Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

EDMUND HUSSERL: ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ (=Η ΑΡΧΑΙΑ ΓΝΩΜΗ) – IDEALISIERUNG UND DOXA (2)

 Συνέχεια απο : Κυριακή 16 Ιουνίου 2024  

Antonio Aguirre

ΙΙ. 1

   Ας περάσουμε τώρα στην καντιανή, όπως προαναγγείλαμε, έννοια της Ιδέας. Όπως φαίνεται και απ’ την «Κριτική του καθαρού λόγου», δεν διέθετε καμμιά δική του έννοια για την Ιδέα ο Καντ. Κι όταν εισάγη στη «Μεταφυσική διαλεκτική» τις Ιδέες, αναφέρεται στον Πλάτωνα και εξηγεί κάποιους απ’ τους χαρακτήρες, που αποδίδει ο Πλάτων στις Ιδέες: Ότι δεν κατάγονταν απ’ τις αισθήσεις, αλλά ήταν αρχέτυπα ή αρχικές εικόνες των πραγμάτων, κι ότι δεν χρησίμευαν στο να «συλλαβίσουμε» κατά τη συνθετική τους ενότητα τα φαινόμενα, όπως οι αριστοτελικές Κατηγορίες (Κρ. V, A 312 κ.ε. / Β 368 κ.ε.). Ο Καντ ερμηνεύει τις Ιδέες ως έννοιες της καθαρής λογικής, με τις οποίες «δεν μπορεί να συμπέση κανένα αντικείμενο των αισθήσεων» (Κρ. V, A 327 / B 383), αφού «υπερβαίνουν (oι Ιδέες…) τα όρια κάθε εμπειρίας». Ο κόσμος είναι μια τέτοια Ιδέα, και μόνον αυτή μάς ενδιαφέρει σ’ αυτήν την εργασία. Ο κόσμος δηλώνει «το μαθηματικό σύνολο όλων των φαινομένων και την ολότητα των συνθέσεών τους» (Κρ. V, A 418 / B 446). Όπου αναφέρεται η έκφραση «μαθηματικό» στις καθαρές λογικές έννοιες της ποσότητας και ποιότητας και σημαίνει, ότι πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας τους τοπικούς και χρονικούς μόνον προσδιορισμούς του κόσμου.
Για να κατανοήσουμε τώρα καλύτερα το πώς προσεταιρίζεται την καντιανή έννοια της Ιδέας ο Husserl, ας εξετάσουμε σύντομα ένα επιχείρημα που παρουσιάζει ο Καντ για την περί του κόσμου Ιδέα.
Ο Καντ λοιπόν, εργάζεται, ιδιαιτέρως στο 7ο Κεφάλαιο της «Αντινομίας» (Κρ. V, A 497 / B 525), με το εννοιολογικό ζεύγος προκαθορισμένο – προκαθορισμός ή προϋπόθεση Αν εννοηθή κάτι το προκαθορισμένο ως ένα καθ’ εαυτό Όν, χωρίς αναφορά στην πιθανή του εμπειρία, ισχύει τότε αναλυτικά, πως αν είναι δεδομένο, είναι ταυτόχρονα και οι προκαθορισμοί του ή οι προϋποθέσεις του μαζί μ’ αυτό δεδομένες. Αν είναι όμως αυτό το προκαθορισμένο φαινόμενο, ένας παράγοντας άρα της εμπειρίας, είναι τότε εμπειρικά και χωροχρονικά δεδομένο, χωρίς να είναι ταυτόχρονα και οι προϋποθέσεις του μαζί μ’ αυτό δεδομένες. Οι οποίες και πρέπει να αναζητηθούν οπισθοχωρώντας (Κρ. V, A 498 / B 526) σε προηγούμενα φαινόμενα, των οποίων η σειρά θα υπόκειται στην ίδιαν αναζήτηση, αφού κάθε προκαθορισμός είναι πάλι, ως χωροχρονικός, κάτι το προκαθορισμένο. Κάθε επέκταση τώρα, μέσω αυτής τής αναζήτησης, της εμπειρίας (Κρ. V, A 509 / B 537) δρα ως μια προσέγγιση στο όριο, στην Ιδέα ως την πληρότητα της εμπειρίας, κάτι το οποίο όμως δεν είναι η εμπειρία, αφού μπορούμε να αναζητήσουμε, σε κάθε προϋπόθεση αυτού τού πολλαπλασιασμού τής γνώσης, απεριόριστα τους δικούς της προκαθοριστικούς παράγοντες (Κρ. V, A 513 / B 541), έτσι ώστε να υποχωρή ακατάπαυστα το όριο (Κρ. V, A 520 / B 548). Και να μένη άρα ο κόσμος, ως ολότητα των φαινομένων, μόνον μια Ιδέα. Αυτός ο χαρακτήρας τής εμπειρίας, το να είναι δηλ. σχετική ως προς ένα ανέφικτο όριο, και να το προσεγγίζη άρα ατελεύτητα, καθορίζει και τον χαρακτηρισμό ενός αντικειμένου απ’ τον Husserl, ως «Ιδέα με την καντιανή έννοια». Ο οποίος και λέει, σύμφωνα μ’ αυτό, στις «Ιδέες Ι», πως είναι «ανέφικτος ένας επαρκής προσδιορισμός του περιεχομένου της Ιδέας». Αυτόν τον προσδιορισμό του πράγματος θα διαπραγματευθούμε τώρα ακόμα πιο διεξοδικά.
Θέλουμε να παραθέσουμε ωστόσο έναν ακόμα παράγοντα της φύσεως της καντιανής Ιδέας του Κόσμου. Η Ιδέα ενσαρκώνει λοιπόν την ολότητα και πληρότητα όλων όσων θα ήταν απαραίτητο να συμβούν, για να υπάρξη ένα προκαθορισμένο πράγμα ή γεγονός. Συνδέει έτσι ο Καντ κάτι που προηγείται, χρονικά, στη λογική, με τον συγκροτημένο και ιστορικό χρόνο. Η Ιδέα αναφέρεται «σε όλον τον προηγούμενο» (Κρ. V, A 412 / B 439), και «σε όλον τον παρελθόντα χρόνο ως προϋπόθεση της δεδομένης στιγμής» (ό.π.). Με τον περιλαμβανόμενο εδώ αποκλεισμό κάθε μέλλοντος εκ μέρους του Καντ! Γιατί δεν συνεισφέρουν τίποτα οι συνέπειες, καθώς και η συνέχεια της εμπειρίας στην ύπαρξη ενός Όντος (( !!! )). Ένα παιδί χρειάζεται π.χ. απαραιτήτως γονείς, δεν χρειάζεται όμως απαραιτήτως και δικά του παιδιά. Σ’ αυτήν την κατερχόμενη πλευρά μπορεί να συνεχίζεται εκτός αυτού ατελεύτητα η σειρά των προηγουμένων προϋποθέσεων, χωρίς να είναι δυνατή, ή καν απαραίτητη για τη λογική, η ολοκλήρωσή της (Κρ. V, A 512 / B 539 κ.ε.). Το παρελθόν είναι ακριβώς ο τόπος της εξιδανίκευσης!
Τρία θέματα ή και αντικειμενικότητες χαρακτηρίζει ο Husserl στις «Ιδέες Ι» ως «Ιδέες με την καντιανή έννοια»: Τις ακριβείς έννοιες των μαθηματικών, το συνειδησιακό ρεύμα, και τα επαρκή δεδομένα ενός πράγματος. Ενδιαφερόμαστε εμείς εδώ για τις πρώτες και για τα τελευταία, που θα τα ξανασυναντήσουμε στην «Κρίση…». Κι ας ξεκινήσουμε με την πρώτη έννοια.
Η συζήτηση για την ακρίβεια συγκεκριμένων εννοιών ξεκινά στην πργρφ. 72 των «Ιδεών Ι» με τον προσδιορισμό της έννοιας μιας «ορισμένης… ή μαθηματικής πολλαπλότητας». Με το ότι μπορούν να προσδιοριστούν δηλ. στην περιοχή ενός αντικειμένου, και λόγω τής επιλογής συγκεκριμένων βασικών εννοιών, όλες «οι διαμορφώσεις αυτής της περιοχής» με πληρότητα, έτσι ώστε «να μη μένη τίποτα πια το απροσδιόριστο». Σχηματίζουν αυτές οι βασικές έννοιες ένα «προσδιορισμένο σύστημα αξιωμάτων», απ’ το οποίο και μπορούν να παραχθούν – να προσδιοριστούν – όλες οι προτάσεις του συστήματος. Η ακρίβεια ανήκει λοιπόν στην ουσία ενός τέτοιου συστήματος, ακρίβεια των εννοιών, που είναι άρα και «ιδανικές έννοιες», καθώς και η ακρίβεια των εμφανιζομένων εδώ προτάσεων, και μορφών. Στην πργρφ. 74 αντιπαραθέτει ο Husserl τις οικοδομημένες σύμφωνα μ’ ένα τέτοιο αξιωματικό σύστημα επιστήμες, όπως π.χ. τη γεωμετρία, στις «περιγραφικές» φυσικές επιστήμες, με τις «μορφολογικές» τους έννοιες, και τη «ρευστή και τυπική», σε αντιστοιχία προς τις έννοιες, ουσία τους. Και συμπεραίνει ο Husserl, πως αντιστοιχούν στις έννοιες των «ακριβών» επιστημών ουσίες, που «μπορούν να χαρακτηρισθούν ως Ιδέες κατά την καντιανήν έννοια». Αντιπαραθέτοντας άρα εδώ μιαν ιδεατή, σε μιαν υλική και παραστατική σφαίρα. Ονομάζοντας επιπλέον τη μέθοδο εξαγωγής ιδεατών ουσιών ή «ιδεατών ορίων» «εξιδανίκευση», ενώ τη μέθοδο εξαγωγής μορφολογικών ουσιών «αφαίρεση» (( … Σχολιάζοντας την «Κρίση…», μιλά ο Ernst W. Orth για μια διπλήν έννοια του όρου «εξιδανίκευση» (“Ideation”), και για το ότι είναι «διφυές το Είδος», κι ονομάζει τη μια φορά την ουσία ουσία «ενός συγκεκριμένου γεγονότος», και την άλλη, «Ιδέα με την καντιανήν έννοια» (E. W. Orth: Edmund Husserls, Krisis der europäischen Wissenschaften und die transzendentale Phänomenologie - … Η κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών και η μεταφυσική φαινομενολογία, Darmstadt 1999, σ. 75). Δεν πρόκειται όμως εδώ για δυό μορφές τής ουσίας, όπως νομίζει ο Orth. Γιατί η Ιδέα με την καντιανήν έννοια δεν αναφέρεται στην απαράλλακτη πυρηνική υπόσταση ενός αντικειμένου, αλλά εννοεί μ’ αυτήν ο Καντ κάτι, στο οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχή κανένα εμπειρικό αντικείμενο ή, και ως συνέπεια αυτού, την ολότητα όλων των εμφανίσεων ενός πράγματος – την καντιανή δηλ. έννοια του Κόσμου )) . Κυριαρχεί τώρα ανάμεσα στις δυό περιοχές (της «εξιδανίκευσης» και της «αφαίρεσης»…) η εγκατεστημένη (( !!! )) απ’ τον Καντ, και ισχύουσα κατ’ αυτόν για τον εμπειρικόν κόσμο, δομή της ατελευτήτου προσεγγίσεως: όπου «προσεγγίζουν» οι παρερχομένως τυπικές και ανακριβείς επιστήμες τις ιδανικές και ακριβείς, «χωρίς και να τις φθάνουν ποτέ». Η κίνηση της προσέγγισης είναι μάλιστα το αποτέλεσμα της επιστημονικής έρευνας, στην αναζήτησή της για τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Ενώ η επέκταση και η συνδεδεμένη μ’ αυτήν προσέγγιση ήταν δυνατή κατά τον Καντ και «πάνω στα ίχνη των αιτιών και των επιδράσεων», με το οποίο και εννοεί τη φυσική επιστήμη, ή και την ιστορία, την οποίαν και ονομάζει άλλωστε στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Μπορούμε να συμπεράνουμε άλλον έναν χαρακτήρα εκείνης της επιστημονικο-θεωρητικής συζήτησης μεταξύ Ακριβούς και Αορίστου στις «Ιδέες Ι», παρατηρώντας πώς συνεχίζεται στην «Κρίση…». Στο κείμενο αυτό η προσέγγιση δεν διαδραματίζεται μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών τύπων. Δεν συγκρίνει ο Husserl στην «Κρίση…» την επιστήμη, αλλά τη θεώρηση (ή και γνώμη…) με τη μαθηματική ακρίβεια και συμπεραίνει, ότι δεν συναντώνται κατά κανέναν τρόπο εκείνες οι ιδιότητες της ρευστότητας, της αοριστίας και της συμπτωματικότητας στις περιγραφικές κατ’ αρχάς επιστήμες, στην αντιπαράθεσή τους προς τις ακριβείς, αλλά προσδιορίζουν ήδη τα πράγματα, δηλ. τις εκδηλώσεις, του ζωντανού κόσμου. Κι ότι έχουν μάλιστα εδώ τη φυσική τους πατρίδα. Διαβάζουμε π.χ., ότι τα θεωρούμενα πράγματα «αμφιταλαντεύονται στην απλήν τυπικότητα», κι ότι «η ταυτότητα με τον εαυτό τους… είναι κάτι το απλώς συμπτωματικό». Οι γνώσεις, που αποκτούμε στην «προεπιστημονική, εμπειρική ζωή», είναι κάτι που «παραμένει συμπτωματικό… και αιωρούμενο». Κι ότι υπάρχει άρα ένα είδος συνέχειας μεταξύ τού ζωντανού κόσμου και της φυσικής επιστήμης, μια ανεμπόδιστη και ρευστή μετάβαση. Επειδή όμως γνωρίζουμε, πόσο ριζικά διαφέρει μια πρόταση ή ένας νόμος τής καθημερινότητας από μιαν πρόταση ή νόμο της θεωρητικής φυσικής, και οποιασδήποτε γενικώς αντικειμενικής επιστήμης, είναι σωστό να σκεφτούμε, για έναν τρόπο ανόδου απ’ το κατώτερο και θεμελιακό επίπεδο, στο επιστημονικά αντικειμενικό. Στην πραγματικότητα φαίνεται, πως αυτό κάνει και ο Husserl: Μιλά συχνά στην «Κρίση…» για βελτίωση, για ακριβέστερο προσδιορισμό, για επέκταση της ακρίβειας στην εμπειρία των δεδομένων του ζωντανού κόσμου, για έναν ορίζοντα «νοητής τελειοποίησης». Η περιγραφή αυτής της βελτίωσης εξυπηρετεί ωστόσο έναν εντελώς συγκεκριμένο πρώτα απ’ όλα σκοπό, να αναδείξη δηλ. έναν κεντρικόν παράγοντα στη γένεση της μαθηματικής επιστήμης. Πρόκειται για τις «οριακές ή άσβεστες μορφές» (“Limes-Gestalten”), που εμφανίζονται στον ορίζοντα της συνεχώς επιτελούμενης τελειοποίησης. «Γι’ αυτές τις ιδανικές μορφές ενδιαφερόμαστε … εμείς οι ‘γεωμέτρες’», και γενικώς οι μαθηματικοί. Αυτή η ιδανικότητα εγγυάται την ακρίβεια αυτού που ανακαλύπτουν και εκφράζουν οι μαθηματικοί. Οι φυσικοί επιστήμονες σφετερίζονται αυτές τις ιδανικότητες και μαθηματικοποιούν τα συμπεράσματά τους, χωρίς να μπορούν να επιτύχουν εντούτοις ποτέ, επειδή ασχολούνται μόνον με το Πραγματικό, εκείνην την καθαρή μαθηματική ακρίβεια. Διατελούν, πορευόμενοι προς αυτήν ως Ιδέα, σε μιαν ουδέποτε περατούμενη προσέγγιση και μπορούν να μοιραστούν γι’ αυτό, μαζί με τα δεδομένα του ζωντανού κόσμου, τον χαρακτήρα του «συμπτωματικού» και του «αόριστου». Ενώ δεν επιτυγχάνουν όμως την ακρίβεια, εγκαταλείπουν ταυτόχρονα το έδαφος του καθαρά ζωντανού κόσμου. Γιατί αν και μπορούμε να μιλάμε ακόμα σ’ αυτούς για μιαν «τυπικότητα», συνίσταται ωστόσο αυτή η «τυπικότητα» στις γνώσεις, με τις οποίες και συλλαμβάνουν τους κυρίαρχους στα φυσικά φαινόμενα νόμους. Αξιώνοντας έτσι για τον εαυτό τους, τον αντικειμενικό χαρακτήρα τού «άπαξ διά παντός» και «για τον καθένα» (( Husserl, Erfahrung und Urteil – Εμπειρία και κρίση, σ. 40 )) . Επιτυγχάνει, με τη μακρά συνήθεια και εξοικείωση (=βαθειά γνώση!...) με πράγματα και ανθρώπους, με την παράδοση αλλά και την προεπιστημονική τελειοποίηση, μια στερεότητα η τυπικότητα του ζωντανού κόσμου, που επαρκεί πλήρως στον πρακτικό μας σχεδιασμό, για να τα καταφέρουμε στην καθημερινότητά μας. Παραμένοντας εντούτοις σε όλα αυτά, πάντοτε ακόμη υποκειμενικά σχετική· και η αλήθεια της είναι περιστασιακή και συμπτωματική, όπως εκείνη που προσιδιάζει στον «έμπορο», όπως λέει κι ο Husserl, «στην αγορά» (( … Η διαφορά μεταξύ της ουσίας τού ζωντανού κόσμου και της επιστημονικής ουσίας εμφανίζεται πρακτικά παντού στην «Κρίση…». Προσφέρει όμως ιδιαιτέρως η πργρφ. 34 μια διεξοδική περιγραφή αναφορικά προς αυτό )) .
 
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: