διερεύνηση αυτή ξεκίνησε στο μοναδικό μεγάλο του κύριο έργο, το «Είναι και Χρόνος», που εμφανίστηκε το 1927. (Το μετέφρασε στα ελληνικά μάλλον ο άνδρας μιας μαθήτριας μου). Το «Είναι και Χρόνος» είναι το θεμελιώδες ερώτημα για το νόημα του Είναι. Με το ερώτημα αυτό προσλαμβάνει το θεμελιώδες πλατωνικό-αριστοτελικό ή αριστοτελικό-πλατωνικό ερώτημα. Ιδέα, είδος, ουσία στον Πλάτωνα, και κυρίως την ουσία του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης λέει στο βιβλίο γ της Μεταφυσικής πως υπάρχει μια επιστήμη, «επιστήμη τις» η οποία διερευνά το ον. Δηλαδή με το ον ως ον (das Seiende), το ον (das Seiende) αναφορικά προς το Είναι (Sein) του. Δεν ρωτά επομένως μόνο περί του όντος, αυτό το κάνουν οι επιστήμες, αλλά ασχολείται με το Είναι του όντος, με το «ον ἧ ον», εφόσον το ἧ είναι ένα ον. Και βασιζόμενος σε αυτά τα ερωτήματα, ο Heidegger ερωτά στο «Είναι και Χρόνος» για το νόημα του Είναι. Προχωρά δηλαδή σε μια ριζοσπαστική όξυνση του πλατωνικού-αριστοτελικού ερωτήματος. Δεν ερωτά μόνο περί του όντος εντός του Είναι του, όπου αυτό το Είναι προσδιορίζεται, και όπου αυτό το Είναι είναι η ουσία (που ο Heidegger μεταφράζει με τον όρο Seiendheit). Και το ριζοσπαστικό βρίσκεται στο ότι ερωτά όχι μόνο περί της ουσίας όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, αλλά ερωτά για την ουσία του Είναι του όντος. Δηλαδή είναι το ερώτημα περί του Είναι καθ’ εαυτώ. Διαφοροποιεί μεταξύ ουσίας του όντος και είναι του όντος. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Είναι και Χρόνος». Το είναι κατανοείται στον ορίζοντα του χρόνου. Το Είναι είναι χρονικό, όχι με την έννοια που προσδίδει ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο της Φυσικής, αλλά πάει ένα επίπεδο πιο κάτω στην κατανόηση του χρόνου.

Ο Heidegger εκθέτει το ερώτημα του (για να έρθουμε σε αυτό που ρωτήσατε) ως ερώτημα περί του νοήματος του Είναι, δηλαδή τι σημαίνει Είναι. Και εκθέτει το ερώτημα του ξεκινώντας και προχωρώντας δια του ερωτήματος περί του ανθρώπου ως του όντος που κατανοεί το Είναι. Και αυτό το ον που κατανοεί το Είναι, ο Heidegger δεν το ονομάζει μόνο άνθρωπο ή υποκείμενο, αλλά Da-Sein. Ο Heidegger δίνει στον όρο Da-Sein μια νέα σημασία. Σημαίνει το Είναι του ανθρώπου, ο οποίος υπάρχει κατανοώντας το Είναι. Και για να μπορεί αυτό το ον να κατανοεί τα γύρω του και τον εαυτό του, πρέπει να έχει μια προϋπάρχουσα κατανόηση του Είναι. Μια κατανόηση του Είναι, ώστε κάτω από το φως αυτής της κατανόησης, να μπορεί να κατανοήσει το Είναι ως ον.

Ρωτώντας για τη θέση του Heidegger προς το υποκείμενο, ρωτήσατε, με ένα γενικό και απροσδιόριστο τρόπο, ουσιαστικά περί του ανθρώπου ως ανθρώπου. Από την αρχή της σύγχρονης εποχής, από τον Descartes και τον Leibniz δηλαδή, ονομάζεται ο άνθρωπος υποκείμενο. Ο Heidegger από την άλλη δεν ονομάζει τον άνθρωπο υποκείμενο, ούτε εγώ, αλλά Da-Sein. Da-Sein δεν σημαίνει πως κάτι υπάρχει ή είναι διαθέσιμο (στην καθομιλουμένη γερμανική), όπως πχ η μητέρα είναι εδώ. Η συλλαβή Sein αναφέρεται στον άνθρωπο. Η συλλαβή Da σημαίνει στον Heidegger την δεκτικότητα (Aufgeschlossenheit, Gelichtetheit), την ανοικτοσύνη. Ο άνθρωπος υπάρχει εντός, αλλά και λόγω της δεκτικότητας του Είναι. Da-Sein λοιπόν σημαίνει Είναι εντός και λόγω της δεκτικότητας... Μόνο με αυτή την κατανόηση του Είναι, του Είναι που είναι ανοικτό, μπορεί να σχετιστεί προς τον εαυτό του και τους άλλους. Αυτό είναι το θεμέλιο του «Είναι και Χρόνος». Κράτησε αυτή την στάση σ' όλο του το έργο, φυσικά με κάποιες τροποποιήσεις. Από την δεκαετία του 20’ μέχρι τον θάνατο του το 1976, ο άνθρωπος ήταν για τον Heidegger όχι υποκείμενο, αλλά Da-Sein, δηλ. ως το ον που κατανοεί το Είναι.

Το υποκείμενο, με την σύγχρονη φιλοσοφική έννοια, (υποκείμενο-αντικείμενο), ανήκει στην συνείδηση. Εγώ ως υποκείμενο στην συνείδηση του. Η φιλοσοφία του υποκειμένου και της συνείδησης, δεν κατανοεί τον άνθρωπο ως Da-Sein, δηλαδή ως ον που κατανοεί το Είναι, αλλά ως ον σκεπτόμενο (cogitare), το οποίο παρατηρεί και αναπαριστάνει. Ο Heidegger έπρεπε να κατασκευάσει μια νέα ορολογία, γιατί δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τον άνθρωπο τις έννοιες υποκείμενο, συνείδηση, εγώ, γιατί οι φιλοσοφικές τοποθετήσεις που δουλεύουν με αυτούς τους όρους, δεν θεωρούν τον άνθρωπο ως Da-Sein. Με την νέα ορολογία ήθελε να προσδιορίσει τον άνθρωπο ως το ον που κατανοεί το Είναι. Η ουσία του ανθρώπου είναι στον Heidegger το Da-Sein, και όχι η ψυχή όπως στον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη. [NOYΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ ΑΥΤΗΣ]

Π:
Πως μπορεί ένας άνθρωπος να θεραπευθεί από την κατάληψη από το υποκείμενο; Με την βοήθεια ανθρώπων που γνωρίζουν, είδα και από την δική μου ζωή, πως τα προβλήματα προέρχονται από αυτή την κατάληψη. Βρήκε ο Heidegger κάποια λύση; Υπάρχει κάποιος συνεχιστής του έργου του;

Κ: Μάλιστα. Δεν υπάρχει κάποιος συνεχιστής. Αν κάποτε θα υπάρξει, θα το δούμε. Ο Πλάτων είχε τον συνεχιστή του στον Αριστοτέλη, και ο Descartes στον Spinoza, αυτός στον Leibniz. Και ο Leibniz είχε τον μεγάλο του συνεχιστή στον Καντ. Ο Καντ στον Φίχτε, και ακολουθούν ο Hegel και ο Schelling. Μεγάλοι συνεχιστές. Στο τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου ήταν ο Edmund Husserl, που από την Halle μέσω Göttingen ήρθε στο Freiburg το 1916. Αυτός έγινε δάσκαλος του Heidegger, κυρίως όσον αφορά την μέθοδο. Ο Heidegger είχε την εποχή αυτή τελειώσει την υφηγεσία του, και ήταν λέκτορας. Είχε όμως ήδη μελετήσει το πρώτο κύριο έργο του Husserl, τις «Λογικές Έρευνες». Εκεί είχε μελετήσει την φαινομενολογική μέθοδο. Από αυτήν έζησε και τράφηκε όλη του η μεταγενέστερη φιλοσοφική δραστηριότητα, κυρίως το έργο του «Είναι και Χρόνος». Ο Husserl είχε λοιπόν τον συνεχιστή του στον Heidegger. Την φιλοσοφία του Husserl μπορούμε να ονομάσουμε φαινομενολογία της συνείδησης. Ο συνεχιστής του δεν διερεύνησε την φαινομενολογία της συνείδησης αλλά του Da-Sein. Συνεχιστής όμως του Heidegger δεν υπάρχει. Ο Hans Georg Gadamer είναι ο πιο γνωστός μαθητής του Heidegger, αλλά τα φιλοσοφικά ερωτήματα με τα οποία ασχολείται δεν έχουν το πλάτος και το βάθος του Heidegger. Η φιλοσοφία του είναι περιορισμένη στην ερμηνευτική φιλοσοφία. Και αυτός αναφέρεται στον Heidegger, και ασχολείται με τον Πλάτωνα και τον Hegel, αλλά η προοπτική της φιλοσοφίας του είναι πιο περιορισμένη. Ο Heidegger είχε ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό ερώτημα, το ερώτημα περί του νοήματος του Είναι, και είχε επεξεργαστεί, πατώντας σε ένα νέο έδαφος, όλα τα μέχρι τότε παραδεδομένα θεμελιώδη ερωτήματα. Προσέλαβε ολόκληρη την φιλοσοφία και την έφερε σε μια νέα θεμελιώδη τοποθέτηση. Αυτό δεν μπορούμε να πούμε για τον Gadamer. Αυτός στέκεται πάνω στο έδαφος του Heidegger, χωρίς να έχει το δικό του έδαφος. Ο Heidegger δεν έχει κάποιον συνεχιστή του μεγέθους του, αν και όλοι του οι μαθητές έκαναν σημαντικό έργο. Δεν έχει ακόμα. Ίσως να μην εμφανιστεί ποτέ. Δεν το ξέρουμε. Ίσως η φιλοσοφία πάψει να γεννά τις πολύ μεγάλες μορφές της.

Το πνεύμα της εποχής μας, το αντικειμενικό πνεύμα, το οποίο θέλει να τα συμπεριλάβει όλα, είναι το πνεύμα της μοντέρνας τεχνολογίας. Ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει πως, όχι απλά περιβαλλόμαστε από τα αντικείμενα που κατασκευάζει η τεχνολογία, αλλά πως το πνεύμα τής μοντέρνας μαθηματικής-επιστημονικής τεχνολογίας, προσδιορίζει και διαποτίζει ολόκληρη την ζωή μας, όλα τα πεδία της ζωής, ακόμα και την πνευματικότητα μας. Στο αντικειμενικό αυτό πνεύμα της μοντέρνας τεχνολογίας, ανήκει το πνεύμα του άκρου υποκειμενισμού. Αυτό είναι το πνεύμα της απόλυτης επιβολής(του εγώ). Της απόλυτης δυνατότητας πραγματοποίησης του κάθε τι. Μια αυτονόητη βούληση και πεποίθηση πως όλα μπορώ να τα κάνω (Machenschaft). Αυτό ισχύει ακόμα και για την φύση (και εκεί έχω την δυνατότητα να κάνω τα πάντα), που παλιά ήταν αυτό που κατά τον Αριστοτέλη έχει εντός της το θεμέλιο της. Αυτό σημαίνει να αποκτηθεί ο έλεγχος πάνω στην φύση, και να την μεταμορφώσει τεχνολογικά όσο περισσότερο γίνεται. Το πάθος και η δύναμη του ανθρώπινου υποκειμένου για μετατροπή πάει τόσο μακριά, ώστε δεν αφήνει στον εαυτό του τίποτα όρθιο, αλλά θέλει να τα αλλάξει όλα στον εαυτό του, με τρόπο που το επιβάλλει το υποκείμενο. Αυτό είχατε ρωτήσει;

Π: Ναι. Υπερβαίνεται όμως αυτή η κατάσταση.

Κ: Το πρώτο και αποφασιστικό βήμα προς την υπέρβαση, είναι η αντίληψη πως η ουσία του ανθρώπου είναι Da-Sein. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Γιατί με τον τρόπο αυτό, το υποκείμενο το οποίο βασίζεται στον εαυτό του, το οποίο κατέχει και διαχειρίζεται τα πάντα, καθαιρείται από την αντίληψη περί ανθρώπου, ο οποίος δεν αυτοαναφέρεται και δεν έχει τον έλεγχο των πάντων. Γιατί ο άνθρωπος αυτός υπάρχει λόγω της δεκτικότητας και ανοικτοσύνης(Da-) του Είναι(Sein). Αυτό το Da-Sein δεν το έχει κατασκευάσει ο άνθρωπος, αλλά τοποθετείται εκεί μέσα. Ο άνθρωπος αυτός είναι ριγμένος στην ανοικτοσύνη του Είναι, προς την οποία μπορεί να σχετιστεί, χωρίς βέβαια να την κατέχει. Αυτό είναι το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την υπέρβαση του υποκειμένου το οποίο υπερεκτιμά τον εαυτό του.


Π: Πως φτάνει κανείς στην κατανόηση αυτή; Υπάρχει κάποιος δρόμος, κάποια παράδοση;

Κ:
Είναι ορθή η ερώτηση. Είναι μια αργή διαδικασία. Μια διαδικασία πνευματικής μεταμόρφωσης που μπορεί να προέλθει από την φιλοσοφία. Είναι ανοικτό το ερώτημα αν η φιλοσοφία του Da-Sein μπορεί να το πετύχει αυτό. Αλλά μπορεί ο καθένας για τον εαυτό του, να κάνει αυτή την πορεία μεταβολής.

Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για το θέμα είναι το «Zollikoner Seminare», σεμινάρια που έδωσε ο Heidegger στην ελβετική πόλη Zollikon, σε μια ψυχιατρική κλινική. Έλαβαν χώρα την δεκαετία του 60 και απευθύνονταν σε γιατρούς. Σκοπός ήταν να μεταβάλουν την αντίληψη τους περί του ανθρώπου, που ήταν επιστημονική-φροϋδική, και να την θεμελιώσουν όχι πάνω στο θεμέλιο του υποκειμένου, του εγώ και της συνείδησης, αλλά στο θεμέλιο του Da-Sein. Στα κείμενα αυτά (συνομιλίες με τους επιστήμονες γιατρούς) βλέπουμε πως ο Heidegger τους οδηγεί βήμα προς βήμα προς την αντίληψη περί του ανθρώπου ως Da-Sein. Πρώτα τους δείχνει την δική τους αντίληψη, και τους ξεκαθαρίζει πως υπάρχει μια πιο βαθιά αντίληψη, η οποία ανοίγεται όταν ο άνθρωπος κατανοεί τον εαυτό του ως Da-Sein. Τους δείχνει επίσης πως η αιτιοκρατική αντίληψη που έχουν οι επιστήμες δεν προέρχεται από την ουσία του ανθρώπου, αλλά προβάλλεται στην ουσία του ανθρώπου κάτι το οποίο προέρχεται από το μη ανθρώπινο Είναι. Δείχνει την ανεπάρκεια των επιστημών για την κατανόηση και περιγραφή της ουσίας του ανθρώπου.

Π:
Βλέπετε να υπάρχει η δυνατότητα απελευθέρωσης από αυτό το πνεύμα;

Κ:
Ναι, η δυνατότητα υπάρχει. Και όπως είπα προηγουμένως, η δυνατότητα υπάρχει πρώτα-πρώτα για μένα. Για τον καθένα προσωπικά. Όταν κάποιος έχει μεταμορφωθεί πνευματικά. Όταν κάποιος μετακινηθεί από τον ακραίο υποκειμενισμό, προς μια πιο ανθρώπινη αντίληψη περί ανθρώπου. Η αντίληψη γίνεται πιο ανθρώπινη όταν αντιληφθούμε πως δεν χρωστάμε τον εαυτό μας στον εαυτό μας. Αλλά πως ζούμε πάνω σε ένα θεμέλιο το οποίο μας επιτρέπει να είμαστε άνθρωποι. Και αυτό το θεμέλιο, καθαρά φιλοσοφικά, είναι το Da-Sein. Αυτό που Heidegger ονομάζει Da-Sein είναι ένας χώρος ύπαρξης του ανθρώπου, όπου ο άνθρωπος δεν είναι το υποκείμενο που μπορεί να τα κάνει όλα και που επιβάλλεται σε όλους και σε όλα. Όπου το υποκείμενο δεν κυριαρχεί σε ότι υπάρχει. Η αντίληψη του ανθρώπου ως ακραίας εκδήλωσης του υποκειμένου, είναι η ακραία ανθρώπινη υπερηφάνεια. Η αντίληψη περί του ανθρώπου ως Da-Sein είναι μια ταπεινή στάση. Ο δρόμος λοιπόν από το υποκείμενο προς το Da-Sein είναι δρόμος από την υπερηφάνεια προς την ταπείνωση. Εδώ ανήκει και η οικολογία. Η φροντίδα του περιβάλλοντος. Η οποία δεν παραδίδει το περιβάλλον στην χημεία, αλλά το συντηρεί και το διατηρεί παρά την επιστημονική εξέλιξη. Θα ήταν επίσης και μια μεταβολή στην αυτοκατανόηση των φυσικών επιστημών. Οι φυσικές επιστήμες έχουν το χαρακτηριστικό της απόλυτης κυριαρχίας. Και αυτό είναι μια οντολογική υπερηφάνεια. Ο στόχος είναι η αποδόμηση αυτής της οντολογικής υπερηφάνειας, χάριν μιας οντολογικής ταπείνωσης. Μια επιστροφή από το υποκείμενο προς το Da-Sein. Το Da-Sein περιλαμβάνει θεμελιώδεις ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας, κυρίως της προ-σωκρατικής. Οι Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Παρμενίδης είναι στοχαστές με τους οποίους ο Heidegger ασχολήθηκε εις βάθος και πλάτος. Φυσικά περιλαμβάνει και την αντίληψη του Πλάτωνα, ως ψυχή που κατανοεί τις ιδέες. Και όπως λέει ο μύθος, είδε τις ιδέες πριν την γέννηση της, και ως ενσαρκωμένη ψυχή, με τον δρόμο της ανάμνησης θυμάται αυτό που κάποτε είδε. Αυτό που για τον Πλάτωνα είναι οι ιδέες, είναι για τον Heidegger το Είναι του όντος.

Π: Αν ζούσε σήμερα ο Heidegger, ποιο θα ήταν το αντικείμενο της έρευνας του;

Κ: Μάλιστα. Μετά το 1945, αντικείμενο της φιλοσοφίας του, με βαθμιαία αυξανόμενη ένταση, ήταν το ερώτημα περί της ουσίας της μοντέρνας τεχνολογίας, περί της ουσίας της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Και υπάρχει μια διάσημη ομιλία του, την οποία έκανε το1953 στο Μόναχο, και λέγεται «Die Frage nach der Technik»(Το ερώτημα περί τεχνολογίας). Αυτή η ερώτηση, η διερεύνηση της ουσίας της τεχνολογίας και συνεπώς των δυνάμεων που καθορίζουν εξολοκλήρου την εποχή μας και το πνεύμα μας, αυτό ήταν το μεγάλο θέμα της φιλοσοφούσας ζωής του, και αυτό θα ήταν το θέμα με το οποίο θα καταπιανόταν. Γιατί με τα κείμενα που έγραψε για το θέμα, το πρόβλημα δεν έχει λυθεί.

Την ουσία της σύγχρονης τεχνολογίας την ονόμασε Ge-Stell. Είναι μια κατασκευή που προκαλεί τον άνθρωπο, και ο άνθρωπος προκαλεί τον εαυτό του, ώστε να θέσει στη διάθεση του ότι υπάρχει.

Π: Ποιες είναι οι πηγές της σκέψης του Heidegger. Ψάχνοντας για την Gelassenheit (εγκατάλειψη) συνάντησα αναφορές, πως επηρεάστηκε από την σκέψη της Άπω Ανατολής.

Κ: Μάλιστα. Κατ’ αρχάς, η έννοια Gelassenheit στον Heidegger προέρχεται από την προηγούμενη έντονη ενασχόληση του με το έργο του Meister Eckhart. Κυρίως τα κείμενα του στα γερμανικά. Αυτά τα κείμενα είναι κυρίως κηρύγματα και συνομιλίες με μοναχούς και μοναχές. Ένα τέτοιο κείμενο είναι και το «Reden der Unterweisung»(Νουθεσίες). Στο κέντρο αυτής της ομιλίας βρίσκεται η εγκατάλειψη. Εγκατάλειψη του ιδίου θελήματος, και ανάληψη(εγκατάλειψη) στο θείο θέλημα. Που σημαίνει να επιτρέψει ο άνθρωπος στο θείο θέλημα να καθορίσει το δικό του.

Υπάρχουν δυο μεγάλα τμήματα της φιλοσοφίας του Heidegger. Το πρώτο κορυφώνεται με το «Είναι και Χρόνος». Στον δρόμο αυτό υπάρχει μια μεταβολή. Όχι ρήγμα, αλλά μεταβολή. Από την υπερβατική σκέψη στην ιστορική(του Είναι) σκέψη. Και εδώ είναι η εγκατάλειψη ουσία του Da-Sein. Εγκατάλειψη δηλαδή του θελήματος του υποκειμένου, και ανάληψη της ανοικτοσύνης, της αλήθειας του Είναι. Da-Sein υπάρχει μόνο λόγω του ότι η αλήθεια του Είναι του επιρρίπτεται.

Μια πολύ σημαντική έννοια είναι η έννοια Ereignis: δεν σημαίνει γεγονός, αλλά προέρχεται από την παλαιότερη γερμανική γλώσσα, και σημαίνει πως το Da-Sein υπάρχει λόγω της επίρριψης(επιρροής) η οποία λαμβάνει χώρα(aus dem ereignenden Zuwurf). Στο Da-sein ρίχνεται η αλήθεια του Είναι (Ihm wirft sich die Wahrheit des Seins zu). Το Da-sein ρίχνεται μέσα σε αυτό το οποίο του ρίχνεται(Aus dem ereignenden Zuwurf zu das das Da-sein in das was sich ihm zuwirft geworfen wird). Είναι η κατάσταση αυτού που έχει ριφθεί από την ρίψη της αλήθειας του Είναι μέσα στην αλήθεια του Είναι. (Geworfenheit aus dem Zuwurf der Wahrheit des Seins in die Wahrheit des Seins). Το Da-sein φέρεται προς τα πράγματα στη βάση μιας επίρριψης(αντίθετον τής απορροής) η οποία δεν του ανήκει, και φέρεται με την έννοια του ανοίγματος. (Das Da-sein auf dem unverfügbaren Zuwurf sich verhalten kann im Sinne des Entwerfens (Aufschließen)). Γίνεται αυτό το οποίο του ρίχνεται με την πράξη της ρίψης.(Zu dessen was sich ihm im Zuwurf zugeworfen wird). Εγκατάλειψη της υποκειμενικής αυτοσυνειδησίας του υποκειμένου, και την εγκατάλειψη (einlassen) στο Da-sein. Αυτή είναι η δομή της εγκατάληψης που ο Heidegger προσέλαβε από τον Eckhart, και την τοποθέτησε στην σκέψη του περί Da-sein, η οποία έχει ως αντικείμενο την ιστορία του Είναι.

Π:
Εδώ βλέπουμε ένα παραλληλισμό. Μήπως ο Heidegger αντικατέστησε τον Θεό για τον οποίο μιλούσε ο Eckhart, και έβαλε στην θέση του το Da-Sein;


Κ: Η ερώτηση βέβαια είναι πολύ σημαντική. Όχι. Το Da-Sein είναι η ουσία του ανθρώπου. Στον χώρο του Da-Sein, στην διάσταση του Da, της ανοικτοσύνης του Είναι, συναντά τον άνθρωπο το άγιο, το θείο και ο Θεός. Η ανοικτοσύνη λοιπόν του Είναι είναι ο χώρος όπου εμφανίζονται τα πράγματα. Ο Heidegger εννοεί τον χώρο εμφάνισης όταν μιλά περί Da-sein. Τον χώρο όπου το θείο δείχνεται αλλά και αποτραβιέται. Είναι χώρος εμφάνισης και απόσυρσης του αγίου, του θεϊκού και του Θεού.

Με το θέμα αυτό βέβαια ασχολείται το βιβλίο «Die Gottesfrage im Denken Martin Heidegger‘s». Το ερώτημα περί του Είναι ως προϋπόθεση για το περί Θεού ερώτημα.

Π: Είχατε κάποια επαφή με την Ορθόδοξη πνευματικότητα.

Κ: Ναι. Με την λειτουργική παράδοση της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στην Βαϊμάρη γνώριζα τον ιερέα, που λειτουργούσε σε ένα Ορθόδοξο ναό, χτισμένο για μια Ρωσίδα πριγκίπισσα. Εκεί βρίσκονται και οι σαρκοφάγοι του Γκαίτε και του Schiller. Ο Heidegger μάλιστα λέει σε κάποιο έργο του, βασιζόμενος στην ενασχόληση του με την πνευματικότητα, πως από την ορθόδοξη αντίληψη περί πίστης, θα μπορούσε κάποια μέρα, να προέλθει η θεμελιώδης ανανέωση ολόκληρης της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Και για να το ξεκαθαρίσουμε: με το ερώτημα περί Είναι και Da-sein, δεν αντικαθίσταται το περί Θεού ερώτημα, αλλά τα ερωτήματα αυτά είναι προϋποθέσεις για μια πιο θεμελιώδη επεξεργασία του περί Θεού ερωτήματος.

Π: Μήπως γνωρίζετε τα θεολογικά έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου; Τα έργα του είναι καταλυτικά για την Ορθόδοξη πνευματική ζωή και το βίωμα του Θεού.

Κ
: Όχι, δεν τα έχω διαβάσει. Αλλά πιστεύω πως όλα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά, και πως πρόκειται περί μιας εμπειρίας του Θεού, η οποία θα ταίριαζε πολύ καλά σε αυτά που ο Heidegger θεωρεί ως προετοιμασία για το φιλοσοφικό περί Θεού ερώτημα

Π: Ο Άγιος Συμεών βέβαια είναι ένας από τους τρεις Θεολόγους της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, ίσως γνωρίζετε, έχει μόνο τρεις Θεολόγους. Σας προτείνω να διαβάσετε τα έργα του.

Κ: Φυσικά θα το έχω υπ’ όψιν. Ευχαριστώ για την υπόδειξη.

Π:
Αν κατάλαβα καλά, ο Heidegger δεν θεωρεί πως πρέπει να βρούμε ένα καινούργιο Θεό, αλλά να απαλλαγούμε από τα επικαλύμματα που μαζεύτηκαν και μας πλακώνουν.

Κ: Αυτό είναι σωστό. Ίσως αυτά φτάνουν για σήμερα.

Π: Μάλιστα. Ευχαριστώ για την συνομιλία. Θα τα ξαναπούμε ελπίζω.

Κ: Φυσικά. Αν θα έχετε απορίες...

Πέτρος Χαραλάμπους
 
ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ 
 
  " Κατ’ αρχάς, η έννοια Gelassenheit στον Heidegger προέρχεται από την προηγούμενη έντονη ενασχόληση του με το έργο του Meister Eckhart.  Κυρίως τα κείμενα του στα γερμανικά. Αυτά τα κείμενα είναι κυρίως κηρύγματα και συνομιλίες με μοναχούς και μοναχές. Ένα τέτοιο κείμενο είναι και το «Reden der Unterweisung»(Νουθεσίες). Στο κέντρο αυτής της ομιλίας βρίσκεται η εγκατάλειψη. Εγκατάλειψη του ιδίου θελήματος, και ανάληψη(εγκατάλειψη) στο θείο θέλημα. Που σημαίνει να επιτρέψει ο άνθρωπος στο θείο θέλημα να καθορίσει το δικό του."
ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ, ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ, ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ; ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ; 

Lucrezia Fava-Von Herrmann: Συνέντευξη για τον Χάιντεγκερ και τη Γνώση (5)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

                                                      
Lucrezia Fava - Συνέντευξη με τον καθηγητή von Herrmann για τον Χάιντεγκερ και τη Γνώση

Lucrezia Fava: 7) Γενικά, είναι δυνατόν, κατά τη γνώμη σας, να εντοπιστεί μια τάση της χαϊντεγκεριανής σκέψης προς τη γνώση; 

Von Herrmann: Όσον αφορά το έβδομο ερώτημα: εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ορίζετε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας γνωσιοκρατίας, αν η ιστορικο-οντολογική ή ιστορικο-βιωματική σκέψη του Χάιντεγκερ, που τώρα σκιαγραφείται στα θεμελιώδη γνωρίσματά της, παρουσιάζει μια τάση προς τη γνωσιοκρατία, προς τη γνώση. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, θα ήταν απαραίτητο να μιλήσουμε για μια ιστορικο-βιωματική γνώση, ενώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια οριζόντια-υπερβατική γνώση στο πρώτο μονοπάτι του Seinsfrage του Χάιντεγκερ. 

Lucrezia Fava: 8) Είπαμε ότι το Seyn είναι εκείνο το δόσιμο που δίνει μόνο το δικό του δόσιμο, τη δική του προσφορά και με αυτόν τον τρόπο παραχωρεί το εδώ-είναι, τον τόπο της εκδήλωσης των όντων. Μπορεί μια τέτοια κατανόηση του καθολικού θεμελίου να μεταφραστεί και να αναπτυχθεί σε μια θρησκευτική σκέψη; Μια σκέψη, λοιπόν, που θα βασίζεται στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ;

Von Herrmann: Σχετικά με το όγδοο ερώτημα: το Seyn (Είναι), η παρουσίαση της αλήθειας του Seyn, δηλ. του Ereignis, είναι ή επιβάλλεται ως παροχή δώρου ως δώρο. Το δώρο είναι κάθε φορά το δοσμένο, αραιωμένο "εδώ" του εδώ-είναι, και αυτό το "εδώ" είναι το ιστορικό αραίωμα για καθετί που χρειάζεται αυτό το αραίωμα του Είναι: το ίδιο το εδώ-είναι, ο υπαρκτός εαυτός στο In-der-Welt-sein (εν-τω-κόσμω-είναι) του, η οντότητα στους διάφορους τρόπους ύπαρξής της: πέτρα, φυτό, ζώο, έργο τέχνης... αλλά και καθετί που ανήκει στην ουσία της θεότητας. Και έτσι απαντώ στην όγδοη ερώτησή σας με ένα ναι! 

Lucrezia Fava: 9) Στην Επιστολή για τον Ανθρωπισμό, ο Χάιντεγκερ γράφει: «Μόνο από την αλήθεια του είναι μπορεί κανείς να σκεφτεί την ουσία του ιερού. Μόνο από την ουσία του ιερού μπορεί κανείς να σκεφτεί την ουσία της θεότητας. Μόνο υπό το φως της ουσίας της θεότητας μπορεί κανείς να σκεφτεί και να πει τι πρέπει να ονομάζει η λέξη "Θεός"». Και παρακάτω: «Αλλά αυτή είναι η διάσταση του ιερού, η οποία παραμένει κλειστή ακόμη και ως διάσταση, αν δεν αραιωθεί η ανοιχτότητα του είναι και, στο ξεκαθάρισμά της (στο φώτισμά της), δεν είναι κοντά στον άνθρωπο. Ίσως το χαρακτηριστικό αυτής της εποχής του κόσμου να συνίσταται στο κλείσιμο στη διάσταση του όλου (das Heile). Ίσως αυτή να είναι η μόνη δυστυχία (Unheil)». Δεν φαίνεται εδώ ότι η σκέψη του Είναι, η παρουσία του ιερού και ο Θεός είναι ένα και το αυτό πράγμα;

Von Herrmann: Επί της ένατης ερώτησης: Αναφέρεστε στο περίφημο απόσπασμα από το "Brief über den Humanismus". Η αλήθεια ή το ξεκαθάρισμα ή η αποκάλυψη του Είναι είναι η προϋπόθεση για την ανάδυση της διάστασης του ιερού. Η διάσταση του ιερού στην εκκαθάριση του Είναι είναι η περιοχή στην οποία εμφανίζεται η ουσία της θεότητας (Gottheit είναι ένας όρος που ο Χάιντεγκερ παίρνει από τον Meister Eckhart). Και μόνο όταν έχει γίνει ξεκάθαρη η ουσία της θεότητας μπορεί κανείς να σκεφτεί και να πει τι πρέπει να ονομάζει η λέξη "Θεός". Ο Χάιντεγκερ σκέφτεται εδώ εκείνον τον Θεό τον οποίο στο Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis) αποκαλεί "τελευταίο Θεό". Θα ήταν ένας Θεός του οποίου η θεϊκότητα καθορίζεται από την αλήθεια του Seyn, δηλαδή του Ereignis, ένας Θεός του οποίου η θεϊκή μορφή δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων, αλλά αντίθετα πρέπει να φανεί μέσα και από την ουσιαστική μονιμότητα της αλήθειας του Seyn. Η αποκάλυψη αυτής της ανάδυσης δεν μπορεί να προβλεφθεί. Σκεπτόμενος τον έσχατο Θεό ως Θεό στην αλήθεια του Είναι, ο Χάιντεγκερ καθοδηγείται από τον Νίτσε από τη μια πλευρά και από τον Hölderlin από την άλλη. Βιώνοντας ποιητικά τη φυγή των ελληνικών θεών και του χριστιανικού θεού, ο Hölderlin μνημονεύει ταυτόχρονα την ιστορική επιστροφή του θείου και των θεών στη γη. Στον απόηχο αυτής της ποιητικής σκέψης, ο Χάιντεγκερ σκέφτεται τον τελευταίο Θεό. Η αλήθεια ως η κάθαρση του Είναι, το ιερό και το θείο δεν είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα, αλλά σχηματίζουν μια βαθμιδωτή δομή: από την κάθαρση (εκκαθάριση) του Είναι το ιερό αραιώνεται, μέσα στο ιερό αραιώνεται η θεότητα του Θεού, και μέσα στη φωτισμένη θεότητα εμφανίζεται ο Θεός. Βρίσκω σπουδαία αυτή τη νέα προσέγγιση του Χάιντεγκερ, δεν σκέφτομαι όμως τον Θεό ως τον απόλυτο Θεό, αλλά ως τον Θεό της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο οποίος μπορεί να εμφανιστεί στη θεότητά του μόνο όταν έχει ανοίξει η διάσταση του ιερού, μια διάσταση που με τη σειρά της μπορεί να προκύψει μέσα στην ουσιαστική μονιμότητα της αλήθειας του Είναι, του Ereignis. 

Lucrezia Fava: 10) Τέλος, ένα ερώτημα σχετικά με την έννοια της κατανόησης στον Χάιντεγκερ. Από διάφορα σημεία της οντολογικής-υπαρξιακής ανάλυσης του Χάιντεγκερ, φαίνεται ότι η πλήρης και ολοκληρωμένη αυτοκατανόηση του εαυτού είναι μια ελιτίστικη και απομονωμένη μορφή διαφώτισης• ότι μια τέτοια κατανόηση λαμβάνει χώρα μόνο σε μια στιγμιαία και περιστασιακή διάσταση της αποξένωσης του ατομικού εαυτού από τα εγκόσμια• ότι δεν μπορεί να έχει κανένα πραγματικό αποτέλεσμα, καθώς δεν έχει κανονιστική αξία και δύναμη για τον αυτοσχεδιασμό του ανθρώπου. Αυτές είναι μερικές αρκετά γνωστές κριτικές παρατηρήσεις που απευθύνονται στον Χάιντεγκερ από πολλές πλευρές. Ωστόσο, είναι σαφές ότι, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η οντολογική-υπαρξιακή κατανόηση μπορεί και πρέπει να επιφέρει την πιο αποφασιστική και ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη ζωή. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του «Η ουσία της αλήθειας. Σχετικά με τον μύθο του σπηλαίου και τον "Θεαίτητο" του Πλάτωνα», η κατανόηση του όντος ως Seyn (ή μάλλον, ως Un-verborgenheit/απο-κάλυψη και Lichtung/ξέφωτο του Seyn) διαλύει τη λήθη από την οποία χτυπιόμαστε και τυφλωνόμαστε, έχει τη δύναμη να απελευθερώσει την ανθρώπινη ύπαρξη από τη σκοτεινή και απειλητική της διάσταση, μετατρέπει το ον σε απελευθερωτή του ίδιου του σκοταδιού του - θα μπορούσαμε να πούμε: έχει τη δύναμη να αποκαταστήσει την αρχική κατάσταση του όντος, να επιτελέσει την αποκατάστασή του. Επιστρέφοντας στον τρόπο με τον οποίο το Είναι αποκαλύπτεται, μπορεί να διαφυλάξει το μυστήριο ολόκληρης της ύπαρξης, δηλαδή της αρχής που παραχωρεί την ύπαρξη των οντοτήτων και την κρατάει στον εαυτό της, την σώζει. Αυτό δεν μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε την οντολογική κατανόηση, ή την ουσιαστική σκέψη, ως γνώση; Πώς θα περιγράφατε τις πραγματικές συνέπειες της κατανόησης της αλήθειας του Είναι; 

Von Herrmann: Όσον αφορά το δέκατο ερώτημα: αυτό που αναφέρετε πρώτο, η κριτική ότι η αυθεντική εκδίπλωση του είναι-στον-κόσμο θα πρέπει να είναι μια διαφώτιση που είναι δυνατή μόνο για λίγους ανθρώπους - αυτή η κριτική και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την αυθεντικότητα του Da-sein είναι θεμελιωδώς λανθασμένος. Η μη αυθεντικότητα και η αυθεντικότητα είναι οι δύο τρόποι με τους οποίους πραγματώνεται το υπάρχον είναι-στον-κόσμο: στην μη αυθεντικότητα, το εδώ-είναι δεν υπάρχει μέσα και χάρη σε έναν σχεδιασμό που ανοίγει από τον εαυτό του ό,τι του ανήκει περισσότερο, αλλά μάλλον υπάρχει μέσα και χάρη στην υπάρχουσα ανοιχτότητα [Erschlossenheitsweise] του είναι-στον-κόσμο, που είναι η ανοιχτότητα του Ναι. Σε αυτή την περίπτωση, το αυτοπρόταγμα αυτού που είναι το πιο κατάλληλο δεν έρχεται σε ύπαρξη, και στη θέση του έρχεται η μορφή της ανοιχτότητας του είναι-στον-κόσμο που υποδεικνύεται από το Ναι και η μορφή της αποκάλυψης του ενδοκοσμικού είναι που υποδεικνύεται από το Ναι. Το είναι-ανοιχτό και το είναι-αποκαλυπτόμενο είναι και τα δύο μη-αρχικά.

Κάθε ον μπορεί να απευθυνθεί στο κάλεσμα της συνείδησης και να συνειδητοποιήσει, με έναν πρωτότυπο τρόπο, το δικό του ουσιώδες είναι-στο θάνατο, ώστε να ζήσει στην αυθεντική κατάσταση της ύπαρξης. Μόνο που το Da-sein, ενώ υπάρχει αυθεντικά, ως επί το πλείστον επιστρέφει στην μη αυθεντικότητα. Η αυθεντική και άρα πιο σωστή ύπαρξη δεν είναι ποτέ, ωστόσο, μια απομάκρυνση από τον κόσμο και την κοσμική ύπαρξη, δεν είναι ποτέ μια ύπαρξη χωρίς τον κόσμο, σε έναν κλειστό χώρο του εαυτού. Αυτός ο χώρος του εαυτού έξω από τον κόσμο και την ενδοκοσμική ύπαρξη δεν υπάρχει καθόλου, γιατί η ύπαρξη είναι ουσιαστικά, όχι μόνο στην αναυθεντικότητα αλλά και στην αυθεντικότητα, ένα είναι-στον-κόσμο και ένα είναι-στο-όν που συναντάται στον κόσμο. Ο Χάιντεγκερ το δηλώνει αυτό καθαρά και απερίφραστα στο Sein und Zeit. Αυτές οι ερμηνευτικές-φαινομενολογικές, δηλαδή φιλοσοφικές αναλύσεις δεν πρέπει ωστόσο να διαβάζονται ως δευτερεύουσες σημειώσεις, αλλά να παρατηρούνται από τη μεθοδολογική προοπτική στην οποία τις διεξήγαγε ο στοχαστής.

Η αποκάλυψη του είναι-στον-κόσμο, στην κατάσταση της αυθεντικότητάς του, [Eigentlichkeitsmodus], δεν ισοδυναμεί με μια γνώση που δεν έχει καμία επίδραση στην καθημερινή κατάσταση της ύπαρξης, αλλά μάλλον αλλάζει το είναι-στον-κόσμο και το είναι-στο-ον, αλλά όχι ως προς το περιεχόμενο: το είναι-στον-κόσμο και το είναι-στο-ον μετασχηματίζεται αντίθετα στον τρόπο της αποκάλυψής του, η οποία γίνεται ένα πρωτότυπο άνοιγμα, που δεν καθορίζεται πλέον από το Ναι. Το ίδιο ισχύει και για το άνοιγμα του ενδοκοσμικού όντος, που είναι πλέον αυθεντικό, απαλλαγμένο από την αλλοίωση και τη συσκότιση του κυρίαρχου Ναι. Η θεωρητική άποψη που στοχεύει στη μετατροπή της μη αυθεντικής κατάστασης του είναι-ανοίγματος και του είναι-ανακαλύπτεσθαι στην αυθεντική και πρωτότυπη κατάσταση - αυτή η θεωρητική άποψη, το θεωρητικό όραμα μπορεί να ερμηνευτεί ως γνώση, αλλά μόνο εφόσον έχετε τονίσει αυτό που είναι καθοριστικό για να αποκαλέσετε μια μορφή γνώσης ως γνωστική. Νομίζω ότι έτσι απάντησα και στο δέκατο ερώτημά σας κατά τρόπο ευρύ και επαρκή.

Θα ήμουν πολύ ευτυχής αν μπορούσατε να μείνετε ικανοποιημένοι με την έκθεση των χαρακτηριστικών της χαϊντεγκεριανής σκέψης και τις απαντήσεις μου στις ερωτήσεις σας. Σας εύχομαι επιτυχή ολοκλήρωση της ερευνητικής σας εργασίας και σας στέλνω τους θερμούς μου χαιρετισμούς από το Φράιμπουργκ.

Τέλος

Ο ΑΠΩΝ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ. ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΗΣ , Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΙΕΡΟΥ ΚΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΥ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΦΑΣΗ  ΕΝΟΣ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΟΣ. Η ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ, ΕΓΩ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ. Ο ΑΠΩΝ ΘΕΟΣ. ΤΟ ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ. Ο ΡΟΒΙΝΣΩΝΑΣ ΝΑΥΑΓΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ. ΕΝ ΤΕΛΕΙ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ.

Ομιλία ΚΕ’ εκφωνηθείσα την Κυριακή των Αγίων Πάντων (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς)

(Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38· ιθ΄ 27-30)

“Θαυμαστὸς ὄντως ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ”.

Εἶναι στ’ ἀλήθεια θαυμαστὸς ὁ Θεὸς στὰ ἔργα τῶν ἁγίων του. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ του τοὺς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πῶς μὲ τὴν ἀσθενικὴ σάρκα τους ντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὸ κακό, πῶς δὲν εἶχαν συναίσθηση τῶν πόνων καὶ τῶν τραυμάτων καθὼς ἔρριχναν τὸ σῶμα τους σὲ ἀγῶνα μὲ τὴ φωτιά, μὲ τὸ ξίφος, μὲ τὰ διάφορα εἴδη θανατηφόρων βασανιστηρίων, ἀντιπαλεύοντας μὲ τὴν ὑπομονή. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ ὅτι κομμάτιαζαν τὶς σάρκες τους, κι ἔσπαζαν τὶς κλειδώσεις τους, καὶ τσάκιζαν τὰ κόκκαλά τους, αὐτοὶ ὅμως φύλαγαν ἀκέραια, κι ἀπείραχτη κι ἀσάλευτη τὴ πίστη τους. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν χάρισμα τὴν ἀδιαφιλονίκητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ δύναμη γιὰ θαύματα. Ὅταν ἀναλογιστῆ τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πῶς ὑπέφεραν θεληματικὰ σὰ νὰ ἦσαν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς διάφορες ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, πῶς ἀντιστάθηκαν ὡς τὸ τέλος τὰ πονηρὰ πάθη, στὰ διάφορα εἴδη τῆς ἁμαρτίας, στὸν πόλεμο ποὺ διεξάγεται ἀοράτος μέσα μας, στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, στὶς πνευματικὲς δυνάμεις τῆς κακίας καὶ πῶς ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος ἔλιωνε κι ἀφανιζόταν, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος ἀνανεωνόταν καὶ θεοποιοῦνταν –καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς δόθηκε ἡ χάρη νὰ θεραπεύουν καὶ νὰ πραγματοποιοῦν ἔργα δυνάμεως. Ὅταν κανένας τὰ συλλογιστῆ αὐτὰ καὶ κάνη τὴ σκέψη ὅτι αὐτὰ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση, θαυμάζει καὶ δοξολογεῖ τὸ Θεό, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὸση χάρη καὶ δύναμη. Γιατὶ ἄν εἶχαν τὴν προαίρεση τὴν ἀγαθὴ καὶ πολὺ ὡραία, ὅμως χωρίς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ ἀποχτοῦσαν τὴ δύναμη νὰ γίνουν ὑπεράνθρωποι κι ἐνῶ ἦσαν ἄνθρωποι σωματικοὶ νὰ νικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό.

Γι’ αὐτὸ κι ὁ Προφήτης ποιητὴς τῶν ψαλμῶν εἶπε· «ἀξιοθαύμαστος εἶναι ὁ Θεὸς σήμερα στοὺς ἁγίους του» καὶ συνάμα πρόσθεσε «αὐτὸς θὰ δώση δύναμη καὶ ἀντοχὴ στὸ λαό του». Ἐξετάστε μὲ σύνεση τὴ δύναμη τῶν προφητικῶν λόγων. Σ’ ὅλο τὸ λαό του δίνει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ἀντοχή· δὲν κάνει ὁ Θεὸς προσωποληψία, θαυμάζεται ὅμως μόνο ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους του. Καθὼς ὁ ἥλιος ἀπὸ ψηλὰ πλούσια σ’ ὅλους σκορπᾶ τὶς ἀκτῖνες του, τὶς βλέπουν ὅμως μόνο ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ μάλιστα ὄχι κλειστὰ καὶ χαίρονται καθαρὴ τὴ λάμψη, μόνο ἐπειδὴ μὲ καθαρὰ μάτια βλέπουν καλὰ καὶ δὲ θαμποξεχωρίζουν μονάχα ἀπὸ ἀρρώστεια ἤ ὁμίχλη ἤ κανένα ἐμπόδιο ποὺ μπῆκε μπροστά, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πλούσια δίνει ἀπὸ ψηλὰ τὴ βοήθειά του σ’ ὅλους, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἄπειρη σωστικὴ φωτιστικὴ πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς καλωσύνης. Κερδίζουν τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἀκτινοβολεῖται γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τὴς ἀρετῆς ἤ καὶ τὴν πραγματοποίηση τῶν θαυμάτων ὄχι ὅλοι γενικὰ παρὰ ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ ἐκδηλώνουν μὲ ἔργα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Κι ὅσοι ἀποστρέφονται τέλεια τὴν κακία καὶ κρατοῦν μὲ ἀσφάλεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στρέφουν τὰ νοερὰ μάτια στὸ Χριστό, στὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκεῖνος δὲν ἁπλώνει μόνο χέρι βοήθειας ἀόρατα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς προτροπὲς τοῦ Εὐαγγελίου σήμερα συνομιλεῖ αἰσθητὰ μαζί μας. Ὅποιος ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομά μου θὰ ὁμολογήσω κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ φανερώσωμε μὲ θάρρος τὴν πίστη μας στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ὁμολογία μας χωρὶς τὴ δύναμη καὶ τὴ βοήθειά του, οὔτε καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ μιλήση φανερὰ γιὰ μᾶς στὴ μέλλουσα ζωή, γιὰ νὰ μᾶς συστήση καὶ νὰ μᾶς γνωρίση μὲ τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ πάρη ἀφορμὴ ἀπὸ μᾶς. Αὐτὸ θέλοντας νὰ τὸ φανερώση δὲν εἶπε, καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καθένας ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ στ’ ὀνομά του καὶ μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου μπορεῖ νὰ φανερώση θαρρετὰ τὴν εὐσέβειά του. Ἔτσι πάλι δὲν εἶπε, θὰ ὁμολογήσω κι ἐγὼ αὐτὸν ἀλλὰ στὸ ὄνομά του δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ ἐμμονὴ καὶ καρτερία ἐκείνου ποὺ ὁμολογεῖ, ποὺ ἔδειξε γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας. Πρόσεξε τί λέει παρακάτω γι’ αὐτοὺς ποὺ δείλιασαν καὶ πρόδωσαν τὴν εὐσέβεια. Ὅποιος μὲ ἀρνηθῆ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους θὰ τὸν ἀρνηθῶ κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς. Δὲν εἶπε ἐδῶ ὅποιος ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ ὅποιος ἀρνεῖται τὸ κάνει, ἀφοῦ στερηθῆ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴ στερεῖται γιατὶ αὐτὸς πρῶτος ἐγκατέλειψε τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήϊνα περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὰ οὐρνάνια καὶ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἔτσι πάλι καὶ ὁ Χριστὸς δὲ θὰ τὸν ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά του ἀλλὰ θὰ ἀρνηθῆ αὐτόν, γιατὶ δὲν βρῆκε τίποτα σ’ αὐτὸν νὰ τὸ χρησιμοποιήσει σὰν ἐπιχείρημα. Γιατὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη στὸ Θεό, μένει στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ Θεὸς μένει σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ ἀγαπητὸς στὸ Χριστὸ Θεολόγος, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μένει μέσα σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, κατὰ φυσικὸ λόγο μέσα στὸ Θεὸ κινεῖ τὴν ὁμολογία του αὐτὸς ποὺ ἀληθινὰ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Κι ἐπειδὴ κι αὐτὸς μένει μέσα στο Θεὸ κι ὁ Θεὸς θέτει τὴν ὁμολογία του γι’ αὐτὴν μέσα σ’ αὐτόν. Ἡ φράση τέλος «γιὰ καθέναν ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου, θὰ ὁμολογήσω στ’ ὄνομά του κι ἐγὼ» φανερώνει τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μ’ ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν, ἀπὸ τὴν ὁποία μένει μακριὰ στέκεται αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται. Ἔτσι οἱ θεϊκὲς ἀνταποδόσεις ἔχουν μέσα τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρονται κατάλληλα σύμφωνα μὲ μιὰ ἀρχὴ ὁμοιότητος.
Ἡ ὁμοιότητα λοιπὸν τῶν θείων ἐπιβραβεύσεων πρὸς αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρομε εἶναι τέτοια. Ἐξετάστε καὶ τὴ διαφορὰ πρὸς τὰ ἄνω τῆς θείας ἀμοιβῆς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ὁμολογοῦν μέσα στὸν ἑαυτό του. Κάθε ἅγιος σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔκαμε φανερὰ τὴν ὁμολογία μέσα στὸν πρόσκαιρο αὐτὸν βίο καὶ μπροστὰ σὲ θνητοὺς ἀνθρώπους ἤ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα σ’ ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ σὲ λίγους ὅπως εἶπα ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς θὰ μιλήση φανερὰ γι’ αὐτοὺς μέσα στὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο ἐκεῖνο κόσμο μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα, σὲ ἀγγέλους ποὺ στέκονται ὁλόγυρα, σὲ ἀρχαγγέλους, ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, κι ἐνῶ θὰ εἶναι παρόντες ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ σταθοῦν κοντὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι μπροστὰ κι ὅλοι θὰ βλέπουν, θὰ φωνάξη τὰ ὀνόματα καὶ θὰ δοξάση καὶ θὰ στεφανώση ἐκείνους ποὺ ἔδειξαν ὡς τὸ τέλος τὴν πίστη τους σ’ αὐτόν. Γιατὶ πρέπει νὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τοὺς οὐράνιους ἐκείνους στεφάνους, τὶς ὑπερβολικὲς ἐκεῖνες ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς περιμένουν, ποὺ οὔτε μάτι σὰν τὸ δικό μας μπορεῖ νὰ δῆ, οὔτε αὐτὶ ν’ ἀκούση, οὔτε νὰ σκεφθῆ; Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπομε τώρα εἶναι τόσο ἀξιοθαύμαστα. Ποιός λόγος μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψη τὴ δόξα ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς στὰ λείψανα καὶ τὰ ὀστὰ τῶν ἁγίων, ποὺ παρατείνεται σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ χρόνου, τὴν ἱερὴ εὐωδία ποὺ ἀναδίνεται ἀπ’ αὐτὰ τὰ μύρα ποὺ ἀναβλύζουν, τὶς δωρεὰν θεραπεῖες, τὴ διενέργεια τῶν θαυμάτων, τὶς ποικίλες καὶ σωτήριες γιὰ μᾶς ἐμφανίσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτά. Νὰ πῶ κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται σ’ αὐτοὺς ἀπὸ μᾶς; Λίγο χρόνο, ὅπως εἶπα, κράτησε ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ καθέναν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ μπροστὰ σὲ μερικοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς· ἀνυμνοῦν ὅμως καὶ μεγαλύνουν τιμῶντας καὶ δοξάζοντας καὶ προσκυνῶνας ὄχι αὐτοὺς μονάχα καὶ τὶς εἰκόνες τους σὰ νὰ ἦσαν κύριοι καὶ παραπάνω ἀπὸ κύριοι καὶ βασιλεὶς οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες κι ὅλοι οἱ ὑπηκόοι προσπέφτοντας σ’ αὐτοὺς μὲ τὸση προθυμία καὶ χαρά, ὥστε νὰ εὔχεται κανεὶς νὰ τὸ κληρονομήσουν αὐτὸ καὶ στὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, σὰ μιὰ καλότυχη κληρονομία, ποὺ προξενεῖ τὴν πιὸ ψηλὴ εὐτυχία. Κι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα καὶ ἐξοικόνιση καὶ σάμπως προανάκρουσμα τῆς δόξας ἐκείνης τῆς ἄρρητης ποὺ μᾶς περιμένει ποὺ καὶ τώρα τὴ χαίρονται τὰ πνεύματα τῶν δικαίων καὶ ποὺ θὰ τὴν ἐπιτύχουν μαζί μ’ αὐτὰ καὶ τὰ σώματα ποὺ μαζὶ μὲ τὰ πνεύματα πέρασαν ὄλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας καὶ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν κάνοντας ἔνδειξη ὁ Κύριος στοὺς ἁγίους μαθητὰς καὶ ἀποστόλους ἀπὸ τὴ μιὰ εἶπε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, σεῖς ποὺ μ’ ἀκολουθήσατε, στὴν ὥρα τοῦ ξαναγεννημοῦ, ὅταν ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίση στὸν θρόνο τῆς δόξας του θὰ καθίσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνετε τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ». Καὶ σ’ ὅλους πάλι γενικὰ ποὺ πιστεύουν. «Καθένας ποὺ ἄφησε σπίτι ἤ ἀδελφὴ ἤ ἀδελφὲς ἤ πατέρα ἤ μάνα ἤ γυναῖκα ἤ παιδιὰ ἤ χωράφια γιὰ χάρη μου, θὰ λάβη ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ θὰ κληρονομήση ζωὴ παντοτινή. Κι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα ἤ τὴ μάνα του περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἐπεῖδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸν Γιὸ του τὸν ἀγαπητὸ (καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἔδωσε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μας) ζητεῖ κι ἀπὸ μᾶς δίκαια ὅλους τοὺς συγγενεῖς μας νὰ μὴν λογαριάζωμε, ὅταν μᾶς ἐμποδίζουν στὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβῆ βίο. Καὶ τί λέγω τοὺς συγγενεῖς; Εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ προσφέρη καθένας τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅταν τὸ καλέση ἡ περίσταση, ἄν θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν παντοτινὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε γιὰ μᾶς τὴν ψυχή του. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ «ὅποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν μ’ ἀκολουθεῖ δὲν εἶναι ἄξιος μου». Σταυρὸς λοιπὸν εἶναι καὶ τὸ νὰ σταυρώση κανεὶς τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ὅταν λοιπὸν εἶναι περίοδος εἰρήνης, νεκρώνει μὲ τὴν ἀρετὴ ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ σηκώνοντας ἔτσι τὸ σταυρὸ του ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ὅταν πάλι εἶναι περίοδος διωγμοῦ, περιφρονῶντας καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ παραδίδοντας τὴν ψυχὴ του γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας, σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ ἔτσι κληρονομεῖ τὴν παντοτινὴ ζωή. Ὅποιος εὕρη τὴν ψυχὴ του λέει θὰ τὴ χάση, κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ μένα θὰ τὴν εὕρη. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρη; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἔξω, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ὁ μέσα μας ἄνθρωπος δηλ. ἡ ψυχή. Ὅποιος λοιπὸν παραδώση σὲ θάνατο τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὸν ἔξω ἄνθρωπο χάνει τὴν ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ χάνει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς πραγματικὰ θὰ τὴν εὕρη, ἀφοῦ τῆς χαρίση ζωὴ οὐράνια καὶ παντοτινὴ καὶ τέτοια θὰ τὴν πάρη κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τέτοιος θὰ γίνη κι αὐτὸς κατὰ τὸ σῶμα ἐξ αἰτίας της, οὐράνιος κι αἰώνιος. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ εἶναι δύσκολα καὶ μεγάλα καὶ γιὰ τοὺς τέλειους μόνο καὶ γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ἀποστολικά, νὰ σταυρώσης δηλ. τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση καὶ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο θάνατο γιὰ χάρη τοῦ καλοῦ, νὰ χάσης τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὰ ποὺ στὴ συνέχεια λέει ὁ Κύριος εἶναι γιὰ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν οἱ πιὸ ἀτελεῖς ποὺ τὸσο ὑπεράνθρωπα ἀγωνίζονται· «αὐτὸς ποὺ δέχεται ἐσᾶς» δηλαδὴ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς Πατέρες καὶ δασκάλους τῆς εὐσεβείας δέχεται καὶ ἐμένα κι ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μ’ ἔστειλε.

Γιὰ τοὺς τέλειους ἐκείνους ἀπὸ δῶ ἑτοιμάζει ὑποδοχή, σ’ ὅσους δὲν εἶναι τέλειοι παρέχει τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ ὑποδέχονται ἐκείνους. Βλέπεις πόσο μεγάλος εἶναι κι ὁ μισθὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχονται ὅσους ζοῦν κατὰ Θεὸ κι ὅσους διδάσκουν τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ ὅποιος τοὺς δέχεται αὐτοὺς δέχεται τὸν Πατέρα καὶ τὸ Γιό. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ τοὺς δεχώμαστε αὐτούς; Ὄχι μόνο νὰ τοὺς φιλοξενοῦμε καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύωμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦμε. Γι’ αὐτὸ σ’ ἄλλο σημεῖο θέλοντας νὰ φοβίση ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀψηφοῦν, ἔλεγε στοὺς μαθητές του. «Ὅποιος σᾶς ἀψηφᾶ, ἀψηφᾶ ἐμένα κι ὅποιος ἀψηφᾶ ἐμένα ἀψηφᾶ ἐκεῖνον ποὺ μ’ἔστειλε». Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ φιλοξενεῖ μόνο κι ἀναπαύει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτὸ τὸ κάμη γιὰ τὸ Θεό, θὰ πάρη μισθὸ πολύ. Αὐτὸ φανερώνοντας ὁ Κύριος ἔλεγε· «Ὅποιος δέχεται προφήτη ὡς προφήτη θὰ πάρη μισθό προφήτου κι ὅποιος δέχεται δίκαιο ὡς δίκαιο θὰ λάβη δικαίου μισθό». Πῶς θὰ πάρη μισθὸ προφήτου καὶ μισθὸ δικαίου; Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τὸ δικὸ τους περίσσευμα θ’ ἀναπληρώση τὸ ὑστέρημα τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὸν δίκαιο σὰ δίκαιο δέχεται κι ἀναπαύει κι ἄν δὲν προσφέρη μ’ ἀφθονία ἀλλὰ δώση μικροπράγματα, θὰ κερδίση τὰ μεγάλα. Ὅποιος ποτίση ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς ἕνα ποτήρι νερὸ στ’ ὄνομα μαθητοῦ, σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲ θὰ χάση τὸ μισθό του. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς μαθητὰς ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονταν. Ἄν φρόντιζε μόνο γι’ αὐτούς, θὰ συνιστοῦσε τὴν ὑποδοχή τους μόνο καὶ θὰ ζητοῦσε τὴν ὑποδοχὴ μονάχα ἐκείνων καὶ τὴν ἀνάπαυση, ὅπως καὶ νὰ ἦταν. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσθήκη, σὲ ὄνομα προφήτου καὶ μαθητοῦ καὶ δικαίου δείχνει ὅτι φροντίζει περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται θέλοντας ν’ ἀλλάξη τὴν ἀντίληψή τους στὸ καλύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀρετὴ ν’ ἀκολουθήση καὶ ὁ μισθός τους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ τιμῶντας μετὰ τὸν θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλο τὸ χρόνο μνημονεύει κάθε μέρα αὐτοὺς ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη ἔφυγαν ἀπὸ δῶ, καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀποδήμησαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ τὴ σημαδεμένη μὲ τὸ θάνατο. Καὶ φέρνει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴ ζωὴ καθενὸς γιὰ δική μας ὠφέλεια καὶ παρουσιάζει τὸ τέλος τους, εἴτε ἦταν εἰρηνικὸ εἴτε ἔκλεισε ἡ ζωή του μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ μαρτυρίου. Καὶ τώρα μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἀφοῦ ὅλους μαζί μᾶς συγκέντρωσε, τοὺς κάμνει κοινὰ ἔπαινο, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξὺ τους κι εἶναι ἕνας κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου. «Δῶσε σ’ αὐτοὺς, λέει πρὸς τὸν Πατέρα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος, δῶσε τους νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πατέρα, μὲ σένα καὶ σὺ μέ μένα ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μαζί μας ἀληθινά».

Δὲν ἀποδίδει λοιπὸν σ’ ὅλους αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τὸν κοινὸ ὕμνο μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀλλὰ καὶ γιατὶ σπεύδει ἔτσι μὲ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστὴ κι ἔπειτα τὴν Πεντηκοστὴ νὰ φανέρωση καὶ ν’ ἀνυμνήση ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα τὰ ἐφανέρωσε, ὅπως γνωρίζετε, πῶς στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος· πῶς ὁ Ἀδὰμ διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸ Θεό· πῶς ὁ παλαιὸς λαὸς δέχτηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ· πῶς κι αὐτοὶ μὲ τὶς παραβάσεις τους ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκειότητά τους μὲ τὸ Θεό· πῶς ὁ μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε σ’ ἐμᾶς κι ἀφοῦ ἔπραξε θαυμάσια, καὶ ἐδίδαξε κήρυγμα σωτηρίας, ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ μᾶς σὰν ἄνθρωπος θάφτηκε ἀλλὰ καὶ σὰ Θεὸς ἀναστήθηκε σὲ τρεῖς μέρες καὶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπ’ ὅπου κατέβηκε ὕστερα ξαναγύρισε καὶ καθίζοντας στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα ἔστειλε ἀπὸ κεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ὕμνησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τώρα κι ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε προσθέτοντας καὶ παρουσιάζοντας, πόσο πολλοὺς δηλαδὴ καὶ ὡραίους καρποὺς μάζεψε γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅλων μαζί τῶν ἁγίων κάμνει τὸ μνημόσυνο καὶ σ’ ὅλους τὸν ὕμνο καὶ τὴν τιμὴ ἀποδίδει σήμερα.

Ἄς τιμήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τοὺς τιμήσωμε πῶς; Ἄν κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνων καθαρίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μόλυσμα σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς κακίες προχωρῶντας πρὸς τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπ’ αὐτές. Ἄν ἐμποδίσωμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὸν ὅρκο καὶ τὴν ἐπιορκία, ἀπὸ τὴ φλυαρία καὶ ὑβρεολογία καὶ τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία κι ἔτσι τοὺς προσφέρομε τὸν ἔπαινο. Ἄν δὲν καθαρίσωμε ἔτσι τὸν ἑαυτό μας, δίκαια θ’ ἀκούσωμε ὁ καθένας μας ἀπ’ αὐτοὺς ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Πῶς τολμᾶς νὰ φέρνης στὴ μνήμη σου καὶ νὰ ἀναφέρης μὲ τὴ γλῶσσα σου ἀκόμα κι αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων καὶ νὰ διηγῆσαι τὴ συμπεριφορά τους γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα. Ἐνῶ ἐσὺ ἐμίσησες τὸν ἐνάρετο βίο καὶ πέταξες μακρυά σου τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἄν ἔβλεπες κλέφτη, τὸν βοηθοῦσες καὶ ἔπαιρνες τὸ μερίδιο μὲ τὸ μοιχό. Τὸ στόμα σου ξεχείλισε ἀπὸ κακία κι ἡ γλῶσσα ὕφανε δολιότητες. Καθόσουν κάπου καὶ καταλαλοῦσες τὸν ἀδελφό σου, ἔστηνες παγίδα στὸν γιὸ τῆς μητέρας σου. Ἀπὸ τέτοια στόματα, ἀδελφοί μου, οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἅγιοί του δέχονται ὕμνο. Ἄν καθένας ἀπὸ μᾶς, ἄν ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο μὲ τὸ χέρι του, δὲ θέλη νὰ τὸ χρησιμοποιήση, ἄν δὲν τὸ πλύνη πρῶτα, πῶς ὁ Θεὸς θὰ δεχτῆ ὅ,τι προσφέρωμε ἀπὸ σῶμα καὶ στόμα ἀκάθαρτα, ἄν δὲν καθαρίσωμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας; Πολὺ πιὸ σιχαμένη ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία ἡ ἁμαρτία, ὁ δόλος, τὸ ψεῦδος, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ πλεονεξία, ἡ προδοσία, οἱ αἰσχροὶ διαλογισμοὶ καὶ λόγοι καὶ οἱ ἀκαθάρατες πράξεις ποὺ τὰ ἀκολουθοῦν. Καὶ πῶς καθαρίζεται πάλι ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σ’ αὐτά; Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀγαθοεργία, μὲ τὴ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸ Θεό.

Ὅταν λοιπὸν στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων ποὺ ἑορτάζομε, σχολάζομε ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὸ ἐπάγγλεμά μας καθένας, αὐτὰ ἄς εἶναι ἡ σκέψη μας, πῶς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἄν ὅμως καὶ τότε ἀκόμη περιπαίζωμε τὶς ψυχές μας κι ἀδιαφοροῦμε καὶ μεθοῦμε, πῶς λέμε ὅτι ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους, ἀφοῦ διώχνουμε ἀπὸ τὴν ἡμέρα τὴν ἁγιότητα; Ἀλλα ἄς μὴ γιορτάζωμε ἔτσι, ἀδελφοί μου, παρακαλῶ. Ἄς φέρνωμε τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς στὸ Θεὸ ἔτσι ὅπως τὰ θέλει καὶ μάλιστα τὶς γιορτινὲς αὐτὲς ἡμέρες κι ἔτσι μὲ τὴ μεσίτευση τῶν ἁγίων νὰ λάβωμε μέρος κι ἐμεῖς στὴν πανήγυρη καὶ στὴν ἀπέραντη ἐκείνη εὐφορσύνη. Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολαύσωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀξίζει ἡ δόξα μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

 
(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ.104-113)

(Πηγή ηλ. κειμένου: kirigmata.blogspot.gr)

 https://alopsis.gr

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

HEIDEGGER (6)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

HEIDEGGER 
ENRICO BERTI.
   
 2. Η προσχώρηση στήν φαινομενολογία (συνέχεια).     

Όπως είδαμε ο Χάϊντεγκερ μειώνει το είδος, δηλαδή τήν όψη, τήν βασική αιτία τού Είναι σε ουσία, δηλαδή την ιδιότητα τής συμμόρφωσης στην όψη. Σχετικά μ'αυτό ο Χάιντεγκερ σχολιάζει : "Η ουσία όμως έχει, ακόμη και στον Αριστοτέλη τον ίδιο, όπως και αργότερα, την πρωταρχική πρακτική σημασία τού οικείου οικογενειακού αγαθού, τής Πατρικής ουσίας, η οποία προσφέρεται για χρήση στον τριγύρω μας κόσμο. Αυτή δείχνει εδώ το "έχειν". Αυτό το οποίο απο το όν στην πρακτική ζωή τού κόσμου φυλάσσεται σαν τό Είναι του, αυτό που τον χαρακτηρίζει σαν ένα "έχειν", είναι το Είναι-παράγωγο. Στην παραγωγή, το αντικείμενο τής πρακτικής τού κόσμου φανερώνεται στην όψη του!"
          Έτσι λοιπόν ο Χάιντεγκερ χρεώνει το Είναι σαν ουσία, σαν είναι-παράγωγο, προϊόν δηλαδή, το νόημα του Είναι το οποίο αναγνωρίζει ο ίδιος σαν θεμελιώδες στον Αριστοτέλη, την εποχή κατά την οποία ακολουθούσε τον Μπρεντάνο, δηλαδή κατά την Σχολαστική ερμηνεία, αλλά την συμμερίζεται για να απορρίψει τον Αριστοτέλη μ'αυτή την πλευρά τής φιλοσοφίας του, δηλαδή τήν "οντολογία" του. Και δηλώνει:
          Η ιδέα του Θείου δέν αναδύθηκε στον Αριστοτέλη μέσω τής εξηγήσεως όλου αυτού που είναι αντικείμενο τής βασικής εμπειρίας τής θρησκείας, το Θείον είναι μάλλον η έκφραση του πιό υψηλού χαρακτήρος τού Είναι, όπως αναδύεται απο την οντολογική ριζοσπαστικοποίηση τού όντος-σε-κίνηση....Το καθοριστικό οντολογικό επίπεδο, το όν σε κίνηση, η ιδιαίτερη οντολογική εξήγηση ενός τέτοιου όντος, είναι οι θεματικές πηγές τών βασικών οντολογικών δομών οι οποίες αργότερα θα καθορίσουν με αποφασιστικό τρόπο το Θείο Είναι με την ιδιαίτερη χριστιανική σημασία. Η Χριστιανική Θεολογία, ο φιλοσοφικός διαλογισμός ο οποίος ειναι κάτω απο την επιρροή της και η ανθρωπολογία, η οποία αναδύεται πάντοτε απο τέτοιους συσχετισμούς, μιλούν μέσω κατηγοριών, οι οποίες είναι δανεισμένες, ξένες απο τον δικό τους λόγο υπάρξεως!
          Αυτό που καταγγέλεται λοιπόν σαν οντολογία και Θεολογία τού Αριστοτέλη, είναι η σχολαστική Θεολογία η οποία εκφράζοντας το Θείο μέσω των αριστοτελικών κατηγοριών τού όντος, τής ουσίας, τής μορφής, τής ενέργειας, είχε διαπράξει μοιχεία αλλοιώνοντας το νόημα τής Χριστιανικής θρησκείας. Είναι η ίδια κριτική εναντίον τής σχολαστικής τού Λούθηρου. Και πράγματι ο Χάιντεγκερ στο γραπτό που σχολιάζουμε αναφέρεται ακριβώς στον Λούθηρο, του οποίου τήν "νέα βασική θρησκευτική θέση", την οποία αποκόμισε απο την πρωτότυπη ερμηνεία του, τού Παύλου και τού Αυγουστίνου και απο την σύγχρονη κριτική τής όψιμης σχολαστικής Θεολογίας, ακριβώς οικειοποιείται και στο φώς τής οποίας ασκεί κριτική στην οντολογία τού Αριστοτέλη και στην "ελληνο-ρωμαϊκή ερμηνεία τής ζωής", η οποία κατάγεται ακριβώς απο τον Αριστοτέλη!
          Έχει δίκιο λοιπόν ο Γκάνταμερ όταν μιλά σχετικά μ'αυτό το γραπτό, το οποίο υποτίθεται αναφερόταν στον Αριστοτέλη, για ένα Θεολογικό νεανικό γραπτό τού Χάιντεγκερ και όταν δηλώνει ότι σ'αυτό ο Χάιντεγκερ ακολουθούσε την οδό τού Λούθηρου μέσω τού Αυγουστίνου και τού Νεοπλατωνισμού μέχρι τού Παύλου και τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου με τον σκοπό να ξεκαθαρίσει φτάνοντας στον Αριστοτέλη, της δικές του ερωτήσεις σχετικά με την ζωή. Όπως επίσης έχει δικιο και ο Courtine μιλώντας για μία δύσκολη διαδρομή ανάμεσα στον Λούθηρο και τον Αριστοτέλη, για μια απελευθέρωση μάλλον παρά για μία οικειοποίηση τού Αριστοτέλη, δηλαδή για μία αποστασιοποίηση, για έναν τονισμό μιας αποξένωσης,  όλο και μεγαλύτερης, απο τον Αριστοτέλη και απο τους Αρχαίους γενικώς! Εξ'άλλου, όπως μας θυμίζει ο Courtine, το 1921 ο Χάιντεγκερ καθοριζόταν σαν "Χριστιανός Θεολόγος" θέλοντας να αναφερθεί ουσιαστικώς στην Μυστική Θεολογία και στην διάρκεια δέ τού 1923 δηλώνει : "στην έρευνα μου είχα για συνοδό μου τον Λούθηρο και σαν μοντέλο τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν μισητός στον Λούθηρο" παρότι συμπλήρωσε ότι ιδέες τού έδωσε και ο Κίρκεγκαρντ, και τα μάτια τού τα έδωσε ο Χούσσερλ.
          Αλλά πέραν μιάς κριτικής λουθηρανής γεύσης, πρόκειται επίσης και για μία κριτική νεοκαντιανής γεύσης δηλαδή "νατορπιανής". Αντικείμενό της είναι ακριβώς η μεταφυσική τού Αριστοτέλη, ιδιαιτέρως η ορθολογική του Θεολογία, η οποία προέρχεται απο την μείωση τού Είναι σε ουσία, δηλαδή αυτό ακριβώς που υπήρξε αντικείμενο κριτικής τού Κάντ, και το οποίο θεωρήθηκε απο τον Νεοκαντιανισμό απολύτως ξεπερασμένο. Εδώ ο Αριστοτέλης, περισσότερο απο μια αποδόμηση υπήρξε αντικείμενο μιας αληθινής ισοπέδωσης.
          Δέν είμαστε σίγουροι ότι ο Χάιντεγκερ γνώριζε το άρθρο τού Natorp για την μεταφυσική τού Αριστοτέλη, αλλά το καλοκαιρινό εξάμηνο τού 1928, το αναφέρει καθαρά!

Αμέθυστος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ως ο Θεός μέσα στην αλήθεια του Είναι (Seyn) ως συμβάν (Ereignis) β

 Συνέχεια από: Τρίτη 28 Μαίου 2024

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ως ο Θεός μέσα στήν αλήθεια τού Είναι (Seyn) ως συμβάν (Ereignis) 

Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann


Στην αρχή τής ενότητας 254, με τον τίτλο «Η άρνηση» (σελ. 405) λέει: «Εισερχόμαστε στον χρόνο-χώρο τής απόφασης περί τής φυγής και τού ερχομού τών θεών», περί της από-φάνισης ή εμ-φάνισης των θεών, του μέχρι τώρα θεού και του τελευταίου θεού. Πρόκειται για μια απόφαση βασισμένη στην ιστορία τού Είναι, το εάν ο μέχρι τώρα Θεός θα δραπετεύσει από το Είναι ως ολότητα, ή ίσως πλησιάσει και έρθει με τρόπο, το εάν ο τελευταίος Θεός θα εμφανιστεί καθόλου, αλλά φύγει ή εάν θα πλησιάσει και θα έρθει. «Θα γίνει είτε το ένα είτε το άλλο», η φυγή ή η άφιξη του Θεού, «μελλοντικό συμβάν (Geschehnis)», και τότε πρέπει είτε η φυγή είτε η άφιξη του Θεού να «καθορίσει την οικοδομητική προσδοκία». Η «οικοδομητική προσδοκία» ανήκει στην «τοποθέτηση θεμελίων (Er-gründung)» τού φέροντος θεμελίου τής αληθείας. Η οικοδομητική τοποθέτηση θεμελίων θα «καθοριστεί» είτε από την φυγή είτε από την άφιξη του Θεού, δηλαδή, η φυγή-Θεού ή η άφιξη-Θεού καθορίζει το πώς τής οικοδομητικής τοποθέτησης θεμελίων. Ή μήπως-αυτό το ερώτημα τίθεται-«είναι η απόφαση το άνοιγμα ενός εντελώς άλλου χρόνο-χώρου…για την πρώτη θεμελιωτική αλήθεια τού Είναι (Seyn)», για το συμβάν (Ereignis) δηλαδή;

Τίθενται περαιτέρω ερωτήματα:
«Τι γίνεται, αν εκείνο το εύρος τών αποφάσεων μέσα στην ολότητα», το εύρος αποφάσεων περί φυγής ή άφιξης των Θεών, «ήταν το ίδιο το τέλος;», το τέλος της έναρξης στην περιοχή τής ιστορίας τού Είναι; «Και τι γίνεται αν το Είναι (Seyn) θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό για πρώτη φορά μέσα στην αλήθεια του», και μάλιστα ως το συμβάν (Ereignung),
ως εκείνο που συμβαίνει, και το οποίο ονομάζουμε άρνηση (Verweigerung);» Θέλει να πει: περί τής φυγής ή τής άφιξης των Θεών ή του Θεού, μπορεί να ληφθεί η απόφαση, μόνο εάν το Είναι (Seyn) μέσα στην αλήθεια του «για πρώτη φορά» γίνει αντιληπτό «ως συμβάν (Ereignung-έχει την ίδια σημασία με το Ereignis)», ως το συμβαίνειν (Sich-er-eignen) τής άρνησης (Verweigerung)». Τι είναι όμως αυτή η «άρνηση»; Είναι «κάτι πηγαίο/αρχέγονο», και ως τέτοιο, είναι «η διαβεβαίωση (Gewährung) τού Είναι μέσα στην άρνηση», μιλούμε δηλαδή για την άρνηση της πληρότητας της διαβεβαίωσης, η οποία προηγείται της διαβεβαίωσης του Είναι, της αλήθειας δηλαδή του Είναι ως συμβάντος (Ereignis). Το οντολογικό φαινόμενο (Seinsphänomen) τής άρνησης είναι η οντολογική δυνατότητα τής διαβεβαίωσης της αλήθειας του Είναι ως τής περιοχής εκείνης στην οποία λαμβάνεται η απόφαση για τη φυγή η την άφιξη του Θεού. Για τον λόγο αυτό, η άρνηση είναι «η ύψιστη ευγένεια του δώρου», και ως τέτοια, «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της απόκρυψης» ως καταγωγής τής διαβεβαίωσης και δώρου τής αλήθειας τού Είναι ως συμβαίνοντος συμβάντος (er-eignendes Ereignis, σελ. 406). Ο «αποκαλυπτικός χαρακτήρας» (Offenbarkeit) της απόκρυψης καθ’ εαυτής «είναι η πρωταρχική ουσία τής αλήθειας τού Είναι», εφόσον η απόκρυψη είναι η καταγωγή τής απόκρυψης της αλήθειας του Είναι. Η δια τής άρνησης διαβεβαιωμένη αλήθεια (μη απόκρυψη) τού Είναι (Seyn) ονομάζεται «το σιωπηλό πέρασμα του τελευταίου Θεού (σελ. 406)». Είναι η σιωπή για το «πέρασμα» (Vorbeigang), για την παροδική εμφάνιση και εξαφάνιση του τελευταίου Θεού ως του Θεού της αλήθειας του Είναι (Seyn). Το «πέρασμα» είναι η θεμελιώδης έννοια τού Heidegger για να χαρακτηρίσει την εκάστοτε εμφάνιση-εξ-αφάνιση , την περαστική εμφάνιση του τελευταίου Θεού. Για το Da-sein όμως λέει, πως βρίσκεται μέσα στο Είναι (Seyn), μέσα στην αλήθεια του Είναι, και εκδηλώνεται-συμβαίνει «ως η εγκαθίδρυση τής φύλαξης αυτής της σιωπής» για το πέρασμα του τελευταίου Θεού. «Η εγκαθίδρυση τής σιωπής» σημαίνει την εγκαθίδρυση της φροντίδας για την σιωπή του περάσματος του τελευταίου Θεού. Η «φύλαξη» (Wächterschaft) του Da-sein είναι επίσης μια θεμελιώδης έννοια τής βασισμένης στην ιστορία του Είναι σκέψης, μέσα στην οποία είσήλθε το υπαρκτικό στοιχείο (Existential) της φροντίδας (Sorge) προερχόμενο από την αναλυτική του Είναι (Daseinsanalytik). «Φυγή και άφιξη των Θεών», του Θεού, πλησιάζουν μεταξύ τους μέσα στο συμβεβηκός (Gewesene) και αφαιρούνται από το παρελθόν»-αυτό σημαίνει, πως η φυγή και άφιξη των Θεών, του Θεού, πλησιάζουν μεταξύ τους μέσα σε αυτό που λαμβάνει χώρα ως ήδη συμβεβηκός (Gewesende), αυτό δηλαδή που δεν είναι παρελθόν. Το συμβεβηκός (Gewesene) με την έννοια του συμβαίνοντος ως ήδη συμβεβηκός (Gewesende), κατονομάζει την διαχείριση εκ μέρους του για το μελλοντικό και το παρόν του.

Το μελλοντικό όμως, η αλήθεια του Είναι (κατ’ αρχάς) ως άρνηση, περιλαμβάνει μια «διαβεβαίωση μεγαλείου», τη διαβεβαίωση, πως η αλήθεια του Είναι
θα εκδηλωθεί ως συμβάν (Ereignis), μέσα στο οποίο ο Θεός μπορεί να εμφανιστεί ή να εξαφανιστεί. Με προοπτική αυτή την εμφάνιση-εξαφάνιση, το «μεγάλο» είναι αυτή η εγγυημένη αλήθεια του Είναι. Το μεγαλείο αυτού του μεγάλου δεν, το κενό «τεράστιο», που ανήκει στην μηχανορραφία και την εγκατάλειψη του Είναι. Η «διαβεβαίωση του μεγαλείου» είναι μάλλον η εγγύηση της «συντομότερης διαδρομής» (σελ. 406), που είναι μια λεκτική δημιουργία του Heidegger, για να σημάνει κάθε φορά, την στιγμή μέσα στην ιστορία του Είναι, κατά την οποία εμφανίζεται, κάνοντας ένα νεύμα, ο τελευταίος Θεός.

Ο Heidegger όμως επισημαίνει, πως στην άρνηση, δηλαδή στην ακόμα αρνούμενη αλήθεια του Είναι, ανήκει και η «συγκάλυψη του μη όντος (Unseiendes) καθ’ εαυτού» και η «αποδέσμευση και εκτίναξη του Είναι» (σελ. 406). Η «συγκάλυψη του μη όντος» θέλει να πει, πως το μη ον, το ον της μηχανορραφίας για παράδειγμα, της μηχανορραφικής ύπαρξης του Είναι, δεν βιώνεται με την μορφή του μη όντος. Αλλά και η «αποδέσμευση» (Losgebundenheit) και η «εκτίναξη του Είναι» (Verschleuderung des Seyns), είναι ένας τρόπος ύπαρξης (Wesungsweise) του Είναι, ο τρόπος ύπαρξης του μη όντος (Unwesen). Ο Heidegger θέλει να πει:
«συγκάλυψη τού μη όντος», «αποδέσμευση και εκτίναξη του Είναι» ανήκουν στον τρόπο ύπαρξης της άρνησης του μεγαλείου της αλήθειας του Είναι. Μέσα σε εκείνη την άρνηση κυριαρχεί ακόμα η συγκάλυψη, η αποδέσμευση και η εκτίναξη, και συνεπώς η εγκατάλειψη του υπαρκτού από το Είναι. Τώρα ακολουθεί μια εξήγηση της «αποδέσμευσης του Είναι»: αυτή δεν είναι όπως θα νόμιζε κανείς «κενή αυθαιρεσία και αταξία», αλλά το αντίθετο αυτού-«Όλα είναι τώρα δεμένα στην σχεδιασμένη ελεγξιμότητα και ακρίβεια τής βέβαιης πορείας και ολοκληρωτικής κυριαρχίας» (σελ. 406). Όλα όσα αναφέρθηκαν ανήκουν στην «μηχανορραφία», στον μηχανορραφικό τρόπο ύπαρξης τού Είναι, στο μη-ον τού Είναι. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης του Είναι «προστατεύει το μη ον κάτω από ένα φαινομενικό Είναι», παρουσιάζει δηλαδή το μη ον, το υπαρκτό που δεν μπορεί να ανασυρθεί (bergungslos), ως το πλήρες υπαρκτό (Seiendes). Μέσα σε αυτόν τον μηχανορραφικό τρόπο ύπαρξης του Είναι, για το μη ον, για το Είναι που δεν μπορεί να ανασυρθεί, «ανήκει και η ερήμωση του ανθρώπου», ο οποίος δεν ζει σύμφωνα με την εμπειρία του υπαρκτού που έχει ανασυρθεί από το Είναι, αλλά κυρίως σύμφωνα με το «βίωμα», με την μορφή, ώστε το «βίωμα» να είναι ο κυρίαρχος τρόπος συμπεριφοράς προς το υπαρκτό. Η έννοια «βίωμα» στα πλαίσια της ιστορίας του Είναι, δεν πρέπει να συγχέεται με την «έννοια του βιώματος» από την εποχή των διαλέξεων του Heidegger (1915/16-1923), όπου χρησιμοποιεί θετικά την έννοια, στην ερμηνευτική φαινομενολογία του ζώντος, της πραγματικής ζωής.

Συνεχίζεται

ΙΔΟΥ ΚΕΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ. ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΔΟΞΑΣΤΕΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΟΝΤΙΝ, Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΕΝΟΛΟΓΙΑ. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ. ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΚΛΕΒΕΙ ΤΟΝ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΛΟΥΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΗΡΥΞΕΙ ΤΟΝ ΑΘΕΙΣΜΟ ΤΟΥ. ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΤΟΝ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΝ; ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ; ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ.

ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΕΝ ΘΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ, Β΄ΒΑΤΙΚΑΝΙΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ, ΜΑΗΣ ΤΟΥ 68. ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΡΑ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ ΜΑΣ ΔΙΝΟΥΝ ΤΟ ΜΗ-ΝΟΗΜΑ. Η ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΑΧ, ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΘΕΟ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΒΡΗΚΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ, ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΘΗΛΥ. Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ. Ο ΔΟΥΛΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΦΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΦΕΝΤΡΑ. ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ.

EDMUND HUSSERL: ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ (=Η ΑΡΧΑΙΑ ΓΝΩΜΗ) – IDEALISIERUNG UND DOXA (2)

 Συνέχεια απο : Κυριακή 16 Ιουνίου 2024  

Antonio Aguirre

ΙΙ. 1

   Ας περάσουμε τώρα στην καντιανή, όπως προαναγγείλαμε, έννοια της Ιδέας. Όπως φαίνεται και απ’ την «Κριτική του καθαρού λόγου», δεν διέθετε καμμιά δική του έννοια για την Ιδέα ο Καντ. Κι όταν εισάγη στη «Μεταφυσική διαλεκτική» τις Ιδέες, αναφέρεται στον Πλάτωνα και εξηγεί κάποιους απ’ τους χαρακτήρες, που αποδίδει ο Πλάτων στις Ιδέες: Ότι δεν κατάγονταν απ’ τις αισθήσεις, αλλά ήταν αρχέτυπα ή αρχικές εικόνες των πραγμάτων, κι ότι δεν χρησίμευαν στο να «συλλαβίσουμε» κατά τη συνθετική τους ενότητα τα φαινόμενα, όπως οι αριστοτελικές Κατηγορίες (Κρ. V, A 312 κ.ε. / Β 368 κ.ε.). Ο Καντ ερμηνεύει τις Ιδέες ως έννοιες της καθαρής λογικής, με τις οποίες «δεν μπορεί να συμπέση κανένα αντικείμενο των αισθήσεων» (Κρ. V, A 327 / B 383), αφού «υπερβαίνουν (oι Ιδέες…) τα όρια κάθε εμπειρίας». Ο κόσμος είναι μια τέτοια Ιδέα, και μόνον αυτή μάς ενδιαφέρει σ’ αυτήν την εργασία. Ο κόσμος δηλώνει «το μαθηματικό σύνολο όλων των φαινομένων και την ολότητα των συνθέσεών τους» (Κρ. V, A 418 / B 446). Όπου αναφέρεται η έκφραση «μαθηματικό» στις καθαρές λογικές έννοιες της ποσότητας και ποιότητας και σημαίνει, ότι πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας τους τοπικούς και χρονικούς μόνον προσδιορισμούς του κόσμου.
Για να κατανοήσουμε τώρα καλύτερα το πώς προσεταιρίζεται την καντιανή έννοια της Ιδέας ο Husserl, ας εξετάσουμε σύντομα ένα επιχείρημα που παρουσιάζει ο Καντ για την περί του κόσμου Ιδέα.
Ο Καντ λοιπόν, εργάζεται, ιδιαιτέρως στο 7ο Κεφάλαιο της «Αντινομίας» (Κρ. V, A 497 / B 525), με το εννοιολογικό ζεύγος προκαθορισμένο – προκαθορισμός ή προϋπόθεση Αν εννοηθή κάτι το προκαθορισμένο ως ένα καθ’ εαυτό Όν, χωρίς αναφορά στην πιθανή του εμπειρία, ισχύει τότε αναλυτικά, πως αν είναι δεδομένο, είναι ταυτόχρονα και οι προκαθορισμοί του ή οι προϋποθέσεις του μαζί μ’ αυτό δεδομένες. Αν είναι όμως αυτό το προκαθορισμένο φαινόμενο, ένας παράγοντας άρα της εμπειρίας, είναι τότε εμπειρικά και χωροχρονικά δεδομένο, χωρίς να είναι ταυτόχρονα και οι προϋποθέσεις του μαζί μ’ αυτό δεδομένες. Οι οποίες και πρέπει να αναζητηθούν οπισθοχωρώντας (Κρ. V, A 498 / B 526) σε προηγούμενα φαινόμενα, των οποίων η σειρά θα υπόκειται στην ίδιαν αναζήτηση, αφού κάθε προκαθορισμός είναι πάλι, ως χωροχρονικός, κάτι το προκαθορισμένο. Κάθε επέκταση τώρα, μέσω αυτής τής αναζήτησης, της εμπειρίας (Κρ. V, A 509 / B 537) δρα ως μια προσέγγιση στο όριο, στην Ιδέα ως την πληρότητα της εμπειρίας, κάτι το οποίο όμως δεν είναι η εμπειρία, αφού μπορούμε να αναζητήσουμε, σε κάθε προϋπόθεση αυτού τού πολλαπλασιασμού τής γνώσης, απεριόριστα τους δικούς της προκαθοριστικούς παράγοντες (Κρ. V, A 513 / B 541), έτσι ώστε να υποχωρή ακατάπαυστα το όριο (Κρ. V, A 520 / B 548). Και να μένη άρα ο κόσμος, ως ολότητα των φαινομένων, μόνον μια Ιδέα. Αυτός ο χαρακτήρας τής εμπειρίας, το να είναι δηλ. σχετική ως προς ένα ανέφικτο όριο, και να το προσεγγίζη άρα ατελεύτητα, καθορίζει και τον χαρακτηρισμό ενός αντικειμένου απ’ τον Husserl, ως «Ιδέα με την καντιανή έννοια». Ο οποίος και λέει, σύμφωνα μ’ αυτό, στις «Ιδέες Ι», πως είναι «ανέφικτος ένας επαρκής προσδιορισμός του περιεχομένου της Ιδέας». Αυτόν τον προσδιορισμό του πράγματος θα διαπραγματευθούμε τώρα ακόμα πιο διεξοδικά.
Θέλουμε να παραθέσουμε ωστόσο έναν ακόμα παράγοντα της φύσεως της καντιανής Ιδέας του Κόσμου. Η Ιδέα ενσαρκώνει λοιπόν την ολότητα και πληρότητα όλων όσων θα ήταν απαραίτητο να συμβούν, για να υπάρξη ένα προκαθορισμένο πράγμα ή γεγονός. Συνδέει έτσι ο Καντ κάτι που προηγείται, χρονικά, στη λογική, με τον συγκροτημένο και ιστορικό χρόνο. Η Ιδέα αναφέρεται «σε όλον τον προηγούμενο» (Κρ. V, A 412 / B 439), και «σε όλον τον παρελθόντα χρόνο ως προϋπόθεση της δεδομένης στιγμής» (ό.π.). Με τον περιλαμβανόμενο εδώ αποκλεισμό κάθε μέλλοντος εκ μέρους του Καντ! Γιατί δεν συνεισφέρουν τίποτα οι συνέπειες, καθώς και η συνέχεια της εμπειρίας στην ύπαρξη ενός Όντος (( !!! )). Ένα παιδί χρειάζεται π.χ. απαραιτήτως γονείς, δεν χρειάζεται όμως απαραιτήτως και δικά του παιδιά. Σ’ αυτήν την κατερχόμενη πλευρά μπορεί να συνεχίζεται εκτός αυτού ατελεύτητα η σειρά των προηγουμένων προϋποθέσεων, χωρίς να είναι δυνατή, ή καν απαραίτητη για τη λογική, η ολοκλήρωσή της (Κρ. V, A 512 / B 539 κ.ε.). Το παρελθόν είναι ακριβώς ο τόπος της εξιδανίκευσης!
Τρία θέματα ή και αντικειμενικότητες χαρακτηρίζει ο Husserl στις «Ιδέες Ι» ως «Ιδέες με την καντιανή έννοια»: Τις ακριβείς έννοιες των μαθηματικών, το συνειδησιακό ρεύμα, και τα επαρκή δεδομένα ενός πράγματος. Ενδιαφερόμαστε εμείς εδώ για τις πρώτες και για τα τελευταία, που θα τα ξανασυναντήσουμε στην «Κρίση…». Κι ας ξεκινήσουμε με την πρώτη έννοια.
Η συζήτηση για την ακρίβεια συγκεκριμένων εννοιών ξεκινά στην πργρφ. 72 των «Ιδεών Ι» με τον προσδιορισμό της έννοιας μιας «ορισμένης… ή μαθηματικής πολλαπλότητας». Με το ότι μπορούν να προσδιοριστούν δηλ. στην περιοχή ενός αντικειμένου, και λόγω τής επιλογής συγκεκριμένων βασικών εννοιών, όλες «οι διαμορφώσεις αυτής της περιοχής» με πληρότητα, έτσι ώστε «να μη μένη τίποτα πια το απροσδιόριστο». Σχηματίζουν αυτές οι βασικές έννοιες ένα «προσδιορισμένο σύστημα αξιωμάτων», απ’ το οποίο και μπορούν να παραχθούν – να προσδιοριστούν – όλες οι προτάσεις του συστήματος. Η ακρίβεια ανήκει λοιπόν στην ουσία ενός τέτοιου συστήματος, ακρίβεια των εννοιών, που είναι άρα και «ιδανικές έννοιες», καθώς και η ακρίβεια των εμφανιζομένων εδώ προτάσεων, και μορφών. Στην πργρφ. 74 αντιπαραθέτει ο Husserl τις οικοδομημένες σύμφωνα μ’ ένα τέτοιο αξιωματικό σύστημα επιστήμες, όπως π.χ. τη γεωμετρία, στις «περιγραφικές» φυσικές επιστήμες, με τις «μορφολογικές» τους έννοιες, και τη «ρευστή και τυπική», σε αντιστοιχία προς τις έννοιες, ουσία τους. Και συμπεραίνει ο Husserl, πως αντιστοιχούν στις έννοιες των «ακριβών» επιστημών ουσίες, που «μπορούν να χαρακτηρισθούν ως Ιδέες κατά την καντιανήν έννοια». Αντιπαραθέτοντας άρα εδώ μιαν ιδεατή, σε μιαν υλική και παραστατική σφαίρα. Ονομάζοντας επιπλέον τη μέθοδο εξαγωγής ιδεατών ουσιών ή «ιδεατών ορίων» «εξιδανίκευση», ενώ τη μέθοδο εξαγωγής μορφολογικών ουσιών «αφαίρεση» (( … Σχολιάζοντας την «Κρίση…», μιλά ο Ernst W. Orth για μια διπλήν έννοια του όρου «εξιδανίκευση» (“Ideation”), και για το ότι είναι «διφυές το Είδος», κι ονομάζει τη μια φορά την ουσία ουσία «ενός συγκεκριμένου γεγονότος», και την άλλη, «Ιδέα με την καντιανήν έννοια» (E. W. Orth: Edmund Husserls, Krisis der europäischen Wissenschaften und die transzendentale Phänomenologie - … Η κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών και η μεταφυσική φαινομενολογία, Darmstadt 1999, σ. 75). Δεν πρόκειται όμως εδώ για δυό μορφές τής ουσίας, όπως νομίζει ο Orth. Γιατί η Ιδέα με την καντιανήν έννοια δεν αναφέρεται στην απαράλλακτη πυρηνική υπόσταση ενός αντικειμένου, αλλά εννοεί μ’ αυτήν ο Καντ κάτι, στο οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχή κανένα εμπειρικό αντικείμενο ή, και ως συνέπεια αυτού, την ολότητα όλων των εμφανίσεων ενός πράγματος – την καντιανή δηλ. έννοια του Κόσμου )) . Κυριαρχεί τώρα ανάμεσα στις δυό περιοχές (της «εξιδανίκευσης» και της «αφαίρεσης»…) η εγκατεστημένη (( !!! )) απ’ τον Καντ, και ισχύουσα κατ’ αυτόν για τον εμπειρικόν κόσμο, δομή της ατελευτήτου προσεγγίσεως: όπου «προσεγγίζουν» οι παρερχομένως τυπικές και ανακριβείς επιστήμες τις ιδανικές και ακριβείς, «χωρίς και να τις φθάνουν ποτέ». Η κίνηση της προσέγγισης είναι μάλιστα το αποτέλεσμα της επιστημονικής έρευνας, στην αναζήτησή της για τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Ενώ η επέκταση και η συνδεδεμένη μ’ αυτήν προσέγγιση ήταν δυνατή κατά τον Καντ και «πάνω στα ίχνη των αιτιών και των επιδράσεων», με το οποίο και εννοεί τη φυσική επιστήμη, ή και την ιστορία, την οποίαν και ονομάζει άλλωστε στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Μπορούμε να συμπεράνουμε άλλον έναν χαρακτήρα εκείνης της επιστημονικο-θεωρητικής συζήτησης μεταξύ Ακριβούς και Αορίστου στις «Ιδέες Ι», παρατηρώντας πώς συνεχίζεται στην «Κρίση…». Στο κείμενο αυτό η προσέγγιση δεν διαδραματίζεται μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών τύπων. Δεν συγκρίνει ο Husserl στην «Κρίση…» την επιστήμη, αλλά τη θεώρηση (ή και γνώμη…) με τη μαθηματική ακρίβεια και συμπεραίνει, ότι δεν συναντώνται κατά κανέναν τρόπο εκείνες οι ιδιότητες της ρευστότητας, της αοριστίας και της συμπτωματικότητας στις περιγραφικές κατ’ αρχάς επιστήμες, στην αντιπαράθεσή τους προς τις ακριβείς, αλλά προσδιορίζουν ήδη τα πράγματα, δηλ. τις εκδηλώσεις, του ζωντανού κόσμου. Κι ότι έχουν μάλιστα εδώ τη φυσική τους πατρίδα. Διαβάζουμε π.χ., ότι τα θεωρούμενα πράγματα «αμφιταλαντεύονται στην απλήν τυπικότητα», κι ότι «η ταυτότητα με τον εαυτό τους… είναι κάτι το απλώς συμπτωματικό». Οι γνώσεις, που αποκτούμε στην «προεπιστημονική, εμπειρική ζωή», είναι κάτι που «παραμένει συμπτωματικό… και αιωρούμενο». Κι ότι υπάρχει άρα ένα είδος συνέχειας μεταξύ τού ζωντανού κόσμου και της φυσικής επιστήμης, μια ανεμπόδιστη και ρευστή μετάβαση. Επειδή όμως γνωρίζουμε, πόσο ριζικά διαφέρει μια πρόταση ή ένας νόμος τής καθημερινότητας από μιαν πρόταση ή νόμο της θεωρητικής φυσικής, και οποιασδήποτε γενικώς αντικειμενικής επιστήμης, είναι σωστό να σκεφτούμε, για έναν τρόπο ανόδου απ’ το κατώτερο και θεμελιακό επίπεδο, στο επιστημονικά αντικειμενικό. Στην πραγματικότητα φαίνεται, πως αυτό κάνει και ο Husserl: Μιλά συχνά στην «Κρίση…» για βελτίωση, για ακριβέστερο προσδιορισμό, για επέκταση της ακρίβειας στην εμπειρία των δεδομένων του ζωντανού κόσμου, για έναν ορίζοντα «νοητής τελειοποίησης». Η περιγραφή αυτής της βελτίωσης εξυπηρετεί ωστόσο έναν εντελώς συγκεκριμένο πρώτα απ’ όλα σκοπό, να αναδείξη δηλ. έναν κεντρικόν παράγοντα στη γένεση της μαθηματικής επιστήμης. Πρόκειται για τις «οριακές ή άσβεστες μορφές» (“Limes-Gestalten”), που εμφανίζονται στον ορίζοντα της συνεχώς επιτελούμενης τελειοποίησης. «Γι’ αυτές τις ιδανικές μορφές ενδιαφερόμαστε … εμείς οι ‘γεωμέτρες’», και γενικώς οι μαθηματικοί. Αυτή η ιδανικότητα εγγυάται την ακρίβεια αυτού που ανακαλύπτουν και εκφράζουν οι μαθηματικοί. Οι φυσικοί επιστήμονες σφετερίζονται αυτές τις ιδανικότητες και μαθηματικοποιούν τα συμπεράσματά τους, χωρίς να μπορούν να επιτύχουν εντούτοις ποτέ, επειδή ασχολούνται μόνον με το Πραγματικό, εκείνην την καθαρή μαθηματική ακρίβεια. Διατελούν, πορευόμενοι προς αυτήν ως Ιδέα, σε μιαν ουδέποτε περατούμενη προσέγγιση και μπορούν να μοιραστούν γι’ αυτό, μαζί με τα δεδομένα του ζωντανού κόσμου, τον χαρακτήρα του «συμπτωματικού» και του «αόριστου». Ενώ δεν επιτυγχάνουν όμως την ακρίβεια, εγκαταλείπουν ταυτόχρονα το έδαφος του καθαρά ζωντανού κόσμου. Γιατί αν και μπορούμε να μιλάμε ακόμα σ’ αυτούς για μιαν «τυπικότητα», συνίσταται ωστόσο αυτή η «τυπικότητα» στις γνώσεις, με τις οποίες και συλλαμβάνουν τους κυρίαρχους στα φυσικά φαινόμενα νόμους. Αξιώνοντας έτσι για τον εαυτό τους, τον αντικειμενικό χαρακτήρα τού «άπαξ διά παντός» και «για τον καθένα» (( Husserl, Erfahrung und Urteil – Εμπειρία και κρίση, σ. 40 )) . Επιτυγχάνει, με τη μακρά συνήθεια και εξοικείωση (=βαθειά γνώση!...) με πράγματα και ανθρώπους, με την παράδοση αλλά και την προεπιστημονική τελειοποίηση, μια στερεότητα η τυπικότητα του ζωντανού κόσμου, που επαρκεί πλήρως στον πρακτικό μας σχεδιασμό, για να τα καταφέρουμε στην καθημερινότητά μας. Παραμένοντας εντούτοις σε όλα αυτά, πάντοτε ακόμη υποκειμενικά σχετική· και η αλήθεια της είναι περιστασιακή και συμπτωματική, όπως εκείνη που προσιδιάζει στον «έμπορο», όπως λέει κι ο Husserl, «στην αγορά» (( … Η διαφορά μεταξύ της ουσίας τού ζωντανού κόσμου και της επιστημονικής ουσίας εμφανίζεται πρακτικά παντού στην «Κρίση…». Προσφέρει όμως ιδιαιτέρως η πργρφ. 34 μια διεξοδική περιγραφή αναφορικά προς αυτό )) .
 
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος