Πέμπτη 16 Μαΐου 2024
Περί θείων ενεργειών - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (7)
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΤΕΡΑ
Προς
τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά
του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από
τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Σάββατο 13 Μαίου 2023
Ως
ενέργειες του Θεού λοιπόν προ των αιώνων εννοούμε την ζωή, την
αθανασία, την απλότητα, την απειρία και γενικώς όσα ο Αθανάσιος
χαρακτηρίζει ως φύσει περί τον Θεόν· διότι πράγματι λέγει, «να μη συμβεί να πω κάτι επίκτητο επί του Πνεύματος˙ διότι
ούτε το άγιον ούτε το άφθαρτον ούτε το αγαθόν ούτε τίποτε άλλο από τα
περί τον Θεόν παρατηρούμενα λέγω ότι είναι επίκτητο επί του Αγίου
Πνεύματος, άλλα λέγω ότι τούτο είναι φύσει άγιον, φύσει αγαθόν, φύσει
αθάνατον». Αυτά ο σοφός Μάξιμος αποκάλεσε έργα του Θεού και είπε
ότι υφίστανται φύσει περί τον Θεόν. Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς
ομωνύμως έργα και τις ενέργειες, επειδή και ο πολύς στα θεία Δαμασκηνός
λέγει, «καλείται και η ενέργεια ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια». Ότι άλλο είναι δύναμις και ενέργεια και έτερο ουσία και φύσις, άκουσε να το λέγει σαφώς ο ίδιος˙ «πρέπει
να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενεργητικόν.
Ενέργεια δηλαδή είναι η δραστική και ουσιώδης κίνησις της φύσεως,
ενεργητικόν δε η φύσις από την οποία προέρχεται η ενέργεια».
5.
Δεν λέγουμε λοιπόν δια τούτο ταυτόν την θεία ουσία και ενέργεια, επειδή
είναι εντελώς εν το υπό εκατέρου σημαινόμενο, αλλά δια το ότι πλην του
ότι έχουν τον ίδιον λόγον, όπως ελέχθη, έχουν και το υπερφυώς μόνιμο και
αχώριστο της ενεργείας, πράγμα το όποιον βεβαίως είναι ίδιον μόνον του
Θεού· διότι μόνον αυτός κατ’ απόρρητο τρόπον είναι παντοτινά ενεργής αναλλοιώτως. (Δεν λέγομε λοιπόν αυτές το ίδιον) όχι
διότι η ενέργεια δεν προέρχεται από την ουσία, αλλά διότι ο Θεός,
έχοντας τα πάντα συγκεντρωμένα και ενιαία, ενεργεί έκαστον τούτων
αμερίστως, και συνεστραμμένος ων εις εαυτόν πάντοτε και μη εγκαταλείπων
ποτέ εαυτόν, δια τής προόδου εις έκαστον υποσημαίνεται μόνον αυτός και
μάλιστα όλος, ως αμέριστος εις μεριστά.
Εάν
δε επιστήμη και voυς είναι το ίδιον -μολονότι (ο νους) υπάρχει
προηγουμένως δυνάμει και έπειτα προχωρεί εις τα ενεργεία και ωσάν να
έχει επίκτητο το φρονείν βεβαίως και αληθώς- πόσον μάλλον
τούτο συμβαίνει επί του Θεού, παρά τω οποίω δεν υπάρχει τίποτε νεώτερο,
αφού καθόλου δεν επιγίνεται και απογίνεται σε αυτόν τίποτε.
Ο νους λοιπόν είναι ταυτόν (το ίδιον) με την επιστήμη. Άλλα επιστήμες μεν είναι πολλές, καθ’ όσον τα επιστητά είναι πολλά, ο δε voυς ο επενεργών σε όλα αυτά είναι εις. Και
εκάστης επιστήμης αίτιος είναι αυτός, αλλ' όχι εκείνες τούτου, και
κατ’ επιστήμην μέν ο νους των επιστημόνων είναι μεθεκτός από τους
μανθάνοντες κατ' ουσίαν δέ είναι αμέθεκτος και αμετάβατος. Βλέπεις
πάλι πώς διαφέρει; Εάν δε η επιστήμη και ο νους είναι έν και όχι έν, πώς
επί του Θεού δεν θα είναι ταυτόν και μη ταυτόν η ουσία και ενέργεια, ως προς το όποιον και τα αντιτιθέμενα εγκαταλείπουν την μεταξύ τους πάλη κατά τούς πατέρες;
7. Eμείς δέ διδαχθήκαμε από τους πατέρες ότι όλες οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες, έκτος εάν κανείς θεωρεί ταυτόσημη την ενέργεια και το ενέργημα, δηλαδή το αποτέλεσμα. Και όταν μία μόνον ενέργεια επί Θεού λέγουμε, εννοούμε την περιέχουσα ενιαίως όλες αυτές.
Διότι κατά τους πατέρες, όπως ο ήλιος διά της αυτής ακτίνος και φωτίζει
και θερμαίνει και αναπτύσσει και αυξάνει και ζωογονεί, έτσι και ο Θεός
ενεργεί τα πάντα με μία μόνο ενέργεια. Όπως λοιπόν επί του ηλίου, όταν
ειπείς εκείνη την περιεκτική, την ενεργούσα τις άλλες, λέγεις όλες, και
όταν ειπείς όλες, πάλιν λέγεις εκείνη την μία, έτσι και επί Θεού. Διά
τούτο θα βρεις άλλοτε μεν να αναφέρεται σε ενικό η αυτή θεία και
άκτιστος ενέργεια, άλλοτε δε σε πληθυντικό· διότι, λέγει, «η σάρξ του Κυρίου επλούτησε με τις θείες ενέργειες διά της προς τον Λόγον ακραιφνέστατης ενώσεως, ο δε Λόγος δι’ αυτής φανερώνει την ενέργειά του». Είδες ότι η ίδια είναι και πολλές και μία; Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατό να διακριθούν κατά το κτιστόν και το άκτιστον;
9. Όχι μόνον η πρόγνωσις και η θέλησις, ως φυσικές ενέργειες του Θεού, είναι άκτιστες και άναρχες χωρίς να είναι ουσίες, αλλά και όλα τα επόμενα (συνακόλουθα) της θείας φύσεως, και
συνυπάρχουν με αυτή και δεν είναι φύσεις και άναρχα είναι και σύνθεση
καμμία δεν φέρουν σε αυτήν, όπως άκουσες προηγουμένως. Προς τούτοις δε «η
μεν υπερούσιος ουσία του Θεού είναι ανώνυμος ως ανεκφώνητος και
υπερβαίνουσα και κάθε σημασία δυναμένη να δηλωθεί διά της φωνής, όνομα
δε τίθεται εις εκάστην των ενεργειών». Διά τούτο στερούμενοι κυρίου ονόματος δια την υπερουσιότητα εκείνην, χαρακτηρίζουμε αυτήν από τις ενέργειες. Επιπλέον δεν είναι ποτέ δυνατό να λεχθεί φύσις φυσική και ουσία ουσιώδης· οι δέ ενέργειες του Θεού λέγονται από τους άγιους φυσικές και ουσιώδεις· πράγματι ο θείος Μάξιμος λέγει ότι «πάντα όσα έχει ο Θεός, τα έχει εκ φύσεως και όχι επίκτητα»· και πάλι, «αν αναιρεθεί το φυσικό θέλημα και η ουσιώδης ενέργεια, δεν θα υπάρξει ούτε Θεός ούτε άνθρωπος». Επομένως ελέγχονται σαφώς
αυτοί που μας κατηγορούν ως άθεους δια το άκτιστο και ουσιώδες της
θείας ενεργείας καθως περιπίπτουν οι ίδιοι σε δεινή αθεΐα, ως αθετούντες
την ενέργεια ταύτη.
10. Αλλά οι πατέρες λέγουν και φυσικά ιδιώματα τις ενέργειες. Διότι κατά τον εκ Δαμασκού θεολόγο ομολογούμε ότι ό Χριστός έχει κατάλληλα στις δύο φύσεις ιδιώματα, «διπλά
τα φυσικά ιδιώματα των δύο φύσεων, και δύο φυσικές θελήσεις, την θεία
και την ανθρώπινη, και δύο φυσικές ενέργειες, την θεία και την
ανθρώπινη, και δύο αυτεξούσια φυσικά, το θείο και το ανθρώπινο, και
σοφία και γνώση επίσης θεία και ανθρώπινη». Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό λοιπόν να λεχθούν φύσεις τα φυσικά ιδιώματα, όπως ούτε υποστάσεις τα υποστατικά, τα οποία είναι πολλά περί εκάστην υπόστασιν. Ακόμη εκ της ουσίας προέρχεται η ενέργεια, αλλά όχι εκ της ενεργείας η ουσία. Και
η μία μεν είναι αιτία, η δε άλλη αιτιατή, η μία αυθυπόστατος, η δε άλλη
καθ' εαυτήν ανυπόστατος· διότι όλες οι ενέργειες είναι περί (γύρω από)
την υπερουσιότητα εκείνη. Πράγματι ό,τι λέγεται περί Θεού,
τονίζει ο θείος Γρηγόριος Νύσσης, είτε από ανθρώπινη συνήθεια είτε από
την αγία Γραφή, υποδηλώνει κάτι γύρω από αυτήν την υπερουσιότητα. Γύρω δε από αυτήν είναι τα πάντα,
όχι μόνον τα υπό χρόνον, άλλα και τα υπεραιωνίως νοούμενα θεοπρεπώς επί
του Θεού, των οποίων, λέγει ο μέγας Αθανάσιος, «μη γένοιτο να είπω κάτι
επίκτητον επί του Πνεύματος». Και πάλιν, «επί του Θεού το Ών και το
Θεός και το υπερούσιος και το άπειρος και τα τοιαύτα καλούμε προσηγορίες
(ονομασίες), οι οποίες είναι μεν εμφαντικές μερικών από τα θεωρούμενα
(παρατηρούμενα) γύρω από αυτόν, δεν είναι όμως δηλωτικά κανενός από τα κατά την ουσίαν και φύσιν αυτού». Ακόμη, «κατ’
ουσίαν μεν ο Θεός είναι αμέθεκτος, κατά δε την θεοποιόν χάριν και
ενέργειαν, η οποία και δόξα Θεού καλείται και μετέχεται και βλέπεται από
τους αξίους».
11.
Εάν δε τολμήσει κανείς να αποκαλέσει κτιστή την ενέργειαν ταύτη, θα
ελεγχθεί από τον μέγα Βασίλειο λέγοντα ότι «χρηματίζει κανείς τέκνον
φωτός, μετέχει αϊδίου δόξης»· και πάλι, «υπάρχει δόξα του Θεού, άλλη μεν φυσική όπως δόξα ήλιου είναι το φως, άλλη δε εξωτερική». Δια τούτο ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, απαριθμώντας τις μέλλουσες απολαύσεις, λέγει, «θεωρία δόξης, και πάσης άλλης και της ανωτάτης». Ο δε μέγας Αθανάσιος λέγει, «οι άγιοι δεν έβλεπαν την ουσία του Θεού αλλά την δόξαν», την οποία είδαν και οι απόστολοι επί του όρους απορρήτως διότι ο ίδιος ονομάζει ταύτη φυσική δόξα του Θεού, ο δε σοφός εις τα θεία Δαμασκηνός «φυσικήν ακτίνα της θεότητος».
Ακόμη το ότι κάποτε θα γίνει μία η ουσία του Θεού και των αγίων είναι
ασεβές και να το σκεφθούμε, ο δε πολύς εις τα θεία Μάξιμος δηλώνει ότι
«μία θα γίνει η ενέργεια του Θεού και των θεωμένων» και τούτο διδάσκει
ότι θα είναι η θέωσις· «διότι θα
λάμψουν και οι δίκαιοι, όπως έλαμψε ο Κύριος επί του όρους,
αναφαινόμενοι ως άλλοι ήλιοι διά της μεθέξεως εκείνης της θεουργικής
αυγής».
16. Είναι δε ανώνυμος η υπερβατική αυτή ουσία ως υπερκείμενη παντός ονόματος. Ενεργειών πράγματι ονόματα είναι και αυτά τα όποια χρησιμοποίησε για τον εαυτόν του ο Κύριος λέγοντας, «εγώ είμαι ο ων» και «ο Θεός» και «το φώς» και «η αλήθεια και η ζωή», τα οποία οι θεολόγοι απέδωσαν κατ’ εξοχήν στην υπέρθεον θεότητα. Διότι λέγει (ο Αρεοπαγίτης), «εάν θα ονομάσουμε την υπερούσια κρυφιότητα Θεόν ή ζωή ή ουσία, ή φως ή λόγο, δεν
θα εννοούμε τίποτε άλλο παρά τις δυνάμεις που προβάλλονται από αυτήν
προς εμάς, τις θεοτικές ή ουσιοποιές ή ζωογόνες ή σοφόδωρες. Και αν τον πούμε Άγιον αγίων ή Κύριον κυρίων ή Θεόν θεών ή Βασιλέα βασιλευόντων, με αυτά δεικνύομε ότι εννοούμε τις
σε εμάς προβαλλόμενες δυνάμεις αυτού και ότι υμνούμε αυτόν από τις
ενέργειες και μετοχές αυτού οι μετέχοντες ή εφιέμενοι μεθέξεως. Από πού πράγματι πολλοί καθίστανται άγιοι, αν δεν μετέχουν της αγιότητας εκείνου; Από
πού δε πολλοί καθίστανται θεοί έχοντες στο μέσον ιστάμενο κατά τον
μέλλοντα εκείνον και ατελείωτο αιώνα τον ένα Θεόν, εάν δεν μετάσχουν της
θεότητος αυτού; Από πού δε θα υπάρξουν τέτοιοι βασιλείς και κύριοι, εάν δεν μετάσχουν της κυριότητος και βασιλείας αυτού; Άραγε
κτιστής βασιλείας ή θεότητος ή αγιότητος, θα μετάσχουν; Οποία
βλασφημία. Ο λέγων τούτο καθιστά τον Θεόν κτίσμα και λέγει κτιστήν την
βασιλεία και την θεότητα και την αγιότητα αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου